Fractal

Διήγημα: “Μια ζωγραφιά”

Του Ιωάννη Γκουγκουγιάννη // *

 

 

αρχείο λήψης

 

Το σπίτι μου ή μάλλον καλύτερα το δωμάτιο ή μάλλον ακόμα πιο καλά η τρώγλη μου ήταν ένας μακρόστενος διάδρομος πέντε μέτρων με τρία μέτρα πλάτος. Άνοιγες την πόρτα και έβγαινες μπροστά στην κουζίνα, μετά στο βάθος ήταν ο καναπές και ακριβώς κολλητά το γραφείο και στο τέλος το παράθυρο. Μπαλκόνι δεν είχα.

Είχε αρκετή ζεστή λογικό ήταν ήμασταν στην μέση του καλοκαιριού. Μόλις είχα ξυπνήσει πήγα στο ψυγείο και πήρα το μπουκάλι με το γάλα. Ήπια λίγο και το άφησα πάνω στο γραφείο. Κάθισα και χάζεψα από το παράθυρο. Έβλεπα ένα γαλανό ουρανό σκέτο χωρίς σύννεφα και στο βάθος ένα βουνό. Ήταν γυμνό, ξερό αλλά είχε ένα σχήμα τόσο ωραίο πήγαινε όπως τα κύματα μέσα στην θάλασσα. Αυτό είναι σκέφτηκα πρέπει να το ζωγραφίσω αυτό το βουνό αλλά πρώτα πρέπει να το ζήσω.

Σηκώθηκα πήγα έστησα το καβαλέτο και έβαλα πάνω του τον καμβά. Μετά πήγα στο ψυγείο και πήρα μια μπύρα. Ξανακάθισα στο γραφείο και άρχισα να χαζεύω το βουνό. Άρχιζε με το πιο ψηλό σημείο του μια κορυφή λίγο μυτερή. Ήταν επιβλητική και αρχηγική. Σαν να σου έλεγε ότι εγώ είμαι το ψηλότερο σημείο και δεν μπορεί να με ξεπεράσει κανείς. Συνέχιζε πιο κάτω άλλη μια κορυφή λίγο πιο μικρή και πιο λεία. Με μια γλυκεία καμπύλη της κατέληγε έτσι απαλά στην άκρη της πεδιάδας. Συνέχισα να πίνω την μπύρα μου και να χαζεύω έξω από το παράθυρο μου.

Η μπύρα τελείωσε. Άφησα το μπουκάλι και πήρα τα πινέλα. Δεν ξανακοίταξα από το παράθυρο το βουνό απλά άρχισα να ζωγραφίζω. Ήταν σαν να το έχω αποστηθίσει όπως έκανα παλιά τα μαθήματα ιστορίας. Το κοιτούσα για πάνω από δυο ώρες πριν το είχα μάθει απ’εξω. Ανακάτευα τα χρώματα και τα πετούσα στην κυριολεξία πάνω στον καμβά. Είχα πωρωθεί δεν μπορούσα να σταματήσω ούτε λεπτό. Φοβόμουν ότι αν δεν συνέχιζα θα ξεχνούσα πως ήταν το βουνό και δεν θα μπορούσα να τελειώσω το έργο μου. Επιτέλους μετά από έξι ώρες ασταμάτητου πασαλείμματος τελείωσα. Ήμουν κουρασμένος. Κοίταξα τον καμβά, πέταξα το πινέλο και την παλέτα στην άκρη. Πήγα στο ψυγείο πήρα άλλη μια μπύρα και ξάπλωσα στον καναπέ. Τελικά μετά από λίγο με πήρε ο ύπνος.

Όταν ξύπνησα είχε σχεδόν νυχτώσει. Η θερμοκρασία είχε πέσει λίγο. Το στομάχι μου διαμαρτύρονταν είχα να φάω από χτες. Πήγα στο ψυγείο αλλά δεν είχα τίποτα εκτός από δυο μπύρες, λίγο γάλα και ένα βιτάμ . Είπα να βγω να πάρω κάτι απ’έξω. Ντύθηκα πήρα τα κλειδιά μου και βγήκα. Κατέβηκα τα σκαλιά και άρχισα να περπατάω.

Κοντά στο σπίτι μου σε απόσταση λιγότερο των διακόσιων μέτρων ήξερα πως υπάρχει μια καντίνα. Παρήγγειλα μια μερίδα σουβλάκι και μπύρα και κάθισα σε ένα από τα τραπεζάκια που είχε εκεί έξω. Έφαγα γρήγορα λαίμαργα, πεινούσα πολύ. Παρήγγειλα άλλη μια μπύρα. Δεν μπορούσα να βγάλω από το μυαλό μου τον πίνακα. Δεν μου άρεσε δεν ήταν αληθινό κάτι έλλειπε. Πλήρωσα και έφυγα γύρισα σπίτι.

Στάθηκα πάνω από τον καμβά και τον κοιτούσα. Ήταν χαλιά, κοιτούσα από το παράθυρο το βουνό φαινόταν λίγο διακρίνονταν οι γραμμές του γιατί το φεγγάρι σήμερα ήταν γεμάτο. Το βλέμμα πήγαινε εναλλάξ μια στον πίνακα και μια στο βουνό. Δεν μου άρεσε του έλειπε η ζωή δεν είχα παρατηρήσει καλά το βουνό. Πήγα στην κουζίνα πήρα ένα μαχαίρι και άρχισα να κόβω τον καμβά, να τον διαλύω με μια αγρία μανία. Δεν ξέρω που το ανακάλυψα τέτοιο μίσος πάντως το έκανα κομμάτια. Άφησα το μαχαίρι πάλι πίσω στο συρτάρι. Πρέπει όχι μόνο να το βλέπω, αλλά πρέπει και να το αγγίξω, να το μυρίσω ώστε να καταλάβω ακριβώς τι κρύβει μέσα του. Αυτό ήταν το πήρα απόφαση αύριο θα πάω μια βόλτα ώστε να το δω από κοντά. Ξάπλωσα, κοιμήθηκα ήθελα να ξυπνήσω νωρίς αύριο.

Πετάχτηκα από το κρεβάτι μου σαν να είχα βάλει ξυπνητήρι ήταν εφτά ακριβώς. Σηκώθηκα έριξα λίγο νερό στα μούτρα μου. Πήρα το μπρίκι έβαλα μόνο καφέ και τον έβρασα. Κάθισα στην καρεκλά μέχρι να κρυώσει λίγο και το κοιτούσα. Δεν ήταν πολύ ψιλό πρέπει να ήταν γύρω στα εφτακόσια μέτρα μάλλον χαμηλό θα το έλεγες. Τελείωσα τον καφέ μου και άρχισα να ντύνομαι. Είχα ξυπνήσει εντελώς έβαλα τα παπούτσια μου και βγήκα από το σπίτι.

Έμεινα στα σύνορα του χωριού και έτσι παίρνοντας την κατηφόρα βγήκα έξω στα χωράφια, στην πεδιάδα και αμέσως έπιασα τους πρόποδες του. Η ώρα είχε πάει οχτώ και ο ήλιος άρχισε να κάνει αισθητή την παρουσία του. Θα ήταν άλλη μια ζεστή μέρα σήμερα σκέφτηκα. Υπήρχε ένας κυκλικός χωματόδρομος ο οποίος ανέβαινε το βουνό αλλά αποφάσισα να μην τον ακολουθήσω αλλά να προχωρήσω κάθετα ώστε να κόψω δρόμο και να φτάσω πιο γρήγορα. Στόχος μου ήταν η κορυφή. Η κλίση του μπορώ να πω ήταν λίγο απότομη. Ανέβηκα με έναν γοργό ρυθμό μέχρι την μέση είχα ιδρώσει λίγο. Σταμάτησα και κοίταξα το χώμα το χρώμα του ήταν απαλό ανοιχτό καφέ. Άπλωσα το χέρι μου και έβαλα μέσα στην χούφτα μου όσο περισσότερο χωρούσε. Ήταν σκληρό, άγριο από τα τόσα χρόνια που βρισκόταν εκεί. Το άφησα να κυλήσει σιγά-σιγά από την παλάμη και να επιστέψει πίσω στην γη.

Συνέχισα να ανεβαίνω έτσι με τον ίδιο γοργό ρυθμό. Η ανάβαση ήταν εύκολη το βουνό ήταν πολύ φιλικό στον επισκέπτη τον άφηνε ώστε να το κατακτήσει εύκολα. Μετά από μίση ώρα είχα πλέον φτάσει στην κορυφή. Στάθηκα όρθιος για λίγο και κοίταξα την θεά ήταν καταπληκτική. Ήταν πολύ τυχερό που μπορούσε να θαυμάζει κάθε μέρα το χωριό με τις εναλλαγές του ανάλογα με τις εποχές, τον καιρό ή την διάθεση που είχε. Εκεί κοντά ήταν μια μεγάλη πέτρα η μίση ίσως και πιο πολύ ήταν ριζωμένη μέσα στην γη. Πήγα και κάθισα πάνω της. Έκλεισα τα μάτια μου έδιωξα όλες τις σκέψεις και καθάρισα εντελώς το μυαλό μου. Πήρα μια βαθιά ανάσα και προσπάθησα να καταλάβω όλες τις μυρωδιές. Η πρώτη ήταν το χορτάρι αυτό το πράσινο και φρέσκο το ένιωθα τόσο καλά λες και το είχα στο στόμα μου και το μασούσα. Μετά πως να το πω αυτή η μυρωδιά της κορυφής απλά απίστευτη. Ένα απαλό αεράκι μου χτύπησε το μάγουλο και με επανέφερε πίσω. Σηκώθηκα και αποφάσισα να επιστρέψω. Άρχισα να κατεβαίνω αλλά αυτή την φορά από τον δρόμο ήθελα να το δω ολόκληρο να κάνω τον γύρω του πατώντας όσο γίνεται σε πιο πολλά σημεία του. Ένιωσα πως το αγκαλιάζω σιγά-σιγά σε κάθε στροφή μου παρουσιαζόταν σαν κάτι διαφορετικό εντελώς μοναδικό, ξεχωριστό τοπίο. Αυτό το βουνό έχει κάτι μαγικό. Βέβαια έτσι είναι όλη η φύση αν την παρατηρήσουμε καλά χωρίς βιασύνες βλέποντας μόνο τα επιφανειακά. Αυτό είχα καταφέρει και εγώ να δω σε βάθος όλο το μεγαλείο του. Χωρίς να το καταλάβω συνεπαρμένος από τις σκέψεις μου είχα φτάσει στους πρόποδες. Περπατούσα λίγο γρήγορα ήταν πλέον μεσημέρι και ήθελα να πάω όσο το δυνατόν γρηγορότερα στο σπίτι για να αρχίσω να ξανά ζωγραφίζω το νέο βουνό μου. Αυτό που γνώρισα από κοντά, αυτό που μύρισα, άγγιξα και σχεδόν γεύτηκα.

Ανέβηκα τα σκαλιά μέχρι το δωμάτιο μου σχεδόν πετώντας δυο-δυο. Είχα γίνει μούσκεμα στον ιδρώτα. Άνοιξα την πόρτα και έβγαλα την μπλούζα που έσταζε, την πέταξα στον καναπέ. Πήρα έναν καμβά και τον τοποθέτησα πάνω στο καβαλέτο. Έπιασα το πινέλο και άρχισα να ζωγραφίζω. Έκλεισα για λίγο τα μάτια μου σκεφτόμουν κάποιο σημείο από το βουνό και αμέσως το δημιουργούσα. Ξανά και ξανά έκανα ακριβώς το ίδιο. Δεν ξέρω μου έβγαινε εντελώς αυθόρμητα. Κάθε μου πινελιά ήταν σαν ένα βήμα μου πάνω στο βουνό, σαν μια αναπνοή μου στην κορυφή, σαν ένα άγγιγμα από το χώμα του. Χωρίς να το συνειδητοποιήσω έτσι απλά είχα ολοκληρώσει την ζωγραφιά μου. Δεν την κοίταξα. Πέταξα το πινέλο και την παλέτα πάνω στο γραφείο. Ήμουν χαλιά μια μυρωδιά από φρέσκο χρώμα ανακατεμένη με ιδρώτα υπήρχε στην ατμόσφαιρα. Γδύθηκα και πήγα στο μπάνιο για να κάνω ένα κρύο ντους.

Μόλις βγήκα φόρεσα ένα σορτσάκι. Άνοιξα το ψυγείο και πήρα μια μπύρα. Κάθισα στον καναπέ ή καλύτερα βούλιαξα μέσα του. Ήπια δυο γουλιές από την μπύρα και κοίταξα τον πίνακα. Χαμογέλασα. Αυτό ήταν έτσι όπως ήθελα να το μπογιατίσω. Μου άρεσε πολύ και ξέρω το γιατί. Έκρυβε μέσα του πίσω από τα χρώματα την ζωή είχε όλες τις αισθήσεις που έχει και αυτήν. Δεν είχα ζωγραφίσει απλά το βουνό αλλά το είχα ζήσει κιόλας. Κατέβασα την υπόλοιπη μπύρα μονορούφι. Άφησα το μπουκάλι στο πάτωμα. Σκέφτηκα ότι είναι εκπληκτικό πράγμα να είσαι ικανοποιημένος με τον εαυτό σου και αμέσως μετά κοιμήθηκα.

 

* O Ιωάννης Γκουγκουγιάννης είναι 25 ετών. Ζει στην Αθήνα και είναι πτυχιούχος ηλεκτρολόγος μηχανικός. Ασχολείται ερασιτεχνικά με την συγγραφή.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top