Fractal

Ήρκος Αποστολίδης: «Με ελκύει το ανεξάρτητο πρόσωπο, το ελεύθερο, το αυτόβουλο• ο Μεγαλέξανδρος, ο Νίτσε, ο Ίψεν είναι τέτοια πρόσωπα»

Συνέντευξη στον Άκη Καρατζογιάννη // *
Φωτογραφίες: Ιφιγένεια Ματηγάκη //

 

 

Ο Ήρκος Αποστολίδης, παρά το ιστορικό και μεταφραστικό του έργο, δεν είναι ιδιαίτερα γνωστός στο ευρύ κοινό. Τούτο επειδή ούτε προβάλλεται, ούτε αυτοπροβάλλεται. Δεν προβάλλεται, διότι λέει απερίφραστα τη γνώμη του, αδιαφορώντας για τις δημόσιες σχέσεις. Δεν αυτοπροβάλλεται, διότι είναι ένας απ’ τους λιγοστούς εναπομείναντες πνευματικούς ανθρώπους που έχει ως πρωταρχικό (και σχεδόν μοναδικό) του μέλημα το έργο του. Έργο ικανό και με ατέλειωτες ώρες δουλειάς πίσω του.

 

Στη βιβλιογραφία τού κ. Αποστολίδη ξεχωρίζει η εξάτομη Ιστορία τού Μεγάλου Αλεξάνδρου, των Διαδόχων και τον Επιγόνων τού Ντρόιζεν. Το 1985, ο πατέρας του, ο αείμνηστος Ρένος, ξεκίνησε να μεταφράζει το εμβληματικό έργο τού Γερμανού ιστορικού, ενώ οι Ήρκος και Στάντης ανέλαβαν να το ενημερώσουν με ιστορικά και φιλολογικά σχόλια. Κ’ η δουλειά αυτή κράτησε, τελικά, 26 χρόνια (έως το 2011), με τους δύο φιλολόγους μάλιστα να την ολοκληρώνουν μετά θάνατον του πατέρα τους (2004). Το έργου του περιλαμβάνει, επίσης, τον ογκώδη τόμο των Πηγών της Ιστορίας τού Μεγάλου Αλεξάνδρου, τα σχολιασμένα Άπαντα του Καβάφη (2002 – οικογενειακή δουλειά κι αυτό), τα σχολιασμένα Άπαντα του Βιζυηνού (2013 – με τον αδερφό του), μια ποιητική συλλογή και άλλα καθαρά μεταφραστικά.

Η μακρά παράδοση της οικογένειας Αποστολίδη στα πνευματικά πράγματα ξεκινά απ’ τον επιφανή δημοσιογράφο Ηρακλή Αποστολίδη, ο οποίος, μεταξύ πολλών άλλων, υπήρξε αρχισυντάκτης τής Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαιδείας τού Πυρσού, ενώ το 1933 κυκλοφόρησε την -κλασική πια- Ανθολογία της νεοελληνικής ποίησης (αργότερα και διηγήματος). Τη συνέχισε ο γιος του, Ρένος, και σήμερα τη συνεχίζουν οι Ήρκος και Στάντης.

Ο Ήρκος Αποστολίδης έχει ως μοναδική του επαγγελματική απασχόληση και μεράκι το βιβλίο. Κατέχει 5 ξένες γλώσσες (γαλλικά, ιταλικά, ισπανικά, γερμανικά, αγγλικά), πέραν των αρχαίων ελληνικών και των λατινικών, ενώ ξέρει τα νέα ελληνικά όσο ελάχιστοι. Δεν διδάσκει σε Πανεπιστήμια, ούτε παραδίδει ιδιαίτερα μαθήματα, παρά μόνο επιμελείται, μεταφράζει, προλογίζει και σχολιάζει βιβλία σημαντικών συγγραφέων, όπως του Νίτσε και του Ίψεν (που είναι και αγαπημένοι του). Εκδίδει, επίσης, μαζί με τον αδερφό του τα Άπαντα τού πατέρα του, Ρένου, ενός από τους σημαντικότερους πεζογράφους και κριτικούς τού Μεταπολέμου, με εκτενή σχόλια και εισαγωγές. Στο περιθώριο της δουλειάς του γράφει ποιήματα και διηγήματα.

Δεν είναι συνηθισμένος σε συνεντεύξεις, αλλ’ είναι προθυμότατος να μιλάει (ευελπιστώντας πως υπάρχουν ώτα ακούειν) για θέματα που κρίνει ουσιώδη (τόσο που η συζήτησή μας κράτησε 2 ολόκληρες ώρες, αντί 45 λεπτά που είχαμε συμφωνήσει). Τον συνάντησα στο γραφείο του με τις μεγάλες βιβλιοθήκες και τις στοίβες βιβλίων· εκεί όπου ξοδεύει σχεδόν όλο το χρόνο του, σκυμμένος πάνω στα χαρτιά του, αφοσιωμένος στη δουλειά του.

 

-Είχατε ενδιαφέρον για τον Μέγα Αλέξανδρο προτού ασχοληθείτε επαγγελματικά με την «Ιστορία του Ελληνισμού»;

Ναι· είχα ένα ενδιαφέρον υποκινημένο απ’ τον πατέρα μου, ο οποίος στην τετάρτη γυμνασίου μού πήρε δώρο τούς τέσσερεις τόμους τού Ντρόιζεν (την παλιά μετάφραση στην καθαρεύουσα του Πανταζίδη τής Βιβλιοθήκης Μαρασλή) και τους διάβασα. Με είχαν συνεπάρει. Αργότερα έγινε αυτό το «πάντρεμα» της συνεργασίας , με τον πατέρα και τον αδερφό μου, γιατί αναζητούσε ένα έργο να δουλέψουμε και οι τρεις.

 

-Οι παράλληλες ασχολίες σας όταν δουλεύατε τον «Ντρόιζεν», ποιες ήταν;

Η κύρια ασχολία μου, από το 1985 έως το 2011, ήταν αυτή, μέρα-νύχτα. Στα «διαλείμματα», όμως, εκδώσαμε μαζί με τον πατέρα μου και τον αδερφό μου τρεις τόμους Ανθολογίας Διηγήματος. Μετά, τα σχολιασμένα Άπαντα Καβάφη ως μια σύζευξη της ιστορίας με την ποίηση, γιατί ο Καβάφης είχε ασχοληθεί πολύ με την ελληνιστική ιστορία – είναι σχολιαστής τού «ελληνισμού». Υπάρχει, άλλωστε, μια οικογενειακή παράδοση στην ποίηση, και δη στον Καβάφη, τον οποίον ο παππούς μου, ο Ηρακλής, στην ουσία «επιβάλλει» στο κοινό με την ποιητική Ανθολογία το ’33, εις πείσμα διαφόρων φιλτάτων, και της κοινής γνώμης γενικώς – ιδίως του Παλαμά και του Γιάννη Αποστολάκη (υπήρχε πολύ αρνητικό κλίμα για τον Καβάφη). Με την έκδοση των σχολιασμένων Απάντων έγινε μια δουλειά πρωτότυπη για τα ελληνικά δεδομένα, ο ιστορικός και μαζί ο ερμηνευτικός σχολιασμός. Αυτό μάς πήρε δύο χρόνια. Ακολούθησε η εκτενής σχολιασμένη επανέκδοση της «Πυραμίδας 67» και του «Α2» μαζί με 20 άλλα εμφυλιακά διηγήματα (τού Ρένου). Όλ’ αυτά γίναν στο περιθώριο της μετάφρασης και έρευνας για τον Αλέξανδρο.

 

«Θεωρώ ότι είναι έργο Παιδείας να δώσεις βασικά κείμενα σε κείνους που διψάνε, σε μία χώρα που στερείται μεγαλόπνοων μεταφράσεων.»

 

-Το 2011, όμως, δεν τελειώσατε οριστικά με τον Αλέξανδρο…

Ακριβώς. Νομίζαμε ότι είχαμε τελειώσει! Αλλά το 2014 καταπιαστήκαμε -εγώ κι ο αδερφός μου- δύο χρόνια με τα αποσπάσματα των ιστορικών τού Μεγάλου Αλεξάνδρου. Προτείναμε στον εκδοτικό οίκο Gutenberg να βγάλουμε αυτό το έργο, τους άρεσε η ιδέα, κ’ έτσι προέκυψαν οι Πρώτες Πηγές: 350 αποσπάσματα, 42 ιστορικών. Ξαναγυρίσαμε στα χνάρια της έρευνας που είχε γίνει, αξιοποιώντας την υπό διαφορετικό πρίσμα, και δίνοντας ταυτόχρονα νεοελληνικές μεταφράσεις. Άλλα δύο χρόνια εντατικής και επίπονης δουλειάς. Επιστρέψαμε λίγο στο παρελθόν…

 

-Κι ακόμα δεν έχετε τελειώσει οριστικά, αφού έχετε ανακοινώσει τον «Αλέξανδρο» του Πλουτάρχου.

Ναι, τώρα ασχολούμαστε με την πλουτάρχεια βιογραφία τού Αλέξανδρου – μοναδική πηγή κυρίως για τα παιδικά του χρόνια. Θάναι έκδοση κριτική και με μετάφραση στα ελληνικά. Στα ε λ λ η ν ι κ ά, όχι χαζομάρες. Κ’ είναι δύσκολος ο λόγος τού Πλουτάρχου, σε γλώσσα «φθαρμένη». Πλην το κείμενό του δεν παραδίδεται καλά. Τα χειρόγραφα έχουν χάσματα, είναι αρκετά μέτρια, κι αυτό δυσκολεύει την εργασία. Ευτυχώς υπάρχει η σχετική δουλειά τού Κοραή, πούναι πάρα πολύ σπουδαία για την αποκατάσταση του κειμένου. Θα εκδοθεί, ελπίζω, στα τέλη του 2018 ή το 2019.

 

-Και το κεφάλαιο «Αλέξανδρος» θα κλείσει οριστικά;

Ναι! Οριστικά! Δεν γίνεται άλλο, γιατί ο Αρριανός θάθελε τουλάχιστον 10 χρόνια δουλειάς.

 

-Θα το νοσταλγήσετε καθόλου αυτό, ή νιώθετε πως απαλλάσσεστε;

Δεν θα το νοσταλγήσω, γιατί έχω πάρα πολλά πράγματα ν’ ασχοληθώ, που δεν προλαβαίνω να το σκεφτώ! (γέλια) Αυτή είν’ η πραγματικότητα. Αυτά που έχω βάλει μπρος εγώ κι ο αδερφός μου είναι αρκετά σημαντικά και θάλεγα ισοδύναμα – σε άλλους χώρους, βέβαια.

 

-Είναι, πάντως, οξύμωρο -εκ πρώτης όψεως, τουλάχιστον- ότι ασχολείστε αφενός με τον Μέγα Αλέξανδρο κάνοντας αυστηρά φιλολογική και ιστορική δουλειά, και αφετέρου μεταφράζετε ποιητικά δράματα του Ίψεν και τα -επίσης ποιητικά- κείμενα του Νίτσε. Αυτό το κάνετε επειδή θέλετε «ποικιλία», ας πούμε;

Μια εξήγηση είν’ αυτή. Αλλ’ είναι συνάρτηση διαφόρων πραγμάτων, «πάντρεμα». Εγώ κατά βάσιν είμαι ιστορικός, η παιδεία μου είναι «ιστορική», της αρχαίας Ελλάδας. Αν το δούμε, όμως, από μιαν άλλη σκοπιά, ο Αλέξανδρος είναι μια μορφή – όπως κι ο Αλκιβιάδης, ο Περικλής, ο Θεμιστοκλής. Με ελκύει το ανεξάρτητο πρόσωπο, το ελεύθερο, το αυτόβουλο. Τέτοια πρόσωπα στο χώρο της λογοτεχνίας είναι ασφαλώς και ο Νίτσε και ο Ίψεν. Πίσω απ’ όλα τα έργα μου υπάρχει μια ιδεολογία που υπηρετώ, μια προσωπική, ή, αν θέλεις, οικογενειακή ιδεολογία, φορέας τής οποίας συνεχίζω να είμαι.

 

«Αν έχεις να προσφέρεις έργο, υπάρχει κόσμος διψασμένος, σφουγγάρι απότιστο.»

 

-Προσθέτοντας σ’ αυτά που είπα πριν, λέτε πως είστε κατά βάσιν ιστορικός, αλλά έχετε εκδώσει και ποιητική συλλογή. Τη συλλογή αυτή τι κομμάτι τού έργου σας τη θεωρείτε;

Θεωρώ ότι έβγαλα το άχτι μου! (γέλια) Μιλάω απλώς σ’ αυτούς που καταλαβαίνουν, και δεν είχα κανέναν υπόψιν μου την ώρα που έγραφα· ήθελα απλώς να «καθαρογράψω» τον εαυτό μου και να μιλήσω στη γάτα μου, στην οποία αφιερώνω τη συλλογή. Αν, τώρα, κάποιοι βρέθηκαν να πουν πως υπάρχει πολλή ανθρωπιά μέσα, αυτό είναι δικό τους θέμα… Ή και δικό μου, αλλά, εν πάση περιπτώσει, δεν έγινε με κανέναν σκοπό. Δηλαδή βγήκε αυθόρμητα. Το ίδιο συμβαίνει και με διηγήματα πούχω γράψει, αλλά δεν έχω δημοσιεύσει ακόμα σε αυτοτελή συλλογή (μόνο σε περιοδικά). Αλλά πάλι θέλω να τα επεξεργαστώ, δεν με ικανοποιεί η παρούσα μορφή τους.

 

-Σκοπεύετε, πάντως, να τα εκδώσετε.

Ναι, σκοπεύω. Κάποιοι με πιέζουνε κιόλας! (Κ’ είναι μάλλον όντως αρτιότερα απ’ τα ποιήματα, όπως λέει κι ο αδερφός μου.)

 

-Αυτή την προσωπική λογοτεχνική σας πλευρά φαίνεται να την παραμερίζετε. Γιατί;

Δίνω προτεραιότητα στα άλλα, γιατί θεωρώ ότι είναι έργο Παιδείας να δώσεις βασικά κείμενα σε κείνους που διψάνε, σε μία χώρα που στερείται μεγαλόπνοων μεταφράσεων, και μάλιστα μ’ αυτές τις προδιαγραφές που θέτω. Να υπάρχουν, δηλαδή, εκτεταμένες εισαγωγές και σχόλια, με τους αυτοπεριορισμούς στη μετάφραση: να μην είναι ελευθεριάζουσα ή διερμηνευτική. Αν μεταφράζεις, οφείλεις να κάνεις κάτι πούναι πολύ πιο δύσκολο απ’ την πρώτη γραφή: όχι μόνο να δώσεις ποιητικότητα -αν το κείμενο είναι ποιητικό- αλλά να είσαι και ακριβέστατος. Εγώ στον Πλάτωνα, για παράδειγμα (μεταφράζω τον Πρωταγόρα εδώ και τρία χρόνια), είμαι εντελώς ακριβής. Αυτό υπερπολλαπλασιάζει τον κόπο, όμως όταν έχεις εξασκηθεί είναι εφικτό. Πρέπει να ξέρεις απλώς όλη την ελληνική, αλλά να μην κάνεις αχταρμά, όπως ο Κακριδής κι ο Καζαντζάκης στον Όμηρο, φτιάχνοντας λέξεις που δε θα χρησιμοποιήσει κανείς μετά από σένα. Αυτό δεν είναι προσόν, είναι ελάττωμα. Το θέμα είναι να μπορείς να χρησιμοποιήσεις τη    ν έ α ελληνική. Πάρε λέξεις απ’ το Δημοτικό τραγούδι, όχι ό,τι νάναι… Τώρα, ακόμα κι αν στον Όμηρο είναι δύσκολο, δεν επιτρέπεται να αυθαιρετείς σε τέτοιο βαθμό. Και δεν επιτρέπεται αν το πρωτότυπο είναι 100 λέξεων η μετάφραση νάχει 200-230, ούτε καν 150.

 

 

«Με νοιάζουν κυρίως οι νέοι: μ’ αυτούς ασχολούμαι, γιατί τώρα διαμορφώνονται, κ’ έχουν αυξημένες απαιτήσεις.»

 

-Υποθέτω θα μπορούσατε να δουλεύετε γρηγορότερα, κάνοντας πιο πρόχειρη δουλειά, και τότε θα αμειβόσασταν περισσότερο. Αυτή η συνέπεια, επομένως, σας στοιχίζει σίγουρα στην αμοιβή. Πού αλλού σας έχει κοστίσει;

Καλά, ναι. Καταρχάς, έχω αποκτήσει μιαν ιδιότητα να βγάζω τα μάτια μου και να καταστρέφω τη δουλειά μου. Γιατί έρχεσαι και σε προστριβή με τον εκδότη, ο οποίος θέλει ένα συγκεκριμένο χρόνο, κ’ εγώ δεν τον δίνω. Κι όταν τον δίνω, τον παραβαίνω, και δε μ’ ενδιαφέρει η δυσαρέσκειά του – μ’ ενδιαφέρει η περαίωση του έργου. Αυτός είναι ο πρώτιστος σκοπός μου. Το δεύτερο είναι ότι δε μ’ ενδιαφέρει η αμοιβή. (Το έχω πάρει απόφαση πως δεν πρόκειται να με καλύψει καμιά αμοιβή, γιατί συμφωνώ στην αρχή με μία που είναι εύλογη κι αποδεκτή, και ίσως καλή, πλην όμως μετά τριπλασιάζω τη δουλειά, υ π ο τριπλασιάζοντας ο ίδιος την αμοιβή μου!..) Αλλά δεν βάζω τέτοια κριτήρια στη δουλειά μου. Κάνω, όμως, κάτι άλλο: αφού δεν παίρνω όσα λεφτά πρέπει (είναι περιορισμένο το αναγνωστικό κοινό που θέλει και πληρώνει το καλό βιβλίο), τουλάχιστον υποχρεώνω τον εκδότη να τα βγάλει σε άριστη μορφή, θέτοντας ως όρο να μεταφράζω ό,τι κρίνω εγώ. Κι αν γίνεται δεκτό, καλώς. Αν όχι, πάω αλλού.

 

«Δε βλέπω πνευματικούς ανθρώπους σήμερα με την πραγματική έννοια.»

 

-Έχετε κάνει, δηλαδή, προτάσεις οι οποίες έχουν απορριφθεί;

Ναι. Έχουν απορριφθεί διότι δεν κρίθηκαν επαρκώς εμπορικές, ή αναβλήθηκαν γι’ αργότερα. Πιστεύω, για παράδειγμα, ότι θα μπορούσα ν’ αποδώσω Κάφκα – μ’ ενδιαφέρει υπαρξιακά ο τρόπος γραφής και ο κόσμος του. Θάθελα, επίσης, να καταπιαστώ με τον «Ηγεμόνα» τού Μακιαβέλι, γιατί δυστυχώς διαθέτουμε μια μετριότατη μετάφραση του Καζαντζάκη, κ’ οι άλλες είναι χειρότερες. Έχω, όμως, επίγνωση του ότι δεν γίνονται όλα.

 

-Και σας έχουν γίνει, προφανώς, προτάσεις που απορρίψατε…

Ναι. Κι αυτό συνέβη επειδή δεν μου άρεσαν, ή τις θεώρησα ανέφικτες. Μου έχουν προτείνει να μεταφράσω τον Όμηρο, ας πούμε, επειδή δεν υπάρχει καλή μετάφραση. Ε, θα μπορούσα, αλλ’ όποιος θέλει να μεταφράσει Όμηρο και να μην κοροϊδεύει τον εαυτό του χρειάζεται 20 χρόνια! Όπως και για τον Θουκυδίδη μού έχει γίνει πολύ πιεστική πρόταση. Μα κ’ εκεί δε θα γινόταν σε λιγότερο από 15 χρόνια.

 

-Η ανταπόκριση του κοινού στο έργο σας σάς ικανοποιεί;

Για τις δυνατότητες της χώρας, του Ελληνισμού καλύτερα (γιατί είναι και οι Έλληνες εκτός Ελλάδος), κι όσα έβλεπα ως πριν 10 χρόνια: ναι. Αν έχεις να προσφέρεις έργο, υπάρχει κόσμος διψασμένος, σφουγγάρι απότιστο. Και με νοιάζουν κυρίως οι νέοι: μ’ αυτούς ασχολούμαι, γιατί τώρα διαμορφώνονται, κ’ έχουν αυξημένες απαιτήσεις να τους καθοδηγήσεις (με την καλή  έννοια – δεν προσηλυτίζω κανέναν) στη σωστή χρήση βοηθημάτων, στο τι λεξικό θα χρησιμοποιήσουν, ποια σωστή γραμματική… Τους προτρέπω, επίσης, να μάθουν ξένες γλώσσες· και γερμανικά και γαλλικά, εκτός από αγγλικά, γλώσσες απαραίτητες σ’ αυτό το χώρο. Πάντως, υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον κι ανταπόκριση – και πολύ μεγάλη απ’ την επαρχία…

 

-Νιώθετε ένα χρέος απέναντι στους νέους, δηλαδή;

Ασφαλώς. Κ’ η ανταπόκρισή τους αυξάνει το χρέος. Θέλουνε, δηλαδή, οι άνθρωποι να διαβάσουν σωστά πράγματα. Καταλαβαίνουν τι είναι το σωστό. Αλλά, βέβαια, αν θέλεις να διαβάσεις Θουκυδίδη και δεν ξέρεις αρχαία είν’ ένα ζήτημα… Δεν γίνονται όλα. Προσπαθώ να δώσω ό,τι μπορώ, στα μέτρα των δυνατοτήτων μου.

Και νέους που γνωρίζω (όχι μόνο από φιλολογικές σχολές, αλλά κι απ’ την Ιατρική, ας πούμε) και με πλησιάζουν, τους βάζω να κάνουν παρέα μεταξύ τους, να βγαίνουν έξω, να συζητάνε για θέματα ουσιώδη – όχι όλο για ποδόσφαιρο! Βλέπω ότι αυτό πιάνει και με ικανοποιεί ιδιαίτερα. Έχω παιδιά που έχουν γνωριστεί από μένα, της ίδιας ηλικίας (20-25), και μιλάνε για ποίηση, για φιλοσοφία, αλλά διασκεδάζουν κιόλας· και σε πάρτι, ας πούμε, αλλά χωρίς να «βλακίζουν». Και χωρίς, βέβαια, νάμαι εγώ πάνω απ’ το κεφάλι τους. Αυτό με χαροποιεί ιδιαίτερα.

 

-Κι απ’ όσο ξέρω, βοηθάτε νέους και πρακτικά. Σε βιβλία σας τους βάζετε να δουλεύουν, κάνοντας αντιπαραβολή μεταφράσεων, π.χ.

Ναι, ναι, ασφαλώς. Κι όχι μόνο αυτό: τους στέλνω σε βιβλιοθήκες να ψάχνουν, σε εκδοτικούς οίκους για δουλειά, σε βιβλιοπωλεία· τους μαθαίνω την αγορά τού βιβλίου, για να μη τους πιάνουνε κορόιδα διάφοροι εξυπνάκηδες· τους υποδεικνύω σωστά βιβλία· τους δανείζω βιβλία. Ό,τι ακριβώς, δηλαδή, έκανε ο πατέρας μου και μ’ έμαθε κ’ εμένα να κάνω.

 

«Σαρανταπέντε χρόνια νεοελληνικής ποιήσεως δεν μπορούν να προσθέσουν παρά ελάχιστους νέους “ανθολογήσιμους” ποιητές.»

 

-Πώς βλέπετε σήμερα τα πνευματικά πράγματα και τους πνευματικούς ανθρώπους;

Δε βλέπω πνευματικούς ανθρώπους σήμερα με την πραγματική έννοια. Μόνο υπολείμματα πνευματικών ανθρώπων. Που παίρνουν πόζες στον καθρέφτη τους, έχουν έναν «κύκλο» δικό τους -μια κλίκα- και αυτοπροβάλλονται. Κι ο διπλανός «κύκλος» δεν τους ξέρει, ούτε κατ’ έργον ούτε κατ’ όψιν.

Αν πάρουμε την ποίηση, ζει ακόμα η Δημουλά, η οποία δεν είναι, βέβαια, τόσο μεγάλη όσο παριστάνει, ανήκει πάντως στη δεύτερη κατηγορία νεοελληνικής ποιήσεως, των άξιων μεταπολεμικών, όπως εν μέρει και ο Τίτος Πατρίκιος. Και μετά: ποιος; Αν τολμήσω να πω ένα όνομα, θ’ ακουστεί αστείο. (Και δεν με ενδιαφέρει αν χαλάω προσωπικές γνωριμίες.) Δεν είναι, τώρα, αυτά ποίηση! Ο δε Πατρίκιος, καλός ποιητής τής Αριστεράς, τα τελευταία 20 χρόνια γράφει σαχλαμάρες! Είναι, βέβαια, ασφαλώς κάτω απ’ τη Δημουλά. Όμως κ’ η Δημουλά επαναλαμβάνεται ανίατα. Έδωσε ό,τι είχε να δώσει τη δεκαετία του ’80, κ’ έσβησε σαν διάττων αστήρ. Άντε και το ’90 έχει κάποια, αλλά μετά όχι. Βρίσκει κανείς, δηλαδή, κάποια πράγματα και στις κατοπινότερες συλλογές της, διότι έχει μεν πράγματα να πει, αλλά ψήγματα.

 

-Η Ανθολογία Ποίησης, δηλαδή, δεν πηγαίνει καλά…

Δεν είναι θέμα Ανθολογίας. Είναι θέμα Ποίησης. Τα Συμπληρώματα που έχουμε από το ’70 μέχρι σήμερα είναι το πολύ 100 σελίδες. Και σκέψου ότι η υπόλοιπη ανθολογία είναι 1800 σελίδες! Για τι συμπληρώματα μου μιλάς; Το αστείο είναι δε πως 45 χρόνια νεοελληνικής ποιήσεως δεν μπορούν να προσθέσουν παρά ελάχιστους νέους «ανθολογήσιμους» ποιητές – για το αν είναι πρώτης ποιότητας δεν το συζητάμε! Αυτά είναι τα ποιητικά μας πράγματα.

 

-Το διήγημα;

Εκεί είναι κάπως διαφορετικά, αλλά όχι πως έχουμε σήμερα διηγηματογράφους – προς θεού! Απ’ τους ζώντες, ας πούμε, ο σημαντικότερος είναι ο Βασιλικός, όμως δεν έχει παραγωγή τα τελευταία χρόνια. Τα καλά του είναι της δεκαετίας του ’60. Άρα κι αυτός δεν είναι ενεργός. Είναι πενιχρά, γενικώς, τα πνευματικά πράγματα. (Και δεν αναφέρομαι καν σε προβαλλόμενους…)

 

-Η κριτική σήμερα πώς είναι;

Εκεί είν’ ακόμα χειρότερα. Δ ε ν  υ π ά ρ χ ε ι κριτική. Είναι κατευθυνόμενη από κλίκες: «Εγώ και οι φίλοι μου!» Αυτό μπορεί να συνέβαινε και παλιότερα, αλλά υπήρχε τουλάχιστον μια δημιουργικότητα και κάποιες ικανότητες.

 

-Η παιδεία;

Παραμένει στο χάλι που ήτανε και μ’ επιπλέον σημάδια εκφυλισμού. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, θυμάμαι την παιδεία σε κατηφόρα. Τώρα έχει γίνει μια βασική τομή, φυσικά, όσον αφορά στις ανθρωπιστικές σπουδές. Οι «σοβαρές» σχολές είναι σε απόλυτη παρακμή, χωρίς να λείπουν κ’ οι εξαιρέσεις σημαντικών καθηγητών, οι οποίοι επιτελούν έργο αξιοθαύμαστο. Κ’ είναι πιο αξιοθαύμαστο ακριβώς γιατί ο περίγυρος δεν τους βοηθάει καθόλου. Αλλ’ αυτό που κάνουν είναι ζήτημα προσωπικό. Ορισμένοι τους δε είναι σοβαρές μονάδες και σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

 

 

 

-Η έκδοση νέου τόμου τού «Ιστορικού Λεξικού τής Ακαδημίας» μετά από τόσα χρόνια πώς σας φάνηκε;

Εξεπλάγην από την κυκλοφορία αυτή, πράγματι. Και πήγα να το δω στο βιβλιοπωλείο· έφυγα, όμως, χωρίς να το αγοράσω – πράγμα σχεδόν αδύνατο για μένα, ιδίως σ’ αυτή την περίπτωση, αφού οι προηγούμενοι τόμοι είναι εξαιρετικής ποιότητας και απαραίτητοι για τον ερευνητή τής νεοελληνικής γλώσσας. Ωστόσο το νέο τόμο δεν τον πήρα! Η διεύθυνση του Λεξικού δεν έχει καταλάβει, καταρχάς, ποιος φτειάχνει μια λέξη. Στα σοβαρά, τώρα, μια λέξη φτειάχνεται απ’ το Νάνο Βαλαωρίτη; Από έναν ποιητή τετάρτης κατηγορίας; Όχι, βέβαια! Στο παλιό είχε μεγάλα ονόματα: Βιζυηνός, Μυριβήλης, Παλαμάς, Σικελιανός… Πρέπει να ξέρουν ποιος είναι σε θέση να πλάσει ή ακόμα και να μεταδώσει μια λέξη. Δεν είναι μικρό πράγμα. Πέραν αυτού, μόνο και μόνο απ’ τα πολλά λάθη στη βιβλιογράφηση φαίνεται ότι είναι δουλειά καμωμένη στο πόδι. Λυπάμαι αν το διαβάσει ο πολύ αξιόλογος αρχαιολόγος και φίλος, ο Βασίλης Πετράκος, αλλά «φίλος μεν Πλάτων, φιλτέρα δε η αλήθεια». Δεν το συγκρίνω με λεξικά «αστεία», όμως έχει κανείς πολύ μεγαλύτερες απαιτήσεις. Περιμέναμε τριάντα χρόνια γι’ αυτό; Αν είναι να ολοκληρωθεί έτσι, ζήτω που καήκαμε. Το Λεξικό τής Ακαδημίας τελείωσε το 1985, δυστυχώς. Εγώ έχω 250 λεξικά, αλλ’ αυτό τον τόμο όχι.

 

-Με τα πολιτικά ασχολείστε;

Σε γενικές γραμμές, ναι, χωρίς να μ’ ενδιαφέρουν τ’ ασήμαντα πρόσωπα. Ενημερώνομαι πάνω-κάτω, αλλά δεν χάνω την ώρα μου με βλακώδεις λεπτομέρειες, όπως τι λένε σήμερα ή αύριο για το χρέος. Είμαστε σε μία ομηρία λόγω απίστευτων λαθών και κακής πολιτικής δεκαετιών. Κι αυτό δεν πρόκειται ν’ αλλάξει με μαγικά ραβδιά και τυμπανοκρουσίες, ούτε βέβαια από τους νυν κυβερνώντες, ούτε απ’ οποιουσδήποτε αυριανούς. Είναι, πάντως, υπεύθυνος και ο λαός για την κατάντια του, όχι μονάχα η πολιτική του ηγεσία. Ένας ολόκληρος λαός νόμιζε ότι είναι δυνατόν να μη δουλεύει και να τον ζούνε άλλοι, και μάλιστα πολυτελώς. Αυτό δεν γίνεται!

 

-Με την τεχνολογία πώς τα πάτε;

Χρησιμοποιώ το κομπιούτερ ως εξελιγμένη γραφομηχανή. Δε μ’ ενδιαφέρει καθόλου το ίντερνετ, τι γράφουν, τι λένε, τι κάνουν. Αλλά δεν έχω και καθόλου χρόνο γι’ αυτό.

 

-Ποια είναι τα επόμενα εκδοτικά σας σχέδια;

Καταρχάς, συνεχίζουμε τη σχολιασμένη σειρά τού Νίτσε με τον Βαγγέλη Δουβαλέρη. Τώρα πρόκειται να βγει μία (εκ βάθρων) αναθεωρημένη και επαυξημένη έκδοση παραδόσεων του Νίτσε πάνω σε θέματα Σωκράτη, αρχαίας μουσικής, δράματος κ.ά. Και μετά, ετοιμαζόμαστε να πιάσουμε απ’ τα κέρατα τον ταύρο που λέγεται Ζαρατούστρας. Αυτό θα πάρει τουλάχιστον μία τετραετία. Θέλει ειδική απόδοση, είναι το κεντρικότερο και το ποιητικότερο βιβλίο τού Νίτσε. Όταν το διάβασα στα 18 μου με είχε συναγείρει. Είναι ίσως το πιο καθοριστικό βιβλίο τής ζωής μου. Θάναι οπωσδήποτε ένα απ’ τα σημαντικότερα έργα μου.

Εκτός αυτών, συνεχίζεται η έκδοση των βασικών δραμάτων τού Ίψεν. Έχει μπει ήδη μπροστά η Αγριόπαπια, μετά η Νόρα, οι Μνηστήρες τού Θρόνου και ο κορυφαίος Μπραντ. Και μετά βλέπουμε. Μεταφράζω εγώ, με τη συνεργασία τού Βαγγέλη Δουβαλέρη – του ανέθεσα και αυτό!

Είναι, επίσης, ο Αλέξανδρος του Πλουτάρχου, που είπαμε πριν, ο Πρωταγόρας τού Πλάτωνα, και τα τού Ρένου. Το επόμενο έργο για τον Ρένο είναι πέντε τόμοι με τα κριτικά του κείμενα (με εισαγωγές και σχόλια): κριτικές λογοτεχνίας απ’ τα περιοδικά που εξέδιδε, αλλά και πολιτική κριτική, όπως, π.χ., η κριτική του Αρχείου Καραμανλή (πιθανότατα ο μόνος που το κατάπιε ολόκληρο!) και η κριτική τού Ημερολογίου Μεταξά. Ξεκινάμε με τις κριτικές του απ’ το ’52 και πάει λέγοντας. Ορισμένα απ’ τα άρθρα του τού ’62, του ’66 είναι σχεδόν προφητικά (για την Κοινή Αγορά, τη Χούντα), και μερικά θα ‘λεγε κανείς πως γράφτηκαν σήμερα. Πρόσφατα εκδόθηκε η Άλλη Ιστορία τού Ρένου (με πολύ εκτεταμένη εισαγωγή πάνω σε όλο το πεζογραφικό του έργο) και σύντομα θα εκδοθεί το Μαύρο Καράβι (με εισαγωγή και σημειώσεις), το τελευταίο του βιβλίο.

 

-Πώς τα πάτε με τις «δημόσιες σχέσεις»;

Γενικά, είμαι αρνητικός. Μου ανακατεύονται τ’ άντερα μ’ αυτά που βλέπω. Καταρχάς δεν εμφανίζομαι ποτέ σε παρουσιάσεις ποιητικών συλλογών, γιατί ανθολογώ και δεν θέλω η παρουσία μου να παρεξηγηθεί. Με καλούν και δεν πηγαίνω ποτέ. Όπως και δεν πατάω σε παρουσιάσεις βιβλίων τα οποία δεν εκτιμώ. Δεν κάνω δημόσιες σχέσεις τέτοιου τύπου. Κάνω παρουσιάσεις δικών μου βιβλίων, ή συζητήσεις επί θεμάτων που μ’ ενδιαφέρουν. Κυρίως στην επαρχία. Δε νομίζω, όμως, ότι αυτά εντάσσονται στις δημόσιες σχέσεις.

 

-Ποιους λογοτέχνες εκτιμάτε εκτός απ’ αυτούς με τους οποίους έχετε ασχοληθεί επαγγελματικά;

Πρώτα-πρώτα τον Ντοστογιέβσκι! Μετά τον Μπαλζάκ, τον οποίον διαβάζω στο πρωτότυπο ευτυχώς. Και ιταλική, γαλλική, και ισπανική λογοτεχνία. Και ρωσική, βέβαια, αλλ’ από μεταφράσεις. Μ’ αρέσει ο Ντάντε, ο Λεοπάρντι. Κ’ έχω διαβάσει κλασική ισπανική λογοτεχνία, μυθιστορήματα του 1600, ας πούμε – αυτά γιατί μ’ ενδιαφέρει η γλώσσα τους.

 

-Με τις άλλες τέχνες (πλην της λογοτεχνίας) ασχολείστε;

Βέβαια! Δεν είμαι ειδικός, όμως έχω μανία με τη ζωγραφική κυρίως, αλλά και με τη γλυπτική και τη μουσική. Κι αυτό το τονίζω στα νέα παιδιά που έρχονται. Νάχουν μια γενική μόρφωση, δηλαδή ανοιχτούς ορίζοντες. Γιατί είν’ αδύνατο νάσαι άμουσος και ν’ ασχολείσαι με τη λογοτεχνία! Κι αυτό ωφελεί με διάφορους τρόπους. Δυο φίλοι μου συνθέτες στο εξωτερικό, για παράδειγμα, μου έχουν δώσει μια διάσταση του λόγου και της απαγγελίας, που δεν θα μπορούσα να συλλάβω μόνος μου.

 

-Μια κι αναφέρατε τη μουσική, ποιες είναι οι μουσικές σας προτιμήσεις;

Ο Μπετόβεν φυσικά κατά κορυφήν. Με εκτέλεση Κάραγιαν πάντα. Πριν λίγα χρόνια είχα υπολογίσει ότι έχω ακούσει κάθε συμφωνία του τουλάχιστον 500 φορές. Ήμουν τρελός με τον Μπετόβεν απ’ τα νιάτα μου. Μετά Μπαχ και Βάγκνερ, Τσαϊκόφσκι, Ντβόρζακ, Ραβέλ κ.ά. Κ’ η όπερα μ’ αρέσει, κυρίως ο Βέρντι. Ε, και η Νόρμα με την Κάλλας και η Κάρμεν τού Μπιζέ! Ακούω κι άλλα, εκτός από κλασική. Μ’ αρέσει γενικώς η μουσική. Απ’ τα ελληνικά: Τσιτσάνης, Θεοδωράκης, Χατζιδάκις. Ακούω παλιά ρεμπέτικα. Κοίταξε, και το ελαφρό τραγούδι έχει δώσει ενδιαφέροντα πράγματα. Και κάθε στιγμή δεν είναι η ίδια και δεν έχει την ίδια βαρύτητα. Δε θ’ ακούσω την ενάτη τού Μπετόβεν όταν οδηγώ το αυτοκίνητο. Εκεί θ’ ακούσεις ένα σωρό μουσικές και τραγούδια! Και Μοσχολιού, και Πρωτοψάλτη, και Βίσση. (Αλλ’ αυτό είν’ άλλη συζήτηση και μας πάει μακρύτερα.)

 

-Από ζωγράφους;

Ο αγαπημένος μου είναι ο Βαν Γκογκ. Μετά ο Γκογκέν κι ο Σεζάν. Και, φυσικά, ο Μιχαήλ Άγγελος. Κυρίως, πάντως, οι ιμπρεσιονιστές. Κι άλλοι εννοείται, αλλ’ αυτοί είναι οι αγαπημένοι. Μ’ αρέσουν και κάποιοι Έλληνες ζωγράφοι: Παρθένης, Νικόλαος Λύτρας, Οικονόμου, Μπουζιάνης. Ο Πρέκας κι ο Τέτσης απ’ τους μεταπολεμικούς.

 

-Η τυπική μέρα σας, τέλος, πώς είναι;

Σηκώνομαι το πρωί κατά τις 7:30-8 και πίνω με ησυχία τον καφέ μου. Καμιά φορά βάζω και μουσική. Μετά καθαρίζω το σπίτι μου, γιατί έτσι ψυχοθεραπεύομαι. Σκουπίζω, σφουγγαρίζω… Διαθέτω μια ώρα τη μέρα για τον καθαρισμό του σπιτιού και τη φροντίδα ενός κήπου πούχω στην ταράτσα με λουλούδια, μαρούλια, κρεμμύδια, μουσμουλιές. Ταυτοχρόνως, όμως, σκέφτομαι πώς θα ενεργήσω για διάφορα ζητήματα. Κατά τις 10-10:30 πηγαίνω στο γραφείο, το οποίο απέχει δύο λεπτά απ’ το σπίτι. Πιάνω δουλειά, τελειώνω στις 3, μετά τρώω το μεσημέρι, κ’ ύστερα ξαπλώνω, για να μπορέσω να δουλέψω τ’ απόγεμα. Ξυπνάω και πίνω ένα δεύτερο καφέ στην ημέρα. Και πιάνω πάλι δουλειά. Τελειώνω συνήθως στις 11-12 το βράδυ. Φροντίζω να περπατάω, πάντως, τουλάχιστον μισή ώρα κάθε μέρα.

 

Ο Ήρκος Αποστολίδης κατά τη διάρκεια της συνέντευξης με τον Άκη Καρατζογιάννη

 

 

* Ο Άκης Καρατζογιάννης είναι 21 χρονών κ’ έχει σπουδάσει δημοσιογραφία. Στην εφηβεία του δημοσίευε κριτικές δίσκων σε ιστοσελίδες. Πλέον ασχολείται με τη λογοτεχνία -κυρίως με την αγγλόφωνη ποίηση- και γράφει κριτικές βιβλίων.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top