Fractal

Έρωτας στην Αθήνα του 2018

Γράφει η Αλεξάνδρα Γερακίνη // *

 

Κωνσταντίνος Τζαμιώτης «Ίσως την επόμενη φορά», εκδ. Μεταίχμιο

 

Στο τελευταίο του συγγραφικό πόνημα, ο Κ. Τζαμιώτης εγκαταλείπει τα καυτά προβλήματα της επικαιρότητας, όπως την οικονομική-κοινωνική κρίση και το προσφυγικό, που κυριάρχησαν ως θεματική στα δύο προηγούμενα βιβλία του(Η πόλη και η σιωπή, Το πέρασμα). Ο έρωτας έρχεται στο προσκήνιο, ένα θέμα όχι λιγότερο εύκολο στην προσέγγιση και στη διαπραγμάτευση του, αν σκεφτεί κανείς ότι και αυτό έχει τους δικούς του λαβυρίνθους και τα δικά του σκοτεινά και απροσπέλαστα πολλές φορές σημεία, συνεπώς οι κίνδυνοι καραδοκούν.

Οι πρωταγωνιστές του βιβλίου είναι ο Πέτρος και η Βασιλική, δύο άνθρωποι που θα μπορούσε να συναντήσει κάποιος σε οποιαδήποτε γωνιά της πόλης. Ο Πέτρος, στα σαράντα δύο του, είναι ένας άσημος συγγραφέας, εσωστρεφής και μελαγχολικός, ασύμβατος με τον ίδιο του τον εαυτό,  παλεύει με τις προσωπικές του ανασφάλειες. Η Βασιλική, λίγο πια πάνω από τα τριάντα, νηπιαγωγός στο επάγγελμα, όμορφη και ανεξάρτητη, φαίνεται να πατάει πιο γερά στα πόδια της και να εμπιστεύεται περισσότερο τον εαυτό της, όμως και αυτή δεν μπορεί να ξεφύγει τελικά από τα συμπτώματα μια εποχής που θέλει τους ανθρώπους να κατατρύχονται από  ανυπέρβλητα στεγανά. Η επιλογή του Κ. Τζαμιώτη να παρουσιάσει την ιστορία πρώτα από την πλευρά του Πέτρου και ύστερα από την πλευρά της Βασιλικής, είναι ευρηματική, σπάει το μονοτονία της ευθύγραμμης αφήγησης και μυεί τον αναγνώστη στα άδυτα της σκέψης των ηρώων, γιατί ούτως ή άλλως μία μόνο αλήθεια δεν υπάρχει, ο καθένας έχει τη δική του αλήθεια.

Ο Πέτρος και η Βασιλική συναντιούνται τυχαία σε ένα σταθμό του μετρό και ξεκινούν μια σχέση που θα κρατήσει μόλις λίγους μήνες, αφού και οι δύο θα γίνουν θύματα συμπτώσεων και παρεξηγήσεων και θα υποκύψουν ο καθένας στις δικές του αγκυλώσεις. Το φόντο της σύντομης σχέσης τους είναι η Αθήνα που δεν είναι σίγουρα η ζοφερή πόλη που ο Τζαμιώτης παρουσίασε στο βιβλίο του Η πόλη και η σιωπή αλλά είναι ορατά τα σημάδια που έχει αφήσει στους κατοίκους της: «Συμφωνούν πως η πόλη δεν είναι αυτή που ήταν, μα με κάποιο τρόπο παραμένει ακόμη ελκυστική. Πότε άλλοτε κυκλοφορούσαν τόσοι τουρίστες τέτοια εποχή; Και ύστερα είναι τυχαίο που ανοίγουν συνέχεια καινούρια ξενοδοχεία; Φαντάσου τι έχει να γίνει, αν όντως κατασκευαστεί και τέταρτη γραμμή μετρό…Συνεχίζουν σ’ αυτόν τον ρυθμό όταν ξαφνικά θυμούνται ότι δεν είναι της μόδας κάποιοι σαν κι αυτούς να βλέπουν ρόδινες κάτι τέτοιες μεταβολές, αναδιπλώνονται και στρέφουν αποκλειστικά την προσοχή τους σε όσα θα μπορούσαν να γίνουν και δε γίνονται. Έτσι κι αλλιώς τούτες τις ημέρες δύσκολα θα βρεις θέμα πιο ευεπίφορο στην κριτική από αυτή την πόλη, αυτή τη χώρα, τους κατοίκους της, γενικά οτιδήποτε σχετίζεται μαζί τους», (σελ. 31).

Η σχέση τους τόσο με τον εαυτό τους όσο και με τον χώρο που τους περιβάλλει και τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες τις οποίες βιώνουν είναι περιοριστική και ενδεικτική της παθολογίας της εποχής μας. Τα άτολμα βήματα τους προσδιορίζουν την πόλη και αυτή με τη σειρά της, άλλοτε φιλική και άλλοτε απόμακρη, χαράζει την πορεία τους στους δρόμους της. Οι ήρωες του Τζαμιώτη έχουν ακόμη την επιθυμία να ερωτευτούν, να αγκαλιάσουν, να φιλήσουν, αλλά δεν έχουν τη διάθεση να δοθούν και να επιτρέψουν στον άλλον να τους ανακαλύψει. Για να δώσεις το δικαίωμα στον άλλο να σε ανακαλύψει πρέπει να είσαι ελεύθερος και οι ήρωες του Τζαμιώτη κάθε άλλο παρά ελεύθεροι είναι. Θέλουν αλλά δεν μπορούν. Τρέχουν αλλά δεν προλαβαίνουν. Ψάχνουν αλλά δεν ικανοποιούνται. Η μετριότητα και το λίγο στοιχειώνει τη ζωή τους και μαθαίνουν να ζουν με μια διαρκή έλλειψη γιατί το πολύ θέλει υπομονή, κάτι ο Πέτρος και η Βασιλική δε διαθέτουν, σύμπτωμα κι αυτό της εποχής μας.  «Στην κορυφή της λίστας των συχνότερα κληροδοτούμενων δεινών βρίσκεται η προδιάθεση για ασημαντότητα. Κυριολεκτικά, οι άνθρωποι είναι κατασκευασμένοι να τα κάνουν θάλασσα σχεδόν με ό,τι καταπιάνονται. Το μόνο που τους διασώζει απ’ τα αλλεπάλληλα ναυάγια είναι πως, όσα λίγα και αν είναι αυτά που πετυχαίνουν, καταφέρνουν να τη βγάζουν με ακόμη λιγότερα. Το ότι συνεχίζουν να ζουν ακόμη και όταν δεν έχουν κάποιον ιδιαίτερο λόγο είναι ασφαλώς αξιοθαύμαστο. Για τους περισσότερους ένας δύο εθισμοί αρκούν για να αντιμετωπίσουν με κάποια επιτυχία την κλιμακούμενη δυσφορία που αργά ή γρήγορα προκαλεί σε όλους η καθημερινότητα όταν αρχίσει να επαναλαμβάνεται αμετάβλητη», (σελ. 174).

 

Κωνσταντίνος Τζαμιώτης

 

Αν αναζητήσει κανείς εξάρσεις στο βιβλίο δε θα τις βρει, αν και δε λείπει η ανατροπή στο τέλος. Ο ρυθμός και η γλώσσα του κειμένου διαπνέονται από μια σταθερότητα, ακόμα και τη στιγμή της ερωτικής συνεύρεσης των πρωταγωνιστών, ίσως για να αναδειχθεί η δύναμη του εγκεφαλικού στοιχείου που δεν αφήνει τη σάρκα να παρασύρει απόλυτα τις επιθυμίες τους.

Ο Πέτρος και η Βασιλική αφήνουν τελικά την ευτυχία τους για κάποια επόμενη φορά, τότε που θα είναι ίσως περισσότεροι έτοιμοι να αποχωριστούν τη μοναχικότητα και να ανταποκριθούν με μεγαλύτερη επιτυχία στο κάλεσμα της επικοινωνίας και της ουσιαστικής επαφής. Το βιβλίο τελειώνει αλλά το ερώτημα που θέτει παραμένει ανοιχτό: Τι είναι αυτό που εμποδίζει τον άνθρωπο να εκφραστεί ελεύθερα, να ξεπεράσει τη μιζέρια του και νιώσει την πραγματική συγκίνηση έξω από οριοθετήσεις και αναστολές;

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top