Fractal

Ο Ερίκ Βυϊγιάρ και η μονίμως παραπαίουσα γηραιά ήπειρος

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

Vuillard Éric, “Ημερησία διάταξη”. Μετάφραση: Μανώλης Πιμπλής. Εκδόσεις Πόλις. 2018

 

Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, στην ουσία δεν τελείωσε το 1918. Απλώς, για τους περισσότερους ιστορικούς,  έδωσε λίγο χρόνο στους άμεσους πρωταγωνιστές της παραπαίουσας Ευρώπης να ανασυνταχθούν για να συνεχίσουν τις γνωστές και δραματικές προστριβές, αντεγκλήσεις και πολεμικές αναμετρήσεις λίγο μετά, σαφώς δριμύτεροι! Οι  Συνθήκες του Αγίου Γερμανού το 1919, αρχικά, και του Τριανόν το 1920, καθιέρωσαν, ή τουλάχιστον προσπάθησαν, τη νέα τάξη πραγμάτων στην κεντρική Ευρώπη, με τη δημιουργία νέων κρατών και τις ανάλογες αλλαγές συνόρων, με την Αυστρία να  αποτελεί το Κράτος της Γερμανικής Αυστρίας. Οι δυνάμεις της Αντάντ, όπως ήταν ευνόητο,  δεν επέτρεψαν την ένωσή της με τη Γερμανία, αγνοώντας ακόμα και το όνομα Γερμανική Αυστρία στις συνθήκες ειρήνης που υπεγράφησαν από τα ενδιαφερόμενα μέλη. Μερικά χρόνια αργότερα, τα δύο μεγάλα πολιτικά κόμματα, οι Σοσιαλδημοκράτες και οι Συντηρητικοί, σε μια απέλπιδα προσπάθεια επαρκούς ελέγχου των πολιτικών πραγμάτων της χώρας και χρησιμοποιώντας τις παραστρατιωτικές τους οργανώσεις, ήρθαν αντιμέτωπες με αποτέλεσμα να ξεσπάσει εμφύλιος πόλεμος. Ο Φεβρουάριος του 1934, υπήρξε καθοριστικής σημασίας, αφού εκτελέστηκαν πολλά μέλη των σοσιαλδημοκρατών, ενώ αρκετοί ήταν εκείνοι που ανακηρύχτηκαν παράνομοι, φυλακίστηκαν ή εξορίστηκαν. Την άνοιξη του 1934, ο τότε Αυστριακός καγκελάριος  Ένγκελμπερτ Ντόλφους (1892-1934) υπέγραψε σύμφωνο με την Ιταλία και την Ουγγαρία, εναντίον της Γερμανίας, γεγονός που οδήγησε στη δολοφονία του μέσα στο μέγαρο της καγκελαρίας στη Βιέννη από ναζιστές.

 

Η μυστική συνάντηση της 20ης Φεβρουαρίου 1933, ήταν μια παράνομη συνάντηση του Αδόλφου Χίτλερ και μεγάλου αριθμού βιομηχανικών ηγετών στην επίσημη κατοικία του Χέρμαν Γκαίρινγκ, στο Προεδρικό Μέγαρο με στόχο την οικονομική ενίσχυση του Ναζιστικού Κόμματος.

 

Μετά τη δολοφονία του Ένγκελμπερτ Ντόλφους (1934), ονομάστηκε ομοσπονδιακός καγκελάριος ο  Κουρτ φον Σούσνιγκ. Αυτός προσπάθησε, όσο μπορούσε φυσικά, να διατηρήσει την ανεξαρτησία της χώρας, ως ένα ‘βελτιωμένο’  γερμανικό κράτος, αλλά στις 12 Μαρτίου του 1938, η Αυστρία καταλήφθηκε από γερμανικά στρατεύματα, ενώ οι Ναζί της Αυστρίας κατέλαβαν την εξουσία. Στις 13 Μαρτίου 1938, ανακηρύχθηκε επίσημα η ‘Άνσλους’ (Anschluss), η Ένωση, δηλαδή, της Αυστρίας με τη Γερμανία, και δύο μέρες μετά ο Χίτλερ που ήταν Αυστριακός στην καταγωγή, ανακοίνωσε την επανένωση των δύο κρατών στη Βιέννη. Και μπορεί η όλη διαδικασία να ήρθε στο προσκήνιο μέσω ταινιών και ντοκυμαντέρ κάπως καμουφλαρισμένη, αλλά η πραγματικότητα ήταν κάπως διαφορετική.  Η Αυστρία στην ουσία βρισκόταν  ήδη σε πολιτικό χάος και αδιέξοδο κατά τη στιγμή που ο Χίτλερ έστρεψε τα βλέμματά του στη χώρα της γέννησής του, μια δικτατορία μεταμφιεσμένη σε φιλελεύθερη πολιτεία, ενώ αγωνιζόταν να διατηρήσει μια εξωτερική εμφάνιση αξιοπρέπειας και εθνικής κυριαρχίας απέναντι στην υπόλοιπη ολοένα και πιο ταραγμένη Ευρώπη.

 

Το 1940, ο Γκούσταφ Κρουπ φον Μπόλεν ουντ Χάλμπαχ (ο οποίος απεικονίζεται στο εξώφυλλο του βιβλίου) λαμβάνει το χρυσό μετάλλιο του ναζιστικού κόμματος από τον Αδόλφο Χίτλερ στη γερμανική πόλη Έσσεν.

 

Η ‘Ημερησία διάταξη’ του Ερίκ Βυϊγιάρ, καλύπτει αυτήν ακριβώς  τη στιγμή την αυστριακή ιστορία και την παρουσιάζει ως κάτι περισσότερο από μια αυστριακή υπόθεση. Σε αυτά τα γεγονότα, βρίσκονται θαμμένες η απληστία, η φιλοδοξία, η εξυπνάδα και τόσα άλλα που τελικά οδήγησαν στην εξάπλωση του φασισμού στην παραπαίουσα Ευρώπη. Κι ακόμα η αφόρητη απληστία των καπιταλιστών και των επικεφαλής των μεγάλων και εύρωστων οικονομικά βιομηχανικών εταιρειών, ο οποίοι έδειχναν πρόθυμοι να τοποθετήσουν  όλα τα στοιχήματά τους και να χρηματοδοτήσουν οποιοδήποτε ανερχόμενο αστέρι, ακόμα και ναζιστικό, στην πολιτική ζωή με το αζημίωτο φυσικά στη συνέχεια, όπως και την περίεργη και ακαταλαβίστικη άγνοια των δυτικών κυβερνήσεων, που δεν ήξεραν πώς να ανταποκριθούν μπροστά στην εξωφρενική ιδιοτροπία του ανερχόμενου Χίτλερ και στους ευκαιριακούς παρατρεχάμενους που τον περιέβαλλαν και τον κολάκευαν για τους δικούς τους, μεταξύ των άλλων, λόγους.

Το έργο του Ερίκ Βυϊγιάρ, το οποίο κέρδισε το γαλλικό βραβείο  Goncourt του  2017,   είναι εξαιρετικό και ελκυστικό.   Είναι σε γενικές γραμμές σύντομο, καταιγιστικό στην πορεία, με την  εξαιρετική  λογοτεχνική αφήγηση να πλησιάζει σε αρκετό βαθμό την ποιητική φόρμα. Το έργο αποτελείται και συγκροτείται από ένα αρχείο καθημερινών στιγμών των γνωστών ηγετών του κόσμου εκείνη την εποχή, φέρνοντας μπροστά τις καλά κρυμμένες τους αδυναμίες, τις πιο δραματικές ιστορικές τους στιγμές, ίσως, και συναντήσεις. Ο Ερίκ Βυϊγιάρ διαλύει τους περιρρέοντες μύθους για να μας δείξει την καθημερινή σωματική αλλά κυρίως ψυχολογική κατάσταση και κακοποίηση αυτών των ανθρώπων που ενεπλάκησαν ενεργά με την πορεία του κόσμου, τη συγκεκριμένη περίοδο που όλα φάνταζαν  ανοιχτά στον ορίζοντα. Την αμήχανη συνομιλία κατά τη διάρκεια δείπνου μεταξύ Τσάμπερλεν και Ρίμπεντροπ, τους μικροπρεπείς τρόπους και μεθόδους με τους οποίους οι αξιωματούχοι αγωνίζονταν να διατηρήσουν την αξιοπρέπειά τους, να κερδίσουν κάποια σκοτεινά σημεία της συζήτησης, την ίδια στιγμή που γύρω τους βρίσκονταν  ήδη σε εξέλιξη εξαιρετικής σημασίας γεγονότα που θα οδηγούσαν λίγο αργότερα στη σφαγή εκατομμυρίων ανθρώπων και θα κατέστρεφαν  τον μισό πολιτισμένο κόσμο.

Τα λόγια του Βυϊγιάρ, μπορεί να περιγράφουν γεγονότα που συνέβησαν πριν από ογδόντα  χρόνια, τα οποία οι περισσότεροι αναγνώστες δεν βίωσαν, αλλά η φωνή του αντηχεί παράλληλα με το παρόν, με τις πράξεις πολλών σύγχρονων δικτατόρων, και το σπουδαιότερο υποψηφίων τέτοιων που δραστηριοποιούνται στην πολιτική ζωή μεγάλων χωρών σήμερα, και οι οποίοι ερμηνεύουν τους υφιστάμενους και καθιερωμένους νόμους κατά το δοκούν, κάθε φορά. Ο συγγραφέας μας απομακρύνει το ιστορικό έπος από την καθημερινότητα, για να μας υπενθυμίσει ότι οι πρωταγωνιστές  εκείνων των γεγονότων δεν ήταν παρά καθημερινοί και  ελαττωματικοί άνθρωποι, ανίκανοι να δουν πέρα απ’ τα όποιας μορφής  κατασκευάσματά τους.

 

Στην εναρκτήρια σκηνή του βιβλίου, μόλις πέντε χρόνια πριν από τους δραματικούς πολιτικούς μετασχηματισμούς που θα οδηγούσαν στην ένωση Γερμανίας και Αυστρίας, στο ‘Anschluss’ δηλαδή, λαμβάνει χώρα η μυστική συνάντηση είκοσι τεσσάρων  κορυφαίων βιομηχάνων και καπιταλιστών της Ευρώπης με υψηλόβαθμους ναζιστές αξιωματούχους με σκοπό οι τελευταίοι να πείσουν  και να δεσμεύσουν τους πρώτους για την οικονομική τους υποστήριξη προς τους Ναζί.  Ο Βυϊγιάρ μας υπενθυμίζει ότι πίσω από καθέναν από αυτούς τους εκπροσώπους της καπιταλιστικής βιομηχανίας, υπήρχαν στην πραγματικότητα  οι εταιρικές επιχειρήσεις που εκπροσωπούσαν, αρκετές από τις οποίες είναι ακόμα γνωστές σήμερα, όπως  BASF, Bayer, Siemens, Allianz, IG Farben και άλλες.

‘… Είναι εδώ μαζί μας, ανάμεσά μας. Είναι τα αυτοκίνητά μας, τα πλυντήριά μας, τα απορρυπαντικά μας, τα ξυπνητήρια μας, η ασφάλεια του σπιτιού μας, η μπαταρία του ρολογιού μας. Είναι εδώ, παντού, με τη μορφή διαφόρων πραγμάτων. Η καθημερινότητά μας είναι δική τους. Μας γιατρεύουν, μας ντύνουν, μας φωτίζουν, μας μεταφέρουν στους δρόμους του κόσμου, μας νανουρίζουν….’, λέει ο  Βυϊγιάρ, και  εκείνοι ‘… οι είκοσι τέσσερις τύποι που ήταν παρόντες στο Μέγαρο του προέδρου του Ράιχσταγκ,  εκείνη την 20η Φεβρουαρίου, δεν ήταν τίποτα άλλο παρά οι εντολοδόχοι τους…’.

Ο Βυϊγιάρ φέρνει στην επιφάνεια τη δυσκινησία και αδυναμία των δημοκρατικών δυνάμεων να αντιδράσουν με την αναγκαία αστραπιαία ταχύτητα και την δέουσα αποφασιστικότητα που απαιτούνταν για να καθηλώσουν στη θέση του το ολοένα και εξαπλούμενο φάντασμα του φασισμού.  Αυτό είναι το σπουδαίο μάθημα του φασισμού, εξομολογείται ο Βυϊγιάρ. ‘… ο κόσμος ενδίδει στην μπλόφα. Ότι ακόμα και ο πιο σοβαρός, ο πιο ανυποχώρητος κόσμος, ακόμα και η παλιά τάξη πραγμάτων, έστω κι’ αν δεν ενδίδει ποτέ στην απαίτηση για δικαιοσύνη, έστω κι’ αν δεν υποκύπτει ποτέ μπροστά στον λαό που εξεγείρεται, υποκύπτει μπροστά στην μπλόφα’.

Η ελπίδα των πιο αξιοπρεπών και τίμιων ανθρώπων, ειδικά όταν αντιμετωπίζουν κρίση, είναι ότι με την αργή κίνηση που διαδραματίζεται η ιστορία, κάποια στιγμή η κακιά ώρα θα περάσει. Αλλά πολύ συχνά, δυστυχώς, δεν γίνεται έτσι! Εκείνες όμως οι στιγμές είναι τελικά πολύ σημαντικές. Το βιβλίο του Βυϊγιάρ, ανασκάπτει τις λεπτομέρειες αυτών των στιγμών. ‘… Οι ευρωπαϊκές δημοκρατίες, αποσβολωμένες αντιμετώπισαν την εισβολή στην Αυστρία μοιρολατρικά. Οι Άγγλοι που γνώριζαν ότι επέκειτο, είχαν προειδοποιήσει τον Σούσνιγκ. Ήταν το μόνο που έκαναν. Οι Γάλλοι απ’ τη μεριά τους, δεν είχαν κυβέρνηση, η κυβερνητική κρίση είχε έρθει πάνω στην ώρα…’. Την ώρα που βρίσκονταν σε εξέλιξη δείπνα και δοκιμάζονταν συνταγές μαγειρικής, σε εκδηλώσεις κατά τις οποίες οι βρεττανοί υπουργοί και οι πρεσβευτές των Ναζί αστειεύονταν και έκαναν ευχάριστα διαλείμματα, την ίδια ώρα οι ναζιστικοί στρατοί όργωναν τα σύνορα των ευρωπαϊκών γειτόνων τους. Η ‘Ημερησία διάταξη’ του Ερίκ Βυϊγιάρ, υποδεικνύει τι συμβαίνει πραγματικά στις καρδιές των ανθρώπων σε αυτούς τους χώρους, αντιφάσκοντας και συμπληρώνοντας όλα εκείνα που  μας λένε τα ενημερωτικά δελτία. ‘…Κι όμως, αν κοιτάξουμε καλά τη φωτογραφία στην οποία βλέπουμε τον Τσάμπερλεν και τον Νταλαντιέ, στο Μόναχο, ακριβώς πριν υπογράψουν, δίπλα στον Χίτλερ και τον Μουσολίνι, οι πρωθυπουργοί της Αγγλίας και της Γαλλίας φαίνεται να έχουν χάσει την υπερβολική σιγουριά τους, Παρ’ όλα αυτά, όμως, υπογράφουν. Αφού πρώτα έχουν διασχίσει τους δρόμους του Μονάχου υπό τις ζητωκραυγές ενός τεράστιου πλήθους, που τους υποδεχόταν με ναζιστικούς χαιρετισμούς, υπογράφουν…’.

Η αφήγηση κλείνει, με εκείνη την αμετανόητη παλιά οικογένεια Κρουπ. Οι ίδιοι βιομήχανοι που είχαν στηρίξει τους Ναζί πριν από τον πόλεμο και   όπως και όλες οι άλλες εταιρείες  επωφελήθηκαν από την ιστορία, συνέχισαν να πολεμούν τους Εβραίους στο δικαστήριο όταν αυτοί απαίτησαν σοβαρές αποζημιώσεις  μετά τον πόλεμο φυσικά. Η εταιρεία, τελικά, εξοργισμένη τους έδωσε μικρές πληρωμές ύψους λίγων δολαρίων για τον πόνο και την απώλειά τους και στη συνέχεια έπαυσε εντελώς τις πληρωμές αποζημίωσης. Σίγουρα, όμως, υπήρξαν πολύ πιο γενναιόδωροι με τους Ναζί!

 

Η ‘Ημερησία διάταξη’ του Ερίκ Βυϊγιάρ, δεν είναι έργο μυθιστοριογραφίας, αλλά ούτε και ιστορικό  έργο και πολύ λιγότερο  συγκεκριμένο δοκίμιο μιας δύσκολης εποχής. Είναι όλα αυτά μαζί!  Το έργο επικεντρώνεται σε δύο βασικά γεγονότα. Στην συγκέντρωση στις 20 Φεβρουαρίου 1933, όπου ο Χίτλερ γνώρισε αρκετούς από τους κορυφαίους Γερμανούς βιομηχάνους και τους υποχρέωσε να συνεισφέρουν μεγάλα χρηματικά ποσά στην εκλογική εκστρατεία του Ναζιστικού Κόμματος και τα γεγονότα που οδήγησαν αμέσως στο Μάρτιο του 1938, το αποκαλούμενο  ‘Anschluss’, την ένωση δηλαδή της Αυστρίας με τη Γερμανία, ή τη ναζιστική προσάρτηση πιο σωστά. Ο Βυϊγιάρ επισημαίνει ότι οι μεγάλες καταστροφές συχνά πλησιάζουν σε εμάς σε μικρά βήματα και χαρτογραφεί όλα εκείνα που επέτρεψαν και οδήγησαν στον Χίτλερ να πάρει το δρόμο της θριαμβευτικής του προσωπικής και ναζιστικής πορείας.  Οι ομοιότητες με την σημερινή, ή μάλλον, την ιστορική συνέχεια μέχρι τις μέρες μας, όπου μεγάλες εταιρείες συνεχίζουν να χρηματοδοτούν και να στηρίζουν με διάφορους τρόπους, διεφθαρμένες με την ευρύτερη έννοια της λέξεως, κυβερνήσεις και καθεστώτα, ανεξάρτητα από το κόστος για την κοινωνία, και να εμφανίζονται ξανά και ξανά στο προσκήνιο, ουσιαστικά απαλλαγμένες από σκάνδαλα, είναι ιδιαίτερα ανησυχητικά. Εν τω μεταξύ, όμως, η μεταγενέστερη ιστορία κάποιων πρωταγωνιστών της βρώμικης υπόθεσης, που ανήλθαν ή καλύτερα προσκλήθηκαν να διδάξουν σε ξένα πανεπιστήμια, τι άραγε θα μπορούσαμε με αφέλεια να αναρωτηθούμε,  είναι, εξίσου απαράδεκτο για τον κοινωνία, ή από μόνο του, δυστυχώς τελικά,  μια ασήμαντη  λεπτομέρεια μπροστά σε όλα τα άλλα που προηγήθηκαν και ενεπλάκησαν ενεργά.

Το βιβλίο θέτει, επίσης,  επί τάπητος το θέμα της σύγχρονης εικόνας και της πληροφορίας. Οι σημερινές κατασκευασμένες, ενορχηστρωμένες και ψεύτικες ειδήσεις, σε όλες τις παραλλαγές τους, συνήθως δεν είναι τίποτα άλλο, παρά απλώς  μια τεχνολογικά πιο προχωρημένη παραλλαγή σε ένα αρκετά παλαιό φαινόμενο. Η ‘Ημερησία διάταξη’ είναι επίσης ένα προειδοποιητικό κείμενο, με τον συγγραφέα του να καταλήγει: ‘Δεν πέφτουμε ποτέ δυο φορές στην ίδια άβυσσο. Αλλά πέφτουμε πάντα με τον ίδιο τρόπο, με γελοιότητα  και τρόμο. Και τόσο πολύ θα θέλαμε να μην ξαναπέσουμε, που προβάλλουμε αντίσταση, που ουρλιάζουμε. Με το τακούνι μας τσακίζουν τα δάχτυλα, με το ράμφος μας τρώνε τα μάτια. Στο χείλος της αβύσσου υπάρχουν επιβλητικά αρχοντόσπιτα. Και η ιστορία στέκει εκεί, έλλογη θεά, ακίνητο άγαλμα στη μέση της Πλατείας Δημαρχείου, λαμβάνοντας ως τίμημα, μια φορά το χρόνο, στεφάνους με μαραμένες παιώνιες και  εν είδει φιλοδωρήματος, κάθε μέρα, ψωμί για τα πουλιά’!

Το μικρό κείμενο του Βυϊγιάρ σχετίζεται με τη μυθοπλασία υπό την έννοια ότι τα πραγματικά ιστορικά γεγονότα είναι διαρρυθμισμένα και αφηγούνται με τρόπους που μοιάζουν κάπως με τις αγωνιώδεις, δραματικές τεχνικές αφήγησης των γνωστότερων ιστορικών μυθιστορημάτων. Εκείνο όμως που επιτυγχάνει ο συγγραφέας, πέραν των άλλων,  είναι ότι προσφέρει μια νέα, πολύπλευρη επανεξέταση μιας φαινομενικά γνωστής δραματικής στιγμής της παγκόσμιας ιστορίας του εικοστού αιώνα. Στην αυστηρά κατασκευασμένη αφήγησή του, υπαινίσσεται ότι οι χειρότερες τραγωδίες του αιώνα προηγούνται ή συνοδεύονται από γελοίες δραστηριότητες μέτριων, στην ουσία,  ατόμων. Τα προφανώς μικρά γεγονότα και οι λεπτομέρειες,  στην πραγματικότητα ρίχνουν φως στην τεράστια καταστροφή ανθρώπων και πολιτισμών. Ο συγγραφέας είναι επίσης σεναριογράφος στο επάγγελμα και έχει σκηνοθετήσει δύο ταινίες. Η προσέγγισή του στην λογοτεχνική αφήγηση φαίνεται αναμφισβήτητα να επηρεάζεται και από την πρακτική της κινηματογραφικής του τοποθέτησης, όπως επίσης από τη χρησιμοποίηση του χρόνου και του χώρου μέσω σύντομων, προσεκτικά επεξεργασμένων τμημάτων πληροφοριών που βρίσκονται σε ιστορικά έγγραφα και φωτογραφίες της εποχής που τον ενδιαφέρει.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top