Fractal

Προσωπική και κοινωνική αφύπνιση στη διάρκεια του συναρπαστικού μας ταξιδιού

Γράφει ο Γεώργιος Νικ. Σχορετσανίτης //

 

Κωνσταντίνος Μ. Σκηνιώτης, «Η ζωή είναι ταξίδι» 55 Ανέκδοτα ποιήματα. ΑΩ Εκδόσεις. 2016. Καλύβια Αττικής)

 

Το εξώφυλλο του ποιητικού ετούτου βιβλίου του Κωνσταντίνου   Σκηνιώτη,  κοσμείται καταλλήλως από  εικαστικό έργο του Βαγγέλη Τζερμιά. Παριστάνει ένα καράβι με κάτασπρα πανιά να ταξιδεύει μέσα στη νύχτα. Ίσως κάποιο απροσδιόριστο φως να πέφτει πάνω του από κάπου ψηλά, πιθανόν το φεγγάρι,  που δεν είναι όμως γνωστό, ούτε διακρίνεται  ευκρινώς.  Άλλωστε και στην αρχή του βιβλίου, στο ‘αντί προλόγου’, ο ποιητής μας υπενθυμίζει ότι ‘ο άνθρωπος, αρκετά πριν δει το φως της ημέρας, ξεκινάει ένα συναρπαστικό και άγνωστο ταξίδι. Η γέννησή του σηματοδοτεί έναν απόπλου για προορισμούς άγνωστους, σε μια θάλασσα άλλοτε ήρεμη, άλλοτε μανιασμένη…’. Το προσωπικό ταξίδι του καθενός, καταλήγει φυσικά στην Ιθάκη του, αλλά όπως κατά κόρον έχει δηλωθεί από πολλούς και μας το υπενθυμίζουν ολοένα και περισσότεροι,  η ουσία βρίσκεται στο ταξίδι στον ανοιχτό δρόμο και στους αχανείς ορίζοντες της μυστικής πορείας του κάθε ανθρώπου. Το κέντρο βάρος της συλλογής, όμως, βρίσκεται  στις φουρτούνες της πορείας του ανθρώπου, στις δυσκολίες και δυστροπίες που απειλούν το άτομο, όταν δεν γνωρίζεις τι θα μπορούσε να φέρει το μέλλον, γνωστού όντος ότι δεν μπορείς από την άλλη μεριά να ζήσεις τα προηγούμενα, καλά και κακά.

Η καινούργια λοιπόν ποιητική συλλογή του Κωνσταντίνου  Σκηνιώτη,  χωρίζεται αυστηρά σε τρεις ενότητες. Τα ‘Ερωτικά και βιωματικά’,  τα ‘Κοινωνικά και άλλα’, και τέλος το ‘Όραμα και ιδέες’, σε ένα σύνολο πενήντα πέντε ποιημάτων. Στην πρώτη ενότητα, ο ποιητής παραχωρεί  την πρωτοκαθεδρία και εστιάζεται με συγκινητικό τρόπο αναγκαστικά στους γεννήτορές του. Στη μητέρα του (‘Πέταξες’) ‘που πήρε το δρόμο για πολύ ψηλά, εκεί που τα μικρά δε φτάνουν’,  στο ξεκίνημα της συλλογής και λίγο παρακάτω (‘Πατέρας εκπαιδευτής’) στον πατέρα του που με τη ‘δυνατή του φτερούγα’ τού έδωσε γερό σπρώξιμο στο δρόμο μπροστά του.  Ένα σεβαστό μέρος της ενότητας ετούτης αφιερώνεται και αφορά, οπωσδήποτε,  τον έρωτα. Άλλοτε αυτός να γίνεται πηγή ζωής, και άλλοτε αφορμή άλλων πολυποίκιλων συναισθηματικών προβλημάτων. Ο ποιητής όμως, όπως κι’ όλοι μας, άλλωστε, επιθυμούν να κρατούν στη μνήμη τις ‘Καλές στιγμές’: ‘Στάθηκες και με κοίταξες/τα μάτια σου στα μάτια μου/έπειτα μίλησες/ Αυτά σκαρώνει η ζωή, είπες/Φέρνει όλα όσα δεν θα ’θελες να έρθουν/Αλήθεια είναι αυτό, αντέτεινα/ Όμως, εγώ ήθελα να κρατώ/ εκείνες τις καλές στιγμές’! Στην ‘Εκδρομούλα’, στοχάζεται τις αναβολές του ανθρώπου, τους δισταγμούς του για κάτι διαφορετικό, για έναν καλύτερο δρόμο, μια σαφώς σπουδαιότερη προοπτική και πορεία, ‘… Χαρές της ζωής, θα πεις/ απ’ αυτές που πολλές φορές/ αφήνουμε στα συρτάρια’. Στο ‘Κυριακάτικο Μεσημέρι στης Ελεάννας’, βλέπει ότι η παντοδύναμη μνήμη και νοσταλγία, κάποια στιγμή κάνουν την εμφάνισή τους με αφορμή τυχαίο γεγονός ή σχεδιασμένη συνάντηση: ‘Τα ποτήρια γεμίσαμε με μνήμες/ιστορίες αγάπης μα και πόνου/παιδικά όνειρα που προδόθηκαν/σκέψεις και πόθοι που εξαϋλώθηκαν’.

Στα ‘Κοινωνικά και άλλα’, αναλύει και μας κάνει κοινωνούς των βαθύτερων προσωπικών του θεωρήσεων γύρω από σοβαρά θέματα της κοινωνίας και των μελών της. Απ’ εδώ δεν θα μπορούσαν να λείπουν συνάνθρωποί μας με την ολοένα και αυξανόμενη σε συχνότητα νόσο του Αλτσχάϊμερ, ειδικά όταν εξωτερικεύουν με το δικό τους τρόπο κάποιες ακατάληπτες εμμονές της πάθησης σε γνωστά και αγαπημένα τους πρόσωπα, ηλικιωμένοι εγκαταλελειμμένοι από τους δικούς τους στα γηροκομεία, απογυμνωμένοι από επιθυμίες και δυνατότητες αλλά ανοιχτοί σε ένα απλό άγγιγμα ή χάιδεμα του χεριού τους, μια γενιά ανθρώπων να φεύγει και να ‘μας αφήνει αμήχανα μόνους’, κάποιες κακοδαιμονίες της φυλής μας στο ‘Σακραμέντο’, όταν διαπιστώνει σύγκρυος ότι : ‘Εκεί στο Σακραμέντο/ αν σήμερα ξύπναγα με μιας/και στην πατρώα γη επέστρεφα/ θα πέθαινα ίσως από έκπληξη/ καθώς στον ίδιο αιώνα που την άφησα/ βρίσκεται η πατρώα γη ακόμα’!

Έρχεται κάποια στιγμή, όμως, γεγονός που ζήσαμε και ζούμε ακόμη, που ‘…αρχίζουν να φτάνουν απελπισμένα/ μεταναστευτικά πουλιά κουρασμένα/ και τσιμπολογούν μπουκιές ψωμιού/ελπίδα ζωής, αλμυρού νόστου/ παρήγορη γλύκα στα χείλη’, και το πρόβλημα των μεταναστών και των προσφύγων βρίσκεται στην πρόσφατη ποιητική φαρέτρα του Σκηνιώτη. Μαζί με τους προαναφερόμενους στίχους από την ‘Αλληλεγγύη’, εξίσου σημαντικοί είναι και κάποιοι ‘ερευνητές σκουπιδιών για ένα πιάτο φαΐ’ από την ‘Ανέχεια’.

 

Κωνσταντίνος Μ. Σκηνιώτης

 

Απ’ αυτό το ταξίδι του ποιητή, δεν θα γινόταν να λείπουν οι βαθύτερες σκέψεις του για μια καλύτερης ποιότητας ζωή, τα οράματά του, οι ιδέες του για τα τεκταινόμενα σήμερα στον ευρύτερο κοινωνικό ιστό της χώρας μας: ‘…Αγαπημένε μου παππού/ τα νέα από δω/ίδια και απαράλλαχτα είναι/Η γη να ρημάζει/ οι νέοι να φεύγουν/οι γέροι στη φτώχεια/ τα σχολειά να κλείνουν/ η λάμπα ν’ ανάβει ξανά/ το μέλλον να οπισθοχωρεί βίαια/ Αν είναι αν ξανάρθεις / να το σκεφτείς καλά’!

Στίχοι σαφώς εμπνευσμένοι από την πολύπλευρη πολιτική, κοινωνική και οικονομική κρίση της τελευταίας δεκαετίας που μας μαστίζει σε συνεχόμενη βάση, από την οποία είναι αμφίβολο αν, πότε και κατά πόσο θα μπορέσουμε να αποδράσουμε και εξέλθουμε σώοι και το σπουδαιότερο υγιείς, σωματικά και ψυχικά! Γραφή στακάτη, άκρως βιωματική, ολοζώντανη, με ευθείς προβληματισμούς, διάχυτη ευαισθησία και  προτροπή για μελλοντική εμβύθιση, ανασύνταξη  και ανασυγκρότηση του καθενός μας. Μια φωνή που με απλά και καθημερινά λόγια-στίχους και ταυτόχρονα χαμηλούς τόνους, στιγματίζει τα κακώς κείμενα και επιθυμεί την βελτίωση της ποιότητας ζωής του ποιητή  και βεβαίως των συνανθρώπων του.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top