Fractal

Εγκιβωτισμένοι στην Ιστορία

Γράφει η Πέρσα Κουμούτση //

 

Ελένη Λόππα, «Η ζωή είναι αλλού; Requiem for a dream», εκδόσεις Ρώμη, Θεσ-σαλονίκη, 2017

 

Τίποτα δεν απασχόλησε τόσο έντονα και δεν προβλημάτισε την κοινή γνώμη, όσο το μεταναστευτικό ζήτημα, ιδίως κατά την περίοδο του 2015-2016, όταν έφτασε στο αποκορύφωμά του. Οι τραγικές εικόνες των ανθρώπων που έφταναν αθρόα στη χώρα μας από τις δοκιμαζόμενες, λόγω των πολέμων περιοχές, κυρίως τη Συρία, έγιναν για μας μια νέα πραγματικότητα, την οποία κληθήκαμε να αντιμετωπίσουμε κατάματα, ανατρέποντας την μέχρι τότε εφησυχασμένη ζωή μας. Αποτέλεσαν δε έναυσμα και πηγή έμπνευσης για πολλούς καλλιτέχνες και συγγραφείς, οι οποίοι προσπάθησαν να αποτυπώσουν κάποια ψήγματα αυτής της απάνθρωπης και τραγικής συνθήκης.

Ένα τέτοιο βιβλίο είναι και το μυθιστόρημα της Ελένης Λόππα, που εκδόθηκε πριν από λίγο καιρό από τις εκδόσεις Ρώμη και αποτυπώνει με παραστατικό και ρεαλιστικό τρόπο τα τραγικά συμβάντα που συγκλόνισαν την κοινή γνώμη και συνεχίζουν να την απασχολούν. Η ηρωίδα του βιβλίου, η Μυρτώ, συνειδητοποιείται ξαφνικά, μέσα από τις αλλεπάλληλες τραγικές εικόνες των ΜΜΕ, με τα μακάβρια ναυάγια στη Μεσόγειο και στο Αιγαίο, που στοίχισαν τις ζωές πολλών δεκάδων ανθρώπων, τον εκπατρισμό χιλιάδων μεταναστών και προσφύγων, και αποφασίζει να ενταχτεί σε μια μη Κυβερνητική Οργάνωση στη Λέσβο. Εκεί θα δοθεί ολοκληρωτικά στη συμπαράσταση των δυστυχισμένων ανθρώπων που φτάνουν καθημερινά στο νησί, εξουθενωμένοι, έχοντας χάσει όχι μόνο την πατρίδα τους, αλλά συχνά σε κάποιο ναυάγιο και τα αγαπημένα τους πρόσωπα. Στη Λέσβο θα γνωρίσει τη Σάχαρ, τη Σαμίρα, τη Λάιλα, τη Ράντα, πρόσωπα καταλυτικά, που θα τη διδάξουν και θα της δώσουν πολλά, θα διευρύνουν τους ψυχικούς και συναισθηματικούς της ορίζοντες. Αλλά μέσα στον χαμό, την τραγικότητα, τη θλίψη και τον πόνο που επικρατεί γύρω της, η Μυρτώ θα γνωρίσει και έναν μεγάλο έρωτα. Κανείς όμως δεν ξέρει την κατάληξή του, αφού όλα είναι ρευστά και ο αναγνώστης καλείται, με τη δημιουργική φαντασία του, να απαντήσει ο ίδιος στα βασανιστικά ερωτήματα της Μυρτώς και να καλύψει τρόπον τινά τα «κενά» του κειμένου. Ο τίτλος του βιβλίου παραπέμπει, με ερωτηματικό όμως τρόπο, στο βιβλίο του Κούντερα, Η ζωή είναι αλλού, ενώ ο υπότιτλος στη συνταρακτική ταινία του Αρονόφσκι, όπου η ηρωίδα και ο γιος της μάταια ονειρεύονται να βγουν από τη θλιβερή τους πραγματικότητα, όπως και οι πρόσφυγες που ονειρεύονται, μάταια τις περισσότερες φορές, να βρουν μια καινούρια ζωή αλλού. Το βιβλίο βρίθει από πραγματικά γεγονότα και περιστατικά που η συγγραφέας συγκέντρωνε και αποδελτίωνε μεθοδικά για μια μεγάλη περίοδο, σαν σε ένα  ιδιότυπο ημερολόγιο, στο οποίο κατέγραφε τις πιο έντονες εικόνες και τα καθημερινά συμβάντα. Έτσι, αποσπάσματα από εφημερίδες, άρθρα, κείμενα ποιητικά και πεζά, επιστολές, ιστορικά γεγονότα, απόψεις σημαντικών διανοούμενων για το προσφυγικό, αλλά και για τον φονταμενταλισμό των τζιχαντιστών, ένας πλούτος πληροφοριών, εμπεριέχονται στο βιβλίο, σε συνδυασμό πάντα με την εξέλιξη της ερωτικής ιστορίας της Μυρτώς και του Πέτρου και την ανταλλαγή απόψεων για όσα οι δυο τους βιώνουν καθημερινά στο νησί. Κάθε κεφάλαιο αρχίζει με ένα ή περισσότερα ποιητικά μότο που εισάγουν με αρμονικό και μουσικό τρόπο στο περιεχόμενο του κεφαλαίου. Όλα αυτά, λοιπόν, μεταστοιχειώθηκαν σε πρώτη ύλη, πάνω στην οποία έκτισε η συγγραφέας την ιστορία της, καταθέτοντας επίσης και τα δικά της ερωτηματικά για την τρομαχτική άνοδο της «δύναμης του παραλόγου». Η Μυρτώ, με αυτή την έννοια, δεν είναι παρά η μυθιστορηματική «περσόνα» της συγγραφέως. Έτσι, σ’ αυτήν την ιστορία ο αναγνώστης θα διαβάσει και θα θυμηθεί: τις τραγικές εικόνες των ναυαγίων και των προσφύγων που μας συγκλόνισαν, τη συμπεριφορά των ανθρώπων –κυρίως των νησιωτών- προς τους πρόσφυγες, στην πλειοψηφία τους θετική, κάποτε όμως και αρνητική, τις προσπάθειες των λιμενικών να σώσουν ζωές, αλλά και την παγερή στάση των ευρωπαϊκών χωρών απέναντι στους πρόσφυγες. Παράλληλα με αυτά, στο βιβλίο καταγράφονται και άλλα σημαντικά γεγονότα αυτής της χρονιάς, 2015-2016, που σημάδεψαν όχι μόνο τη χώρα μας, αλλά και ολόκληρη την Ευρώπη. Όπως και στα προηγούμενα βιβλία της, η Ελένη Λόππα εγγράφει, εγκιβωτίζει, θα έλεγα, τη μικρή ιστορία των ηρώων/ηρωίδων της, μέσα στη μεγάλη Ιστορία. Έτσι η Ιστορία μεταπλάθεται σε λογοτεχνία και η λογοτεχνία σε Ιστορία. Όλα αυτά μαζί με τη φαντασία και την ευαισθησία της έγιναν βιβλίο που εκπέμπει κυρίως ένα σπουδαίο ουμανιστικό μήνυμα: την υπέρβαση του εαυτού και την προσφορά προς τον Άλλον, ανεξάρτητα από θρησκεία, φυλή, γλώσσα, πολιτισμό. Ένα βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί, για να μας θυμίζει ότι η ελευθερία και η ανθρώπινη αξιοπρέπεια είναι οι σημαντικότερες αξίες και ότι τίποτα δεν είναι δεδομένο, αφού ανά πάσα στιγμή ένας πόλεμος μπορεί να ανατρέψει την ήρεμη και ασφαλή ζωή μας.

 

Ελένη Λόππα

 

Απόσπασμα από το βιβλίο, σελ. 60-62, που εισάγουν στη συνειδητοποίηση της Μυρτώς.

«Εκείνο το βράδυ φιλοξενήθηκε στο σπίτι της φίλης της, της Σόνιας. Δεν έκλεισε μάτι όλη τη νύχτα. Ο Άγγελος τηλεφωνούσε συνεχώς, η Σόνια του έλεγε ότι δεν είδε τη Μυρτώ, δεν ξέρει πού βρίσκεται. Οι δυο τους κουλουριασμένες στον καναπέ του σαλονιού, αφού συζήτησαν το θέμα εξαντλητικά και κατέληξαν ότι η καλύτερη λύση ήταν η διακοπή της σχέσης, με όλο το κόστος που έχει, άνοιξαν την τηλεόραση για το τελευταίο δελτίο ειδήσεων. Εκεί είδαν συγκλονισμένες το δράμα των προσφύγων. Ανθρώπους να παλεύουν με τα κύματα, προσπαθώντας να φτάσουν στις ακτές των νησιών. Λιμενικούς να σώζουν ζωές, ψαράδες να έχουν αφήσει τα δίχτυα τους και να «ψαρεύουν ανθρώπους» και μικρά παιδιά, άλλοτε ζωντανούς, άλλοτε νεκρούς. Εθελοντές από όλο τον κόσμο, ΜΚΟ, γιατρούς χωρίς σύνορα, κατοίκους των νησιών να προσφέρουν ρούχα, τρόφιμα και προσωπική δουλειά, για συμπαράσταση και αλληλεγγύη στους ξεριζωμένους ανθρώπους. Η Μυρτώ βούρκωσε. Αναρωτήθηκε τι κάνει αυτή για τους συνανθρώπους της. Αισθάνθηκε ντροπή που μέχρι τώρα το μόνο που την απασχολούσε ήταν ο εαυτός της, η προβολή της κι έρωτάς της. Ήταν όμορφη και η αίσθηση που προκαλούσε στο περιβάλλον της τής έδινε έναν αέρα υπεροχής. Διαπίστωσε όμως ξαφνικά ότι δεν ζούσε πραγματικά, αλλά ότι ήταν κλεισμένη σε ένα χρυσό κουκούλι, προφυλαγμένη από τη δυστυχία του κόσμου, και επαναπαυμένη ηθικά και ιδεολογικά. Νόμιζε ότι ήταν αρκετό που πρόσφερε με τη δουλειά της έργο στην κοινωνία. Αυτό της έφτανε, για να έχει ήσυχη τη συνείδησή της. Οι εικόνες με τα ασυνόδευτα παιδιά, τις διαλυμένες από τον πόλεμο οικογένειες, που έφταναν εκατοντάδες καθημερινά στα νησιά, με τα σώματα που επέπλεαν στη θάλασσα, αλλά και με τον ηρωισμό των ανθρώπων που έδιναν μάχη, για να τους σώσουν, ήταν γροθιά στο στομάχι της. Όπως ήταν και απελπισμένη από τον άτυχο έρωτά της, πήρε τη μεγάλη απόφαση: «Αύριο κιόλας φεύγω για τη Μυτιλήνη», είπε στην εμβρόντητη Σόνια. «Μα, κάτσε. Τι σ’ έπιασε ξαφνικά; Πού θα πας; Τηλεφώνησε πρώτα σε κάποιον που έχει σχέση με αυτά, πάρε πληροφορίες, κι έπειτα αποφασίζεις», της είπε. «Όχι, όλοι χρειάζονται σε μια τέτοια περίπτωση. Θα ενταχτώ σε μια μη κυβερνητική οργάνωση, σε κάποια ομάδα εθελοντών. Ξεχάσαμε ότι είμαστε άνθρωποι, Σόνια. Ας ξαναβρούμε, επιτέλους, τον ανθρωπισμό μας. Εδώ δεν με κρατάει τίποτε πια. Το γραφείο μπορεί να κάνει και χωρίς εμένα. Με τον Άγγελο, ιδίως μετά τα σημερινά, με χωρίζει άβυσσος πια. Οι δικοί μου είναι στην Αθήνα. Δεν με χρειάζονται, τα βγάζουν πέρα. Άλλοι άνθρωποι μάς χρειάζονται και δεν μπορούμε να κλείνουμε τα μάτια σε τόση δυστυχία. Και για να μην γενικεύω, εγώ πια δεν μπορώ, δεν μπορώ…». Το πρόσωπό της, καθώς μιλούσε με τόσο πάθος, έλαμπε σαν ήλιος. Και στα μάτια της άστραφτε μια πρωτόγνωρη δύναμη, τόλμη και αποφασιστικότητα. Η Σόνια δεν μίλησε. Καταλάβαινε ότι η ξαφνική συνειδητοποίηση της φίλης της, την οδηγούσε εκείνη τη στιγμή σε μια βαθιά εσωτερική μεταμόρφωση. Μια μεταμόρφωση που αντανακλούσε στο πρόσωπό της και έκανε να λαμπαδιάζει ολόκληρο το σώμα της από τη μεγάλη απόφαση. Ήταν μια άλλη Μυρτώ, που τώρα ανακάλυπτε και η ίδια τον εαυτό της και που η Σόνια τώρα ανακάλυπτε για πρώτη φορά.»

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top