Fractal

Διάλογος του χθες με το σήμερα

Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος //

 

«Illska/To Κακό» του Έιρικουρ Ερντ Νόρδνταλ, μετάφραση: Ρούλα Γεωργακοπούλου, σελ. 576, Εκδ. Πόλις

 

Όταν και ο τελευταίος οβολός της ανθρώπινης αποκτήνωσης κατατέθηκε, αφήνοντας στα κατάστιχα της Ιστορίας ένα πιστωμένο έγκλημα (το Ολοκαύτωμα ή Σοά όπως το ονομάζουν οι Εβραίοι), το σεπτό μέλος της Σχολής της Φρανκφούρτης, Τέοντορ Αντόρνο, απεφάνθη πως είναι συνώνυμο της βαρβαρότητας να γράψει κανείς ποίηση από τη στιγμή που το «κακό» έκανε τη φαιή εμφάνισή του στο Άουσβιτς.

Από άλλη σκοπιά μελετημένο, ο ναζισμός επέδρασε καταλυτικά στο να ακυρωθεί -εν τοις πράγμασι- ο νεωτερισμός που προδίκαζε πως ο εξ0ρθολογισμός της γνώσης, η ανάπτυξη και η πρόοδος των επιστημών αποσκοπούσαν στην απελευθέρωση, τη χειραφέτηση και την ώριμη ενηλικίωση του ανθρώπου. Όπως, όμως, σημείωσε εύλογα και ο Μισέλ Φουκώ η δημιουργία των «ισμών» (βλ. Χιτλερισμός, Ναζισμός, Σταλινισμός) δεικνύει πως δεν υπάρχει καμία δεδομένη ταύτιση της εγκυρότητας του ορθού λόγου με τις επιλογές της εκάστοτε εξουσίας. Η αντίφαση ήταν αιματοβαμμένη: τα προτάγματα του Διαφωτισμού (μετασχηματισμός του εαυτού, δύναμη, χαρά) οδήγησαν σε μια πλήρη αποκαθήλωση του ανθρώπινου πολιτισμού.

Μας αφορά, άραγε, αυτή η προβληματική όχι μόνο με τη φιλοσοφική της διάσταση, ούτε καν μόνο με τη στενά ιστορική (έχουν περάσει ήδη 70 χρόνια από εκείνη τη δίσεκτη εποχή), αλλά και με τη λογοτεχνική της;

Το μυθιστόρημα του Ισλανδού Έιρικουρ Ερντ Νόρδνταλ «Illska/Το Κακό» αναφύεται σε μια εποχή όπου η μετανεωτερική σκέψη αντιδρά στις μεγάλες αφηγήσεις, αμφισβητεί την πιστότητα του ορθού λόγου και ορίζει τις «μικρο-αφηγήσεις» (ορισμός του Λιοτάρ) ως τις μόνες αξιόπιστες να ορίσουν τη σχέση μας με το παρόν, αλλά και το παρελθόν. Παράδοξο ξανά: το «μαύρο» παρελθόν επανέρχεται προσδοκώντας πως δεν θα εξελιχθεί σε φάρσα, αλλά σε μετεξέλιξη της τραγωδίας. Η άνοδος των φασιστικών και λαϊκιστικών κομμάτων, η ξενοφοβία ως αποτέλεσμα του μεταναστευτικού κύματος και η δίχως αιδώ εμφάνιση των νεοναζιστών στην κεντρική πολιτική σκηνή της Ευρώπης, τείνουν να ορίσουν ένα νέο πλέγμα για το «κακό» που δεν λέει να μας εγκαταλείψει.

Ο διάλογος μόλις έχει ανοίξει: πώς γίνεται, τη στιγμή που γνωρίζουμε το «σκληρό» νόμισμα που θα χρειαστεί να καταβάλλει ξανά η ανθρωπότητα αν αποφασίσει να προσεγγίσει τα ακραία όριά της, να ενδίδουμε στη βαναυσότητα; Και ποιος είναι ο τρόπος να αποκρούσει κανείς (όχι ατομικά, αλλά τουλάχιστον σε τοπικό επίπεδο) την ανάρρηση των νεοναζιστικών γκρουπούσκουλων που σιγά σιγά αποκτούν δύναμη και μεταφέρονται στο επίκεντρο του πολιτικού παιγνίου;

Δεν είναι τυχαίο ότι ο Νόρδνταλ λαμβάνει την κατηγορηματική απόφανση του Αντόρνο και την επεκτείνει στο σήμερα γράφοντας: «Όταν ο Αντόρνο λέει ότι είναι βάρβαρο να γράφεις ποιήματα μετά το Άουσβιτς, δεν εννοεί ότι η ομορφιά είναι μάταιη μέσα σ᾽ έναν κόσμο ασχήμιας, ούτε ότι δεν αξίζει στους ανθρώπους να ψυχαγωγηθούν, αλλά το λέει επειδή υπολόγισε σε ποιον βαθμό η αλήθεια της τέχνης μπορεί να χειραγωγηθεί και ταυτόχρονα να χειραγωγήσει».

Τυπικά έχουμε να κάνουμε με ένα τρίο «προβληματικών» ηρώων που μεταξύ τους εμπλέκονται σε ένα ερωτικό γαϊτανάκι. Ωστόσο, το μυθιστόρημα δεν εξαντλείται σε ένα τυπικό και χιλιοφορεμένο ménage a trois. Η Άγκνες, μια νεαρή ιστορικός που μεγάλωσε στην Ισλανδία, αλλά έχει καταγωγή από τη Λιθουανία γράφει τη διπλωματική της εργασία με θέμα την άνοδο του λαϊκισμού και των ακροδεξιών παραφυάδων στην Ισλανδία και την Ευρώπη. Το αγόρι της, ο Όμαρ, κουβαλάει τα ράκη της οικογενειακής του ζωής, όχι αγόγγυστα, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να τοποθετήσει την ύπαρξή του σε ένα ρυθμιστικό πλαίσιο εύτακτης ζωής. Αίφνης, στη ζωή των δύο τους εμφανίζεται ο Άρνορ, ένας «ατυπικός» νεοναζί. Η Άγκνες τον προσεγγίζει αρχικά για τις ανάγκες της εργασίας της, αλλά τελικά έλκεται ερωτικά από αυτόν και ενδίδει. Ο Άρνορ απέχει αρκετά από την εικόνα που έχουμε για τους νεοναζί: δεν είναι ζωώδης, δεν έχει την ορμητικότητα του αρπακτικού. Είναι σπουδαγμένος, σχεδόν θεωρητικός και με μια διευρυμένη εντύπωση για το πώς πρέπει να είναι το ακροδεξιά κίνημα στις μέρες μας. Τα πράγματα μπλέκονται όταν η Άγκνες μένει έγκυος χωρίς να είναι σίγουρη σε ποιον από τους δύο ανήκει το παιδί. Το όλον φέρει ένα στοιχείο πρόκλησης, προφανώς εμπρόθετο από τον Νόρδνταλ, καθώς η Άγκνες είναι Εβραία, το οικογενειακό της παρελθόν είναι στενά δεμένο με τους ναζί, και τώρα έρχεται να συνομιλήσει ερωτικά -και όχι μόνο- με έναν εκπρόσωπο της νεοφασιστικής εκδοχής.

 

Eiríkur Örn Norðdahl

 

Όμως, αυτό που πραγματικά θέλει να τονίσει ο Νόρδνταλ, και ίσως είναι μέρος της συζήτησης για την ξενοφοβία, την αλλοτρίωση και την ενδυνάμωση των ακραίων στοιχείων, είναι η διαρκής μάχη του μετανεωτερικού ανθρώπου να κατανοήσει ποιος πραγματικά είναι. Άλλη μια παραδοξότητα που έχει να κάνει με το τι πιστεύουμε ότι είμαστε και τι πιστεύουν οι άλλοι για εμάς. Οι τρεις βασικοί ήρωες συνιστούν μια μικροϊστορία μπρος στον μεγάλο διάλογο του ιστορικού παρελθόντος και παρόντος. Σε καθένα από αυτούς υπάρχει μια έντονη διάσταση στο ποιοι θεωρούν πώς είναι και ποια είναι η αντανάκλασή τους στους άλλους. Επειδή, όμως, το «Κακό» είναι ένα πολυφυές μυθιστόρημα, ο αντικατοπτρισμός αποκτάει μια ιστορική διάσταση, καθώς μας μεταφέρει στη λιθουανική πόλη Γιούρμπακας όπου συνέβη ένα απηνές πογκρόμ κατά των Εβραίων από τους ναζί (με τη βοήθεια των Λιθουανών – μέσα σε αυτούς και πρόγονοι της Άγκνες), το Ολοκαύτωμα, τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και τις σημερινές συνθήκες που ευνοούν την ενίσχυση του εθνικισμού και του λαϊκισμού.

Η σχέση που αναπτύσσουν η Άγκνες με τον Άρνορ είναι κομβικής σημασίας, καθώς μεταξύ τους σημειώνεται ένα νέο είδος προσέγγισης των αντιθέτων. Συνομιλούν επί ίσοις όροις κι ας τους χωρίζει χάος και εν μέσω ερωτικών χυμών και εξαντλητικών συζητήσεων, ο ένας ανακαλύπτει την εσωτερική «περιοχή» του άλλου. Μεταφέρονται από την εκούσια ξενότητά των υποκειμένων τους σε έναν διάλογο ευήκοων ώτων. Μήπως κάπως έτσι πρέπει να συμβεί και σε ευρύτερο πλαίσιο;

Ο Νόρδνταλ αναδεικνύει τα θέματα του λαϊκισμού, του εθνικισμού (εν μέσω διάλυσή τους στον ωκεανό της παγκοσμιοποίησης), της μετανάστευσης και της απότοκης ξενοφοβίας και δεν τα περιορίζει στον παρόντα χρόνο, αλλά χρησιμοποιώντας με ισόρροπο τρόπο την αντήχηση του παρελθόντος, οδηγείται σε πολλαπλές ερμηνείες. Καμία δεν αποκτάει τη δύναμη ενός θεσφάτου ή μιας πάγιας «θέσης», αλλά υπόκεινται στη βάσανο της διερώτησης για το τι κληρονομήσαμε από το παρελθόν και πώς τα επεξεργαζόμαστε στο σήμερα.

Το «Κακό» είναι πολλά μυθιστορήματα σε ένα. Είναι δαιδαλώδες, αλλά ο μίτος είναι πάντα εμφανής. Είναι ευθύ όπως η «Κεντρική Ευρώπη» του Βόλμαν, αλλά και πειραματικό όπως το «Omega Minor» του Βεράχεν. Είναι παιγνιώδες και εικονοκλαστικό. Πάνω από όλα, είναι ένα τόσο σημερινό μυθιστόρημα κι ας ερανίζεται τα γεγονότα του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου. Άλλο ένα παράδοξο: ο χρόνος περνάει, αλλά η ιστορική του εκδοχή, ορισμένες φορές, περιγελάει την εξέλιξη με αποτέλεσμα οι λεπτοδείκτες του να σταματούν στο πιο παγωμένο χθες επηρεάζοντας και τη θερμοκρασία του σήμερα. Η άριστη μετάφραση ανήκει στη Ρούλα Γεωργακοπούλου.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top