Fractal

Αμερική, αυτή είσαι

Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος //

 

anexart«Ημέρα Ανεξαρτησίας» του Ρίτσαρντ Φορντ, μτφ: Θωμάς Σκάσσης, σελ. 699, Εκδ. Πατάκη

 

Ο Φορντ δεν είναι Χέμινγουεϊ. Οι ήρωες του δεν είναι νοτισμένοι με αύρα αρρενωπότητας. Είναι δριμείς εσωτερικά, με μιαν συγκατάβαση μελαγχολική. Δεν είναι ούτε σαν τον φίλο του, τον Ρέιμοντ Κάρβερ. Η «βραχνάδα» των διηγημάτων του τελευταίου, στον Φορντ ακούγεται σαν βράσιμο που έρχεται από το βάθος των πνευμόνων κι εκεί που προσπαθεί να βρει δίοδο από το στόμα, κάτι το σπρώχνει ξανά προς τα κάτω. Είναι πιο κοντά στον Ντοκτόροου. Ίσως διότι θήτευσε κοντά του, από αυτόν έμαθε τα μυστικά του γραψίματος, τον τρόπο θέασης, τη διαπεραστική λαχτάρα να πεις πολλά, να τα πεις καλά και να δημιουργήσεις έναν κόσμο που θα περιλαμβάνει τη μεγάλη εικόνα δίχως να αφαιρούνται οι κόκκοι από εκείνες τις μικρές καθημερινότητες που φτιάχνουν τη ζωή των απλών ανθρώπων. Ο Φορντ είναι ένας κλασικός «μαραθωνοδρόμος» της λογοτεχνίας. Από τα πρώιμα διηγήματα την περίοδο της dirty realism πέρασε γρήγορα στη μεγάλη φόρμα αφομοιώνοντας τους κραδασμούς της αμερικανικής κοινωνίας που άλλαζε με τρόπο δραματικό (ας δούμε μόνο τι έχει συμβεί μεταξύ 1960-1980), για να φτάσει στο σημείο να θεάται τον κόσμο από το ύψος των ηρώων του, δίχως να χάνει βλαστάρι περιέργειας και ενδοσκόπησης για το τι σημαίνει να ζει κανείς στη χώρα του όπως πραγματικά είναι και συνεχίζει να είναι.

Η τριλογία του Sportswriter (βλ. «Sportswriter», «Independence Day» και «The Lay of the Land»), πέραν του ενοποιητικού στοιχείου της που είναι ο Φρανκ Μπάσκομπ, ο κεντρικός αντι-ήρωάς της, καταγράφει όλο το πλέγμα των κοινωνικών, πολιτικών και προσωπικών απεικονίσεων που εμφανίστηκαν στις ΗΠΑ από τα ταραγμένα 60’s έως τον περιβόητο «Ριγκανισμό» και εντεύθεν. Πρόκειται για τρία βιβλία, από τα πλέον σημαντικά της αμερικανικής λογοτεχνίας, που διαθέτουν την προορατικότητα των αντίστοιχων του Σολ Μπέλοου. Στην πραγματικότητα, η «Ημέρα Ανεξαρτησίας», μυθιστόρημα που τιμήθηκε με τα ύψιστα βραβεία Pen/Faulkner και Pulitzer, είναι το «Ώγκι Μαρτς» του Φορντ, αλλά και της μοντέρνας Αμερικής. Ένα βιβλίο που μιλάει για τους πάντες, αλλά δεν ξεχνάει την ιστορία του ενός. Σε τέτοιο σημείο ταύτισης/σύμπλευσης όπου η ανήλια φιγούρα του Μπάσκομπ να γίνεται το αρνητικό μιας χώρας που ορκίστηκε στο βωμό της παντί τρόπω προόδου (με ζωώδη εφόρμηση) χάνοντας τελικά τη μάχη με τον εαυτό της.

Η αρχή γίνεται με τον «Sportwriter». Εκεί ο 38χρονος Μπάσκομπ εργάζεται ως αθλητικός συντάκτης και παράλληλα κάνει τις πρώτες λογοτεχνικές δοκιμές του γράφοντας μικρά διηγήματα. Είναι ένας καθημερινός άνθρωπος με μιαν ιδιαίτερη αίσθηση στο να παρατηρεί τους γύρω του. Κι αυτή η αυθεντικότητα της ενδοσκόπησης του προκάλεσε όλα τα προσωπικά ρήγματα. Παρατάει αποκαμωμένος τη δουλειά του, χωρίζει και ανοίγει την πόρτα στο μεγάλο δωμάτιο της έντρομης οδύνης γι’ αυτό που είναι, που θα ήθελε να ήταν και ποτέ δεν θα γίνει.

Στην «Ημέρα Ανεξαρτησίας», τον βρίσκουμε να έχει προσεγγίσει την καθοριστική γι’ αυτόν «Υπαρξιακή Περίοδο». Είναι 44 χρονών, βγάζει τα προς το ζην ως κτηματομεσίτης στο Νιου Τζέρσεϊ, η προσωπική του ζωή είναι μαντάρα και τα βουνά που πρέπει να υπερπηδήσει πολύ υψηλά για τις δικές του γλίσχρες δυνάμεις. Ζει μόνος ακόμη και όταν αποφασίζει να συνάψει σχέσεις με γυναίκες (περιστασιακές, ημι-μόνιμες, αλλά πάντα χαμένες στη μετάφραση). Έχει χάσει ένα γιο, με τη γυναίκα του διατηρεί μια σχέση παγωμένης αποδοχής, ενώ η ταύτισή του με τα άλλα δύο παιδιά του περνάει διά πυρός και σιδήρου. Ειδικά με τον 15χρονο Πολ, ένα προβληματικό παιδί το οποίο αναπτύσσει σιγά-σιγά μια παραβατική και συναισθηματικά κολοβωμένη προσωπικότητα. Αποτέλεσμα του χωρισμού των γονιών του; Είναι το μερτικό της ενοχής που προσπαθεί να απομακρύνει από πάνω του ο Μπάσκομπ ή να αναμετρηθεί μαζί του; Το Σαββατοκύριακο της «Ημέρας Ανεξαρτησίας» (μια γιορτή αχαλίνωτου κεφιού, παραζάλης και εθνικής αναπτέρωσης για τους Αμερικανούς) αποφασίζει να κάνει με τον Πολ μια εκδρομή έτσι ώστε να βρεθούν πιο κοντά μεταξύ τους. Είναι ένα ταξίδι περισσότερο εσωτερικής πλεύσης και λιγότερο μια διαδρομή στην ενδοχώρα με τους ατέλειωτους αυτοκινητόδρομους, τα μοναχικά μοτέλ, τα μουσεία, τους ουρανοξύστες, την επιθετικότητα μιας κοινωνίας που ακόμη δεν έχει βιώσει τη κτηματομεσιτική φούσκα και δεν έχει καταλάβει ότι έχει τρωθεί ανεπανόρθωτα το βασικό άλλοθι του πλουτισμού από όλους για όλους. Ακόμη και ο Μπάσκομπ, καίτοι βιώνει με έντονα ειρωνικό τρόπο τη σφοδρή επιθυμία των πελατών του να αποκτήσουν ένα δικό τους κεραμίδι (η απόκτηση σπιτιού ντοπάρει προσχηματικά την διαλείπουσα αυταξία), δεν είναι σε θέση να αντιληφθεί ότι αποτελεί αναπόσπαστο μέλος μιας μηχανής με σκουριασμένα γρανάζια. Κατανοεί τη φαιδρότητα του πράγματος δεν είναι, όμως, σε θέση να πιάσει τους κραδασμούς που έρχονται από κάτω και θα συμπαρασύρει τους πάντες.

 

Ρίτσαρντ Φορντ

Ρίτσαρντ Φορντ

 

Η εκδρομή πηγαίνει χάλια. Ο Πολ τραυματίζεται στο μάτι από μια μπάλα του μπέιζμπολ, όταν επισκέπτονται το Μουσείο του Μπέιζμπολ στη Νέα Υόρκη. Ο Μπάσκομπ βρίσκεται μπροστά σε ένα εκθετικό γεγονός, όχι διότι πρέπει να απολογηθεί για τυχόν πατρική αμέλεια, αλλά διότι του προκαλεί ένα ακόμη σοκ για το περίκλειστο σχήμα στο οποίο έχει περιέλθει η ζωή του. Κάτω από στρώματα κυνισμού, αμετρίαστου πραγματισμού και κοινωνικής αποδόμησης, ο Μπάσκομπ αναζητεί το δρόμο που θα τον βγάλει έξω από τον εαυτό του και από την Υπαρξιακή Περίοδο. Θέλει να περάσει άμεσα στο επόμενο στάδιο που είναι η στωική αποδοχή των πάντων, όπου τα δράματα έχουν προκαθορισμένες εκβάσεις και οι αστάθμητοι παράγοντες θα καταλήγουν σε ήρεμες βεβαιότητες. Όμως, αυτές οι βεβαιότητες δεν υπάρχουν ή δεν είναι προορισμένες για τη δική του ζωή. Αν ήξερε μόνο τι πρόκειται να συμβεί στη χώρα του. Αν και ήδη, από πολιτικής πλευράς, ο Μπάσκομπ βλέπει την αναμέτρηση Τζορτζ Μπους με τον Μάικλ Δουκάκη (είμαστε στο 1988) ως προανάκρουσμα των μελλούμενων.  Όσο για τις προσωπικές περιελίξεις, ο Μπάσκομπ γνωρίζει πως δεν υπάρχει τρόπος διαφυγής, ούτε και κάποιο βαθύτερο νόημα σε αυτά που ζει.

Ο Φορντ φτιάχνει έναν ολόκληρο καμβά χρησιμοποιώντας πρωτοπρόσωπη αφήγηση (άρα φέρνει μπροστά τον ήρωά του και γίνεται αυτός ο κεντρικός φορέας των ρευμάτων του μυθιστορήματος) και μάλιστα με μια χρονικότητα που εντυπωσιάζει (όλα συμβαίνουν τώρα, μπροστά μας, σε έναν ενεργητικό ενεστώτα). Ακόμη περισσότερο, ο Φορντ ερανίζεται στοιχεία από παντού: από την ποπ κουλτούρα των ΗΠΑ, τις μαζικές ψευδαισθήσεις περί ευμάρειας, τις εθνικές νευρώσεις για την έννοια της ανεξαρτησίας σε μια δημοκρατία που ολοένα και περισσότερο παύει να θυμίζει τα βασικά χαρακτηριστικά της (ζήτω η ασυδοσία των αγορών) και τα προσωπικά δράματα που προκαλούνται από τραυματισμένα και μισερά εγώ. Επιπλέον, οι περιγραφές των κτιρίων, των δρόμων και των τόπων συνιστούν μια έξοχη ζωγραφική απεικόνιση κινηματογραφικού τύπου. Στα μυθιστορήματα του Φορντ, εντέλει, δεν θα βρει κανείς μεγάλες εντάσεις, φλόγιστρα συναισθημάτων, ζεστοκοπημένες εποποιίες. Κάτω από την εύτακτη επιφάνεια, όμως, τα ρήγματα είναι πολλά. Σαν φλέβες που φουσκώνουν αδιόρατα προκαλώντας στιγμιαίες θρομβώσεις. Και, ίσως, αυτή είναι η μεγάλη δύναμη του Φορντ: να μην θέλει να εμφανίσει καμία δύναμη, αλλά να υπαινιχθεί με τρόπο πλάγιο, ειρωνικό, διάχυτα ανθρώπινο, τις διαψεύσεις που περιμένουν στην επόμενη γωνία. Τύχη μεγάλη το γεγονός ότι το συγκεκριμένο μυθιστόρημα μεταφράστηκε από τον έμπειρο και πολύ σημαντικό μεταφραστή, Θωμά Σκάσση. Τι κρίμα να χανόταν αυτό το αριστούργημα από αδέξια χέρια.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top