Fractal

Τρία δύο μόνη μου: Η ποίηση της Μ. Αθανασίου στο «Ημερολόγιο Θήτα»

Γράφει ο Δημήτρης Μαύρος // *

 

Μαρουσώ Αθανασίου, «Ημερολόγιο Θήτα», εκδ. Υποκείμενο, σελ. 42

 

Για να είμαι ειλικρινής, μέχρι να καθίσω να συνθέσω αυτό το κείμενο ο τίτλος της συλλογής της Αθανασίου είχε εγγραφεί στο μυαλό μου ως «ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ  Θ» και ίσως γι’ αυτό μου ήταν εξαρχής τόσο εύκολο να συμπληρώσω τη λέξη «Θ[ανάτου/-ων]», διαπίστωση που –καταπώς καταλαβαίνω- δεν επήλθε με την ίδια ευκολία σε άλλους αναγνώστες του έργου. Ενδεχομένως εξαιτίας της εγγραφής στη συνείδησή μας του Θήτα ως Θ΄, ως αρίθμησης, ίσως λόγω του Σεφέρη, δεν έχει σημασία.

Πρόκειται για ένα καταλόγιο απωλειών, το οποίο όντας βεβιωμένο μεταμορφώνεται σε ημερολόγιο. Παρότι ο φυσικός θάνατος συνιστά κεντρικό θέμα της συλλογής, τα 32 ποιήματά της εξερευνούν κι άλλες, μεταφορικές αποχρώσεις του θανάτου σ’ έναν τόπο ερωτικό ή στοργικό, ερωτικό και βίαιο. Θάνατος εδώ είναι αυτό το ορόσημο, το τέλος μίας εποχής, το σύνορο όπου κάτι χάνεται ή απλώς αλλάζει για πάντα. Ο ορίζοντας γεγονότων μίας μαύρης τρύπας, το λεγόμενο σημείο μη-επιστροφής. Δεν υπάρχει ούτε ένα ποίημα στο οποίο να μην υπάρχει άμεση ή έμμεση αναφορά σε έναν θάνατο, στο οποίο να μην προηγείται ή να μην έπεται, να μην τελείται εμπρός μας το αμετάκλητο.

Μπορούμε να προσθέσουμε στον τίτλο «ΕΙΜΑΙ» του πρώτου ποιήματος, 21 άλλους τίτλους ποιημάτων της συλλογής, μ’ αποτελέσματα πιο αποκαλυπτικά απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς, αφενός λόγω της θεμελιακής φύσης του ρήματος είμαι, αφετέρου λόγω του προσωπικού τόνου και της πρωτοπρόσωπης αφήγησης που κυριαρχούν: είμαι οικογενειακή φωτογραφία, είμαι παράδοξο, είμαι Φρανκενστάιν, είμαι κι άλλη προσπάθεια, είμαι για πάντα κλόουν, είμαι έξι και μισή, είμαι ρόλοι, είμαι ασφαλώς. Συχνά οι τίτλοι των ποιημάτων της Αθανασίου μπορούν / οφείλουν να αναγνωστούν ως πρώτοι στίχοι. Γιατί όχι, λοιπόν, και μεταξύ τους; Και ας μην ξεχνάμε την πρώτη φράση του πρώτου ποιήματος: «ΕΙΜΑΙ / φύρα».

Ας γυρίσουμε, όμως, πριν από το εναρκτήριο ποίημα, στην προμετωπίδα της συλλογής. Εκεί βλέπουμε ένα ανυπόγραφο δίστιχο, που μπορούμε να υποθέσουμε ότι είναι ιδιόγραφο: «θέλω εκεί που μ’ αφήνω / να μπορώ να με βρω», το οποίο μπορεί να ερμηνευθεί ως ίσως μία ακατεύναστη προσπάθεια-ελπίδα να σμίξουμε με τις παρελθούσες μας ταυτότητες, ταυτότητες που καλώς ή κακώς απωλέσαμε ολότελα. Μία καταδικασμένη απόπειρα παλινδρόμησης και επανίδρυσης-επανόρθωσης του παρελθόντος, γιατί «τα παιδικά [μας] χρόνια ήταν ενήλικες» και «μια αναμονή ήταν». Η προσπάθεια να «ξανασμίξουν της [ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ] φωτογραφίας τα κομμάτια» που προδικάζεται μόλις 3 στίχους αργότερα: «κι όλο το κοκκινάδι του κόσμου δε θα αρκεί / να υπογραμμίσει τ’ ανορθόγραφα». Προσπάθεια που κάθε φορά καταλήγει έτσι: «εσύ πέθανες / εγώ δεν έζησα».

Κι από την προμετωπίδα ας περάσουμε στο καταληκτικό ποίημα το «ΑΣΦΑΛΩΣ», ένα κολλάζ φράσεων σ’ έναν χώρο, ο οποίος φαίνεται να είναι μία ψυχιατρική κλινική. Κι ας δούμε το «ΑΣΦΑΛΩΣ» σε συνάρτηση με το «ΦΡΑΝΚΕΝΣΤΑΪΝ». Είναι ασφαλώς ο Φρανκενστάιν και το τέρας αυτού. «Παράχωσα τις λέξεις», παράχωσε στις λέξεις τα βιώματα «να μην αναστηθούνε», ή ν’ αναστηθούνε με μορφή ποιητική, υποφερτή, γιατί «δεν αναπνέεται η οδύνη / σε τέτοιες δόσεις», γιατί «κοίτα είναι ηθοποιός», γιατί «ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ ΚΛΟΟΥΝ» και γιατί «για πάντα κόρη». Πρόκειται για μία σισύφεια απόπειρα πνιγμού κι ανάσας ενός «λυγμ[ού] κρεμασμέν[ου] στον τοίχο»: «Σουτ / Μη – μη μιλάς / Σώπαινε / Αύριο πάλι / Ξεκρεμάσου».

Ως προς το είδος της γλώσσας που χρησιμοποιείται, προβάλλει, πιστεύω, ήδη αυταπόδεικτη η αιχμηρότητα των λέξεων. Έχει επιλεχθεί λεξιλόγιο με απλότητα, ακρίβεια και γωνίες. Μονάχα σπανίως –και όταν απαιτείται–  μαλακώνει-στρογγυλεύει η γλώσσα και αυτό συνήθως σε κουβέντες προφορικές, παρηγορητικές. Εντούτοις, ο στρογγυλεμένος τόνος ποτέ δεν εμμένει σε όλο το ποίημα   («Σώπα» à«Σουτ / Μη μιλάς»). Χωρίς να έχω προβεί σε καταμέτρηση των συμφώνων, η συλλογή μου έχει εντυπωθεί ως μία σύνθεση από «κ», «σ» και «ξ(κσ)». Αυτό, επομένως, δε σημαίνει ότι αυτά τα σύμφωνα κυριαρχούν απαραιτήτως όντως, αλλά δηλώνει κάποια πράγματα, ουσιαστικότερα αν θέλετε, ως προς τον αντίκτυπο των ποιημάτων. Ας θυμόμαστε ότι πολλές φορές η αιχμηρότητα μίας λέξης ή φράσης δεν είναι το μαθηματικό άθροισμα των συμφώνων της («Τρία δύο μόνη μου»).

 

Μαρουσώ Αθανασίου

 

Και έχοντας αναφερθεί ενδεικτικά στα συστατικά του λόγου, θα ήθελα να μεταβώ στη ρυθμική και μουσικότητα της συλλογής. Παρότι τα ποιήματα δεν αναφέρονται ή απομιμούνται την έμμετρη παράδοση, καθίσταται εμφανές γρήγορα ότι ο ίαμβος είναι το κυρίαρχο μέτρο, ορισμένες φορές μάλιστα εμφανίζονται και δεκαπεντασύλλαβοι («ό,τι μου κληροδότησες το έκαψα λιβάνι»). Ο ίαμβος σπάει σε κάποιο σημείο κάθε ποιήματος, όπου είναι ασφαλές να υποθέσουμε ότι η ποιήτρια ακολουθεί έναν εσωτερικό, προσωπικό ρυθμό, ο οποίος ως επί το πλείστον λειτουργεί. Παράλληλα, ως προς τη μουσικότητα, παρά τις ουκ ολίγες παρηχήσεις των ποιημάτων, καταλαβαίνουμε ότι όπως με το λεξιλόγιο και το ρυθμό, έτσι και με τους ήχους, πρωταρχικός στόχος παραμένει η φυσικότητα και η προφορικότητα.

Το τοπίο της αθανασιακής ποίησης είναι ένας ερημότοπος, μία σακατεμένη γη, «ένα περίμενε» την Άνοιξη, με ό,τι αυτή συνδηλώνει, και το ποιητικό εγώ ένας Βλαδίμηρος που πλησιάζει έναν εαυτό του, έναν Εστραγκόν, θέλοντας να τον βρει εκεί που τον άφησε κι ο ένας λείπει κι ο άλλος περιμένει. Χωρίς φωτογραφίες, γιατί περιμένουμε το παρελθόν, γιατί δε χωράει το παρόν, «απαγορεύονται οι φωτογραφίες».

 

 

* Ο Δημήτρης Μαύρος γεννήθηκε το 1996 στην Αθήνα. Είναι απόφοιτος του ποιητικού εργαστηρίου του Ιδρύματος Τάκης Σινόπουλος και φοιτητής της Φιλολογίας Αθηνών. Εργάζεται πάνω στην πρώτη του συλλογή.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top