Fractal

Διήγημα: “Περί γλώσσας”

Της Ιωάννας-Μαρίας Νικολακάκη // *
 f9

 

Την ήξερα χρόνια. Παλιά καραβάνα, δυο δεκαετίες και βάλε στο team των νοικοκυρών ερασιτεχνών φωτορεπόρτερ της Δραπετσώνας, σπαταλούσε μέρα – νύχτα στο να παρακολουθεί τους πάντες και τα πάντα, κι ύστερα να λέει, να λέει και να λέει. Ξανά και ξανά. Μήπως σταμάταγε και ποτέ; Από τόση δα τη θυμάμαι, δεν άφηνε καρφίτσα να πέσει κάτω και την κατάλληλη στιγμή άνοιγε το στόμα της σε κάθε ρούγα και στενοσόκακο και κατέβαζε καταρράχτες με κεφαλαία και πεζά, με καλλιγραφικά και ίσια, με οξείες, με κόμματα, με αποσιωπητικά και θαυμαστικά. Οι φράσεις της έμοιαζαν σιδηρόδρομοι που καλύπταν σε ταχύτητες διαστημικές τη διαδρομή Αθήνα – Θεσσαλονίκη και οι εικόνες της ανακατώνονταν η μια με την άλλη όπως τα ρούχα στο πλυντήριο χωρίς μαλακτικό. Μονοπωλούσε κάθε συζήτηση με την οικογένεια, τα σόγια, τις γειτόνισσες, τον περιπτερά, το μπακάλη, τον ταμία, τον μάστορα, τον κηπουρό, τον ταξιδιωτικό πράκτορα, το δήμαρχο, την παιδίατρο, την υπάλληλο του ΟΤΕ και τον καθηγητή του μικρού στα αγγλικά. Πού; Παντού. Στο φαγητό, στον καφέ, στο σχολείο, στο δημαρχείο, στο γραφείο και στη βόλτα, στο σταθερό και στο κινητό, στο viber, στο messenger και στο mail. Ονοματεπώνυμο: Ραΐσα Αλεξανδροπούλου. Ηλικία: σαράντα τρία. Οικογενειακή κατάσταση: παντρεμένη με δύο παιδιά. Επάγγελμα κατά τους τύπους: λογίστρια. Επάγγελμα κατ’ ουσίαν: κουτσομπόλα με PhD.

Ανέκαθεν σιχαινόμουν τα πολλά λόγια. Τα μεγάλα λόγια. Τα λόγια γενικά. Προτιμούσα τις πράξεις. Κι όταν δε γινόταν αλλιώς, ήθελα τις φράσεις τις χαραγμένες με μολυβάκι στρωτά, γράμμα-γράμμα, πάνω σε χαρτί. Να υπάρχει μια κάποια χρονική γέφυρα από τη σκέψη στη λέξη, που να επιτρέπει την επεξεργασία των λεγόμενων, το ξεβοτάνισμα, την καλλιέργεια, το πότισμα και τον καλλωπισμό τους. Γιατί οι λέξεις, σαν τα λουλούδια είναι κι αυτές: θέλουν την περιποίησή τους για ν’ ανθίσουν.

Αν ξέραμε οι άνθρωποι πώς φακελωνόμαστε από τον τρόπο που μιλάμε, θα προσέχαμε και το παραμικρό κόμμα στη φράση μας. Παράλογο; Κάθε άλλο. Η γλώσσα μάς κουβαλάει και την κουβαλάμε. Μας καθρεφτίζει. Είναι φορέας της πορείας, των επιθυμιών, των παθημάτων και των μαθημάτων μας. «Από τότε που έχασα τον αδελφό μου, δε μπορώ να ξαναβάλω αυτό τ’ όνομα στο στόμα μου. Κι αν το πω, θα το ξεβγάλω βιαστικά. Τώρα, όλα είν’ αλλιώτικα πια. Το κάθε γράμμα του με σκίζει.» μου εκμυστηρεύτηκε κάποτε σε κακά χάλια η Αλίκη, κολλητή απ’ το πανεπιστήμιο. Τη συνάντησα τυχαία μια δεκαετία αργότερα σ’ ένα εμπορικό κέντρο : τη λέξη «Αργύρης» την είχε ακόμα σε καραντίνα. Άλλη περίπτωση. Ο Τάσος, παλιό μου αμόρε που κράτησε τόσο όσο. Σκεφτικός και λιγομίλητος, εξέπεμπε σε υπόγεια Hertz. Οι δικοί του στο σπίτι μιλούσαν πάντα λίγο. Έτσι τον έμαθαν κι αυτόν. Να σκέφτεται για ώρες και να πράττει με το σταγονόμετρο. Προσόν; Ναι, αλλά μέχρι ένα όριο. Γιατί ο Τάσος, από τότε που θυμόταν τον εαυτό του, είχε δυσκολία στο να εκφραστεί: κάθε φορά που πήγαινε να βγάλει κουβέντα, πριν ανοίξει το στόμα του ένιωθε να πνίγεται απ’ τις εκατοντάδες σκέψεις που κατέκλυζαν το μυαλό του. Ποια απ’ όλες να πρωτοδιαλέξει και πώς να βάλει όλον αυτόν τον συρφετό σε μία σειρά για να περιγράψει τον χαμό που γινόταν μέσα του; Αποτέλεσμα: τον καταλάβαιναν πάντα ελάχιστοι και γι’ αυτό έδωσε εξετάσεις και πέρασε στην Καλών Τεχνών: θα είχε τουλάχιστον, σε καθημερινή βάση, μια δουλειά που δε χρειάζεται να είναι κανείς μαιτρ του μπλα-μπλά.

Πάμε τώρα πάλι πίσω στη Ραΐσα. Αγνοεί παντελώς ότι όταν μιλάει, πρώτον η προφορά της είναι εκνευριστικά ένρινη, δεύτερον ο τόνος της είναι μονίμως σαν να συνδιαλέγεται με βαρήκοους, τρίτον τσεβδίζει λίγο στα ρ (τα βασικά τεχνικά της ντεφό) και τέταρτον η όλη εντύπωση που αφήνει ο λόγος της βγάζει κάτι μεταξύ επιπολαιότητας, θρασύτητας και φτήνιας (το ουσιαστικό της ντεφό). Το ενδιαφέρον στην περίπτωση αυτή είναι ότι ενώ ένας καλός λογοθεραπευτής θα διορθώσει ό,τι αφορά την εκφορά του λόγου, δε μπορεί να παρέμβει βαθύτερα, στο χαρακτήρα που βγάζει ο θεραπευόμενός του προς τα έξω όταν μιλάει. Αυτό είναι κάτι απόλυτα προσωπικό, που δεν επιδέχεται αλλαγές. Παρά ταύτα, η Ραΐσα γίνεται σε γενικές γραμμές καλά κατανοητή λόγω κεκτημένης ευφράδειας: τα λέει γρήγορα και πολλά, κι αυτό εξιτάρει τους πιο επικοινωνιακούς συνομιλητές της. Καλά μέχρι εδώ. Αν όμως επικεντρωθεί κανείς προσεκτικότερα στα λόγια της, σπιθαμή προς σπιθαμή, θα διαπιστώσει μια απόδοση λίγο κάτω του μετρίου. Συντακτικό, τα βασικά. Γραμματική κακή. Επίδοση στο σχολικό μάθημα της Γλώσσας: γύρω στο δεκατρία, βία δεκατέσσερα αλλά δεν κόβω και το κεφάλι μου (πάντα υπήρχαν τα σκονάκια). Διάβασμα εξωσχολικών όσο ήταν παιδί: ανύπαρκτο. Διάβασμα λογοτεχνίας στην ενήλικη ζωή: εξαντλείται στην ανάγνωση κίτρινου Τύπου και πλουμιστών περιοδικών που κάνουν φύλλο και φτερό τη ζωή των celebrities, στην Ελλάδα του 2016. Φιλοσοφικές αναζητήσεις: κάποιοι σπασμωδικοί οίστροι σε καμιά κηδεία, κι αυτό για όσο διαρκεί το μυστήριο.

 

Ωμές αλήθειες. Αλλά πάντως αλήθειες, που καλό είναι να λέγονται αν κάποιος θέλει να δει το όλο θέμα της γλώσσας όσο πιο σφαιρικά γίνεται. Και φυσικά, δε μιλάμε για τη φυσική τάση καθενός μας να «παίρνουμε» ή όχι τα θεωρητικά (ή τα θετικά, αντίστοιχα). Κάθε άνθρωπος έχει από γεννησιμιού του μια ορισμένη κλίση, είτε στη γλώσσα είτε στους αριθμούς και τούτο είναι απόλυτα σεβαστό, είναι θέμα βιολογίας του εγκεφάλου μας. Σεβαστή, ηρωική και αξιέπαινη είναι επίσης η όποια προσπάθεια μπορεί κανείς να καταβάλλει για να γίνει καλύτερος στο κομμάτι που υπολείπεται. Γιατί ο άνθρωπος, με τη θέληση και την προσπάθειά του, καταφέρνει πολλά, ίσως και τα πάντα. Όταν όμως δεν το παλεύει καθόλου, δεν καλλιεργεί το μποστανάκι του για ν’ ανθίσει, αλλά ό,τι έχει και δεν έχει το προβάλλει αυτούσιο -και με τα χίλια δύο στραβά του- στους άλλους σαν ιδανικό, την ίδια στιγμή που δίπλα του μπορεί να βρίσκονται άλλοι άνθρωποι με μικρά-μικρούτσικα κηπάκια που θέλουν να τα δουν ν’ ανθίζουν και να προκόβουν και δε μπορούν γιατί δεν τους αφήνει αυτός ο ένας, ο φλύαρος, τότε μιλάμε για έγκλημα.

Έτσι κι η Ραΐσα: δεν το βάζει κάτω. Μιλάει. Συνέχεια μιλάει. Και το περιεχόμενο των λόγων της είναι μόνιμα σαν άδειο τσουβάλι. Ο καιρός, η μόδα, πότε χώρισε η διπλανή και πώς τσιγάριζε ο σεφ στο πρωινάδικο τα κρεμμυδάκια για το σουφλέ. Και δίπλα της, την ώρα που εξιστορεί την Άρτα με τα Γιάννενα, μπορεί να κάθονται ο Τάσος, η Αλίκη και τόσες άλλες ψυχές που μπορεί να έχουν ανάγκη να εκφραστούν για πράγματα πολύ πιο ουσιώδη, όπως το πώς νιώθουν και το τι όνειρα έχουν για τη ζωή τους, κι όμως κατεβάζουν το κεφάλι και παίζουν με τα κορδόνια τους, γιατί η Ραΐσα –η οποιαδήποτε Ραΐσα- κρατάει με το έτσι θέλω τα σκήπτρα της επικοινωνίας στην ομήγυρη και δεν αφήνει ψυχή ν’ αρθρώσει κουβέντα. Στρουθοκαμηλισμός ή καλά κρυμμένη ανεπάρκεια; Ευτυχώς βέβαια που, και για τον Τάσο με την Αλίκη, το κατέβασμα του κεφαλιού είναι γλώσσα, είναι έκφραση, είναι φωνή , για τους λίγους, τους ελάχιστους που μπορούν να τους νιώσουν και να τους καταλάβουν. Να γιατί με τους ανθρώπους που μας καταλαβαίνουν αναπτύσσουμε, με τον καιρό, δεσμούς αδιάσπαστους: διότι μιλάμε την ίδια γλώσσα, που δε χρειάζεται μεταφράσεις και ερμηνείες, που μπορεί να μην έχει καν συντακτικούς και γραμματικούς κανόνες (ιδιαίτερα η μη λεκτική επικοινωνία δεν έχει -κι ούτε της χρειάζονται- τέτοια όρια), που διευκολύνει τη ροή της σκέψης μας από και προς τους άλλους και που μας κάνει να νιώθουμε υπέροχα που είμαστε απλά και μόνο οι εαυτοί μας.

Όπως και να ‘χει, αυτοί οι τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους γλωσσικοί τύποι (ο φλύαρος κι ο λιγομίλητος) δε μπορούν να συνυπάρξουν πολλή ώρα στον ίδιο χώρο. Ο φλύαρος αργά ή γρήγορα θα βαρεθεί κι ο λιγομίλητος θα ανταριαστεί σε σημείο τρέλας. Συμπέρασμα: Ο λόγος, για κάποιους είναι σφραγίδα για βουλοκέρι και γι’ άλλους πασατέμπος. Το ύψωμα της φωνής, για κάποιους ξυράφι και γι’ άλλους δεδομένη κι άκακη συνήθεια. Η ευγένεια, για κάποιους δεύτερη φύση και γι’ άλλους ψιλά γράμματα. Ας χωρίσουμε τα τσανάκια μας λοιπόν, οι άνθρωποι, να συγχρωτιζόμαστε καθένας με κόσμο που του είναι γλωσσικά συγγενής. Μπορεί ν’ ακούγεται απόλυτο (και είναι), όμως ίσως τούτη να είναι και η μοναδική πρακτική λύση σ’ ένα πρόβλημα που ταλαιπωρεί τον άνθρωπο από τότε που υπάρχει επί της γης.

 

Η ζωή είναι πολύ μικρή για να πνίγουμε όσα σκεφτόμαστε,

πολύ ακριβή για να την ξοδεύουμε σε λέξεις φτηνές

και πολύ όμορφη για να τη ριψοκινδυνεύουμε σε επικοινωνιακούς γκρεμούς.

 

—————————————————————————————————

* Η Ιωάννα-Μαρία Νικολακάκη γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε στο Τμήμα Νοσηλευτικής του Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και εργάζεται στο δημόσιο τομέα. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές: «Ξυλομπογιές» (Εκδόσεις Ιωλκός). Διηγήματά της, μικρής και μεγαλύτερης έκτασης, έχουν δημοσιευτεί στα λογοτεχνικά sites/περιοδικά Staxtes ( «Κανείς κανενός», «Flying Ship»), Fractal ( «Κρητική βεγγέρα», «13x 18 cm», «Από την Ατλάντα με αγάπη», «Ένα πεσκέσι για τα Χριστούγεννα», «Δεκάξι μισό αλήθειες»), 120 λέξεις ( «Η μαύρη βούλα», «Ερώτηση κρίσεως», «Φλεβάρης ή Αύγουστος», «Break», «Κατάστημα Οπτικών», «Βασική υπακοή», «Απουσιολόγιο»), logoclub («Ζωή α καπέλα») και Λογοτεχνικό Μπιστρό (Διήγημα). Η σελίδα της στο Facebook είναι: https://www.facebook.com/www.NikolakakiBooks.gr

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top