Fractal

Μοιάζει να γεννήθηκε για να περιγράψει έναν πόλεμο

Γράφει η Κλεοπάτρα Ζαχαροπούλου // *

 

Στρατής Μυριβήλης: “Η ζωή εν τάφῳ”, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας

 

Κατά τον Ηλία Βενέζη ο Στράτης Μυριβήλης υπήρξε γενάρχης της Αιολικής Λογοτεχνίας και σημαντικός πεζογράφος της Γενιάς του ’30. Σε συνέντευξή του, δημοσιευμένη στην εφημερίδα Ακρόπολις το 1968, στην πρώτη σειρά των συγγραφέων που αγαπά το ελληνικό κοινό συγκαταλέγει και τον Μυριβήλη, αναγνωρίζοντάς τον ως δάσκαλο και συνοδοιπόρο του.

Ο Μυριβήλης, αντιμιλιταριστής πατριώτης και λυρικός πεζογράφος του Αιγαίου, ένας «αδιάλλακτος της λογοτεχνίας», γεννήθηκε στην υπόδουλη ακόμη Συκαμιά της Λέσβου το 1890. Συμπορεύθηκε με τη γενιά του ’30, αλλά διακρίθηκε σε πολλά σημεία από τις επιδιώξεις της. Η πίστη στην παράδοση, η προσκόλληση στο νησιωτικό περιβάλλον και οι ηθογραφικές διαστάσεις του έργου του δεν εναρμονίζονται πλήρως με τα ζητούμενα της γενιάς αυτής. Ωστόσο, με τους ιδιάζοντες οικείους του τρόπους, ανανεώνει την παράδοση και την μεταγγίζει ως αξία συλλογική. Ο Μυριβήλης εκφράζει την αναγεννητική ορμή της φύσης, τη βαθιά του πίστη στον άνθρωπο και στην πνευματική του ελευθερία, αποβαίνοντας έτσι μια από τις κορυφαίες φυσιογνωμίες της συγκαιρινής του εποχής. Ανήκει στη γενιά εκείνη που πολέμησε για την ανόρθωση του ελληνισμού κατά τους βαλκανικούς πολέμους και που παρακολούθησε με πόνο τη Μικρασιατική Καταστροφή και την κατάρρευση της Μεγάλης Ιδέας. Ο Μυριβήλης στρέφεται σ’ έναν ενδοσκοπικό εθνικισμό, ιχνηλατώντας αενάως και με ζήλο τα διακριτικά της ελληνικής συνείδησης στην ελληνική γη και στη λαϊκή παράδοση. Το έργο του μελετήθηκε εκτενώς από την κριτική και τοποθετήθηκε κυρίως στο πλαίσιο του πολεμικού μυθιστορήματος της γενιάς του ’30. Σταχυολογώντας, ωστόσο, σήμερα τον Μυριβήλη, οι παρατηρήσεις μας περιστρέφονται κυρίως γύρω από δύο κεντρικούς άξονες που προσδιορίζουν τον γενικό χαρακτήρα του έργου του σ’ όλη την πορεία του: ρεαλισμός και/ή λυρισμός, παράδοση και/ή ανανέωση. Μέσα από το πρίσμα αυτό τίθενται ζητήματα που έχουν κατά καιρούς απασχολήσει την κριτική, όπως η επιτυχία της μυθιστορηματικής σύνθεσης, η εναρμόνιση του Μυριβήλη με τη γενιά του ’30, καθώς και το ζήτημα της γλώσσας και της μορφικής επεξεργασίας των κειμένων.

Ο Στρατής Μυριβήλης συνειδητοποίησε τι σήμαινε ο πόλεμος στο μέτωπο του Μοναστηρίου. Από το 1917 στέλνει σε μια εφημερίδα της Θεσσαλονίκης τις εντυπώσεις του. Αυτές οι σημειώσεις θα αποτελέσουν το «βιβλίο του πολέμου», τη Ζωή εν τάφῳ. Ο Μυριβήλης έχει δανειστεί τον τίτλο από ένα κείμενο της ακολουθίας της Μ. Παρασκευής, που μιλά για την κάθοδο του Χριστού στον Άδη και το θρίαμβο της ζωής. Κατ’ επέκταση, Η ζωή εν τάφῳ είναι καταρχήν ένα συγκλονιστικό ντοκουμέντο για τη ζωή και το θάνατο στα χαρακώματα, στον τεράστιο τάφο όπου στοιβάζονται οι νέοι. Ο συγγραφέας τονίζει το νοσηρό παλιμπαιδισμό και την κτηνώδη περιρρέουσα ατμόσφαιρα που σηματοδοτεί το θάνατο. Η Ζωή εν τάφῳ, λογοτεχνική μετάπλαση σωρείας οδυνηρών εμπειριών του συγγραφέα από το μέτωπο, είναι το αφήγημα που τον καθιέρωσε στο χώρο των γραμμάτων και τον ανέδειξε κήρυκα μιας, χωρίς προκαταλήψεις, διεθνικά ανθρωπιστικής ιδεολογίας. Πρόκειται για το ημερολόγιο ενός πολεμιστή. Η χρήση αφηγηματικού υλικού (βιώματα στην υπηρεσία της μνήμης), πρόσφορου σε μια εκ των ένδον προοπτική κι ο απλός τρόπος εκφοράς του (γραμμική ή παρατακτική διάταξη των γεγονότων) είναι τα ασφαλέστερα μέσα που οδηγούν τη συγγραφική παρατήρηση στην αμερόληπτη ενατένιση και απόδοση του εμπόλεμου σύμπαντος. Εξάλλου η ειρωνεία, το κατεξοχήν γνώρισμα ύφους του έργου, καθιστά αμεσότερη τη ρεαλιστική οπτική που στοιχειοθετεί ένα κείμενο.

Η παραδοσιακή και ξεπερασμένη για την εποχή της επιστολιμαία μορφή του Η Ζωή εν τάφῳ αποβαίνει το εκφραστικό μέσο μιας νεοτερικής αντίληψης του πολέμου και της υποκειμενικής έκφρασης της πραγματικότητας. Δεν πρόκειται εδώ για την ηρωική διάσταση του πολέμου, αλλά για μια πραγματικότητα αμείλικτη έτσι όπως βιώνεται από τον φοιτητή λοχία Κωστούλα και καταγράφεται στο ημερολόγιό του. Είναι η φρίκη των χαρακωμάτων έτσι όπως την έζησε ο ίδιος ο συγγραφέας. Το αντιπολεμικό μήνυμα του έργου αναδεικνύεται μέσα από την ωμότητα της ρεαλιστικής περιγραφής που χρησιμοποιεί τη φρίκη ως μέσο απώθησης και εξίσωσης των ανθρώπων υπό το βάρος της συντριβής της ύπαρξης.

Εκείνο που απασχολεί τον Μυριβήλη δεν είναι τόσο ο ηρωισμός, όσο η θηρωδία του πολέμου, τα θύματα του οποίου, τύποι αντιηρωικοί, δεν είναι μόνον οι φίλοι, οι συμπολεμιστές του, αλλά κι οι εχθροί. O συγγραφέας – πολεμιστής, μεταμφιεσμένος σε λοχία, στέλνει συνεχώς γράμματα – ανταποκρίσεις, με νοερό αποδέκτη την αγαπημένη του. Βρίσκει έτσι την ευκαιρία να δώσει τα πάντα μέσα από το καθαρώς προσωπικό του βλέμμα. Πιο συγκεκριμένα, είτε περιγράφει την ωμή πραγματικότητα της νέας μορφής του πολέμου είτε εκφράζει τις ποικίλες αντιδράσεις του είτε αναπολεί τις ευτυχισμένες στιγμές μαζί της στην πατρίδα, τη Λέσβο. Υπό το βάρος βέβαια των τραυματικών εμπειριών της ζωής των χαρακωμάτων, που δεν συμβιβάζεται με την ηρωική αντίληψη του πολέμου και καταλήγει σε καθημερινή υπονόμευση της ψυχής, ο δημοσιογραφικός λόγος υποχωρεί, χωρίς όμως ποτέ να χάνει ούτε τη ζωτικότητά του ούτε τη χαλαρότητα ενός λόγου στην ουσία προφορικού, που, προτού γραφτεί στο χαρτί υπό τύπον επιστολής, έχει ήδη πολλές φορές συλληφθεί νοερά μες στη σκέψη και την ψυχή του επιστολογράφου. Όλα αυτά βέβαια συντελούν αποφασιστικά στη διαμόρφωση ενός λόγου πυρετικού και εγρήγορου, που διατηρεί τη ζεστασιά και τον τόνο της προφορικής ομιλίας, και ξετυλίγεται με ζωηρή πάντοτε την ψευδαίσθηση πως ακούγεται συγχρόνως, σχεδόν εκφωνούμενος, από τη νοερώς παρούσα αγαπημένη γυναίκα. Σ’ αυτό ακριβώς οφείλεται η όποια επιτυχία του έργου: δεν είναι γραμμένο με επιστολές, που διατηρούν πάντοτε το κλίμα της απόστασης μεταξύ γράφοντος – πομπού και του αναγιγνώσκοντος – αποδέκτη, αλλά σε τόνο εξομολογητικό, συνομιλητικό. Αυτός ο τόνος αποτελεί και τον κύριο ερεθιστικό παράγοντα που αποτυπώθηκε στο ύφος, τη γραφή και τη γλώσσα του.

 

 

Τα κεφάλαια – επιστολές δεν αναφέρονται μόνο στο παρόν, αλλά και στο παρελθόν. Ο αφηγητής φαίνεται ν’ ακολουθεί κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο και η αφήγησή του, στην ουσία, είναι γραμμική. Έτσι, με αφετηρία το παρόν, τα πρώτα κεφάλαια επιχειρούν αναδρομή όχι μόνο στο ιδιωτικό παρελθόν του επιστολογράφου, αλλά και στο τοπικό – ιστορικό: στην επανάσταση και τα συναισθήματα που διήγειρε στα πλήθη, στη στράτευσή του, στον επικεφαλής στρατηγό, την επιβίβασή τους στα καράβια, στο ταξίδι τους ως τη Θεσσαλονίκη, στην πορεία τους έως την πρώτη εγκατάστασή τους στα χαρακώματα. Από το σημείο αυτό και έως τη στιγμή του θανάτου του, ο αφηγητής – επιστολογράφος θα καταγράψει όλες τις μετακινήσεις τους, τα διάφορα γεγονότα, εκθέτοντας παράλληλα τις αντιδράσεις του απέναντι σ’ αυτά και παρουσιάζοντας τα ποικίλα, επώνυμα ή ανώνυμα, πρόσωπα.

Ο Μυριβήλης μας παρουσιάζει τον ήρωα που, στις υποχρεωτικές πορείες, υπερβαίνει τις δυνάμεις του και κοιμάται ενώ περπατάει. Τίποτα δεν αποσιωπάται: η βρομιά, η λάσπη, η δυσοσμία, η ψώρα, η σεξουαλική εξαθλίωση, ο φόβος που οδηγεί στην τρέλα, ο τρόμος του θανάτου που καραδοκεί τη νύχτα στις μάχες σώμα με σώμα. Το βιβλίο, ωστόσο, ξεπερνάει το επίπεδο του ρεαλιστικού ντοκουμέντου, γιατί ο Μυριβήλης παραμορφώνει και γελοιοποιεί πρόσωπα και καταστάσεις, σύμφωνα με τις τάσεις μιας τέχνης που σε μερικά σημεία είναι εξπρεσιονιστική. Επιπλέον, θα μπορούσαμε να πούμε πως ο Μυριβήλης απομακρύνεται κι από το ρεαλισμό. Το έργο παίρνει συμβολιστικές διαστάσεις. Στα λυρικά αποσπάσματα, για παράδειγμα, οι εικόνες δεν είναι μόνο ρεαλιστικές ή ωραιοποιητικές, αλλά έχουν και ηθικό νόημα.

Η αυθεντικότητα της πρώτης ύλης, το βάρος της προσωπικής εμπειρίας και η αντιπολεμική ιδεολογική φόρτιση προσδίδουν στη γραφή την αμεσότητα του ρεαλισμού. Η εσωτερικευμένη όμως πραγματικότητα επιτρέπει λυρικές εξάρσεις και συναισθηματική φόρτιση. Η εξαντλητική επεξεργασία του λόγου, προϊόν των αλλεπάλληλων αλλαγών κι αναθεωρήσεων του αρχικού κειμένου της πρώτης έκδοσης, αγγίζει πολλές φορές τη γλωσσική εκζήτηση και γίνεται ιδιαίτερα εμφανής στην περιγραφή τόσο της εξωτερικής κι αντικειμενικής πραγματικότητας όσο και της εσωτερικής του αφηγητή λοχία. Ο ρεαλισμός του Μυριβήλη παραμένει λυρικός, χωρίς ν’ αναιρείται ούτε η αυθεντικότητα της πραγματικής εικόνας του πολέμου ούτε και η εσωτερικευμένη βίωσή της. Άλλωστε, μοναδική διέξοδος από τον παραλογισμό του είναι η αγάπη για τη ζωή, η ερωτική έλξη για τον άνθρωπο και το φυσικό του περιβάλλον. Και καλύτερη μαρτυρία γι’ αυτό δεν μπορεί να είναι παρά η προσωπική. Άλλωστε, τα στοιχεία αυτά αποτελούν τον συνεκτικό ιστό της σκέψης ολόκληρου του έργου του συγγραφέα ανεξάρτητα από τις ιδεολογικές μετατοπίσεις που έχουν επισημανθεί. Η συγκεκριμένη και τραυματική εμπειρία του πολέμου αρχικά υποδεικνύει τη δύναμη της φύσης, ως φυσική ανάγκη επιβίωσης του ανθρώπου και ερωτική έλξη. Αργότερα, θα καταλήξει σ’ έναν οικουμενικό ανθρωπισμό, που θα στηλιτεύσει κάθε πολιτική θεωρία και κάθε υπαρκτό σύστημα, εφόσον μέσα από τον δογματισμό, τελικά, στρέφονται εναντίον του ίδιου του ανθρώπου, της αξιοπρέπειάς του και της πνευματικής ελευθερίας του. Οι έννοιες του λυρισμού και του ρεαλισμού χάνουν τα όριά τους, γιατί η ρεαλιστική και ηθογραφική αποτύπωση της παράδοσης και των ανθρώπινων τύπων ανάγεται, μέσα από λυρικές εξάρσεις, σε όψη της ελληνικότητας της φυλής μας, η οποία είναι τυραννισμένη και πληγωμένη από εκπατρισμούς, αλλά παράλληλα γεννημένη μέσα στη θάλασσα. Στον Μυριβήλη η έννοια της φυλής διαδέχεται την έννοια του Γένους, ενώ η Μεγάλη Ιδέα μετενσαρκώνεται σε αναζήτηση της ελληνικότητας. Το φυσικό περιβάλλον δεν είναι μόνο αισθητικής τάξης, αλλά και γενεαλογικής, ως αρχέγονη πηγή της ύπαρξης του ελληνισμού, ως πηγή της Ιστορίας και του πολιτισμού. Αργότερα, στα 1952, σε κείμενό του για την ελληνική θάλασσα, ο Μυριβήλης θα υποστηρίξει ακραίες θέσεις, όπως για παράδειγμα ότι κάθε έργο τέχνης, προκειμένου να διατηρηθεί και να δικαιώσει την αξία του οφείλει να είναι εναρμονισμένο με το πνεύμα της φυλής που το δημιούργησε. Αλλιώς, είναι καταδικασμένο στην καταστροφή.

Ο αφηγητής, γράφοντας πάντοτε υπό την πίεση των συναισθηματικών του αντιδράσεων -άλλοτε συμπαθητικών κι άλλοτε εχθρικών- προς τα γεγονότα και τα πρόσωπα, που τον περιβάλλουν, περισσότερο σκέπτεται και λιγότερο ενεργεί. Η συναισθηματική του φόρτιση, μετατρεπόμενη συγχρόνως σε ιδεολογική, αποτυπώνεται συνεχώς στη γραφή, επηρεάζοντας το ύφος, τον τόνο και τη γλώσσα της. Δεν είναι πια ο εθνικιστής – στρατιώτης, αλλά ο άνθρωπος – πολεμιστής, που τον καθοδηγεί το μίσος κατά του πολέμου, η αγάπη για την ειρήνη, τη ζωή, τον έρωτα, για όσους υποφέρουν, η αποστροφή προς το θάνατο. Έτσι, λοιπόν, οι επιστολές γράφονται σ’ έναν τόνο εντελώς συνομιλητικό. Απευθυνόμενες στη νοερώς παρούσα αγαπημένη αφομοιώνουν το ύφος, τη γλώσσα και τη συντακτική χαλάρωση ενός λόγου προφορικού. Τον κουβεντιαστό, οικείο τόνο της προφορικής του ομιλίας διαμορφώνουν οι συνεχείς αποστροφές, ανάμεσα στις οποίες παρεμβάλλονται αφηγήσεις γεγονότων, περιγραφές και παρουσιάσεις προσώπων, εκθέσεις σκέψεων, αντιδράσεων, σχολίων και διαλογισμών του γράφοντος, που εκτρέπονται άλλοτε σε καυστική ειρωνεία κι αντιπολεμική διάθεση (στις περιπτώσεις αυτές η βία και η φρίκη του πολέμου επηρεάζει τη βιαιότητα και την ωμότητα της γραφής και οδηγεί τον αφηγητή στη χρήση ενός λόγου εγρήγορου, ερεθιστικού και καταιγιστικού) και άλλοτε σ’ ένα ασυγκράτητο λυρικό μεθύσι, που έχει ως επίκεντρο τον φυσικό κόσμο της προηγούμενης ή της τωρινής ζωής. Στον όλο αισθηματικό τόνο των επιστολών συντείνει και η συνεχής διακύμανση του λόγου ανάμεσα στο αποστασιοποιημένο τρίτο πληθυντικό, το συλλογικό πρώτο πληθυντικό, το έντονα υποκειμενικό πρώτο ενικό, που κυριαρχεί, και το, κατά διαστήματα, δεύτερο ενικό, που μεταφέρει το κλίμα ενός σχοινοτενούς διαλόγου – μονολόγου. Δεν πρόκειται για τυπικές επιστολές, που αποστασιοποιούν τον πομπό από τον δέκτη, αλλά για επιστολές που διατηρούν όλους τους ακκισμούς, τις φορτίσεις, τις αντιδράσεις, τις ταλαντεύσεις και γενικότερα τη φυσική χαλάρωση ενός λόγου που γράφεται όχι τόσο για να διαβάζεται, αλλά για ν’ ακούγεται. Οι συνεχείς αυτές εναλλαγές των γραμματικών προσώπων, που κυμαίνονται ανάμεσα αφενός μεν στην υποκειμενικότητα και την εσωτερικότητα του α΄ και του β΄ ενικού προσώπου, αφετέρου δε στην αντικειμενικότητα του γ΄ ενικού και πληθυντικού προσώπου, απαλλάσσει το κείμενο απ’ όλα τα μειονεκτήματα των μυθιστορημάτων, που γράφτηκαν σε επιστολές, και το γεμίζει με τη φόρτιση μιας διαρκούς αισθηματικής έντασης, που αντικατοπτρίζεται στην ερεθιστικότητα και την εκφραστική -ενίοτε- ακράτεια του λόγου. Φυσικά, ο ρόλος του αφηγητή – επιστολογράφου είναι αποκλειστικός. Τα πάντα περνούν μέσα απ’ την οπτική του γωνία. Στη συνεχή εναλλαγή συναισθηματικής έντασης κι αντικειμενικής αποστασιοποίησης, ωμού ρεαλισμού και ευαίσθητου λυρικού λόγου, δείχνει να νοιάζεται πάντοτε όχι μόνο για το τι θα πει, αλλά και για το πώς θα το πει. Η τάση του για λόγο μεγεθυντικό και ρητορικό είναι εμφανής. Επιμένοντας στη δραματικότητα ενός λόγου, που αποβλέπει στην έκφραση των εσωτερικών αντιδράσεων του γράφοντος, επιδιώκει συνεχώς τη μουσική του ενδυνάμωση. Έτσι, ως πρόσφορο μέσο βρίσκει την επανάληψη των ίδιων ή συνώνυμων λέξεων, και κυρίως των επιθέτων. Είναι φανερό ότι στην πρόθεση του γράφοντος είναι η σύσταση  ενός λόγου, που ν’ αποπνέει τη φυσικότητα του προφορικού, αλλά και τη μουσικότητα, την αρμονία του λογοτεχνικού λόγου, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της εποχής του. Βασικό κριτήριο στη διευθέτηση και την επιλογή των λέξεων δεν ήταν μόνο το νοηματικό αλλά, κυρίως, το αισθηματικό και το μουσικό τους βάρος. Τελικός στόχος, είναι να κυλάει ο λόγος στο ρυθμό και τον τόνο μιας μουσικής συμφωνίας, που άλλοτε ρέπει προς τη μεγαλόστομη πολυφωνία των κρουστών και των έγχορδων οργάνων κι άλλοτε προς την εσωτερική μελωδία των αυλών.

Χαρακτήρες, με τη γνωστή έννοια των ολοκληρωμένων προσώπων, δεν υπάρχουν στο Η ζωή εν τάφῳ. Ο μόνος ολοκληρωμένος τύπος είναι ο ίδιος ο επιστολογράφος, εφόσον, περιγράφοντας αφηγούμενος και καταγράφοντας τις εντυπώσεις του, μας αποκαλύπτει συνεχώς την εσωτερική κι εξωτερική του ζωή. Είναι φοιτητής κι αυτό βαραίνει στον όλο τρόπο έκφρασης και σκέψης, στην υφή του λόγου του, στις οποιεσδήποτε αντιδράσεις του. Μπήκε εθελοντικά στον πόλεμο γεμάτος ενθουσιασμό κι άλλες σοβινιστικές ψευδαισθήσεις και ξαφνικά εμπλέκεται στα γρανάζια ενός πόλεμου διαφορετικού, που δεν απαιτεί τόσο γενναιότητα, αλλά αντοχή, υπομονή και πανουργία. Εκείνο, ακόμη, που επενεργεί μεταμορφωτικά και τον οδηγεί στη διαμόρφωση, ανθρωπιστικής, επαναστατικής και αντιπολεμικής συνείδησης, είναι η διαπίστωση πως όλοι τους, εχθροί και φίλοι, είναι ο τελικός στόχος των πολεμικών μέσων. Η σύγχρονη τεχνολογία φρόντισε βέβαια να είναι τέλεια, ακριβής και απείρως εξοντωτική. Γράφει με εγρήγορη τη συνείδηση όχι τόσο του Έλληνα, αλλά του ανθρώπου που πάσχει και συμπάσχει με ό,τι συμβαίνει γύρω του, είτε αυτό αφορά στο δικό του στρατόπεδο είτε στο εχθρικό. Άμεση αντίληψη, φυσικά, έχει μόνο του δικού του στρατοπέδου κι αυτό συνεχώς φωτίζει και περιγράφει. Για πρώτη σχεδόν φορά στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας η εξιστόρηση του πολέμου αντιστρέφει την παραδοσιακή συνήθεια εξάρσεως πολεμικών ανδραγαθημάτων, όπου κυριαρχούν οι γενναίοι και δυνατοί. Ο Μυριβήλης μετατρέπει σε ήρωες τύπους αντιηρωικούς, όπως η Μ’χαγήλους, ο Γιακώπ, ο Γαροφαλής ο ωραίος, ο Γιγάντης και άλλοι πολλοί, επώνυμοι ή ανώνυμοι. Γράφοντας υπό το βάρος μιας ακατανίκητης νοσταλγίας της ειρηνικής ζωής και του επικρεμάμενου θανάτου, τόσο πιο πολύ αναβλύζει μέσα του η αγάπη προς όσους πάσχουν, η αγανάκτηση για ό,τι γίνεται, η δίψα για ζωή. Η κατάσταση αυτή φορτίζει συγκινησιακά το λόγο, ενδυναμώνοντάς τον άλλοτε με λυρική διάθεση κι άλλοτε με πικρόχολη ειρωνεία, όταν πρόκειται για γεγονότα ή πρόσωπα, που η ηθική τους ποιότητα και συμπεριφορά προκαλούν τη συνείδησή του (λ. χ. η καταδίκη των στρατιωτών, ο Μπαλαφάρας, ο Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος, ο Δημητράτος, κ. ά.). Η ζωή εν τάφ δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του παραδοσιακού μυθιστορήματος. Ούτε, ακόμη, μπορεί να χαρακτηριστεί ως αντι – μυθιστόρημα, όπως αυτό διαμορφώθηκε στην Ευρώπη και στην Ελλάδα αργότερα. Ο συγγραφέας, από την αρχή ως το τέλος της δημιουργικής του εργασίας, έμεινε πιστός στην παράδοση, στην οποία στηρίχθηκε και συνέχισε. Φανατικά προσηλωμένος σε μια γλώσσα σχεδόν ψυχαρική, θα διακριθεί όχι τόσο στη λεπτή και διεισδυτική διαγραφή των χαρακτήρων, αλλά περισσότερο στη μορφική επεξεργασία του λόγου, που ερεθίζεται, όταν ο αφηγητής κινείται ανάμεσα σε πρόσωπα και καταστάσεις του οικείου επαρχιακού χώρου ή ατενίζει θαυμαστικά τη φύση και τη θάλασσα. Ακολουθώντας την παράδοση, που έρχεται από τον Καρκαβίτσα και τον Παπαδιαμάντη, αρέσκεται σε λόγο πλούσιο και πληθωρικό, που στην αρχική του φάση θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί επικο-λυρικός. Κύριο γνώρισμά του η συναισθηματική φόρτιση και η μεγεθυντική διάθεση. Όταν βέβαια τα «Λεσβιακά Φύλλα», καθ’ υπαγόρευση οπωσδήποτε του συγγραφέα, έγραφαν πως ο Λέσβιος λοχίας «κάθεται και ιστορεί τα γεγονότα που γίνονται γύρω του και μέσα στην ψυχή του, με την ελπίδα πως κάποτε θα ζήσει να φέρει τούτα τα ντοκουμέντα της ζωής του πολέμου και της εσωτερικής του ζωής στην Αγαπημένη του», έδιναν συγχρόνως τα βασικά χαρακτηριστικά του γραμμένου υπό τύπον ημερολογίου μυθιστορήματος. Γιατί, σε τελευταία ανάλυση, δεν είναι τα γεγονότα που δεσπόζουν, όσο η εσωτερική ζωή του αφηγητή. Μ’ αυτό το κριτήριο, το μυθιστόρημα παίρνει την υφή αντι-μυθιστορήματος, όχι γιατί το επιδίωξε ο συγγραφέας, αλλά γιατί το επέβαλε ο τρόπος καταγραφής των εμπειριών του. Το ότι, βέβαια, μετά την πρώτη έκδοση, που διέσωζε αυτή την ειλικρινή αμεσότητα των πρώτων εντυπώσεων, αποφάσισε να διογκώσει το αρχικό κείμενο, υποκύπτοντας στην ανάγκη ποικίλων προθέσεων, δημιουργεί την αίσθηση κάποιας νοθείας. Ανεξάρτητα από το τελικό αποτέλεσμα, ο επαρκής αναγνώστης έχει την εντύπωση πως ανάμεσα στα δυο κείμενα (εκείνο της πρώτης και το αντίστοιχο των διαδοχικών εκδόσεων, που οριστικοποιήθηκε στην έβδομη έκδοση) έχει παρεμβληθεί ένας ύποπτος λογοκριτής και διασκευαστής, ο ίδιος ο διχοτομημένος συγγραφέας. Ο συγγραφέας, δηλαδή, του αρχικού κειμένου, που γράφει υπό την επήρεια των συγκεκριμένων ιδεολογικο-πολιτικών του θέσεων και καλλιτεχνικών στόχων κι ο εξελισσόμενος, ιδεολογικά και καλλιτεχνικά, συγγραφέας μιας ολόκληρης τριακονταετίας.

Η αποσπασματική δομή του μυθιστορήματος και ο μεγάλος θίασος ηρώων, που παρελαύνουν για λίγο στις σελίδες του και στη συνέχεια αποτραβιούνται στο περιθώριο, προσιδιάζουν στο είδος του κυρίαρχου την εποχή εκείνη διηγήματος. Παρόλο που βασίζεται σε πραγματικές εμπειρίες, Η ζωή εν τάφδεν καταγράφει απλώς τα γεγονότα, όπως κάνει για παράδειγμα ο Δούκας. Ο Μυριβήλης αποστασιοποιείται από τα βιώματα και τις σκέψεις του, καθώς τ’ αναθέτει σ’ ένα φανταστικό πρόσωπο, έναν λοχία, και ισχυρίζεται ότι τα αντλεί από το ημερολόγιο εκείνου. Μ’ αυτόν τον τρόπο ο αναγνώστης ξέρει από την αρχή ότι ο ήρωας, του οποίου τη σκέψη διαβάζει, είναι ήδη νεκρός και ότι στο τέλος του βιβλίου τελειώνει και η ζωή του, την οποία είχε το προνόμιο να γνωρίσει. Αυτό το τέχνασμα του συγγραφέα βοηθάει στο ν’ αναδειχθεί η βασική διαπίστωση που κάνει ο αφηγητής στην πορεία των ημερολογίων ότι από τη στιγμή που θ’ αφαιρεθούν τα επιφανειακά στολίδια του πολιτισμού, η ζωή είναι ζήτημα σάρκας κι αίματος, όχι ιδεών και μεταφυσικής.

   Εκτός αυτού, ο αφηγητής αντιλαμβάνεται σ’ όλη της την ένταση τη δυναμική της ζωής που υπάρχει στον ίδιο και στους άλλους, κυρίως μέσα από την περιουσία του θανάτου. Η ζωή εν τάφῳ  συνήθως διαβάζεται ως αντιπολεμικό βιβλίο. Το παράδοξο όμως είναι ότι η εμπειρία του πολέμου βοηθάει τον αφηγητή, και κατ’ επέκταση και τον αναγνώστη, να το αντιληφθεί. Αυτή είναι η σημασία του τίτλου του βιβλίου, ένα χωρίο από τον ορθόδοξο εκκλησιαστικό θόρυβο της Μεγάλης Παρασκευής, στον οποίο ο Χριστός παρουσιάζεται ως η ζωή που κείται στον τάφο προκειμένου ν’ αναστηθεί. Το μυθιστόρημα του Μυριβήλη δοξάζει τη ζωή, εξίσου με τον ύμνο της Μ. Παρασκευής. Αλλά η ζωή που υμνείται στο μυθιστόρημα του Μυριβήλη δεν είναι ούτε πνευματική ούτε αιώνια. Αντίθετα, είναι η έντονη εμπειρία της σάρκας, που έλκεται κι ανταποκρίνεται στις ισχυρές δυνάμεις της φύσης.

Θερμός οπαδός του δημοτικιστικού κινήματος από τα εφηβικά του χρόνια και υπέρμαχος της γλώσσας του λαού, ο Μυριβήλης διαμόρφωσε, με αλάνθαστη αίσθηση και με κύριο μέλημα την τελειότητα της έκφρασης, ένα άρτιο γλωσσικό όργανο για να το θέσει στην υπηρεσία του αφηγηματικού υλικού. Η γλώσσα του Μυριβήλη είναι πλούσια σε χυμούς και σε αποχρώσεις, συνεχίζοντας κι ανανεώνοντας την παράδοση του δημοτικισμού. Δουλεύει το λόγο του, πλούσιο σε εικόνες, φανταχτερό και ζωηρό, δίνοντας έτσι με μια ανώτερη βαθμίδα την πραγματοποίηση των συγγραφικών επιδιώξεων ενός Καρκαβίτσα ή ενός Πέτρου Βλαστού. Η σαφέστερη προσφορά του Μυριβήλη στα νέα γράμματα παρουσιάζεται στη γλωσσική επεξεργασία και στη φροντίδα του λόγου. Χωρίς να προσφέρει νέα στοιχεία στον πεζό λόγο, αρτίωσε παλαιότερες μορφές της πεζογραφίας. Η γλώσσα του εναρμονίζεται πλήρως με τον στόχο του κι αποτυπώνει σε μια ξεχωριστή προσπάθεια, μέσα από τις συνεχείς αναθεωρήσεις των κειμένων, όλη την εξέλιξη της σκέψης του. Αντλεί ακατάπαυστα από τη λαϊκή παράδοση, την κιβωτό του ελληνισμού, και μεταφέρει την προφορική διάλεκτο στον γραπτό λόγο, χωρίς ωστόσο να προδώσει τη λογοτεχνική δημιουργία. Έχουν σημειωθεί, βέβαια, και κάποιες λεκτικές ακρότητες ή αστοχίες, αποτελέσματα ενός άκρατου δημοτικισμού. Η γλωσσική εκζήτηση, θεωρητικά ασύμβατη με τη ρεαλιστική ηθογραφία, οδήγησε την κριτική να μιλήσει για «ρεαλιστική ωραιολατρεία» ή για «κράμα ρεαλισμού και λυρισμού». Ωστόσο, η αδιάκοπη εκφραστική προσπάθεια του Μυριβήλη συγκροτεί ολόκληρο το έργο του σ’ ένα σύνολο και ουσιαστικά αναιρεί τις αντιθετικές του όψεις: παράδοση και ανανέωση, ρεαλισμός και λυρισμός μετουσιώνονται σ’ ένα σώμα, σε μια εσωτερικευμένη ποίηση της ζωής και της φύσης, με στόχο να προβάλουν την αξία και την ουσία του ελληνικού στοιχείου. Η γλώσσα του μυθιστορήματος εκμεταλλεύεται τις αστείρευτες πηγές της δημοτικής της υπαίθρου. Η γλωσσική έκφραση είναι πλουσιότερη από τον ευθύ λόγο των ηρώων, κι από αυτή την άποψη δεν αποτελεί ρεαλιστική αναπαράσταση της γλώσσας των χαρακωμάτων. Ο γλωσσικός πλούτος του βιβλίου θυμίζει το τέχνασμα του Δούκα με την αναδημιουργία της προφορικής μαρτυρίας στην Ιστορία ενός αιχμαλώτου.  Αυτός που παρατηρεί κι αυτός που παρατηρείται εντάσσονται σε ένα κλασικό σχήμα, το οποίο δίνει έκφραση στις εμπειρίες που πηγάζουν από τα γεγονότα και μόνο.

Η ζωή εν τάφῳ είναι το βιβλίο του πολέμου, βγαλμένο από την ίδια αντιπολεμική κι ανθρωπιστική διάθεση που γέννησε τα ίδια χρόνια τα ανάλογα έργα του Remarque ή του Dorgeles. Ο Μυριβήλης, ως ώριμος πεζογράφος με εξαίρετη αφηγηματική τέχνη, παρουσιάζει ένα πλήθος προσώπων και καταστάσεων σε μια εικόνα πλατιά κι επική, ενώ παράλληλα συνδυάζει τόνους δραστικού ρεαλισμού με άλλους απαλότερους και λυρικότερους. Η κριτική, που ανεπιφύλακτα χαιρέτισε τη Ζωή εν τάφῳ, φέρθηκε αρκετά επιφυλακτικά απέναντι στο νέο μυθιστόρημα, αναγνώρισε, όμως, τις λογοτεχνικές αρετές του συγγραφέα και κυρίως τη λυρική, σχεδόν ευδαιμονική αίσθηση της φύσης, που είναι διάχυτη στο βιβλίο.

Ο Α. Καραντώνης παρομοιάζει τη Ζωή εν τάφῳ με πλατύ και ήρεμο ποτάμι των πολεμικών αφηγημάτων, που κυλάει από γενεά σε γενεά, χωρίς να λιγοστεύουν, να θολώνουν ή να ρηχαίνουν τα νερά του και να στεγνώνουν οι κοίτες του. Στο πλαίσιο ενός μυστηριακού χορού, χορεύουν ανταγωνιστικά και ερωτικά μαζί η ζωή κι ο θάνατος στην απέραντη σκηνή του πολέμου. Το έργο του χαρακτηρίζει μια περιγραφική ρωμαλεότητα, συνδυασμένη με μια γλωσσική ευφορία κι ένα οξύ ρεαλιστικό αίσθημα της σκληρής πραγματικότητας, που βρίσκει πάντα μια προέκταση σε χώρους γενναίων λυρικών και ηθικών στοχασμών. Με την πένα βουτηγμένη στο αίμα των αγώνων της ράτσας μας, ο Μυριβήλης άρχισε να ξετυλίγει από βιβλίο σε βιβλίο τη ζωή της Ελλάδας και την ατομική του περιπέτεια.

Η Αλ. Αλαφούζου, θέτοντας το ερώτημα γιατί διαβάζεται ο Μυριβήλης, απαντά με κακοπιστία: «Η ζωή εν τάφῳ, η εμπνευσμένη αυτή κραυγή οργής ενάντια στον πόλεμο, δεν ήταν παρά μια δυνατή έκφραση των σκέψεων και των συναισθημάτων της πλατιάς μάζας του ελληνικού λαού αμέσως ύστερα από τη μικρασιατική καταστροφή. Οι αστοί, οι διανοούμενοι, οι προλετάριοι, όλοι δέχτηκαν τη Ζωή εν τάφῳ σαν δικό τους βιβλίο, σα δική τους διαμαρτυρία ενάντια στη φρίκη του πολέμου […]. Ο Μ. είναι ευχάριστος στο μικροαστό αναγνώστη του, γιατί ο τελευταίος βρίσκει στα έργα του τον ίδιο τον εαυτό του […]. Το παράδειγμα του Μ. υπογραμμίζει το ρόλο και τη σημασία της κοσμοθεωρίας για την εξέλιξη ενός λογοτεχνικού ταλέντου στην εποχή μας».

Στη Ζωή εν τάφῳ, ο Μυριβήλης, απέναντι στην τυφλή βιαιότητα του πολέμου και της άθλιας ζωής στα χαρακώματα, διαμαρτύρεται, δίνοντας έμφαση με περιγραφές νατουραλιστικής τεχνοτροπίας, ώστε να προκαλέσει τη φρίκη. Σε κάποιες σελίδες παρεισφρέουν τμήματα λαϊκότροπα, όπου ο συγγραφέας δοκιμάζει να ταυτιστεί με την προφορική λαϊκή παράδοση, χρησιμοποιώντας αφηγηματικές διαδικασίες που ανταποκρίνονται στον προφορικό λόγο του λαού (λεξιλόγιο, σύνταξη, παροιμιακές εκφράσεις, μετωνυμίες), προκειμένου να παραστήσει ιστορίες που προσιδιάζουν στη λαϊκή θεματική. Τον τροφοδοτούν οι προσωπικές αναμνήσεις από τα παραμυθένια χρονιά της παιδικής του ηλικίας στη Μυτιλήνη.

Ο Α. Τερζάκης επισημαίνει ότι ο Στρ. Μυριβήλης διαιωνίζει, σ’ επική μορφή, το όραμα του μεγάλου πολέμου. Μαχητής της πρώτης γραμμής, αναπλάθει με εκπληκτική ενάργεια ύφους τις φοβερές εικόνες των τραγικών ημερών και σχεδιάζει φευγαλέα, μέσα στον καπνό και τις φλόγες, τις μαρτυρικές μορφές των αφανών ηρώων. Το βιβλίο του, Η ζωή εν τάφῳ, πρέπει να καταταχθεί στα αριστουργήματα της παγκόσμιας πολεμικής λογοτεχνίας για την παραστατική του δύναμη και την ποιητική πνοή που το εμψυχώνει.

Στην πρώτη έκδοση της Ζωής εν τάφῳ (1924), ο Μυριβήλης αγνοεί επιδεικτικά πατρίδα, εθνικές αξίες, πατρογονικές αρετές ή παραδόσεις. Μοναδικό του κριτήριο, η σημασία της ανθρώπινης ζωής, που σπαράζει κάτω από το καυτό ατσάλι και χάνεται εν ριπή οφθαλμού, χωρίς κανείς να νοιάζεται για την τύχη της. Στις διαδοχικές επανεκδόσεις του μυθιστορήματος (1930-1955), ο Μυριβήλης θα αποσύρει βαθμιαία όλα τα επίμαχα χωρία, για να υποστείλει στο τέλος (στο πλαίσιο της σφυρηλάτησης μιας εθνικότερης εικόνας του έργου) όλους τους αντιπολεμικούς τόνους.

Ο πόλεμος είναι η μεγάλη αποκάλυψη της ζωής για τον Μυριβήλη. Στις λάσπες των χαρακωμάτων, αντιμετωπίζοντας κάθε στιγμή τον θάνατο, μαθαίνει να ζει και να εκτιμά τις αξίες της ζωής. Με προοπτική τις χωρίς νόημα εκατόμβες γύρω από τα χαρακώματα, ακόμα κι οι αναμνήσεις της ελληνικής ζωής στους αγρούς και τα λιμανάκια της Μυτιλήνης φωτίζονται μ’ ένα εντελώς καινούριο νόημα. Η ζωή εν τάφῳ απέχει πολύ από το χαρακτηρισμό μυθιστόρημα, όπως αναφέραμε. Ο Μυριβήλης αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο, επεισοδιακά, τη ζωή στο μέτωπο.  Περιγράφει τους συντρόφους του, μιλάει με σαρκασμό για τους αξιωματικούς και τον εξ επαγγέλματος μιλιταρισμό, αφηγείται επεισόδια της ζωής στο νησί που άφησε πίσω. Όμως, οι εξαιρετικές πεζογραφικές του ικανότητες τον βοηθάνε να προχωρήσει παραπέρα. Μέσα από μία κατάσταση καθολικής εξέγερσης του υγιούς νέου ανθρώπου, που δεν θέλει ν’ αφήσει να τον σκοτώσουν, ανακαλύπτει στην αντιηρωική και ταπεινωτική ανία του χαρακώματος, την έννοια της ζωής, τη δύναμη της ανθρώπινης φύσης, που καμιά εγκληματική κτηνωδία δεν μπορεί να τη διαγράψει ή να την αφανίσει. Ο παραδοσιακός ηρωισμός των Ελλήνων που αγωνίσθηκαν πάντοτε για την ελευθερία μοιάζει να δύει οριστικά μέσα του.

Ο αντιμιλιταρισμός του Μυριβήλη δεν έχει κανέναν περιορισμό.  Ασκείται όχι μόνο με την καταγγελία των μέσων θανάτου κι αυτών που τα ορίζουν, αλλά και με την πίστη στη ζωή και τη λυρική δόνηση. Γιατί η γλώσσα του Μυριβήλη κατέχει ευρύτατες δυνατότητες και βρίσκει τον κατάλληλο τόνο για τις πιο διαφορετικές καταστάσεις και συναισθήματα.  Μέσα από την καλειδοσκοπική πραγματικότητα του βιβλίου, που πιέζει με όλα τα μέσα του υλικού και της υποβολής τον αναγνώστη,  προβάλλει τη βαθύτερη σημασία του έργου, και γίνεται φανερό ότι δεν περιορίζεται μόνο στην ατομική σωτηρία, αλλά προεκτείνεται σε μία πανανθρώπινη υπόθεση. Ειδικότερα, στη μέθοδο της έκφρασης, είναι αλήθεια ότι ο Μυριβήλης χρησιμοποιεί τον εξπρεσιονιστικό νατουραλισμό. Όμως, στην κάθαρση της εκρηκτικής εμπειρίας, η εκφραστική αμεσότητα τον απελευθερώνει από τα παρακμιακά στοιχεία.

Ο Μυριβήλης με την τριλογία του, Η ζωή εν τάφῳ, Η Δασκάλα με τα χρυσά μάτια, που αποτελεί ένα είδος συνέχειας του πρώτου, και Η Παναγιά η Γοργόνα, πέτυχε να δώσει μια συνταρακτική ζωγραφιά της τραγωδίας του μεγάλου πολέμου και της Μικρασιατικής συμφοράς. Είναι ένας από τους ελάχιστους Έλληνες μυθιστοριογράφος που έγραψε πολεμικά έργα ικανά να σταθούνε δίπλα στα καλύτερα παρόμοια ξένα. Με την Ζωή εν τάφ εγκαινιάζει στην ελληνική πεζογραφία το αντιπολεμικό μυθιστόρημα. Η θεματολογία, το λυρικό και ποιητικό ύφος, η καλοδουλεμένη γλώσσα ενός αξιόλογου τεχνίτη του λόγου, τον κατατάσσουν ανάμεσα στους σημαντικούς συγγραφείς. Το έργο του συνδέει την παλιά γενιά λογοτεχνών με την επόμενη μεταπολεμική γενιά και επηρεάζει πολλούς μεταγενέστερους πεζογράφους. Οπλισμένος με το δίδαγμα των προκατόχων του και με το πλούσιο βιωματικό υλικό του, βάδισε άνετα στο θεματολογικά παρθένο χώρο της αντιπολεμικής λογοτεχνίας. Το έργο του, μεταφρασμένο σε πολλές γλώσσες, πιστοποιεί παγκόσμια απήχηση και τον ανάγει επάξια στο επίπεδο των Ευρωπαίων ομοτέχνων του (Ε. Μ. Ρεμάρκ, Α. Μπαρμπύς, Τζ. Ντυαμέλ, Α. Λατσκο, Ρ. Ντορζελές).

Δεν χωρά καμία αμφιβολία ότι ο Στρατής Μυριβήλης είναι ένας μάστορας του νεοελληνικού πεζού λόγου. Όλα τα πεζογραφήματά του χαρακτηρίζονται από εκφραστική πληρότητα και πυκνότητα ύφους. Ο Μυριβήλης συνιστά έναν σύνθετο τύπο λογοτέχνη. Πρόκειται για δαιμόνιο κυνηγό θεμάτων, για έναν μεγάλο τροβαδούρο του διηγήματος. Ανήκει στην τάξη των δημιουργών, που εξαρχής δίνουν ένα ώριμο, καθορισμένο κι οργανωμένο έργο. Μοιάζει να γεννήθηκε για να περιγράψει τον πόλεμο.

 

 

* Η Κλεοπάτρα Ζαχαροπούλου είναι πτυχιούχος Φιλολογίας και πρωτεύσασα του Πανεπιστημίου Πατρών, κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος με τίτλο «Σύγχρονες προσεγγίσεις στη γλώσσα και στα κείμενα» και Πιστοποιητικού Συμπληρωματικής Εκπαίδευσης του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών με θέμα  «Μαθησιακές δυσκολίες – δυσλεξία». Η πτυχιακής της εργασία «Ζητήματα ποιητικής και ιδεολογίας στο έργο του Ηλία Βενέζη και της Αιολικής Σχολής» βρίσκεται στο ΕΛΙΑ και η διπλωματική της διατριβή «Μακεδονικές Ημέρες: η διαμόρφωση του νεωτερικού λόγου στην πρωτεύουσα του βορρά και οι μεσοπολεμικές πνευματικές αναζητήσεις» στο http://nemertes.lis.upatras.gr. Το 2010 ταξινόμησε μαζί με την Άννα Κατσιγιάννη το αρχείο της Νένης Ευθυμιάδη. Έκτοτε εργάζεται ως εκπαιδευτικός στην ιδιωτική εκπαίδευση, ενώ παράλληλα αρθρογραφεί σε εφημερίδες και εκπαιδευτικά portal.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top