Fractal

Στα χαρακώματα της πρώτης γραμμής

Γράφει η Κλεοπάτρα Ζαχαροπούλου // *

 

Στρατής Δούκας: “Ιστορία ενός αιχμαλώτου”, Εκδόσεις Κέδρος

 

Ο Στρ. Δούκας ανήκει στους συγγραφείς που πολέμησαν στα χαρακώματα της πρώτης γραμμής του Α΄ Παγκοσμίου και του μικρασιατικού πολέμου. Λαϊκιστής και βαθύς μελετητής της λαογραφίας πίστευε ότι η θέση του καλλιτέχνη είναι κοντά στο λαό και πως αυτός έχει δική του φωνή και χρειάζεται μόνο να βοηθηθεί  προκειμένου να εκφωνήσει λόγο.

Στα 1929 ο Δούκας εξέδωσε την Ιστορία ενός αιχμαλώτου, μια «καταγγελία και διαμαρτυρία κατά του μιλιταρισμού και των απάνθρωπων συνεπειών του πολέμου», ένα είδος αφηγήματος – ντοκουμέντου,  με το οποίο αναγνωρίστηκε αμέσως ως ένας από τους σημαντικότερους πεζογράφους της γενιάς του. Πρόκειται για την ιστορία ενός ανθρώπου – του Νικόλα Καζάκογλου – που κατόρθωσε τελικά να επιζήσει κάτω από οριακά απάνθρωπες συνθήκες αιχμαλωσίας. Ο συγγραφέας τις καταγράφει άμεσα με τον πιο απλό τρόπο γραφής, χωρίς ανώφελες ωραιολογίες κι άσκοπους συναισθηματισμούς, ακριβώς όπως ο ίδιος ο Καζάκογλου του τις αφηγήθηκε σ’ ένα χωριό της Κατερίνης. Έτσι είναι πολύ δύσκολο, αν όχι ακατόρθωτο, να διακρίνει κανείς πού αρχίζει και πού τελειώνει η συμβολή του συγγραφέα. Το πρόσωπο του αφηγητή δεν προβάλλεται σε κανένα σημείο της αφήγησης, αλλά αντίθετα αναδύεται από την ουσία των γεγονότων, αποκτώντας τις διαστάσεις ενός προσώπου συλλογικού. Ο πόνος κι η απόγνωση της αιχμαλωσίας μοιάζει να μην είναι μόνο του αφηγητή, αλλά πολλών ανθρώπων που είχαν την ίδια με αυτόν εμπειρία, τους οποίους εκπροσωπεί ως κορυφαίος του χορού.

Όπως αναφέρει ο ίδιος ο Δούκας στον πρόλογο της πρώτης έκδοσης του έργου, «η ιστορία αυτή είναι απόχτημα μιας βραδιάς που πέρασα σ’ ένα καφενείο κάποιου προσφυγοχωριού της περιφέρειας της Αικατερίνης το Φθινόπωρο του 1928. Τότε μπήκε κάποιος κι άρχισε ν’ αφηγείται την ιστορία του σαν ανατολίτης αφηγητής. Σαν τελείωσε να μου διηγείται του είπα: Βάλε την υπογραφή σου. Κι εκείνος έγραψε: Νικόλας Κοζάκογλου». Έτσι, δηλώνεται ρητά η διάκριση του αφηγητή από το συγγραφέα. Ίσως, ο Στρ. Δούκας ήθελε να δώσει στο έργο του την εγκυρότητα της αληθινής ιστορίας. Την επόμενη μέρα το πρωί πήγε στο σπίτι του και του ζήτησε να του υπαγορεύσει την αρχή, που είχε χάσει, μα η αφήγηση δεν είχε πια την ίδια ζεστασιά. Για να κρατήσει την ποιότητα του προφορικού λόγου στο κείμενο, υπαγόρευσε την ιστορία χρησιμοποιώντας ως πρώτη ύλη τις σημειώσεις του και στη συνέχεια τη δημοσίευσε στην Πρωία. Στην επόμενη περιοδεία του, περνώντας από το σπίτι του Νικόλα, ο Δούκας, του άφησε αρκετό χαρτί για να γράψει ο ίδιος την ιστορία του. Δεν τα κατάφερε όμως. Έτσι, στην τρίτη έκδοση, ο συγγραφέας τονίζει τα στοιχεία του λαϊκού λόγου καθαρίζοντάς τον από τα πριμιτιβιστικά στοιχεία, τις υπερβολές και τις επαναλήψεις, ελαττώνοντας και τη ροή του ρυθμού, για να πάρει περισσότερη άνεση και αναπνοή ο αφηγηματικός λόγος.

Ο Δούκας διαίρεσε την ιστορία σε τέσσερα κεφάλαια, δυναμώνοντας την ποικιλία και την ενότητα. Αυτά είναι τα εξής: η σύλληψη του Καζάκογλου μέχρι την απόδραση με το σύντροφό του, η άφιξη στο χωριό τους, όπου ζουν απόβλητοι και σπηλαιοδίαιτοι, η κορύφωση της απελπισίας τους, που τους αναγκάζει να χωρίσουν και να κατέβουν να δουλέψουν μεταμφιεσμένοι σε Τούρκους και η διαφυγή και λύτρωση του ήρωα.

Ο «μορφωμένος» συγγραφέας δεν αναλαμβάνει την πατρότητα της διήγησης, αφού βάζει τον πληροφοριοδότη του να υπογράψει.  Όταν  ο Δούκας έβαλε το Νικόλα Καζάκογλου να του διηγηθεί την περιπέτεια του αιχμαλώτου, που ξέφυγε από το βέβαιο θάνατο στην καταστροφή του ’22, πραγματοποίησε μια συνεργασία που σήμερα είναι αδύνατο να ξεχωρίσουμε τη συμβολή του καθενός, δηλαδή του πραγματικού αιχμαλώτου που διηγείται το βίωμά του, και του λογοτέχνη που του προσέδωσε λογοτεχνικές αξιώσεις. Αυτό σημαίνει ότι δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε με ασφάλεια αν ήταν πιο δυνατή η πρόθεση του συγγραφέα να διασώσει ευσπλαχνικά τη μνήμη του εθνικού δράματος ή η πρόθεσή του να προμηθεύσει τη γενιά μ’ ένα δείγμα αγνού προφορικού λόγου.

Ο ήρωας εξιστορεί τις ταλαιπωρίες και την ηθική ταπείνωση του ίδιου και των αιχμάλωτων συντρόφων του, που ακολούθησαν την πολιορκία, εκ μέρους των Τούρκων, της Σμύρνης, το Σεπτέμβριο του 1922. Μέσα στην κοινοτοπία της η  Ιστορία αποδύεται έτσι τον ατομικό της χαρακτήρα και παίρνει καθολικές διαστάσεις. Ο ίδιος εξάλλου δεν κάνει καμιά απόπειρα διάκρισης από τους υπόλοιπους αιχμαλώτους· δεν υπερτιμά τον εαυτό του, δεν διεκδικεί δικαιώματα ανωτερότητας:  η συνείδηση του είναι μικρότερη από το δράμα όπου τον έριξε η μοίρα. Σύμφωνα με το Δ. Ραυτόπουλο, η θέση αυτή του αιχμαλώτου σε σχέση με το μέγεθος των γεγονότων που ο ίδιος βιώνει μας κάνει ν’ ακούμε τη φωνή του, όπως αναφέραμε και προηγουμένως, σαν να προέρχεται από το χορό μιας τραγωδίας.

Ο αιχμάλωτος περνά από μεγάλους κινδύνους κατά την περιπετειώδη πορεία του προς τη σωτηρία. Μένοντας αρκετό διάστημα, με τον σύντροφό του, κρυμμένοι στη σπηλιά, αποφασίζουν από κοινού να χωρίσουν και να παριστάνουν τους Τούρκους, περιμένοντας την ευκαιρία να δραπετεύσουν. Ένας Τούρκος τότε, εκτιμώντας την εργατικότητά του, τον παίρνει στη δούλεψή του. Ξαφνικά μαθαίνει ότι πιάσανε τον σύντροφό του και διαδοχικές εκδηλώσεις φόβου προξενούνται στον ήρωα. Η επιστροφή του στο πραγματικό πρόσωπο, συμβαίνει εντελώς τυχαία, μόλις συναντά έναν Έλληνα. Σ’ αυτό το σημείο ο αναγνώστης παύει να είναι συνένοχος με τον αφηγητή – αιχμάλωτο. Την ένταση διαδέχεται πλέον η χαρά της απελευθέρωσης.

Δεκάδες είναι τα πρόσωπα που παρελαύνουν από την ιστορία, συνθέτοντας ένα πολύχρωμο εθνοφυλετικό, θρησκευτικό, κοινωνικο – επαγγελματικό, γεωγραφικό, ηλικιακό μωσαϊκό. Τα περισσότερα πρόσωπα της ιστορίας αποτελούν χαρακτήρες και περιγράφονται με τρόπο λιτό και αδρό. Όλα έχουν όνομα, εκτός από τον  σύντροφο. Μέσα σ’ αυτή την πολυχρωμία των χαρακτήρων διακρίνονται άνθρωποι απλοϊκοί, καλοσυνάτοι, θρησκευόμενοι, σκληροί, βάναυσοι, χαιρέκακοι, αγωνιστές. Πάνω τους, όμως, αποτυπώνονται οι ολέθριες επιδράσεις του πολέμου, η εξαγρίωση των συμπεριφορών, η εύκολη προσφυγή στη βία και τη βαρβαρότητα.

Στη σύντομη αυτή, αλλά γεμάτη δράση και γεγονότα ιστορία, τα περιστατικά μιλούν από μόνα τους. Αν και δεν υπάρχει καμία αμφιβολία για το αίσιο τέλος της περιπέτειας του ήρωα, ο φόβος που τον διακατέχει συνεχώς, μήπως προδοθεί στον ύπνο του ή φανερώσει τη φυλή και τη θρησκεία του, μην ξέροντας πώς να φερθεί σαν Μουσουλμάνος, μεταφέρεται στον αναγνώστη σ’ όλη του την ένταση. Το να γνωρίζουμε ότι ο αιχμάλωτος θα βγει από την εφιαλτική περιπέτειά του σώος κι αβλαβής, δίχως αυτή η επίγνωση να μειώνει το δράμα που ο ίδιος έζησε, συντελεί στην επιβλητική απλότητα, στην καθησύχαση των αισθημάτων του τη στιγμή που τα αφηγείται, κι επιτρέπει έτσι να λειτουργήσει αποδοτικά η λιτότητα, που σε άλλες συνθήκες θα μπορούσε και να είναι παράκαιρη για τόσο συγκλονιστικά επεισόδια. Σ’ αυτή την προοπτική «εκ του ασφαλούς» εντάσσεται κι η ρητορική λύση ν’ αποδραματοποιεί ο συγγραφέας λεκτικά τα πιο συγκλονιστικά επεισόδια, πετυχαίνοντας μια έμφαση από την ανάποδη, σαν να λέμε, σε μια μόνιμη διάθεση οξύμωρου: όσο πιο μεγάλα τα γεγονότα, τόσο πιο απλά τα λόγια.

Ωστόσο, υπάρχουν κι άλλες απόψεις. Ο Δούκας, για μια μερίδα μελετητών, μπορεί ν’ αναλαμβάνει το ρόλο του απλού καταγραφέα, αλλά κανείς διαισθάνεται τη συνειδητή του προσπάθεια να μετατρέψει τη διήγηση σε μυθοπλασία. Ο συγγραφέας προσποιείται τον φωνογράφο, όπως ο ήρωάς του τον μωαμεθανό, προκειμένου ν’ αποφύγει το θάνατο. Η Ιστορία δεν είναι πιστή μεταγραφή της διήγησης του Καζάκογλου, αλλά μια επεξεργασμένη εκδοχή της από τον συγγραφέα, ο οποίος εξελληνίζει και καθαρίζει τον προφορικό λόγο του τουρκόφωνου πρωταγωνιστή, βαθύτατα επηρεασμένου από το τουρκικό λεξιλόγιο και τη σύνταξη. Εναλλάσσοντας προσωπεία και ταυτότητες, η αφήγηση αναμειγνύει την οδύσσεια της αιχμαλωσίας με τη μυθοπλαστική ψευδαίσθηση, καθώς ο αφηγητής υποδύεται τον αλλόθρησκο για να γλιτώσει, ενώ ο συγγραφέας υιοθετεί το αφηγηματικό του προσωπείο, ώστε να προσδώσει στο κείμενό του μια πλαστή αυθεντικότητα. Θέμα και διήγηση, συγγραφέας κι αφηγητής συμπράττουν, καθώς ο πρώτος αντιγράφει την τακτική επιβίωσης του δεύτερου, ως αφηγηματικό τέχνασμα. Όσο κι αν η Ιστορία ενός αιχμαλώτου δίνει την εντύπωση ότι απεκδύεται τα καλλιτεχνικά της στολίδια κι αφήνει τα γεγονότα να μιλήσουν μόνα τους, άλλο τόσο σκηνοθετείται ναρκισσιστικά μέσα από ταυτότητες και προσωπεία. Πρόκειται, δηλαδή, για μια διπλοπρόσωπη αφήγηση που αφενός συστήνεται ως αυθεντικό ντοκουμέντο και αφετέρου αφήνει επιδεικτικά να εννοήσουμε την κατασκευή της, όταν, για παράδειγμα, ο φίλος του πρωταγωνιστή διασώζεται στην πραγματικότητα, αλλά στο κείμενο συλλαμβάνεται και θανατώνεται, γιατί «έτσι το ’θελε η ιστορία» καθώς παραδέχεται ο Δούκας.

Η Ιστορία δεν προερχόταν από βιωμένο υλικό, αλλά από την εκμετάλλευση της αφήγησης ενός αιχμαλώτου σε τουρκικά στρατόπεδα. Ο ιδιότυπος κι ιδιόρρυθμος αυτός συγγραφέας κατορθώνει χάρη σε μια λιτή κι αφαιρετική γραφή, λαϊκού και προφορικού χαρακτήρα, ν’ αποδώσει την ατμόσφαιρα της ανθρωπιάς, χωρίς μίσος για τους αντιπάλους. Για παράδειγμα, ο Χαφούζης επιπλήττει το λοχαγό, γιατί επιτρέπει το λιντσάρισμα των Ελλήνων αιχμαλώτων ή ακόμα κι η στάση του Χατζημεμέτη και των ανθρώπων απέναντι στον ήρωα. Η φροντίδα τους, η εξυπηρετικότητα κι η αγάπη τους είναι μερικά στοιχεία που αποδεικνύουν ότι, όταν παραμεριστούν οι εθνικές και θρησκευτικές διαφορές, οι άνθρωποι μπορούν να ζήσουν μονιασμένοι κι αγαπημένοι κάτω από τον ίδιο ήλιο. Η σκληρότητα κι η βαναυσότητα των Τούρκων δίνονται αλλά δεν υπερτονίζονται. Το έργο δεν αποτελεί μονόπλευρη καταγγελία, ούτε και κατανομή ευθυνών, αλλά κατά τον Γ. Ιωάννου διατηρεί τον κανονικό τύπο της αφήγησης μιας απλώς δυσάρεστης  ιστορίας. Ο λόγος του Δούκα είναι νηφάλιος. Γνωρίζει πως είναι μάταιη η οργή και το πάθος όταν τα ίδια τα πράγματα είναι τόσο τραγικά. «Βιβλική είναι σχεδόν αυτή η πραότητα του κειμένου», σύμφωνα με τον  Δ. Ραυτόπουλο, «σταλάζει γαλήνη και φέγγος».

Η Ιστορία ενός αιχμαλώτου είναι ένα αντιμιλιταριστικό, φιλειρηνικό και βαθιά αντιπολεμικό έργο, καθώς παρουσιάζει τον πόλεμο όχι στην επική, ηρωική του διάσταση, αλλά μέσα από τα μάτια του απλού, κατατρεγμένου ανθρώπου, ως βασικού υπεύθυνου της απώλειας χιλιάδων ατόμων και του εξευτελισμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Το έργο καταγγέλλει τη φρίκη του πολέμου που, όπως έγραφε κι ο Θουκυδίδης, είναι «βίαιος διδάσκαλος» και εξαγριώνει τους ανθρώπους. Παράλληλα, αναδεικνύει την παγκόσμια συναδέλφωση, την οποία άλλωστε ο συγγραφέας δηλώνει στην προμετωπίδα του έργου: «Αφιερώνεται στα κοινά μαρτύρια των λαών».

Το χαρακτηριστικότερο, ωστόσο, γνώρισμα του κειμένου είναι το ύφος του. Ο Μ.  Vitti το χαρακτήρισε ως «πειστικό δείγμα μακρυγιαννισμού». Απλό και λιτό, ζωηρό και παραστατικό (περιγραφή σκηνών, χρήση δραματικού ενεστώτα, κοφτός διάλογος), ανεπιτήδευτο (μετρημένα και διακριτικά σχήματα λόγου ενσωματωμένα στον καθημερινό λόγο, δωρικός χαρακτήρας αφήγησης, απουσία ωραιοποίησης), γοργό και πυκνό (ασύνδετος, μικροπερίοδος λόγος, αφηγηματικά κενά, συμπύκνωση αφήγησης, απουσία σχολίων και αναλύσεων), καταδεικνύει τη λαϊκή καταγωγή και γνησιότητα του έργου. Η γλώσσα θυμίζει περισσότερο τον προφορικό λόγο των λαϊκών ανθρώπων. «Απ’ την αρχή μέχρι τέλους διακρίνει κανείς το χέρι του λογοτέχνη που χαράζει αόρατα την κοίτη μέσα στην οποία τρέχει το απλό αυτό γάργαρο νερό της λαϊκής αφηγήσεως», σύμφωνα με τον Γ. Βαφόπουλο. Ο λόγος διανθίζεται με πολλές ιδιωματικές φράσεις, λαϊκούς τύπους, σύνθετες και τούρκικες λέξεις. Είναι άμεσος, περιεκτικός και μικροπερίοδος. Τα διακοσμητικά στοιχεία αποφεύγονται. Τα ρήματα και τα ουσιαστικά δεσπόζουν, ενώ το επίθετο απουσιάζει, όπως επισημαίνει ο Τ. Κόρφης. Προτιμάται η φυσική ροή της ομιλίας κι η παρατακτική σύνδεση. Οι αντιθέσεις δεν είναι πάντα έκδηλες, αλλά αντίθετα λανθάνουν και διακρίνονται μόνο από τις λεπτές τους αποχρώσεις και τις ανεπαίσθητες διαβαθμίσεις. «Γενικά δεν έχουμε μόνο αντιπαράθεση συμβάντων, αλλά μυστική αντιπαράθεση σχημάτων, κινήσεων και μορφών» (Γ. Ιωάννου). Ο διάλογος είναι κοφτός, γοργός, περιεκτικός, προσδίδοντας ζωντάνια και ποικιλία.

Η αφήγηση γίνεται σε πρώτο πρόσωπο, με τρόπο αβίαστο, πειστικό και μικτό  (μίμηση, διάλογος). Ο δραματοποιημένος αφηγητής βλέπει από εσωτερική οπτική γωνία. Όχι μόνο συμμετέχει στα δρώμενα, αλλά αποτελεί τον κεντρικό τους άξονα. Είναι ομοδιηγητικός και μάλιστα αυτοδιηγητικός. Η αφήγηση δεν έχει στάσιμα, δεν αναλώνεται σε σχολιασμούς και σχετλιασμούς, γεγονός που συντελεί στην αρμονική σύνδεση αφηγητή και κανονικού αναγνώστη. Το έργο διακρίνεται για την αναπτυγμένη συνοχή και πλοκή. Ρεαλιστικές περιγραφές προσδίδουν χαρακτήρα μαρτυρίας. Η χρονική σειρά των αφηγούμενων γεγονότων είναι ταυτόσημη με τη φυσική σειρά. Εκτός κάποιων προσημάνσεων, δεν υπάρχουν αναχρονίες και παρεκβάσεις (ομαλή γραμμική εξέλιξη). Ο χρόνος επιταχύνεται με παραλείψεις δευτερευόντων στοιχείων, που δεν θα προωθούσαν το μύθο (επιβράδυνση).

Κάποια από τα παραπάνω στοιχεία σε συνδυασμό με κάποια άλλα επιπρόσθετα δίνουν κι εδώ, όπως και στο Βενέζη, έναν παραμυθικό τόνο: ασύνδετες προτάσεις, πολλές κύριες, απώλεια σχολίων, χρήση παροιμιών και εικόνων της φύσης για να δοθεί μια κατάσταση, χρήση παρατατικού κι αορίστου, προφορικότητα στο λόγο, εναλλαγή αφήγησης και διαλόγου, θρησκευτικότητα, αοριστία χρόνου. Η Ιστορία, άλλωστε, βρίσκεται πολύ κοντά σ’ επίπεδο ύφους και περιεχομένου, με τα πρώτα έργα του Μυριβήλη και του Βενέζη. Πρόκειται για ένα σύντομο πεζογράφημα, που εξιστορεί την ιστορία ενός αιχμαλώτου και τις περιπέτειες διαφυγής του έως τη στιγμή που θα καταφέρει να δραπετεύσει και να σωθεί.

Πρόκειται για ένα από τα πλέον αξιόλογα έργα της πεζογραφίας μας, το οποίο έχει καταξιωθεί στη συνείδηση του αναγνωστικού κοινού και έχει τοποθετηθεί ανάμεσα στα κλασικά έργα της αντιπολεμικής πεζογραφίας μας. Απέσπασε εγκωμιαστικές κριτικές και αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για πολλούς μεταγενέστερους συγγραφείς. Με τρόπο παραστατικό και ύφος γλαφυρό εξιστορούνται οι κακουχίες, τα δεινά, η φυσική και ηθική ταλαιπωρία του βασικού προσώπου, και αναδεικνύεται το ψυχικό του σθένος, καθώς στην προσπάθεια για επιβίωση, αναγκάζεται να υποδυθεί τον Τούρκο και, εργαζόμενος για μεγάλο διάστημα σε κάποιο υποστατικό της Μ. Ασίας, καταφέρνει τελικά να δραπετεύσει και να σωθεί. Η αλυσιδωτή κειμενική δράση κι η ισορροπία των αφηγηματικών μερών, με τα αντίστοιχα διαλογικά, προκαλούν στον αναγνώστη περιέργεια, αγωνία και, εν τέλει, το λυτρωτικό αίσθημα της αριστοτελικής κάθαρσης. Ο λόγος του Αιχμαλώτου, οι λέξεις, οι φράσεις, οι χειρονομίες, το βλέμμα του αφηγητή, φτάνουν πάντοτε ώς εκεί που επιβάλλουν ο χρόνος, ο τόπος, η προϊστορία κι η δραματική κατάσταση των συγκεκριμένων προσώπων. Μολονότι είναι εξαιρετικά σύντομο, αφήνει την αίσθηση του μεγάλου σε έκταση έργου. Σε γενικές γραμμές, η Ιστορία ενός αιχμαλώτου πληροί απόλυτα τις ανάγκες μιας ουσιαστικής αναγνωστικής πρόσληψης, καθώς πετυχαίνει να προβιβάσει τον φιλοπερίεργο αναγνώστη σε κριτικό μελετητή, εξισορροπώντας την αυθεντικότητα του λαϊκού λόγου με την ορθά δομημένη αφήγηση και την προσωπική μαρτυρία με τη μέθεξη στον πόνο του άλλου. Η ιστορία κερδίζει μια θέση οριακής περίπτωσης αναβίωσης μέσα στο χώρο της καλλιεργημένης λογοτεχνίας, του προφορικού λαϊκότροπου λόγου, με όλα σχεδόν τ’ αφηγηματικά σχήματα της λαϊκής παράδοσης (βυζαντινό μυθιστόρημα περιπετειών και μαρτυρολόγιο).

 

Στρατής Δούκας διά χειρός Φώτη Κόντογλου

 

Όταν πρωτοκυκλοφόρησε η Ιστορία χαιρετίστηκε με ενθουσιασμό από αρκετούς εκλεκτούς ανθρώπους. Αργότερα, η Γενιά του ’30, και μάλιστα ο πυρήνας της, αγνόησε ή και παραμέρισε τον Στρατή Δούκα και το έργο του. Ωστόσο, έπειτα, το έργο αποδείχτηκε αρκετά ανθεκτικό και γόνιμο για τη νεότερη πεζογραφία μας.

Όπως και τα έργα των υπόλοιπων μελών της Αιολικής Σχολής, κι αυτό αποτελεί μια μαρτυρία που καταγγέλλει τη φρίκη του πολέμου, παρουσιάζοντας τα δεινά που προξενούνται απ’ αυτόν, ειδικά στους αμάχους: τις απώλειες των περιουσιών και το δράμα της προσφυγιάς, τις κακουχίες και τα μαρτύρια της αιχμαλωσίας, τους κατατρεγμούς και τον ευτελισμό της αξιοπρέπειας του ανθρώπου, τους θανάτους και τον ανθρώπινο πόνο. Δεν κατανέμονται ευθύνες και δεν διερευνώνται τα αίτια του πολέμου. Η καταγγελία αυτή διεθνοποιείται παίρνοντας παγκόσμιο χαρακτήρα.

Από την άλλη πλευρά, όπως υποστηρίζει ο Κ. Σταματίου: «Αυτό που ξαφνιάζει σήμερα είναι η γραφή του Στρατή Δούκα. Άμεση, λιτή, “δαγκωτή”, δεν έχει τίποτα από τον συγκινησιακό φόρτο ορισμένων συγγενών θεματικά γραφτών της γενιάς του ’30. Πόσο μακριά είμαστε από τη λυρική καλλιγραφία ενός Βενέζη […]. Σε τρεις μονάχα φράσεις καταδηλώνεται υπαινικτικά ολόκληρη η μεγάλη τραγωδία. Εθνική, οικογενειακή, ατομική […]».

Σύμφωνα με τον Φ. Πολίτη, ο Αιχμάλωτος είναι ένα μικρό αριστούργημα. Η απλότητα κι η αλήθεια του συνολικού έργου είναι μοναδική, έτσι που νιώθει κανείς την κάθε λέξη βαριά από νόημα, μεστή από εικόνες. «Είναι αστοργία στο νόημα της ζωής, που είναι οι χαρές, κι οι πόνοι μας» γράφει ο Δούκας «ν’ αφήνουμε να χάνονται μέσα στην καταβόθρα της λήθης τα ωραία αυτά μαργαριτάρια πού ’ναι ατόφια τα δάκρυα της φυλής μας. Μονάχα οι ηλίθιοι κι οι νεκροί έχουν δικαίωμα να λησμονούν, μα όσοι έχουν την πνοή της ζωής μέσα τους, οφείλουν να θυμούνται για να στοχάζονται και να συγχωρούν. Η μνήμη είναι εκείνη που δίνει τροφή στο πνεύμα και στην καρδιά […].» Λόγια γεμάτα σοβαρότητα, τεράστια γεγονότα για την ψυχική ζωή ενός ανθρώπου αφηγημένα ήρεμα και στρωτά, τίποτα το περιττό. Στάζει η ζωή, στάζει η αλήθεια – στάλα, στάλα, από κάθε περιγραφή. Τύποι περνούν και χάνονται, αρπαγμένοι από μια μονοκονδυλιά, ανάμεσα στο πλήθος υπάρξεων που σβήνουν.

Ο Η. Βενέζης υποστηρίζει ότι «το υλικό, το θέμα, ισορροπεί με τη μορφή. Ακόμα και στα σημεία που στο κύριο πρόσωπο της ιστορίας, τον αιχμάλωτό του,  συσσωρεύονται όγκοι από συναισθήματα που πρέπει να εκφραστούν, ο συγγραφέας κατορθώνει να κρατηθεί, δεν παρασύρεται. Η λιτή έκφραση κυριαρχεί.»

«Ολόκληρο το κείμενο», κατά τον Ραυτόπουλο, «από την πρώτη ως την τελευταία λέξη, το χαρακτηρίζει μια αγία λιτότητα που απολυμαίνει το φιλολογικό μας κλίμα.  Επιτέλους, οι λέξεις γυμνές στην κυριολεξία τους, οι προτάσεις φυσικές, κομμένες στην πνοή του ανθρώπου, που ανάλογα με το συναίσθημα έχει και μάκρος, χωρίς τη μόδα που επιβάλλει πότε να μακραίνουν πότε να κονταίνουν, σαν τις γυναικείες φούστες.  Η γλώσσα μας ξαναδίνεται ξανανιωμένη, ξεκούραστη. Επιτέλους διάλογοι όπου δεν συνομιλεί ο συγγραφέας με τον εαυτό του, άλλα πρόσωπα με σάρκα και οστά. Τα επίθετα αποκαταστημένα: μπαίνουν όπου δεν μπορεί να μην μπουν. Το ρήμα κινείται φυσικά χωρίς μανιεριστική εκζήτηση […].»

Αρχικά, ο Δούκας δεν παρουσίασε την Ιστορία του τόσο ως ιστορικό ντοκουμέντο αιχμαλωσίας όσο ως «το ωραίο λουλούδι του Λόγου», όπως γράφει στο προοίμιο των πρώτων εκδόσεων. Εκεί παρακινεί τους αναγνώστες του να συλλέξουν παρόμοιες ιστορίες που τις περιγράφει ως «πολύτιμα ψηφιδώματα με τα οποία θα στολίσουμε τον νέο πνευματικό ναό μας». Ο αρχικός του στόχος φαίνεται να είναι κυρίως λαογραφικός και προσδιορίζεται από τα πριμιτιβιστικά ενδιαφέροντα της εποχής του, καθότι κατά τη δεκαετία του 1920 αναπτύχθηκε έντονο ενδιαφέρον από Έλληνες συγγραφείς, ζωγράφους και αρχιτέκτονες (Δούκας, Κόντογλου, Πικιώνης) για τη λαϊκή τέχνη. Η μελέτη του λαϊκού πολιτισμού αντιπροσώπευε γι’ αυτούς έναν δίαυλο επικοινωνίας με τη γνήσια και άσπιλη πεμπτουσία της ανθρώπινης φύσης, ενώ η αφέλεια της λαϊκής τέχνης θεωρείτο ότι εξέφραζε την αρχέγονη επιθυμία των ανθρώπων για ειρηνική συνύπαρξη κι αλληλεγγύη. Η απάλειψη του προοιμίου μετά την έκδοση του 1969 σηματοδοτεί και την αλλαγή στην αντιμετώπιση της Ιστορίας. Από λαογραφικό λουλούδι λαϊκού λόγου γίνεται ηθική μαρτυρία του πανανθρώπινου πόνου, όπως δείχνει κι η αλλαγή της αφιέρωσης, ενώ τις τελευταίες δύο δεκαετίες καθιερώνεται πια ως εθνικό κειμήλιο. Αποκαλυπτική είναι κι η εκδοτική σταδιοδρομία της Ιστορίας, καθώς διαγράφει έμμεσα αυτή τη σταδιακή καθιέρωση.

 

 

* Η Κλεοπάτρα Ζαχαροπούλου είναι πτυχιούχος Φιλολογίας και πρωτεύσασα του Πανεπιστημίου Πατρών, κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος με τίτλο «Σύγχρονες προσεγγίσεις στη γλώσσα και στα κείμενα» και Πιστοποιητικού Συμπληρωματικής Εκπαίδευσης του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών με θέμα  «Μαθησιακές δυσκολίες – δυσλεξία». Η πτυχιακής της εργασία «Ζητήματα ποιητικής και ιδεολογίας στο έργο του Ηλία Βενέζη και της Αιολικής Σχολής» βρίσκεται στο ΕΛΙΑ και η διπλωματική της διατριβή «Μακεδονικές Ημέρες: η διαμόρφωση του νεωτερικού λόγου στην πρωτεύουσα του βορρά και οι μεσοπολεμικές πνευματικές αναζητήσεις» στο http://nemertes.lis.upatras.gr. Το 2010 ταξινόμησε μαζί με την Άννα Κατσιγιάννη το αρχείο της Νένης Ευθυμιάδη. Έκτοτε εργάζεται ως εκπαιδευτικός στην ιδιωτική εκπαίδευση, ενώ παράλληλα αρθρογραφεί σε εφημερίδες και εκπαιδευτικά portal.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top