Fractal

Διήγημα Fractal: “Ηλιαχτίδα”

 Γράφει ο Ηλίας Φλωράκης // *

 

 

 

Ένα ουρλιαχτό έσκισε την ηρεμία της νύχτας.

Πετάχτηκα έντρομος από τον ύπνο μου. Πρέπει να έβλεπα κάποιον εφιάλτη, αλλά τον ξέχασα αμέσως μόλις άνοιξα τα μάτια μου. Ήμουν ιδρωμένος και κρύωνα. Προσπάθησα να εστιάσω την ακοή μου στο διπλανό δωμάτιο. Είχα δίκιο. Το κλάμα του μικρού με έκανε αμέσως να συνειδητοποιήσω ότι άλλη μια νύχτα αγωνίας είχε ξεκινήσει. Σηκώθηκα απρόθυμα, κυρίως γιατί δεν μπορούσα να βρω λύση στο επαναλαμβανόμενο για πάνω από μήνα, φαινόμενο. Δεν έκανα καν τον κόπο να φορέσω παντόφλες ή να ρίξω κάτι επάνω μου. Το χλωμό, αρρωστημένο φως από την λάμπα του δρόμου που εισχωρούσε από τα σπασμένα παραθυρόφυλλα ήταν αρκετό για να σχεδιάσω την πορεία μου στο δωμάτιο, χωρίς να χτυπήσω πουθενά. Κουρασμένος και απογοητευμένος πλησίασα στην πόρτα του μικρού. Τα πόδια του ήταν περασμένα στο κατεβασμένο στην μεσαία σκάλα, κάγκελο και καθόταν στο κρεβατάκι του κλαίγοντας. Τα βουρκωμένα μάτια του εστίαζαν στο βάθος. Μόλις με είδε, η έντασή του αυξήθηκε στα όρια του πόνου. Τουλάχιστον για τα δικά μου αυτιά. Τα μικρά του χεράκια τράνταζαν ρυθμικά το προστατευτικό, συνοδεύοντας τις τσιρίδες του.

«Φύγεεεε, φύγεεεεεε, δεν σε θέλωωωωω. Θέλω την μαμάαααααα μουυυυυυ.»

Τί ήταν αυτό που τον ξυπνούσε τα βράδια; Κάποιος εφιάλτης; Και πάντα την ίδια ώρα; Μία το βράδυ ξεκινούσε το μαρτύριο. Σαν καλοκουρδισμένο ρολόι. Το κρεβάτι του το είχα ελέγξει επανειλημμένα για τυχόν ενοχλητικά εξογκώματα στο στρώμα. Το είχα καθαρίσει και απολυμάνει. Έτρωγε καλά και πήγαινε στην τουαλέτα πριν κοιμηθεί, αν και φορούσε ακόμα πάνα στον ύπνο του. Η πυτζάμα του ήταν δροσερή και μπορούσε να σκεπαστεί μόνος του με το σεντόνι δίπλα του, σε περίπτωση που κρύωνε. Και αυτή η απέχθειά του σε μένα; Τον μεγαλώσαμε χωρίς σωματική βία και φωνές. Πάντα ήμασταν οι καλύτεροι φίλοι στα δυόμιση χρόνια της ζωής του. Ήμασταν τα «αγόρια».

«Φύγεεεεεε…»

Έκανα ένα βήμα πίσω. Τον κοίταξα στα μάτια και είδα τον φόβο ζωγραφισμένο στο βλέμμα του. Δεν ήμουν σίγουρος όμως αν όντως με κοίταζε μέσα στο σκοτάδι. Αν είχε εστιάσει σε μένα και με έδιωχνε ή αν έβλεπε ακόμα στο μυαλό του, αυτό που τον ξύπνησε. Προσπάθησα να ξεστομίσω χαμηλόφωνα και ήρεμα, μερικές καθησυχαστικές λέξεις. Μάταια όμως. Ούτε η φωνή μου, ούτε οτιδήποτε είχα δοκιμάσει μέχρι τώρα, δεν στάθηκε ικανό να τον ηρεμίσει. Πισωπάτησα μερικά βήματα, κάνοντας χώρο στην μητέρα του που ήδη είχε σηκωθεί και κατευθυνόταν προς τον μικρό. Έμεινα εκεί στο σκοτάδι να παρακολουθώ την σκηνή. Να μπαίνει εξαντλημένη μα αέρινη στο δωμάτιο, φορώντας το νυχτικό της. Αυτός να απλώνει τα χέρια και να χάνεται στην αγκαλιά της. Του χαιδεύει την πλατούλα και αφού του μιλάει για λίγο μέχρι να φύγουν οι λυγμοί, συνεχίζει με ένα από κείνα τα τραγούδια της που συνήθιζε να τον νανουρίζει από τότε που είχε γεννηθεί. Ο μικρός σε λίγο θα αποκοιμηθεί ατάραχος και θα συνεχίσει τον ύπνο του μέχρι το πρωί. Επιστρέφω στο δωμάτιό μου. Στο κρεβάτι. Αλλά όχι και ο ύπνος. Δεν θα καταδεχτεί να με πολιορκήσει μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες. Μέχρι οι ηλιαχτίδες να μπουν στο δωμάτιο, τα βλέφαρά μου να γίνουν βαριά από το φως και ένας ακόμη κύκλος ονείρων να πάρουν την θέση τους στο μυαλό μου.

Τι να βλέπει ο μικρός μου; Ναι, αυτό εύχομαι κάθε φορά που ξαπλώνω άπραγος. Να μπορούσα να δω τι βλέπει. Να δω την αιτία μέσα από τα μάτια του. Να δω τους εφιάλτες του, τους μπαμπούλες του. Μήπως και καταλάβω. Μήπως και μπορέσω να τον βοηθήσω. Θέλω να βλέπω ότι βλέπει ο γιος μου το βράδυ. Η σκέψη με ανατριχιάζει. Παιδικοί μου εφιάλτες στοιχειώνουν τον χώρο κάνοντάς με να δειλιάσω μπροστά στην απόκτηση αυτής της ικανότητας. Αλλά αυτή την φορά είμαι αποφασισμένος. Το ουρλιαχτό του κάθε βράδυ είναι χειρότερο από κάθε μπαμπούλα που μπορεί να τριγυρνάει στο δωμάτιό του. Ελπίζω. Αυθυποβάλλομαι. Θέλω να βλέπω ότι βλέπει ο γιος μου το βράδυ. Μια ηλιαχτίδα τρυπώνει απομονωμένη στο δωμάτιο, από μια τρυπούλα στις γρίλιες. Η σκόνη που πετάει τριγύρω, της δίνει μια θολή αίσθηση πάχους. Φαίνεται τόσο ζεστή, αλλά δεν μπορώ να την αγγίξω. Δεν έχω καν το κουράγιο να σηκωθώ. Αποσυντονίζομαι, αλλά επανέρχομαι. Τα βλέφαρά μου ανοιγοκλείνουν βαριά. Θέλω να βλέπω ότι βλέπει ο γιος μου το βράδυ. Θέλω να βλέπ…

Το ουρλιαχτό του με κάνει να πεταχτώ από το κρεβάτι. Διαγράφω νοερά την πορεία μου και κατευθύνομαι προς το δωμάτιό του. Ένας ψίθυρος. Κάτω από το κλάμα του ακούγεται ένας ψίθυρος. Πλησιάζω όσο πιο αθόρυβα γίνεται και ρίχνω μια κλεφτή ματιά στο δωμάτιο. Κάποιος βρίσκεται εκεί, αλλά δεν είναι η μητέρα του. Μια σκιά. Μπαίνω σιγά σιγά. Ευτυχώς το πάτωμα δεν τρίζει πλέον στα βήματά μου. Ο μικρός με κοιτάζει. Διαίσθηση;

«Φύγεεεεεε…»

Ταυτόχρονα όμως γυρνάει το κεφάλι και κοιτάει το κοριτσάκι δίπλα του. Ένα μικρό κοριτσάκι κάθεται στις μαξιλάρες δίπλα από το κρεβάτι του. Στα χέρια του κρατάει μια κούκλα.

Η καρδιά μου νομίζω θα σπάσει. Νιώθω ένα βουητό στο κεφάλι μου από το αίμα που ξεχύνεται με βιάση. Νομίζω ότι φοβάμαι. Βλέπω ένα κοριτσάκι να κάθεται δίπλα στον γιο μου. Ένα φάντασμα; Δεν μοιάζει με κάποια συμμαθήτριά του από τον παιδικό σταθμό. Κι όμως έχει γνωστή φυσιογνωμία. Κάποια φίλη από την γειτονιά. Πλησιάζω αργά και το κοριτσάκι με κοιτάζει. Δεν ακούω την αναπνοή μου. Τα πόδια μου έχουν κοπεί. Ναι, φοβάμαι. Αυτό βλέπει ο γιος μου κάθε βράδυ; Το κοριτσάκι γυρίζει προς τον μικρό και του ψιθυρίζει. Τα κοτσιδάκια και το φορεματάκι του το κάνουν χαριτωμένο. Αλλά είναι ταυτόχρονα και τρομαχτικό ξέροντας, ότι δεν υπάρχει. Η κούκλα έχει το ίδιο χτένισμα και φόρεμα.

«Έλα να παίξουμε» ψιθυρίζει το κοριτσάκι γλυκά.

Ποια μοίρα το έφερε εδώ; Σκηνές από χιλιάδες θρίλερ, σενάρια και ιστορίες της λογοτεχνίας μου δίνουν εικόνες, λύσεις και ιδέες για τις αποφάσεις που πρέπει να πάρω και την εξέλιξη που θα έχουν. Το κοριτσάκι με κοιτάει ξανά και περιμένω να μεταμορφωθεί σε κάτι τρομαχτικό. Περιμένω η φάτσα του να μετατραπεί σε κάποιο φρικιαστικό τέρας. Κι όμως πλησιάζω δειλά και για πρώτη φορά ο γιος, απλά υπάρχει μέσα στους λυγμούς του. Χωρίς φωνές και τσιρίδες. Χωρίς υστερίες.

«Θα παίξεις μαζί μου;»

Το κοριτσάκι απευθύνεται σε μένα χωρίς να αλλάξει όψη. Κι όμως έχω παγώσει. Με δυσκολία κάθομαι στα γόνατα. Έρχομαι στο ίδιο ύψος ματιών και φοβάμαι μην με αρπάξει. Μην ανοίξει το στόμα και ξεχυθεί η κόλαση από μέσα.

«Ναι, θέλω να παίξω μαζί σου.»

Παίρνω θάρρος, μήπως αυτή πρέπει να είναι η κίνησή μου και γλιτώσω τον γιο μου από το μαρτύριό του. Το κοριτσάκι κατεβαίνει από τις μαξιλάρες. Σηκώνομαι και του απλώνω το χέρι. Πιάνω το δικό της και πηγαίνουμε σιγά σιγά στο δωμάτιό μου. Μια κλεφτή ματιά πάνω από τους ώμους μου και ο γιος κάθεται ήρεμος στο κρεβάτι του. Όπου να ‘ναι φτάνει και η μητέρα του. Την ακούω που έρχεται. Επιταχύνω το βήμα μου. Έτσι και μας δει τους δυο μας στον διάδρομο θα ταραχτεί πολύ. Και δεν θέλω. Μπαίνω στο δωμάτιό μου και κλείνω την πόρτα. Συνωμοτικά ανεβάζω τον δείκτη του χεριού μου και κάνω νόημα στο κοριτσάκι. Μου χαμογελάει συγκαταβατικά. Καθόμαστε στο σκοτάδι του δωματίου και περιμένουμε. Οι σκιές γύρω μας από το φως του δρόμου, μοιάζουν να χοροπηδούν. Προσπαθώ να νιώσω την καρδιά μου, αλλά μάταια. Ρίγος έχει κυριαρχήσει το σώμα μου. Επιτέλους η μητέρα του μικρού επιστρέφει στο κρεβάτι της. Το αγγελούδι μας κοιμάται ατάραχο στην γαλήνη του κρεβατιού του. Το κοριτσάκι αντιλαμβάνεται την ηρεμία.

«Τώρα;»

«Ναι» της απαντάω ψιθυριστά. «Τί θέλεις να παίξουμε;»

Η Φωτεινή προσπάθησε να συγκρατηθεί στο σαρανταήμερο του άντρα της. Για χάρη του παιδιού. Έπρεπε να φανεί δυνατή. Ο καβγάς τους τον είχε κάνει να φύγει από το σπίτι. Για μια μοναδική φορά, ήταν αυτός που έφυγε από το σπίτι μέσα στα άγρια μεσάνυχτα. Πήρε το αυτοκίνητο και ξεχύθηκε στους δρόμους. Δεν έτρεχε και δεν είχε πιει, είπε η τροχαία. Ήταν η κακιά στιγμή. Και το κοριτσάκι που παρέσυρε πάνω στην αερογέφυρα πριν καταποντιστούν στον αυτοκινητόδρομο από κάτω. Ένα παρατημένο κοριτσάκι από το πουθενά. Ο θάνατός τους ήταν ακαριαίος. Και η ζωή συνεχίζεται.

«Ας παίξουμε με την ηλιαχτίδα.»

«Εντάξει. Πώς σε λένε;»

«Ζωή, εσένα;»

«Εμένα; «

Χαμογελάει. Κοιτάω την χοντρή ηλιαχτίδα που μπαίνει από το παράθυρο. Νιώθω κουρασμένος, έτοιμος να καταρρεύσω. Πλησιάζουμε. Το φως της όμως κάνει τα μάτια μου να κλείσουν πεισματικά. Ακούω το κοριτσάκι που γελάει. Χάνομαι.

 

 

Τέλος 27.2.08

 

 

 

* Ο Ηλίας Φλωράκης σπούδασε Πληροφορική και Ηλεκτρονικός και δούλεψε πολλά χρόνια σε πολλά πόστα. Πωλητής, ηλεκτρονικός, υπεύθυνος μηχανογράφησης, μόνιμος συντάκτης του περιοδικού RAM (ΔΟΛ), ΙΤ σε εταιρείες όπως τα Metropolis κ.α. Διδάσκει Πληροφορική πάνω από 15 χρόνια σε ιδιωτικές σχολές, ενώ συνεργάστηκε για πέντε χρόνια με την ΜΚΟ «50και Ελλάς», διδάσκοντας Υπολογιστές και Νέες Τεχνολογίες σε άτομα μεγάλη ηλικίας. Παράλληλα κατέχει πάνω από 60 παγκόσμια ρεκόρ σε ηλεκτρονικά παιχνίδια, από τον πιστοποιημένο οργανισμό  TwinGalaxies (USA).

Καλλιτεχνικά ξεκίνησε ως συγγραφέας με «Το μπαράκι του Τσάρλι» (εκδ. Καστανιώτη) και «ο Θεραπευτής» (εκδ. Άγκυρα), «13 μετά τα μεσάνυχτα» (Εκδόσεις Σεναριογράφων Ελλάδος) και πολλές δημοσιεύσεις και βραβεύσεις στον χώρο της λογοτεχνίας. Διδάσκει Δημιουργική Γραφή στο Ashinart από το 2006. Το 2011 έγραψε και σκηνοθέτησε τον θεατρικό μονόλογο «Je taime», που κέρδισε Βραβείο Πρωτότυπου Κειμένου και Έπαινος Γυναικείας Ερμηνείας στο Φεστιβάλ Σατυρικού Θεάτρου της Πάτρας, ενώ το 2011 ανεβάζει την μαύρη κωμωδία «White Pages». Από το 2012, ασχολείται με το σενάριο, το μοντάζ και  την σκηνοθεσία στον κινηματογράφο. Έχει γυρίσει τις ταινίες «The ProductManager», η οποία επιλέχθηκε στις 10 καλύτερες του San Francisco Greek Film Festival, «a Simple Story», Βραβείο Καλύτερης Ελληνικής Ταινίας στο Φεστιβάλ Πελοποννήσου, «The Concert», Βραβείο Μουσικής στο Φεστιβάλ Φανταστικού της Ηλιούπολης. Οι ταινίες συμμετείχαν και στο διαγωνιστικό τμήμα πολλών φεστιβάλ της Ελλάδος και του εξωτερικού.  Το 2014 ξεκίνησε το CineLike Lab, εργαστήριο κινηματογράφου για παιδιά Δημοτικού. Συνεργάτης του Νεανικού Πλάνου (Φεστιβάλ Ολυμπίας, Camera Zizanio) για την υλοποίηση εργαστηρίων κινηματογράφου για παιδιά, υπό την αιγίδα του Υπ. Παιδείας. Μέλος και αναλυτής σεναρίων της Ένωσης Σεναριογράφων Ελλάδος, μέλος των κριτικών επιτροπών των διαγωνισμών σεναρίων και εισηγητής στα σεμινάρια της Ε.Σ.Ε.

 

 

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top