Fractal

Διήγημα: “Κρητική βεγγέρα”

Της Ιωάννας – Μαρίας Νικολακάκη // *

 

veg

Έκατσε να καθαρίσει φασολάκια για την επομένη. Ο ήλιος τής χώριζε τα μαλλιά, της ρόδιζε τα μάγουλα, της φέγγιζε τα μάτια. Εφτά Αυγούστου, 6μμ, νά σου κι η καμπάνα του χωριού με τα έξι κοφτά ντάν της, επισφράγιση ότι άλλη μια μέρα έφτανε σιγά- σιγά στο τέλος της. Παράτησε το μαχαίρι στο πορτοκαλί νάυλον λεκανάκι με τα φλούδια, τίναξε την ποδιά της και σουλατσάρισε μέχρι την άκρη της ταράτσας να ξεμουδιάσει. Κοίταξε από κάτω: όλος ο κρητικός κάμπος στα πόδια της. Τι ελιές, τι ροδακινιές, τι αμπέλια και ρογδιές, καστανιές, μουριές και χαρουπόδεντρα, πορτοκαλιές, λεμονιές, και τόπους-τόπους οι αρωματικοί θάμνοι, ρίγανη, μέντα και δίκταμο, θυμάρι και δάφνη, φλισκούνι και βασιλικός, χώρια τα μελίσσια που έσπερναν ολόγυρα το χρυσάφι τους. Μαγεύτηκε. Τι ομορφιά, τι χάρη. Παράδεισος. Απ’ το βάθος του δρόμου που περνούσε μπροστά απ’ το σπίτι τους ακούγονταν σελαγίσματα, «Ντέέέι» και «Βρρρστ», ανάμεσα σε κάτι ήσυχα ομαδικά μουγκανητά, τα κοπάδια είχαν βοσκήσει τώρα και πορεύονταν ήρεμα πίσω στο καλύβι τους με αρχηγό το θειο-Λευτέρη τον Αγιαννιωτάκη και φύλακα-βοηθό του τον Μάρκο το τσομπανόσκυλο, κοντά ενάμισι πήχη ύψος και μαύρος σαν αρκούδι, θεριό μονάχο.

Έσυρε τα μάτια στις άγριες πλαγιές: τ’ αγροτόσπιτα με τις ασπρισμένες αυλίτσες, χειροποίητα, καμωμένα όλα στο χέρι άξιων οικογενειαρχών της αρχής του αιώνα, ήσαν καρφωμένα σειρές-σειρές στην καφετιά βραχώδη σάρκα του κρητικού οροπεδίου, πότε μικρά και πότε μεγαλύτερα, με στέγες ή χωρίς, με στάνες, φούρνους, φράχτες, σκάλες, φορτηγά παρκαρισμένα απ’ έξω ή χωρίς, όλα τους όμως περιποιημένα και στρωτά, νοικοκυρόσπιτα. Το βλέμμα της σκάλωσε στην γαρουφαλλιά του σπιτιού του γείτονα, κόκκινη της φωτιάς με τρία μικρούτσικα μπουμπουκάκια, έβγαινε από γλάστρα φτηνή, της σειράς, αλλά ήταν στολίδι πρώτο. Χαμογέλασε: η ομορφιά κρύβεται στα λίγα. Πήγε στη γωνιά του σπιτιού, ξεδίπλωσε τη μάνικα κι άνοιξε τέρμα το νερό να δροσίσει τα βλαστάρια της, είχε κι εκείνη λουλουδικά κι ήταν περήφανη για δαύτα, πώς. Αρμπαρόριζα, γεράνι άσπρο και φούξια, πορτοκαλί καλέντουλες, μαβιές μαργαρίτες και σκυλάκια, πυκνούς κατιφέδες, δίχρωμους σαν φτερά πεταλούδας πανσέδες, άσπρες σαν χαρτί πετούνιες και τρεις μεγάλους ολοστρόγγυλους ηλίανθους. Με κάθε λουλούδι είχε δέσιμο: καθένα είχε το χαρακτήρα του, την προσωπικότητά του, την ιστορία του. Ένα-ένα τα ξεδίψαζε και τους μιλούσε- χαζό, αστείο θα μου πεις, αλλά η Αρετούσα ήταν γυναίκα του χωριού, σχολειό μέχρι την Τετάρτη του Δημοτικού έφταξε κι ύστερα ο πατέρας της την έστρωσε στο μεροκάματο -, πού να ξέρει ότι το άνθος δε νογάει σαν το αρνί ή το κατσίκι; Τα ‘βλεπε που μεγάλωναν μέρα τη μέρα, που ανοιγόκλειναν τα φύλλα τους, που ξεραίνονταν και γένναγαν καινούργια μικρά και τα φαντάστηκε για ζωντανά, τα νοιαζόταν, τα πόναγε. Τα φρόντιζε κι αυτά μαζί με τα παιδιά της, όλα αγκαλιά θέλανε, όλα πλάσματα του Θεού ήσαν κι όπου ο Θεός δε μπορεί να τα βγάλει πέρα, στέλνει μια μάνα να μεριμνάει.

Σφούγγισε τον ιδρώτα στον αριστερό της ώμο, σήμερα πάλι ψήθηκαν στο χωριό.

«Μάνα!» ήταν η φωνή του μικρού της και πριν γυρίσει να δει τι και πώς, ένιωσε τα χεράκια του να τυλίγουν μαλακά τον αφαλό της. Του σαπούνισε πόδια και μάγουλα απ’ τα χώματα, του ‘βαλε στο στόμα γερμά καθαρισμένο και δυο ρόγες σουλτανίνα. Της τον έφερε η ξαδέρφη της η Βαγγελιώ απ’ το σπίτι της, όλη μέρα λύσσαξαν να παίζουν με τον δικό της τον αλητάκο, πεντέμισι χρονώ -ακόμα δεν είχαν βγει απ’ τ’ αυγό- και θέλανε τρεχαλητά κι ιστορίες. Κάθισε μαζί τους κι η Βαγγελιώ, είπαν δυο κουβέντες, ύστερα ήρθαν οι άντρες τους με τα μεγαλύτερα παιδιά, η Αρετούσα έκρυψε στο κουζινάκι τα μισοκαθαρισμένα φασόλια κι έβγαλε μια πιατέλα φρούτα και το λαγήνι με την τσικουδιά, θα ‘χαν πολλά να πουν κι απόψε.

veg2Η νύχτα όμως δε λογάριαζε κουβέντες, μόνο κατέβαινε ζωηρή κι ορμητική σαν παραφουσκωμένο ποτάμι το οροπέδιο, χώνευε τον ήλιο και κατέβαινε, όλο κατέβαινε πάνω απ’ τα κεφάλια τους, ώσπου -αργά πια- απλώθηκε πάνω τους μαβιά, δροσάτη και κυριαρχική, σαν κορδέλα που δένει κόμπο τις κρητικιές συνειδήσεις για να τις καλμάρει, να τις βυθίσει σε ύπνο παχύ και γαλήνιο. Τα παιδιά αφού ξέδωσαν στο τσιμέντο να παίζουν από κουζινικά μέχρι μήλα, από κρυφτό μέχρι βόλους, από κλέφτες κι αστυνόμους μέχρι μακριά γαϊδούρα, αποκοιμήθηκαν στα χέρια των μανάδων τους, που τα σκέπασαν αμέσως με ζακέτες -το βράδυ το βουνό κατέβαζε ψύχρα απ’ τη Λιβύη που βρισκόταν μια ανάσα μακριά τους.

Έμειναν τα δυο ζευγάρια μόνα, οι γυναίκες να μυρίζουν αμίλητες από ένα κλαρί βασιλικού κι οι άντρες να τσουγκράνε με μανία τα ρακοπότηρα και να ξεκαρδίζονται φτύνοντας κουκούτσια από καρπούζι. Κοίταζε η Αρετούσα τον άντρα της που μίλαγε και δεν πίστευε την ευλογία που της είχε χαρίσει ο Θεός, να ‘χει ταίρι της τέτοιο παλληκάρι, γερό και κορδωτό σαν ταύρο, με το λακκάκι να του σκάβει μόνιμα το δεξιό μάγουλο και δυο μάτια σμαράγδια σκέτα: τον κοίταζε και υπνωτιζόταν. Τα γεμάτα χείλη του, τα αραιά δυνατά του δόντια, τα σγουρά μαύρα του μαλλιά, της ερχόταν κι εκείνη η στάχινη μυρουδιά των χεριών του κι έτσι της έβγαινε απ’ το μέσα της να χιμήξει πάνω του και να γίνει μαζί του ένα, να μην ξεκολλήσουν ποτέ. Αλλά έμενε μαζί του παγερή, σιωπηλή, πάνω απ’ όλα τα προσχήματα. Ακόμα κι οι δυο τους όταν έμεναν, ποτέ δεν ξέφευγε απ’ το μέτρο, η γνήσια κρητική ψυχή δε γονατίζει σ’ οχτρούς, αλλά ούτε σε πάθη.

veg3Μέρες και νύχτες πέρασαν έτσι. Σήμερα η Βαγγελιώ, αύριο οι κουμπάροι τους, μεθαύριο τα μπατζανάκια τους, οι γειτόνοι, οι φίλοι, οι μακρινοί και κοντινοί συγγενείς, κάθε βράδυ-ειδικά τώρα το καλοκαίρι- είχαν παρέα. Κι όταν καμιά βολά ερχόταν η ώρα για καληνύχτα, η Αρετούσα τύλιγε όπως-όπως σ’ ένα λινό πετσετόπανο μερικά παξιμάδια κι ένα-δυο καλά κομμάτια γραβιέρα, να πάτε στο καλό και να προσέχετε, να μας ξανάρθετε, έκλεινε ο σύρτης κι έπεφταν στα ντιβάνια ξεροί από κούραση, την επομένη πάλι θα ήταν απαξάπαντες στο πόδι απ’ το γλυκοχάραμα.

Αυτά θυμόταν η Αρετούσα πάλι σήμερα, τριάντα δύο χρόνια μετά, Τρίτη εφτά Αυγούστου, 6μμ, ξεδιψώντας ως συνήθως τα πολύχρωμα κηπευτικά στην ταράτσα του σπιτιού της. Παραξεδιψώντας τα μάλιστα, γιατί από το πολύ «σκέψου» ξεχνιότανε και πλημμύριζαν οι γλάστρες και να ‘σου να τρέχουν χάμω τα νερά με το διαλυμένο μέσα τους χώμα, να χαράσσουν ρυάκια στο καυτό κράσπεδο της ταράτσας: τότε μόνο έπαιρνε είδηση κι άλλαζε λουλούδι, η μάνικα δεν έπρεπε να πολυκαιρίσει γιατί θα σάπιζαν. Τι σκεφτόταν; Τη ζωή της, που ‘χε περάσει και χαθεί στα βάθη του χρόνου και της νησιωτικής γης, τα παιδάκια της που ήσαν πια κοντζαμάν μαντράχαλοι και δεσποινίδες και τον άντρα της που είχε μαλακώσει πια πολύ, ούτε φώναζε ούτε τίποτα, μόνη του απαίτηση το γάλα του ζεστό στις εφτάμισι και το κρεβάτι του στρωμένο στις εννιά.

veg4Έσκυψε στη γούρνα να πλυθεί και τότε, κάτω απ’ το λιοπύρι και μέσα στην τέλεια διαφάνεια του βουνίσιου κρυσταλλωμένου νερού, καθρεφτίστηκε. Είχε γεράσει. Αλλά δεν ήταν δα κι η συντέλεια του κόσμου. Είχε περάσει χρόνια όμορφα, γεμάτα, σε τούτον δω τον τόπο. Έκανε τα κοκαλιασμένα χέρια της λακκούβες να πιει, ύστερα έβρεξε τους ασημωμένους απ’ τα ψαρά μαλλιά κροτάφους και μπήκε μέσα να πει της εγγονής της μια ιστορία από τον πόλεμο.

Τα νιάτα είχαν πάρει τη σκυτάλη.

Κι ήταν πολύ περήφανη γι’ αυτό.

 

 

* Η Ιωάννα-Μαρία Νικολακάκη γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε στο Τμήμα Νοσηλευτικής του Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και εργάζεται στο δημόσιο τομέα. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές: «Ξυλομπογιές»(Εκδόσεις Ιωλκός). Τον Σεπτέμβρη του 2013 διακρίθηκε με τη συμμετοχή της στον στο διαγωνισμό μικροδιηγήματος του περιοδικού «Λογοτεχνικό Μπιστρό» και το φθινόπωρο του 2014 τα κείμενά της με τίτλο «Απουσιολόγιο» και «Βασική υπακοή» έχουν δημοσιευτεί στο 120 λέξεις. Η σελίδα της στο Facebook είναι: https://www.facebook.com/www.NikolakakiBooks.gr

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top