Fractal

Ημερολόγιο καταστρώματος

του Φίλιππου Φιλίππου // *

 

fractal_summer28 Μαΐου, Παρασκευή. Στις 9 το πρωί, στα γραφεία της εταιρείας στην οδό Σκουζέ, μαζευτήκαμε μια ντουζίνα νοματαίοι και μ’ ένα σαράβαλο πούλμαν πήγαμε με τις αποσκευές μας στο Λαύριο. Στη ράδα περίμενε το bulk-carrier «North King» με σημαία Λιβερίας. Μερικοί συνάδελφοι φτάσανε στο λιμάνι με γιώτα-χι. Την παραμονή της φυγής μου, είχα μείνει όλο το βράδυ άγρυπνος. Αδημονία, αγωνία, ανησυχία. Στις 6 το πρωί χτύπησε το ξυπνητήρι και σηκώθηκα από το κρεβάτι. Στις 7 βγήκα στο δρόμο με τη βαλίτσα μου και πήρα ταξί για τον Πειραιά –όμορφος ο Πειραιάς τα πρωινά, ησυχία, ηρεμία, γαλήνη στους δρόμους του. Στις 9 μπήκαμε στο πούλμαν. Η διαδρομή μέχρι το Λαύριο ήταν μαρτυρική. Θεέ μου, έλεγα από μέσα μου, ας μη φτάσουμε ποτέ! Κι όμως φτάσαμε.

12 το μεσημέρι. Μπήκαμε σ’ ένα καφέ-μπαρ στο λιμάνι. Από μακριά φαινόταν η τσιμινιέρα με το πράσινο P σε κίτρινο φόντο. Το «North King», μεγάλο, ογκώδες, ακίνητο, αδυσώπητο, με τρόμαξε. Είπα πάλι από μέσα μου, τώρα πρέπει να την κοπανήσω! Να γυρίσω στο σπίτι μου! Να πάω στα γραφεία και να τους δώσω τις 10.000 δραχμές που πήρα ως προκαταβολή! Όμως έμεινα. Οι ώρες στο καφέ-μπαρ περνούσαν βασανιστικά. Η λάντσα αργούσε. Μετά έπιασε δυνατή βροχή. Τα νερά του λιμανιού είχαν θολώσει, η ατμόσφαιρα έβραζε. Ο ουρανός ήταν κατάμαυρος. Μέρα θλίψης. Θύμιζε Μεγάλη Παρασκευή. Άραγε για τη δική μου σταύρωση πρόκειται; αναρωτιόμουν.

3 το απόγευμα. Ήρθε η λάντσα, ύστερα από πέντε ώρες αδημονίας. Μπήκαμε. Η επιβίβασή μας είχε αργήσει γιατί ορισμένοι από τους άντρες του πληρώματος που έφευγαν διεκδικούσαν χρήματα από την εταιρεία. Ανεβαίνοντας την εξωτερική σκάλα του καραβιού, σκεφτόμουν πως θα έμενα εκεί αρκετό καιρό, το σκαρί μου άρεσε. Οι καινούργιοι επισκεφτήκαμε τον καπετάνιο, μας καλωσόρισε, του δώσαμε τα φυλλάδια μας. Ο πρώτος μηχανικός μου ανέθεσε την βάρδια 8-12. Ταχτοποιήθηκα στην καμπίνα μου και κατέβηκα στο μηχανοστάσιο. Η μηχανή είναι μια Sulzer του 1966. Έχει κατασκευαστεί στην Ιαπωνία, στα ναυπηγεία Μιτσουμπίσι του Κόμπε. Αυτό τον τύπο τον ξέρω καλά, δεν θα είναι δύσκολη η βάρδια μου. Ο παλιός τρίτος μου είπε στην παραλαβή πως δεν έχουν προβλήματα. Το πρώτο βράδυ στο καράβι δεν μου κόλλαγε ύπνος. Ένα είδος ανησυχίας με τύλιξε. Στον εαυτό μου έθετα το εξής ερώτημα: είμαι ξύπνιος ή ονειρεύομαι; Καλά, εγώ δεν δούλευα στη στεριά, δεν είχα τις παρέες μου, δεν είχα μια ζωή στρωμένη; Γιατί να ξαναπάω στα καράβια; Πώς ήρθαν τα πάνω κάτω; Ας όψεται εκείνη.

4 Ιουνίου. Άφιξη στο Λας Πάλμας για bunker-oil. Τη σκέφτομαι κι όμως δεν θέλω να την ξέρω. Έπαψε να μ’ αγαπάει και άρχισε τα ψέματα. Μετά από δώδεκα ώρες παραμονής (πιλότος, δύο ρυμουλκά, πετρέλαιο διακόσιοι τόνοι, στόρια), αναχώρηση γι’ Αργεντινή.

17 Ιουνίου, το βράδυ, άφιξη στις εκβολές του ποταμού Ρίο δε Λα Πλάτα, μεταξύ Αργεντινής και Ουρουγουάης. Ο καιρός είναι άσχημος. Αρχή χειμώνα, σαν τον Δεκέμβριο στην Ελλάδα, όπου τώρα είναι καλοκαίρι. Η θάλασσα ταραγμένη, εννιά μποφόρ. Κάτω από την επιφάνεια του νερού λυσσομανούν τα ρεύματα του ποταμού που ξεσέρνουν το καράβι. Ενώ είναι φουνταρισμένο, η άγκυρα δεν γαντζώνεται στο βυθό. Είμαστε συνεχώς stand-by, κάνουμε κινήσεις, ο πρώτος κι ο δεύτερος μηχανικός βρίσκονται στο μηχανοστάσιο, ο καπετάνιος στη γέφυρα. Η μηχανή λειτουργεί συνεχώς dead-slow, οι στροφές 30-35 ανά λεπτό, το καράβι δεν κουνιέται καθόλου, έτσι αντιστέκεται στα ρεύματα. Στις 20 του μηνός ήρθε πιλότος και μερικοί ένοπλοι φαντάροι. Τι ήρθαν να φυλάξουν; Ξεκίνησε η άνοδος του Λα Πλάτα. Ύστερα από ταξίδι εννιά ωρών ρίξαμε άγκυρα έξω από το Μπουένος Άιρες.

22 Ιουνίου. Το πρωί πήραμε άλλον πιλότο και μπήκαμε στο ποτάμι. Φτάσαμε στο Σαν Λορέντσο για να φορτώσουμε σόγια από τα σιλό. Αγκυροβολήσαμε, περιμένοντας διαταγές. Γράμματα ήρθαν λίγα. Εγώ δεν πήρα κανένα. Στη βάρδια μου στο μηχανοστάσιο, παρακολουθώ την ηλεκτρογεννήτρια, το κομπρεσέρ, τη γουέρα, την παροχή αέρα στην κουβέρτα. Είμαι διαρκώς αφηρημένος, τη σκέφτομαι. Μου έχει γίνει έμμονη ιδέα. Το βράδυ με τον ηλεκτρολόγο και τον πακιστανό μαρκόνι βγήκαμε στους ντόκους. Βόλτα στα μαγαζιά. Καταλήξαμε στο «Black Cat», ένα club με γυναίκες. Τι αλλαγή στη διάθεσή μου ήταν αυτή! Ήπια μπίρες, γνώρισα τη Βαλέρια, χόρεψα μαζί της, τη χάιδεψα, λύθηκε η γλώσσα μου, φώναξα, συζήτησα –έκανα κέφι χωρίς να μεθύσω. Είναι είκοσι πέντε χρονών, η πιο νέα και η πιο νόστιμη στο μαγαζί. Στο γυρισμό μετά τα μεσάνυχτα, ήμουν ήρεμος. Μήπως το ποτό και η διασκέδαση κάνουν καλό στους πληγωμένους; Η Βαλέρια όμως μου την έφερε. Ενώ ξόδεψα ένα σωρό πέσος για χάρη της, κερνώντας την μπίρες, κι ενώ το πρόγραμμα πρόβλεπε να κοιμηθούμε μαζί, μου είπε πως δεν μπορεί να φύγει από το μπαρ. Σχολάει το πρωί, στις 4. Έχει τα παιδιά της, μένουν στο Ροσάριο και πρέπει να πάει να τα δει. Την πίστεψα γιατί δεν είχα λόγο να μην το κάνω.

23 Ιουνίου. Ξαναπήγα μόνος μου στο μπαρ και η Βαλέρια μου ξεκαθάρισε πως θα σχολούσε πάλι στις 4 το πρωί. Μου χάλασε τη διάθεση. Την άφησα εκεί να σαχλαμαρίζει με τις άλλες και έφυγα. Περπάτησα μέσα στο κρύο του χειμώνα, διασχίζοντας δύο φορές την Αβενίδα Σαν Μαρτίν, την κεντρική λεωφόρο του Σαν Λορέντσο. Δύο ολόκληρες ώρες περπατούσα συλλογισμένος. Στο μυαλό μου εκείνη. Τις σκέψεις που έκανα τις είχα ξανακάνει, ήταν μαύρες και σκοτεινές.

24 Ιουνίου. Μαζί με τ’ άλλα παιδιά από το μηχανοστάσιο πήραμε ταξί για το Ροσάριο. Διασχίσαμε ένα μεγάλο αυτοκινητόδρομο και περνώντας έξω από το εθνικό στάδιο φτάσαμε στο κέντρο ύστερα από μια ώρα. Είναι μεγάλη πόλη, εδώ γεννήθηκε ο Ερνέστο Τσε Γκεβάρα. Πήγαμε σε μια καφετέρια, όπου συχνάζουν ζευγάρια και μαθήτριες. Είδα την κεντρική πλατεία, τα παραδοσιακά κτίρια και την κεντρική αγορά –ένας μεγάλος πεζόδρομος με μαγαζιά, περίπτερα, εστιατόρια, κινηματογράφοι. Οι δρόμοι πηγμένοι από κόσμο κάθε φυλής και χρώματος: ξανθοί, μελαχρινοί, καστανοί, μελαψοί, Ινδιάνοι. Πήγαμε για ποτό και γυναίκες στα μπαρ «Brazilian Yo-Yo» και «Scorpio». Γυναίκες πολλές αλλά ηλικιωμένες και άσχημες. Δεν πήρα καμιά και επέστρεψα στο καράβι.

6 Ιουλίου. Το «North King» αγκυροβόλησε στη ράδα του Ροσάριο. Περιμένουμε διαταγή φόρτωσης.

10 Ιουλίου, Σάββατο, 3 μετά το μεσημέρι. Είμαι ξαπλωμένος στον καναπέ του σαλονιού και τη σκέφτομαι. Μου λείπει, χωρίς αυτήν αισθάνομαι άδειος. Η τηλεόραση δείχνει τον αγώνα Γαλλίας–Πολωνίας, παίζουν στο Μουντιάλ που γίνεται στην Ισπανία. Το βράδυ βγήκα με τους άλλους. Στην καφετέρια «Savoy» γνώρισα τη Σουσάνα. Ήταν εκεί με μια φίλη της και ψώνιζαν πελάτες. Ασκεί την πορνεία ερασιτεχνικά, εξαιτίας της φτώχειας. Η Αργεντινή, χώρα πλούσια, έχει ξεπέσει, η οικονομία της πάει κατά διαόλου. Δεν μπορεί να γίνει χειρότερη, ύστερα από την ήττα από τους Άγγλους στον πόλεμο των νησιών Φόκλαντς, αλλιώς Μαλβίνες. Ο δικτάτορας ναύαρχος Γκαλτιέρι υποκίνησε τον πόλεμο για να αποπροσανατολίσει το λαό από τα εσωτερικά προβλήματα της χώρας. Η Σουσάνα, 24 χρονών, παντρεύτηκε στα 15 της. Όταν μπαγιάτεψε, ο άντρας της την παράτησε με τρία παιδιά κι έγινε ναυτικός. Τα πρωινά δουλεύει σαν καθαρίστρια κι ύστερα βγαίνει για ψωνιστήρι. Δεν είναι όμορφη. Έχει όμως σοβαρότητα και πρόσωπο σκεπτόμενου ανθρώπου. Αυτά με τράβηξαν σ’ αυτήν. Μα τι της βρήκες; με ρώτησε μειδιώντας η Κλαούντια, η κοπέλα του δεύτερου μηχανικού, αυτή η πανέξυπνη γυναίκα που κάνει τους άντρες να την ερωτεύονται, πουλώντας τους αίσθημα. Πήραμε ο καθένας από μια κοπέλα και πήγαμε στο κοντινότερο ξενοδοχείο. Η Σουσάνα σαν ερασιτέχνις δεν ήξερε (ή δεν ήθελε) να κάνει έρωτα, όμως το πάλεψα και από τις 9.30 ως τις 11.30 της έριξα τρία. Εξαντλήθηκα. Όσο ήμουν μαζί της, δεν σκεφτόμουν τίποτα. Απολάμβανα τις στιγμές.

11 Ιουλίου, άρχισε η φόρτωση σόγιας στ’ αμπάρια. Προορισμός η Οδησσός. Τα σιλό λειτουργούν μέρα νύχτα. Θα μείνουμε λίγες μέρες ακόμα στο λιμάνι. Ακουμπισμένος στην κουπαστή, αγναντεύω τα θολά νερά του ποταμού. Σκέφτομαι το Ροσάριο με τους φαρδείς και μεγάλους δρόμους, τις ανακατωμένες φυλές Ευρωπαίων και άλλων μεταναστών, τις πλούσιες βιτρίνες των μαγαζιών, τους φτωχούς κατοίκους. Εδώ, χάρη στη Σουσάνα κατάφερα να ξεχάσω εκείνην που μ’ έκανε να ξαναμπαρκάρω. Μόνο για λίγες ώρες, όμως. Διότι, είναι θρονιασμένη μέσα μου για τα καλά. Έχει βγάλει ρίζες και κλαδιά. Το ταξίδι με το «North King» θα συνεχιστεί…

 

filipoy_filipos* Ο Φίλιππος Φιλίππου γεννήθηκε στην Κέρκυρα τον Δεκέμβριο του 1948. Από το 1968 ως το 1982, με μικρά ή μεγάλα διαλείμματα, ταξίδεψε ως μηχανικός σε φορτηγά καράβια. Το πρώτο του βιβλίο, «Οι Κνίτες, τέκνα της ανάγκης ή ώριμα τέκνα της οργής;» εκδόθηκε το 1983. Ακολούθησαν οι μικρές βιογραφίες «Ιδανικοί αυτόχειρες ή ζήτω ο θάνατος» (1984), το αφήγημα «Οι εραστές της θάλασσας ή Το βιβλίο του άγνωστου ναύτη» (1986), τα αστυνομικά μυθιστορήματα «Κύκλος θανάτου» (1987 και 2007), «Το χαμόγελο της Τζοκόντας» (1988) και «Το μαύρο γεράκι» (1996), η μελέτη «Ο πολιτικός Νίκος Καββαδίας» (1996), το επίσης αστυνομικό «Αντίο, Θεσσαλονίκη» (1999), το αφήγημα «Ομόνοια» 2000. «Ταξίδι στον ομφαλό της Αθήνας» (2000), το μυθιστόρημα «Οι τελευταίες ημέρες του Κωνσταντίνου Καβάφη» (2003), το μυθιστόρημα «Νέα Υόρκη, καλοκαίρι και μοναξιά» (2005), τη βιογραφία «Κωσταντίνος Θεοτόκης, σκλάβος του πάθους» (2006) και τα μυθιστορήματα «Ο θάνατος του Ζορμπά» (2007) και «Ο άντρας που αγαπούσαν οι γυναίκες» (2009), «Ο οργισμένος έφηβος» (2010), «Ο ερωτευμένος Ελύτης» (2011), «Ζωή και θάνατος του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου», (2012). Έχει συνεργαστεί με ποικίλα έντυπα, περιοδικά και εφημερίδες. Στις εφημερίδες «Αυγή» και «Εποχή» και στο περιοδικό «Αντί» έγραφε κείμενα για τον πολιτισμό και τη λογοτεχνία. Τα τελευταία χρόνια δημοσιεύει στην εφημερίδα «Το Βήμα» κριτικές και παρουσιάσεις αστυνομικών βιβλίων. Ζει στην Αθήνα.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top