Fractal

Διήγημα: «Από την Ατλάντα με αγάπη»

Της Ιωάννας- Μαρίας Νικολακάκη //

 

i_love_atlanta_mousepads-144843912257066220trakb67e9c499b2145d4ace306d67a02ba67-210

 

Όλο τ’ απόγευμα, η Λία ήταν στα τηλέφωνα για τις ετοιμασίες του πασχαλινού τραπεζιού, ποιοι και πόσοι θα ‘ρθείτε για να ξέρω να κάνω τα κουμάντα μου, οι κουβέντες της διέτρεχαν το τηλεφωνικό σύρμα σαν κατακλυσμός από ηλεκτρικές ώσεις – το ‘χε αυτό, όταν ενθουσιαζόταν έπιανε τις ψηλές νότες σαν σοπράνο-. «Η χαρά του ΟΤΕ» την είχε αποκαλέσει πριν τριάμισι χρόνια ο εργένης αδελφός της ο Τόμας- εδώ που τα λέμε, δεν είχε κι εντελώς άδικο-, τότε που της είχε φέρει χριστουγεννιάτικο δώρο εξ Αμερικής ένα πορσελάνινο βάζο σε σχήμα ύψιλον κι έναν κούταβο Λαμπραντόρ σε κλουβί μεταφοράς με γαλάζια κορδέλα για την κόρη της τη Μαρίνα. Χαρές τότε η μικρή, ακόμα θυμούνται με τη μάνα της εκείνη την Πρωτοχρονιά, -πώς να την ξεχάσουν;- ο Ρούντι είχε αναπτύξει απ’ την πρώτη στιγμή ένα δέσιμο ιδιαίτερο με τον κουβαλητή του και κάθε φορά που ο Τόμας άνοιγε την καγκελένια τους αυλόπορτα, του ‘κανε τέτοιες χαρές που η ουρά του ξεβιδωνόταν. Το «Τόμας» ήταν για τον Θωμά Καραφουριώτη κάτι σαν Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευσης: το «Θωμάς» ούτε να το φτύσει, ελληνικά ονόματα και σαχλαμάρες, τρε μπανάλ. Κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα όμως, έκανε δεκατέσσερις ώρες ταξίδι “byair” για να πατήσει το χώμα της φτωχής Ελλαδίτσας, να τρυπώσει στο σπιτάκι της αδελφής του, να δει λίγο ήλιο και να φάει ένα πιάτο φαΐ με την αγάπη και τη θαλπωρή που κάθε Έλληνας δικαιούται. Να τα λέμε κι αυτά.

Φέτος, η Μαρίνα είχε μπει στο Λύκειο. «Μεγάλωσε κι αυτό το παιδί.» σκεφτόταν την ώρα που διάλεγε στα Duty-Free του Ελ. Βενιζέλος CD-πασχαλινό δώρο για την μοναδική του ανιψιά. Μεγάλο Σάββατο, οι δρόμοι ζουζούνιζαν από αυτοκίνητα κάθε μάρκας και χρώματος και με τις σχάρες φορτωμένες μπαγκάζια και, τότε, παρατήρησε για πρώτη φορά ότι τα χέρια του είχαν αρχίσει να σακουλιάζουν μέσα από το πουκάμισο απ’ τους καρπούς και πάνω, ου γαρ έρχεται μόνον, πικρό συμπέρασμα, σε τρεις βδομάδες έκλεινε τα εξήντα επτά. Έκανε ένα γρήγορο τσιγάρο, έσυρε τις βαλίτσες με τα ροδάκια προς την έξοδο του αεροδρομίου και μπήκε στο πρώτο ταξί της πιάτσας, ένας ξεμαλλιασμένος σαραντάρης που άκουγε Παντελίδη φουλ πληκτρολόγησε τη διεύθυνση της αδελφής του στο GPS και σε λιγότερο από σαραντάλεπτο χτύπαγε το κουδούνι της πόρτας τους. Η Λία έπεσε πάνω του σα μωρό παιδί, πέρνα καλέ μέσα, να σου πάρω τις βαλίτσες, να σου βάλω ένα νεραντζάκι για το καλωσόρισμα, το παιδί είχε βγει και θ ‘ αργούσε να γυρίσει. Έκανε ένα μπάνιο και κάθισαν να φάνε οι δυο τους, φασόλια αλάδωτα, σαν τον παλιό καλό καιρό, τέτοιες μέρες.

Αλλαγμένο σε βλέπω, του πέταξε με την πρώτη μπουκιά, η Λία πάντα παρατηρητική και δηκτική μέχρι τα μπούνια, θα του έκανε τα νεύρα κρόσσια αν δεν της εξομολογούταν που οφειλόταν εκείνη -η εξωτερική κι εσωτερική του- αλλαγή. Την κοίταξε ψυχρά, «Όλοι αλλάζουμε, κάποτε.» αρκέστηκε να πει και γλίστρησε το καστανοπράσινο βλέμμα του έξω απ’ το παράθυρο της κουζίνας, στις ανθισμένες κερασιές που ήταν ζωντανό ποίημα στην αυλίτσα των 22 τετραγωνικών τους. Η Λία τον ήξερε. Τον πρώτο καιρό που έφτανε απ’ την Ατλάντα και μέχρι να προσαρμοστεί ήταν κλειστός και λιγόλογος, στρείδι, μόνο με την πάροδο των ημερών έβρισκε σιγά-σιγά τον εαυτό του, για να τα μαζέψει πάλι σε δεκαπέντε μέρες και να επιστρέψει στη μεγάλη ήπειρο, παχύτερος, στωικότερος και ηρεμότερος: κάθε χρόνο τα ίδια. Είχε μάθει το κόλπο και στις σιωπές του, σώπαινε: ό,τι ήταν να της πει θα της τα ‘λεγε από  από μόνος του εν καιρώ.

Στην ερώτηση γιατί ήταν κακόκεφος απάντησε ένα ξερό jet lag και, πριν τον βάλει να ξαπλώσει, η Λία δέχθηκε με αυταρέσκεια το δώρο της: ένα χειροποίητο κολιέ από αυθεντικό κεχριμπάρι και πέρλα, ταμάμ. Τον φίλησε πάλι σταυρωτά και του έδωσε κι εκείνη το δικό της, ένα ριγέ κόκκινο-μπλέ μάλλινο κασκόλ για τα μεγάλα κρύα «Να σε αγκαλιάζει με την αγάπη μας» του ευχήθηκε και πήγε μέσα να του στρώσει. Πάνω στην ώρα, να σου κι ο Στάθης, ο πάτερ φαμίλιας. Να φιλήσει τη σύζυγο, ν’ αγκαλιάσει τον ξενιτεμένο κουνιάδο του και να του δώσει από τώρα να πάρει μαζί του για όταν θα φεύγει σπόρους για ντομάτα και το τελευταίο σούπερ- ντούπερ βιβλίο ενός φίλου του επαγγελματία σκακιστή με την ευχή «να γίνει κάποτε ο δεύτερος Κασπάροβ», γέλασε καλοκάγαθα ο Τόμας και φάνηκαν δυο σειρές από αραιά, κιτρινισμένα δόντια κι ένα ζευγάρι μάτια που έσταζαν ευγνωμοσύνη.

Ξάπλωσε στον ξενώνα να ισιώσει το κορμί του και δεν τον ενόχλησε ψυχή- η ξεκούραση είναι ιερή για έναν άνθρωπο που δουλεύει όλο το χρόνο δώδεκα και δεκαπέντε ώρες τη μέρα- κι όταν ξύπνησε αργά το μεσημέρι της επομένης, τους βρήκε όλους-το ζεύγος Λία- Στάθη, την ανιψιά του τη Μαρίνα με τ’ αγόρι της, την άλλη τους αδελφή Ερμιόνη με τον άντρα της και τις δυο της κόρες Χαρίκλεια και Δανάη, την πρωτοξαδέλφη τους Ασημίνα με τον γιό της Φάνη και τον ανιψιό του τον Βασίλη με την έγκυο γυναίκα του και το μεγάλο τους γιο Θοδωρή, καθισμένους γύρω-γύρω απ΄ το μεγάλο τραπέζι του σαλονιού με κάτι χαμόγελα-καλοκαίρι στα πρόσωπά τους, στο τραπέζι λινό νταντελένιο τραπεζομάντηλο, ασημένια κηροπήγια, κερασόχρουν κρασί στα κολωνάτα ποτήρια και στα ψηλόλιγνα διάφανα βάζα πορτοκαλιά τριαντάφυλλα που μοσχομύριζαν, στον διάδρομο ευωδία από ροδοψημένο αρνάκι και λεβάντα, στο ραδιόφωνο Χαρούλα, στη μπαλκονόπορτα οι κουρτίνες ανοιγμένες τέντα και το σπίτι να λαμποκοπά γεμάτο άπλετο, ελληνικό φως: έμεινε άφωνος.

Προχώρησε μέσα και, με το πιο δυνατό του χαμόγελο, τους αγκάλιασε και τους φίλησε έναν- έναν, όλους.

Λίγες βδομάδες μετά από την επιστροφή του στην Ατλάντα, θα τους έγραφε ευχαριστήρια κάρτα με ευχές για καλό καλοκαίρι.
Αυτή ήταν η ζωή του, τριάντα επτά χρόνια τώρα.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top