Fractal

Ένας κύκλος με αμφισβητούμενο τέλος και αμφισβητούμενη αρχή

Γράφει η Πέρσα Κουμούτση //

 

ideo“Ιδεολογικά Ύποπτη”, της Ελένης Γκίκα, εκδόσεις Καλέντης

 

«Δεν υπάρχει χειρότερος εφιάλτης απ’ το να ’σαι σ’ ένα νησί που κατοικείται από τεχνητά φαντάσματα· και το να ’σαι ερωτευμένος με μια απ’ αυτές τις εικόνες, είναι χειρότερο απ’ το να ’σαι ερωτευμένος μ’ ένα φάντασμα (ίσως, όμως, και να θέλαμε πάντα το άτομο που αγαπάμε, να ’χει την υπόσταση φαντάσματος)».

Έρωτας-θάνατος, το αιώνιο δίπολο που διέπει τη λογοτεχνία, πρωταγωνιστεί και σε αυτά τα 23 μικρά αφηγήματα της Ελένης Γκίκα, εγκιβωτισμένα σε ένα μεγαλύτερο που φέρει τον τίτλο «Ιδεολογικά ύποπτη»,  ένας ευρηματικός τίτλος που προκαλεί τον αναγνώστη να τον διερευνήσει, να τον ανιχνεύσει μέσα στις μικρές ιστορίες που ξετυλίγονται και τα πρόσωπα που σκιαγραφεί με έναν πολλαπλά ιδιότυπο τρόπο: άλλοτε σαν παραμύθι, άλλοτε σαν  θεατρικό μονόλογο, κι άλλοτε σαν  κινηματογραφική σκηνή, άλλοτε πάλι σαν σε ένα όνειρο ή μια αντανάκλαση ειδώλου. Διότι η λογοτεχνία, όπως και  η ζωή, είναι πάντα συνυφασμένη με τα κεφαλαιώδη ζητήματα της ζωής που συνίστανται στη γέννηση, στη μοναξιά, στον έρωτα , και βέβαια  τον θάνατο, είτε αυτός είναι πραγματικός ή ψυχικός.  Όπως επίσης είναι συνυφασμένη με την εφευρετικότητα του συγγραφέα και την επινόηση ενός ιδιαίτερου τρόπου με τον οποίο αφηγείται το μύθο ή τους μύθους του.

Στις είκοσι τρεις αριστουργηματικές αυτές ιστορίες της Ελένης, τα πρόσωπα αναγεννιούνται εκ νέου, μετατρέπονται  σε είδωλα για να υποδυθούν τους ρόλους τους και είναι σαν ο αναγνώστης να τα βλέπει, ή να παρακολουθεί τη δράση τους σαν σε ένα κάτοπτρο. Ήρωες-‘σκιές’ ή φαντάσματα, κάποια αναγνωρίσιμα, αφού προϋπήρχαν σε άλλες ιστορίες της παγκόσμιας λογοτεχνίας, άλλες πάλι στη φαντασία της συγγραφέως ή το υποσυνείδητο της. Σε όλες, όμως, κυριαρχεί ένας κοινός παρανομαστής ο προσωπικός στοχασμός,  η βιωματική εμπειρία της συγγραφέως κυρίως όμως η ‘λογοτεχνική‘ σχέση της με τα ίδια αυτά  πρόσωπα. Και βέβαια η αλληγορία στη πιο έξοχη εκδοχή της. Για παράδειγμα σε μια από τις ιστορίες της ένας κατάδικος δραπέτης που ποτέ δεν μαθαίνουμε γιατί καταδικάστηκε, καταφεύγει σε ένα νησί, όπου προκαλεί τον τρόμο στους επισκέπτες του. Παρόλα αυτά, ο δραπέτης δεν διστάζει να το επισκεφτεί. Εκεί θα  γνωρίσει μια γυναίκα εκπληκτική που ατενίζει τη θάλασσα σιωπηλή. Φοράει στο κεφάλι μια πολύχρωμη μαντίλα και έχει τα χέρια της πλεγμένα γύρω από το ένα γόνατο. Από τα μάτια της, τα μαύρα της μαλλιά, το μπούστο της, μοιάζει με κάτι Τσιγγάνες ή Σπανιόλες. Τη λένε Φοστίν.  Και είναι βέβαια απλώς μια εικόνα, μια ψευδαίσθηση που όμως Αυτή η γυναίκα. Ουσιαστικά δεν υπάρχει είναι επινόηση του ήρωα για να μετατρέψει την πεζή και ανώφελη  ζωή του σε μια ζωντανή εικόνα ανεξίτηλη και αιώνια. Ο ερωτευμένος άντρας, θα τη διεκδικήσει κάνοντας εικόνα και τη δική του ζωή για να  ’ναι μαζί της σε μια οπτασία που κανείς δεν θα συλλέξει. Διότι και η ψευδαίσθηση του έρωτα δεν είναι παρά μια πράξη —τελικά— ευσπλαχνική. «Από το τίποτα πιάνεται ο άνθρωπος.»  Ίσως πάλι όλα τα πρόσωπα δεν να είναι παρά ένα και μοναδικό πρόσωπο, ένα είδωλο που αντανακλάται ξανά και ξανά σαν σε 23 καθρέφτες και κάπως έτσι ξετυλίγεται ο  μίτος της αφήγησης, σαν ένα κατακερματισμένο μυθιστόρημα μιας ‘ιδεολογικά ύποπτης’ ζωής, όπως αναφέρει η ίδια στο επίμετρο της.

 

Ελένη Γκίκα

Ελένη Γκίκα

 

Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο αναγνώστης έρχεται αντιμέτωπος με  τους πρωταγωνιστές των αφηγήσεων για να τους ανακαλύψει εκ νέου, ίσως πάλι για πρώτη φορά, μέσα από τη γραφίδα της Ελένης Γκίκα, που η διακειμενικότητα στα βιβλία της συγκαταλέγεται στα πλέον αναγνωρίσιμα χαρακτηριστικά της γραφής της. Και μαζί με το (φαινομενικά) ρεαλιστικό συνυφαίνεται  έξοχα το υπερρεαλιστικό στοιχείο που υποφώσκει σε όλες τις ιστορίες, ακόμα και σε εκείνες  που βασίζονται σε μια απλή εξιστόρηση γεγονότων ή συμβάντων που έζησε η ίδια με τους ήρωες της. Όπως για παράδειγμα η συνάντηση της με τον Πολ Όστερ και το ψαροκόκαλο. Και η ταύτιση με τα πρόσωπα δεν αργεί να γίνει διότι, όπως εύστοχα υποστηρίζει η ίδια, «το αίνιγμα του άλλου σχεδόν πάντοτε είμαστε εμείς».  Έτσι συναντάμε τη Ρόζα που είναι κάκτος, και ονειρεύεται ιβίσκους. Τη Ζέλντα που εξακολουθεί να αγαπά τον Σκοτ ακόμα κι όταν ο εαυτός της έχει χαθεί. Τη Λόλα, «έξω ψυγείο, μάρμαρο, πάγος» και μέσα «σκαντζόχοιρος που αιμορραγεί». Τη γυναίκα που έγινε αυτί, κι άλλη μια που αδίκως την ψάχνουν. Μία σύζυγος-Πηνελόπη πιστή, άλλη μια έγκλειστη αλλά ευτυχής, και μία άλλη που επιστρέφει, μια που φοβάται και μια που τραυλίζει και μένει εκεί. Ο έρωτας σε συνάρτηση με τη φθορά και το χρόνο, αλλά οπωσδήποτε με τη ζωή και τους κρυφούς πόθους και φόβους των ανθρώπων προσώπων. Έτσι η φαινομενικά πεζή τους ζωή μεταμορφώνεται στα χέρια της συγγραφέως σε «θαύμα, θητεία και ποινή». Ενώ με τη συνέργεια της ποιητικής της γλώσσας, των  παράλληλων μονολόγων, συχνά το χιούμορ, οι ιστορίες της άλλοτε θυμίζουν κάτι σαν θρίλερ, κι άλλοτε κομεντί, όλες μαζί  συνιστούν μια ολότητα, έναν κύκλο με «αμφισβητούμενο τέλος και αμφισβητούμενη αρχή» γιατί τίποτα ποτέ δεν είναι όπως φαίνεται σε αυτή τη ζωή.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top