Fractal

Διήγημα: “Ιωνάθαν”

Του Νίκου Ρούπα // *

 

 

f16

 

Δε μετάνιωσα στιγμή που ανέβηκα στη ψηλότερη κορυφή του λόφου. Άκαπνες άλλωστε οι φρυκτωρίες εκεί όπου μοναχά λιάζονται αρχαία μέλη πύργων, αλλοτινών παρατηρητηρίων προς θύμηση του αρχέτυπου.

Ζώσες κοινωνίες λησμονημένες σε γλώσσα ελληνική.

Κι ο ήλιος του νότιου Ευβοϊκού δυνατός ως άλλος απαστράπτον θεός προκειμένου να μου ορίσει όλα εκείνα που και πρέπει να θωρώ.

Τίποτα περισσότερο από εκείνα που αρμόζουν αλλά και που ορίζουν τη θνητή μου φύση.

Κι εγώ εκεί, να επιμένω κλείνοντας τα βλέφαρα για μια ακόμη φορά, εκείνη τη φορά που με περισσότερο γαλάζιο θα συνοδέψει τη μνήμη μου ένα τραγούδι. Ένα ακόμη θαλασσινό ταξίδι που τόσο νοστάλγησα μα που ποτέ δεν έζησα κυριολεκτικά. Συνοδοιπόρος ένα τετράτροχο μια τετράποδη κόρη και ένας σύντροφος Κρητικός.

Δε μετάνιωσα καν στη θέα του υδάτινου κόλπου μήτε στην αρμύρα που αφήνει στα χείλη μου. Γαλάζιο το σεντόνι που εκτίνεται για περίπου 10 ναυτικά μίλια μέχρι το απέναντι λιμανάκι των Στυραίων, ξεχειλίζει μπρος μου, οχυρώνει ένα θερμό τοπίο από θυμάρι κι ελιά ώρα μεσημεριού. Μυρουδιές που δεν αποτυπώνονται σε μια κόλα λευκή, σε ένα εκράν.

Σκύβω το κεφάλι για να επιβεβαιώσω πιθανότατα τα πεπραγμένα στο μικρό λιμάνι της Αγιά Μαρίνας.

Αράδα από καμιά πενηνταριά αμάξια που θυμίζει τροπικό ερπετό ο συρμός. Ακίνητος περιμένει να σπάσει σε πεντάδες κομμάτια στη θέα του πλοίου που πλησιάζει. Στωικά περιμένει το χρόνο του ή μάλλον τη σειρά του.

Πρόσωπα άγνωστα πηγαινοέρχονται με το ναύλο ανά χείρας. Κουβέντες πρόχειρες για τα που και τα πως γλιστρούν απ’ τα στόματα των προσεχώς επιβατών του πλοίου.

Αν όχι απ’ τους τελευταίους καταφέρνω να επιβιβαστώ στο πλοιάριο με το όνομα Αϊ Γιώργης.

Με την συνοδεία της τετράποδης κόρης μου, Ρωξάνη το όνομά της, τρέχω για μια θέση στη κουβέρτα του πλοίου.

Κλείνω κατά το ένα τρίτο τα μάτια μου, εκεί στην πρύμνη του πλοίου. Εκεί όπου τα απόνερα ζωγραφίζουν πάνω στο απόλυτο γαλανό της θάλασσας. Εκεί όπου οι ήχοι από τις μηχανές του πλοίου γίνονται ένα με τα πεινασμένα γλαρόπουλα. Ανάβω ένα τσιγάρο, στην προσπάθεια να μη ξεχάσω τις καλές μου συνήθειες. Εκείνες που στη μυρουδιά του καπνού φωνάζουν κάτι από αστικό τοπίο, τσιμέντο και άσφαλτο.

Έτσι ίσως καταφέρω να μην αποτρελαθώ πλήρως από τη μαγεία του γαλανού που εκτείνεται μπρος μου.

Αναμένω με αδημονία το ξεκίνημα της μηχανής του πλοίου.

Στροφή 180 μοιρών και όρτσα για τα ανατολικά.

Δε μετάνιωσα στιγμή που τράβηξα ξανά το βλέμμα μου πιο πέρα σε κάτι λιγότερο από μισό μίλι, εκεί όπου πετρόχτιστο στολίδι, ο ερειπωμένος φάρος.

Η πρώτη των άλλων βραχονησίδα, αβάπτιστη. Αγναντεύει θαρρείς έργα και ημέρες από τον απόπλου ιστιοφόρων εμπορικών και πολύ αργότερα μηχανοκίνητων επιβατηγών πλοιαρίων. Στέκεται ως άστοχη πινελιά από χέρι ζωγράφου που έμπασε το πινέλο του σε μια παλέτα γεμάτη από γκρι μαύρο και λευκό μα παραμένει ηγέτης στο ψηλότερο σημείο.

Είναι γυμνός δίχως πόρτες και στέγαστρο, δίχως παράθυρα. Φάντασμα με τις καλύτερες των προθέσεων έτοιμο να σου διηγηθεί περίσσιες ιστορίες από πρόσωπα, μύθους, επισκέπτες ψαράδες. Από καιρούς με μαΐστρους και μπουνάτσες, σιρόκους και λεβάντες. Τις πρώτες ανοιξιάτικες μπόρες που ξεπλένουν μα συνάμα ζεσταίνουν το πέτρινό του κουφάρι.

Μήτε γι’ αυτό μετάνιωσα.

Μικρά και τα καΐκια, οι επόμενες βραχονησίδες, αγκυροβολημένες και αυτές στον πάτο ενός μικρού στα δικά μου μάτια αρχιπελάγους.

Απλώνονται άθελά τους διάσπαρτα, αρχαία θαρρείς πειρατικά πλοία, που δε πρόκαναν να ελλιμενίσουν.

Μήτε και για αυτά μετάνιωσα.

Αβάπτιστα ήσαν και παραμένουν τα περισσότερα.

Μερικές δεκάδες αιώνων πετρωμένα. Ασάλευτα. Το μέγιστο χρίσμα μαζί και προνόμιο για μια ζωή στο διηνεκές.

Το λάθος τους: Η παρατεταμένη απορία τους στην όψη μιας υδάτινης Μέδουσας.

«Στυροπούλα» ονομάτισαν το μεγαλύτερο όλων των βραχονησίδων.

Επιτύμβιο ανάγλυφο φαντάζουν οι κοψιές που ο χρόνος χάραξε πάνω της, έτοιμες να σου διηγηθούν ιστορίες από κόσμους αρχαίους θαρρείς. Ιστορίες από σκόνη και χρόνο, εκεί όπου γύρισε αυτόματα ο συλλογισμός μου σαν σε μηχανή του χρόνου.

Διακρίνω στις ράχες τους ένα νεαρό πολεμιστή αρματωμένο. Όχι κάτι περισσότερο από είκοσι χρόνων.

Η ξανθή του κόμη αντανακλά κάτι από το φως του ήλιου και τα μάτια του γαλανές σπίθες έτοιμες να τραβήξουν κάθε προσοχή.

Κι οι πλάτες του φαρδιές όπως αρμόζει σε πολεμιστή προκειμένου να σηκώσει το μεταλλικό λινοθώρακα με τις σφυρηλατημένες μπρούτζινες φολίδες, τις επωμίδες από χαλκό, τις μπρούτζινες περικνημίδες που αγκαλιάζουν τα γυμνασμένα του από παιδί πόδια.

Δεξίλεως το όνομά του.

Καταγόταν από το δήμο του Θορικού που βρίσκεται στην περιοχή του σημερινού Λαυρίου και ανήκε στην Ακαμαντίδα φυλή. Είχε την τύχη να γεννηθεί σε μια πλούσια αθηναϊκή οικογένεια, τη χρονιά που υπήρξε άρχοντας στην Αθήνα ο Τείσανδρος.

Είχε όμως την ατυχία όταν έκλεισε τα είκοσι του έτη να ξεσπάσει πόλεμος1. Η Θήβα, η Αθήνα, το Άργος, τα Μέγαρα, η Κόρινθος και άλλες πόλεις συμμάχησαν εναντίον της Σπάρτης.

Σημεία των καιρών άλλωστε μέχρι και σήμερα οι εμφύλιοι μεταξύ των Ελλήνων.

Η Αθήνα κάλεσε άμεσα τους πολίτες της στα όπλα. Ανάμεσα σε αυτούς στάλθηκε και ο νεαρός Δεξίλεως.

Επιδέξιος τόσο στην σπαθασκία όσο και στο δόρυ εν ίππο. Αρίστευσε απ’ τα δεκαοχτώ του δίπλα στους μεγαλύτερους αρχιστράτηγους της Αθήνας.

Έτσι ο Δεξίλεως έτρεξε να παρουσιαστεί μαζί με άλλους ιππείς της Ακαμαντίδας φυλής στο διοικητή της μονάδας του, το φύλαρχο Αντιφάνη.

Πριν φύγει από την πόλη ίσα που πρόλαβε να αποχαιρετήσει τους δικούς του, να τους φιλήσει σαν να ήταν κι η τελευταία του φορά. Τη μητέρα, τον πατέρα καθώς και την δεκαοχτάχρονη μέλλουσα γυναίκα του.

Εκείνοι από μεριά τους θα έπρατταν τις καθιερωμένες σπονδές στην προστάτιδα θεά των Αθηναίων, Αθηνά, χύνοντας λίγο κρασί στο

χώμα, με την ευχές της Αθήνας να συντροφεύσουν τον Δεξίλεω ώστε να γυρίσει σύντομα μα πάνω από όλα γερός και νικητής από τη μάχη.

Έπειτα θα στάθηκαν, θέλω να πιστεύω, στο κατώφλι να τον κοιτάζουν καθώς απομακρυνόταν καβάλα στο μαύρο του άτι, νέος όμορφος και δυνατός με πορεία την Αθήνα και έπειτα ετοιμοπόλεμος για την μεγαλύτερη των μαχών στα Ίσθμια της σημερινής Κορίνθου.

Ο Δεξίλεως όμως δεν επέστρεψε μήτε νικητής μήτε ηττημένος παρά νεκρός.

Το νήμα της ζωής του κόπηκε άδοξα στη μεγάλη μάχη που έγινε στην Κόρινθο. Καβάλα στο πληγωμένο του μαύρο άλογο και με την σπάθη του να παίρνει την ζωή ενός Σπαρτιάτη γεμάτος ζωή και νεανική ορμή συνεχίζει έως ότου να πέσει από αντίπαλο δόρυ.

Έτσι θα ήθελαν να τον θυμούνται οι δικοί του στο μωσαϊκό που διακρίνω στην πλαγία της νοητής μου βραχονησίδας.

Μύθος πάνω σε επιτύμβιο ανάγλυφο. Ο νέος μα πολλά υποσχόμενος γενναίος Δεξίλεως παραμένει έως και σήμερα μια επιτύμβια ανάγλυφη ανάμνηση στο χώρο του Κεραμικού2, έτσι όπως θα επιζητούσαν πολλοί άλλοι Αθηναίοι νεκροί στρατιώτες το δίχως άλλο.

«Κανείς τους όμως δε ξεχάστηκε όσο η ιστορία τους κρατά ζωντανούς. Απολιθώματα ίσως πια στις πλάτες της βραχονησίδας, μα ο μύθος τους τρανός. Ωδή στους αθάνατους. Ιστορίες από σκόνη και χρόνο». Σκέφτηκα.

Μα εγώ στην πρύμνη, ανοιγοκλείνω τα μάτια για να βλέπω τα σύννεφα από κάτω, έτσι όπως ορίζεται στους θνητούς και όχι στους αθανάτους.

Ένα σύγκρυο διαπερνά το λεπτό μου κοντομάνικο. Σκύβω το κεφάλι και γυρνώ από φόβο μου την πλάτη στο μονάκριβο μου Ευβοϊκό προκειμένου να μη ξαναδώ Εκείνον. Να μην υποπέσω σε μια ακόμη λήθη, σε κόσμους αρχαίους και μύθους.

Θάμπωσαν για λίγο τα μάτια μα η φιγούρα Του αναλλοίωτη χρόνια τώρα. Λευκά μαλλιά και άσπρα μούσια.

– «ποιος είσαι; γιατί με κυνηγάς;

– εδώ είναι ο μυστικός μου κήπος. Ο κήπος εκείνος που χώμα δεν έχει παρά θαλασσινό νερό. Ο κήπος εκείνος που τρέφεται δίχως την βοήθεια των θεών της βροχής, εκείνος που σφύζει από έμβια που δε χρήζουν απαραιτήτως οξυγόνου, αλλά και από πετούμενα, άλλα λευκά άλλα γκρίζα – γλάροι θαρρώ – που η φωνή τους αρκετή για να γεμίσει και τα μικρότερα κενά της ματαιοδοξίας Σου.» Σχεδόν αναφώνησα με περισσό σθένος.

Δεν πήρα απάντηση, παρά παρέμεινα στην ιδέα του να ορίζω μέχρι εκεί που θωρούν τα λουσμένα από δυνατό φως του ήλιου μάτια μου.

Μα δίχως ουσιαστικά ερωτήματα, ποιές κι οι απαντήσεις;

Έκανα στροφή γύρω από το κορμί μου για να βεβαιωθώ πως Εκείνος είχε ήδη χαθεί σε κάποιο κύμα.

«Είναι θαύμα τον βλέπω και πετά ακόμη…

…τον είδα να ανεβαίνει ψηλά χωρίς να κουνά τα φτερά του;

τι είναι εκείνο που τον κάνει να πετά που τον οδηγεί στα ύψη;»

Οι σκέψεις μου διαδέχονται η μια την άλλη και τα ερωτήματα μπρος στο θέαμα πληθαίνουν.

«Μα ποιος είναι ο σκοπός του;

Που θέλει να οδηγηθεί;

Ποιος από όλους εμάς δεν ένοιωσε το ίδιο βλέποντάς τον;

Ναι το νοιώθω και εγώ κοιτώντας τον. Νοιώθω αυτή την περίεργη έλξη προς τα ουράνια….»

«Ιωνάθαν …Ιωνάθαν!» ψιθύρισα.

Οι καρδιά μου πεταρίζει ήδη πλάι του στις ξέρες και βουτά επιδεικτικά παρέα με τον γέρο γλάρο από το κατάρτι του πλοίου…

Έφυγε πια.

Τον είδα να ξεμακραίνει.

Τον σκέφτηκα και έκλαψα…. και ακόμη η ίδια σκέψη.

Γέρνω, με όση ορμή μου απέμεινε σε αυτές τις θερμές μέρες του Αυγούστου, το κορμί μου ξανά με θέα στη θάλασσα.

Η ζέστη αρκετή. Και ο ιδρώτας ξεπερνά τα πυκνά μου φρύδια, τσούζοντας τα μάτια μου. Ίσα που καταλαβαίνω πως ακόμη και οι κόρες των ματιών μου φαντάζουν σαν δυο μικροί κόκκοι άμμου.

Θεέ μου, πόσο φως!

Το επίνειο των Στυραίων πλησιάζει κι οι κόρνες του πλοίου χαιρετίζουν σε κάλεσμα των ντόπιων στον προβλήτα που αναμένουν μια ακόμη Αυγουστιάτικη καθημερινότητα.

Μπορώ να διακρίνω την εκκλησία στολίδι και μητρόπολη του λιμανιού στον πράσινο από τα κυπαρίσσια Κωνσταντίνου και Ελένης, όπως και όλο αριστερά τον βράχο με τις ψαροταβέρνες της κωμόπολης που κοσμούν το γκριζοπράσινο φόντο με τις γαλανές τους τέντες. Λίγο πιο πέρα το Δείλισο με τους κόκκινους βράχους.

Με το βλέμμα όλο δεξιά πάλι και πίσω από τις πρώτες κορυφογραμμές ένα και μοναδικό το σύννεφο που στέκει σχεδόν πάντα πάνω από το όρος Όχη. Σημάδι για τον θαρραλέο οδοιπόρο που θα θελήσει να κινήσει προς το ακρωτήρι του Καφηρέα3.

 

 

  1. Πελοποννησιακός Πόλεμος. Η στρατιωτική σύγκρουση μεταξύ της Δηλιακής Συμμαχίας (υπό την ηγεσία της Αθήνας) και της Πελοποννησιακής Συμμαχίας (υπό την ηγεσία της Σπάρτης) που έλαβε χώρα την περίοδο 431-404 π.Χ και έληξε με αποφασιστική νίκη των Σπαρτιατών και την καταστροφή της Αθήνας.

  2. Ο Κεραμεικός, εκτός από δήμος – ένα απ’ τα όρια του τότε δήμου των Αθηναίων – υπήρξε και το πρώτο δημόσιο νεκροταφείο της αρχαίας Αθήνας. (479 π.Χ).

  3. Καφηρέας ή Κάβο Ντόρο είναι ακρωτήριο της Εύβοιας το οποίο βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του νησιού. Κάβο Ντόρος επίσης είναι η συμβατική ονομασία του νοτιοανατολικού τμήματος της γεωγραφικής περιοχής της νήσου Εύβοιας, η οποία χρησιμοποιείται ακόμα και σήμερα.

 

 

* Ο Νίκος Ρούπας γεννημένος στην Αθήνα και με καταγωγή από την Εύβοια, είναι μουσικός. Απ’ το 2002 ασχολείται εντατικά με τη μετάφραση ελληνικών αρχαιολογικών κειμένων στην αγγλική σε συνεργασία με πολλούς Έλληνες αρχαιολόγους. Κείμενά του έχουν εκδοθεί στο ArchaeologyMagazine of New York, καθώς και προσωπικές του αρθρογραφίες κατά το 2011-2012. Η αγάπη του τόσο για τη γλώσσα όσο και την ιστορία αυτής αποτελούν αναπόσπαστοι παράγοντες τόσο στις ποιητικές του απόπειρες, στα πεζά, όσο και στα διηγήματά του.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top