Fractal

Διήγημα: “13 x 18 cm”

Της Ιωάννας-Μαρίας Νικολακάκη // *

 

13-x-18-silver-13607003-productzoom_rd-497302472

 

Ο κούκος στον τοίχο είχε μουγκαθεί, χωρίς μπαταρία τρεις βδομάδες τώρα. Εκείνη γύρισε το κλειδί στην κλειδαριά και μπήκε ξεθεωμένη, ξεγάντζωσε με νεύρο απ’ τ’ αυτιά τις ασπριδερές πέρλες, άνοιξε τηλεόραση κι έριξε στο ποτήρι ένα Depon αναβράζον, το κεφάλι της αρένα ταυρομαχίας. Ώσπου να κρεμάσει το παλτό και ν’ ανάψει τη σόμπα, να ‘σου το κουδούνι. Πλασιέ, πούλαγε κάτι φτηνές ενυδατικές προσώπου με βάση την αλόη, «Βιάζομαι κύριε αποτέτοιε μου, έχω αφήσει σίδερο αναμμένο !» απλά τα πράματα: η ζωή δεν είναι για να χάνεις τον καιρό σου. Πήρε τη Νατάσα ν’ ακυρώσει την αποψινή έξοδο για το θέατρο, τής το χάλαγε μεν «αλλά η υγεία φιλενάδα πάνω απ’ όλα», καμώθηκε ότι τάχα μου ανέβαζε δέκατα και ήθελε να κάτσει στα ζεστά της. Έτσι, την ξεφορτώθηκε κι αυτήν.

Ο παρουσιαστής της T.V. έδωσε πάσα στον αθλητικογράφο, ε όχι, παραπήγαινε για σήμερα ν’ ακούσει καιτην αναμέτρηση Ρεάλ-Γιουβέντους, πάτησε ένα ωραιότατο off κι έμεινε στα σαράντα πέντε τετραγωνικά της, στα σαράντα πέντε χρόνια της, με σαράντα πέντε αναπάντητες στο κινητό της και σαράντα πέντε μήνες μετά το τελευταίο της φιλί με το μακαρίτη να στριφογυρνάει σα να ‘ναι σ’ αναμμένα κάρβουνα απ’ το σαλονάκι στην κουζίνα και τούμπαλιν. Απ’ το διπλανό διαμέρισμα, ακουγόταν τέρμα το hit που αναμενόταν να σαρώσει στη φετινή Γιουροβίζιον, σκοτίστηκε και με τα πολιτιστικά τους, εδώ καιγόμαστε. Χτύπησε το τηλέφωνο, δεν κοίταξε καν την αναγνώριση, τράβηξε το καλώδιο απ’ την πρίζα και βυθίσθηκε σε επικοινωνιακό κενό. Παρατήρησε γύρω της το χώρο, το καφέ-μπεζ χιλιογδαρμένο μωσαϊκό, το τετράγωνο τραπεζάκι με τον στρογγυλό πήλινο δίσκο –δώρο της αδελφής της από τα Μάταλα, το καδράκι με τις πασχαλιές του Ανέστη του Κεδίκογλου στον τοίχο, μπροστά στην τηλεόραση η αναμαλλιασμένη κρεμ φλοκάτη της γιαγιάς, στη μπαλκονόπορτα οι κουρτίνες που ήθελαν ένα χεράκι πλύσιμο τώρα που τις καλοπρόσεχε και στη γωνία, αριστερά, η ανθοστήλη με τα πλαστικά βυσσινιά τριαντάφυλλα, τι πασέ κι αυτή η μόδα με τα ψεύτικα λουλούδια, σκέφτηκε, θα μπορούσαν και να λείπουν.

Έκατσε οκλαδόν στον καναπέ, άναψε τσιγάρο και τίναξε τη στάχτη στο πάτωμα. Πήρε στα χέρια της τη φωτογραφία του. Κατ’ αρχάς, τη μύρισε: AZAX. Κατά δεύτερον, τη φίλησε: το πιγούνι της αγγίζοντας το κρύο γυαλί ήταν σα ν’ ακούμπησε πάνω σε ιγκλού. Και κατά τρίτον, την έστησε απέναντί της κι άρχισε να του μιλάει. Του είπε για την απόλυση δύο συναδέλφων την προηγούμενη βδομάδα και για το κλίμα εκφοβισμού που επικρατούσε στη δουλειά, για τα εφτά μαθήματα που ακόμα χρώσταγε ο Θοδωρής μέχρι το πτυχίο-δε μπορούσε να ‘ναι σαν τον Ορέστη που πήρε πτυχίο στο άψε σβήσε; Από διαφορετική κοιλιά είχε βγει , τάχα μου, το καθένα τους; – για το νοίκι που χρώσταγε και ντρεπόταν να κοιτάξει την κυρία Νούλα στα μάτια κάθε που σταύρωναν στο μπακάλικο του κυρ-Θανάση και για το σκυλί που θα τη βόλευε με μια παλιά αντιβίωση του Ορέστη γιατί λεφτά για κτηνίατρο δεν υπήρχαν. Μετά, άρχισε το τροπάριο για τον εαυτό της. Πού βάδιζε, προς τα πού θα πήγαινε και πώς είχε φτάσει αυτή, μία Κοντοζυγούλη, να μην έχει κίνητρο για τίποτα. Ήρθε κι η

κλιμακτήριος -με βούλα από τον γυναικολόγο-την προηγούμενη Τρίτη και την αποτέλειωσε. Στο δεύτερο τσιγάρο ξέσπασε θύελλα: άρπαξε το χαρτόκουτο με τα ASSOS και το ‘κανε φύλλο και φτερό, γέμισε το σαλόνι πετσοκομμένα χρυσόχαρτα κι ένα εκατομμύριο καφέ ινίδια άκαφτου καπνού, πήρε μετά τον πήλινο δίσκο –να κι εσύ!- χίλια κομμάτια, άρπαξε ύστερα από τον πενοστάτη το ψαλίδι και ξεπάτωσε το καλώδιο του τηλεφώνου κι έπειτα άνοιξε τα δυο φύλλα της ντουλάπας κι άρχισε να φουντάρει έξω όλα τα ρούχα του μακαρίτη, πουκάμισα, γραβάτες, σακάκια, παντελόνια, φανέλες και μπουφάν, ώσπου έφτασε στ’ αγαπημένο του γαλάζιο πουκάμισο· τ’ αγκάλιασε, μετά το ‘ριξε κάτω και το τσαλαπάτησε καμιά ντουζίνα φορές.

Για το τέλος, άφησε τη φωτογραφία του. Έσφιξε το χείλι, γιατί να κρύβεται; Ήταν ώρα να παραδεχθεί επιτέλους στον εαυτό της ότι δεν άντεχε άλλο να βλέπει έτσι το δικό της Φώτη, το Φώτη της, κορνιζωμένο κι στατικό μ΄ εκείνο το όμορφο αλλά εκνευριστικά σταθερό χαμόγελο, ένα χαμόγελο που εκτεινόταν μόνιμα από την ογδοηκοστή μέχρι την εκατοστή πρώτη ίντσα του φωτογραφικού χαρτιού από το FotoCenter.Τούτος ‘δω, ο 13 x 18 cm, ήταν άραγε πράγματι ο δικός της Φώτης; Ο Φώτης ο ξέγνοιαστος και θυελλώδης, ο Φώτης που αγάπησε για τους καλούς του τρόπους και για κείνη την εξαίσια σπιρτάδα του, ο Φώτης που παντρεύτηκε, που της έκανε δύο γιους και που μαζί είχαν περάσει τόσα και τόσα; Ακόμα είχε στα χέρια της την αίσθηση των χεριών του όταν την αγκάλιαζε, στα χείλη της τα χείλη του όταν τη φιλούσε, στα μάτια της τα μάτια του όταν την κοίταζε βαθιά, με αφοσίωση. Είναι ποτέ δυνατόν μια φωτογραφία ν’ αναπληρώσει τη φυσική ανθρώπινη παρουσία; Η φωτογραφία του αυτή, τής ήταν ξένη. Η κορυφή του παγόβουνου. Ένα σύμβολο και μόνο των όσων είχαν ζήσει ως οικογένεια οι τέσσερις τους. Την πέταξε κάτω. Θρυψαλιάστηκε. Δεν το μετάνιωσε. Θα της έμενε να παλεύει πια μόνο με τη ζωντανή εικόνα του -την ψεύτικη να την κάνει τι;

Σηκώθηκε, πήρε κλειδιά και τράβηξε πίσω της την πόρτα. Ο σκύλος ούτε σάλεψε να τη χαιρετίσει, αύριο, σκέφτηκε, θα δανειζόταν οπωσδήποτε απ’ την αδελφή της να τον πάει στην Ιακωβάκη – τρεις μέρες είχε να φάει και να ξεμυτίσει απ’ το καλύβι του. Έφτασε στην Ερμού την ώρα που το φεγγάρι ασήμωνε τα κολωνάκια του δρόμου και τα μαγαζιά κατέβαζαν στόρια. Έκατσε σ΄ ένα σκαλί δίπλα σε μια ψηλοκρεμαστή λάμπα και χάζευε τον κόσμο που πέρναγε, ζευγάρια όλων των ηλικιών, μικρές ή μεγαλύτερες κολλητοπαρέες, άνθρωποι μοναχικοί με τα σκυλιά τους, τα γατιά τους, τα mp3 τους, βάδιζαν, έτρεχαν, κοντοστέκονταν, περιέγραφαν, διαφωνούσαν, εκπλήσσονταν, φώναζαν, σφύριζαν, ψιθύριζαν, αγκαλιάζονταν, γελούσαν. Πόσο ίδιοι είμαστε οι άνθρωποι, σκέφτηκε. Από μακριά, ακούστηκε σιγανά ένας γρύλος: κοίταξε ψηλά, τον βαθύ κι αστέρινο ουράνιο θόλο που σκέπαζε την κουρασμένη πρωτεύουσα. Αστεία-αστεία, Απρίλης έμπαινε την επόμενη βδομάδα.

Το κινητό της χτύπησε για 46η φορά και αποφάσισε να το σηκώσει· ο Ορέστης έτρεμε, πριν λίγο η Μαρία γέννησε, «Ακούς μάνα; Γιαγιά ! Έγινες γιαγιά !» ο ενθουσιασμός που της μετέδωσε είχε κάτι από κείνη τη μαγεία που είχαν ζήσει με το Φώτη πριν δυόμισι δεκαετίες, τότε που οι δυο τους είχαν γίνει για πρώτη φορά γονείς και κρατούσαν τον μεγάλο της στην αγκαλιά, εξουθενωμένοι και ταυτόχρονα πιο ζωντανοί από ποτέ άλλοτε.

Γιαγιά, ε;

Πάτησε το κόκκινο πλήκτρο του κινητού, σκούπισε τα μάγουλά της στο μανίκι, σηκώθηκε από χάμω, τίναξε τη σκόνη και πήρε αργά το δρόμο για το μετρό.

Δεν ήθελε να γυρίζει σπίτι νύχτα.

 

 

 

* Η Ιωάννα-Μαρία Νικολακάκη γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε στο Τμήμα Νοσηλευτικής του Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και εργάζεται στο δημόσιο τομέα. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές: «Ξυλομπογιές»(Εκδόσεις Ιωλκός). Τον Σεπτέμβρη του2013 διακρίθηκε με τη συμμετοχή της στον στο διαγωνισμό μικροδιηγήματος του περιοδικού «Λογοτεχνικό Μπιστρό» και το φθινόπωρο του 2014 τα κείμενά της με τίτλο «Απουσιολόγιο» και «Βασική υπακοή» έχουν δημοσιευτεί στο 120 λέξεις. Η σελίδα της στο Facebook είναι: https://www.facebook.com/www.NikolakakiBooks.gr

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top