Fractal

Σημειώσεις ανάγνωσης

Γράφει η Niemands Rose // *

 

lykarisΙερώνυμος Λύκαρης, «Η ζήλια είναι μαχαιριά» (εκδ. Καστανιώτη)

 

«Δεν έχεις διαβάσει Ιερώνυμο Λύκαρη;» με ρώτησαν κατάπληκτοι κάποιοι φίλοι ανακαλύπτοντας απογοητευμένοι την άγνοιά μου. Αυτό συνέβη, νομίζω, για δυο λόγους.

Ο Ιερώνυμος Λύκαρης δεν εμφανίζεται ποτέ και πουθενά (πράγμα που ίσως εξηγεί γιατί μέχρι τώρα δεν τον είχα ακούσει). Δεν ξέρουμε ποιος είναι και αν το ονοματεπώνυμο με το οποίο υπογράφει τα μυθιστορήματά του είναι πραγματικό. Δεν είναι. Πρόκειται για ψευδώνυμο, από το είδος των λογοτεχνικών ψευδωνύμων όμως που καλύπτουν πλήρως το πρόσωπο του γράφοντος. Και αυτό είναι μυστηριώδες, ελκυστικό και διασφαλίζει μία σεβαστή απόσταση από ό,τι συνεπάγεται η περιφορά σε λογοτεχνικούς κύκλους. Και ο δεύτερος λόγος, συναφής με τον πρώτο, που συνέβαλε στο να μην έχει τύχει ως τώρα να διαβάσω τα βιβλία του, έχει να κάνει τον τρόπο που διαδίδονται ∙ με τον πιο αποτελεσματικό και έγκυρο τρόπο, «από στόμα σε στόμα». Τα βιβλία του Ιερώνυμου Λύκαρη είναι όπως τις ερημικές –και γι’ αυτό-, συγκλονιστικές παραλίες που δε θέλεις να δεις ποτέ να καταγράφονται σε λίστες περιοδικών ως ιδανικοί προορισμοί ώστε να μη συρρεύσει κάποιο αλαφρόμυαλο αλαλάζον πλήθος και σου τις καταστρέψει. Κάποια πράγματα διαδίδονται ιδανικά με την μέθοδο word of mouth. Παρόλαυτα, για το έργο του έχουν δημοσιευτεί πολλές και στην πλειονότητά τους ενθουσιώδεις κριτικές, απλά και μόνο γιατί το αξίζει.

«Η ζήλια είναι μαχαριά» (εκδ. Καστανιώτη) είναι το πιο πρόσφατο μυθιστόρημα του Ιερώνυμου Λύκαρη. Πρόκειται για μια πολύ καλαίσθητη έκδοση, ένα βιβλίο τσέπης τυπωμένο σε εκείνο το υπέροχο, λεπτό, ανάλαφρο –και οικολογικό, μην ξεχνιόμαστε- χαρτί των paper books (που αναρωτιέμαι γιατί στην Ελλάδα είναι τόσο περιορισμένη η χρήση του). Στο εξώφυλλο προβάλλει μια καρτουνίστικη φιγούρα συμβατή με το ύφος του μυθιστορήματος σε κίτρινο φόντο –το χρώμα της ζήλιας. Η δεύτερη μαχαιριά ζήλιας που δέχτηκα –μετά τον θαυμασμό για την μυστηριώδη κι απόμακρη περσόνα του συγγραφέα- προέκυψε, λοιπόν, τη στιγμή που απέκτησα το βιβλίο και το φυλλομέτρησα. Στη συνέχεια, το νουάρ μυθιστόρημα, «μία μαύρη κωμωδία, όπου κινητήρια δύναμη και καταλύτης των ανθρωπίνων πράξεων είναι το θανάσιμο αμάρτημα της ζηλοφθονίας», θα μου κατέφερε αλλεπάλληλες μαχαιριές.

Η πρώτη φράση της ιστορίας προοικονομεί την γκραν γκινιόλ, καλτ, αστυνομικού τύπου φαρσοκωμωδία που θα ακολουθήσει: «Απομεσήμερο Κυριακής, νεκρόπολη Σχιστού. Έχασα την κηδεία». Ο αφηγητής συναντάει σ’ αυτό το περιβάλλον την κεντρική ηρωίδα, την Κέλλυ, μία λαϊκή αοιδό που έμελλε να νοσήσει από το μικρόβιο της ερωτικής ζήλιας. Εκεί, στο καφέ του νεκροταφείου, θα γίνουμε μάρτυρες μίας άκρως απολαυστικής αφήγησης που κινείται σε μία άχρονη νύχτα, υποκείμενη στους δικούς της άγραφους αλλά απαράβατους νόμους, τις δικές της εμβληματικές μορφές, τη δική της γλώσσα. Θα γνωρίσουμε ένα οικοσύστημα υποχθόνιο που ζει στα έγκατα του σκυλάδικου και του περιθωρίου. Κι η γνωριμία θα συντελεστεί με τον πιο αριστοτεχνικό τρόπο. Ο συγγραφέας μεταχειρίζεται με μαεστρία το σασπένς της αστυνομικής λογοτεχνίας, έτσι ώστε διατηρεί αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα. Διαθέτει εξαίσια αίσθηση χιούμορ, ισορροπώντας ανάμεσα στο σκώμμα και την τρυφερότητα για το έμπλεο αδυναμιών ανθρώπινο είδος. Οι χαρακτήρες του έργου, που ξεπετάγονται σα φασουλήδες μέσα από περιστατικά της αφήγησης της βαμπ πλην λαϊκής καλλιτέχνιδος, είναι σπαρταριστοί, καρικατούρες ενός υπόγειου κόσμου, αλλά ταυτόχρονα αληθοφανείς, πείθουν. Οι συστάσεις γίνονται στο οπισθόφυλλο.

«Η Κέλλυ, ο νοσηρός νους μιας δολοφονικής πλεκτάνης, εφήμερη μούσα και ερωμένη του λαϊκού συνθέτη, μπαρμπουτζή και ζαράκια Καν-Καν ή Εξάρα. Ο υστερόβολος συνένοχός της Βραζιλιάνος ή Χρυσή Μασέλα, μούλος τσιγγάνας χαρτορίχτρας και ταξιάρχου της χωροφυλακής, νταλικέρης, μπράβος και «ιμπρεσάριος» νταβατζής σε πανηγύρια. Η Μαρκησία, ευεργετηθείσα ομότεχνός της, που κατάφερε τον Καν-Καν να την παντρευτεί». Και συμμετέχουν ακόμα η Γιαγιά – ο δικός μου λατρεμένος χαρακτήρας- πρώην χορευτής μπαλέτου, ρουφιάνος του Καν- Καν, ο Τάκης ο Πάπιας, ταξιτζής και εκβιαστής, η Σάσα Κάψα, κονσοματρίς και δεύτερη φωνή στο «Κανόνι», το λαϊκό πάλκο και κεντρική σκηνή του δράματος.

Όταν ολοκληρώνεται η ζουμερή αφήγηση του σατανικού γύναιου, το λόγο παίρνει ο διανοούμενος -ως φοιτητής της Νομικής είχε κάποτε δουλέψει στο «Κανόνι»- αποδέκτης της μαρτυρίας, ο οποίος με χειρουργική ακρίβεια μας προσφέρει ένα σύντομο αλλά μεστό δοκίμιο σε όσα εξιστόρησε η εγκληματική ερωμένη. Και εκεί, στην εναλλαγή του ύφους, που συμβαίνει να είναι εξίσου άρτιο με το αντιδιαμετρικά αντίθετο της αφήγησης της μοιραίας πρωταγωνίστριας, ο γραφομανής αναγνώστης αισθάνεται άλλη μια μαχαιριά στα στήθη. Για να εξιλεωθώ από το αμάρτημα της παράφορης ζήλιας κατέληξα να συγγράψω ετούτο το κείμενο. Και για ακόμα πιο σίγουρη εξιλέωση αποφάσισα να δωρίσω το συγκεκριμένο βιβλίο σε φίλους τις άγιες ημέρες της Χριστιανοσύνης. Συστήνω την ίδια μέθοδο σε όσους εν Χριστώ αδελφούς υποπέσουν στο ίδιο αμάρτημα διαβάζοντας το εκπληκτικό νουάρ μυθιστόρημα.

 

* H Niemands Rose είναι συγγραφέας και μπλόγκερ (http://niemandsrose-niemandsrose.blogspot.gr)

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top