Fractal

Η ζωή της άλλης

της Πέρσας Κουμούτση // *

 

fractal_summerΤα τελευταία χρόνια την παρακολουθούσε ανελλιπώς. Κι όσο περνούσε ο χρόνος, όσο περισσότερο η συνήθεια αυτή γινόταν επιτακτική, αναπόσπαστο κομμάτι της δικής της ζωής, μια αχτίδα φωτός μέσα στον μόνιμο, παρότι πρόωρο χειμώνα της. Ανάγκη σαν εκείνη της ανάσας. Η ίδια είχε κλειστεί πια στο μικρόκοσμο που της είχε προδιαγράψει η ζωή, αφήνοντας τη έξω από τις πύλες της, τα θελκτικά καλέσματά της, τις προκλήσεις της. Μοναδική της παρηγοριά εκείνη η γυναίκα που μεγάλωνε κι όλο μεγάλωνε, χαρίζοντας της θεατρικά όλη της τη ζωή. Χρόνια ολόκληρα σκεφτόταν πως θα ερχόταν αυτή η μέρα, όπου η ζωή της άλλης θα γινόταν το πάρεργό της, και η σκέψη αυτή την τρόμαζε. Και να που τώρα είχε γίνει πια συνθήκη ζωής, συνήθεια καθημερινή και μάλιστα απαρέγκλιτη και αδιάψευστη. Ασυναίσθητα έπιανε τον εαυτό της να της φωνάζει από μακριά να προσέχει, να μην ακολουθήσει εκείνο ή τον άλλο δρόμο. αν είχε τη δική της εμπειρία ζωής, πόσο διαφορετικά θα χειριζόταν τα ζητήματά της, κατέληγε πάντα με βαθιά μελαγχολία. Εντελώς διαφορετικά, συνέχιζε να μουρμουρίζει συγκατανεύοντας στον εαυτό της, χωρίς να μπορεί να απομακρυνθεί, ούτε βήμα από το παθητικό της πάρεργο. Πόσες φορές δεν κατάφερε να αποκρούσει την ακαταμάχητη επιθυμία να αφουγκραστεί τις χαρές, τον ενθουσιασμό, την έξαψη, εκείνης της γυναίκας. Μια μικρή και ξέθωρη άνοιξη μέσα στον άχρωμο χειμώνα της: ένας βαθύς κι ατέλειωτος χειμώνας, μοναξιάς, ανάδρομων αναμνήσεων, αλλά και μιας αίσθησης αδράνειας , βασανιστικής αδράνειας κι ανημποριάς και διαπίστωσης ότι πολύ πιο σύντομα από όσο πίστευε, απ’ όσο φοβόταν, η ίδια είχε ολοκληρώσει τον κύκλο της.

«Πολλές φορές αναρωτιέμαι τι είναι αυτό που κάνει έναν άνθρωπο ευτυχισμένο», την άκουσε ξαφνικά να του λέει, ενώ ο άλλος ήταν έτοιμος να φύγει. Δεν απάντησε. ήξερε πως η ερώτηση αυτή ήταν καθαρά ρητορική. Ήξερε ακριβώς τι ήταν αυτό που θα την έκανε ευτυχισμένη. Η αγάπη του, που όμως δεν μπορούσε πια να της τη δώσει. είχε κάνει την επιλογή του και η απόφαση του ήταν αμετάκλητη. Δεν ήταν εύκολο να της αποκαλύψει την αλήθεια, αλλά έπρεπε να βάλει τέλος στη δυστυχία της, στην ανέλπιδη προσμονή της. «Δε θέλω να έχεις άλλες προσδοκίες. το ταξίδι τέλειωσε για μας, πάρ’ το απόφαση».

Τον είχε πει σκληρό, άνθρωπο με νεκρά αισθήματα, αλλά το πρόσωπο παρέμεινε ανέκφραστο, παγωμένο.

Την είδε να ψάχνει απελπισμένα για ίχνος της παλιάς αγάπης με εκείνα τα μεγάλα εκφραστικά μάτια της, αλλά ήταν φανερό ότι, δε βρήκε τίποτα. Μόνο ψήγματα οίκτου. Εκείνη που είχε κάποτε όλη τη δύναμη στα χέρια της, είχε καταντήσει ένα μικρό άθυρμα στα δικά του. Μπορούσε να το χειριστεί όπως ήθελε, αλλά εκείνος επέλεξε να το συνθλίψει, να το πετάξει στα αζήτητα και μάλιστα σε μα από τις πιο κρίσιμες και αποφασιστικές περιόδους της ζωής της. Δεν έλαβε υπόψη του τον εύθραυστο συναισθηματικό της κόσμο, την τραγική απώλεια που είχε προηγηθεί. Ναι, απλά επέλεξε να το σπάσει, να το κατακερματίσει με την αναλγησία ενός στυγνού εγκληματία. Κόπωση της είχε πει, η σχέση τους κουράστηκε, νόσησε αμετάκλητα. Πώς και που θα έβρισκε πάλι τη δύναμη να συνεχίσει; αντέκρουσε εκείνη σπαραχτικά. Στα αλήθεια τι είναι αυτό που κάνει έναν άνθρωπο τόσο ανήμπορο; Είχε αναρωτηθεί; Αλλά όταν επιτέλους βρήκε το κουράγιο να φύγει για πάντα, ή μάλλον να αποσυρθεί στην ανυπαρξία της- ήταν ήδη ένα διαλυμένο άτομο. Μια καταρρακωμένη, αδύναμη ψυχή. Ένα σπασμένο παιγνίδι στα χαιρέκακα χέρια της ζωής.

Οι μέρες και οι εβδομάδες που ακολούθησαν ήταν εφιαλτικές. Οι νύχτες συντόμευσαν και έφευγαν γρήγορα από τη ζωή σαν την ομίχλη και τα σύννεφα. Γρήγορα είπα; Κάθε άλλο. Οι νύχτες όπως και ο μέρες σέρνονταν και πάλι ατέλειωτα, βασανιστικά αδιάφορα και μονότονα. Εφιαλτικό είναι το αίσθημα της στασιμότητας, της αδιαφορίας, της βραδύτητας, του τίποτα. Πώς να το πολεμήσει; Συχνά καθόταν μπροστά στο παράθυρό της, ατενίζοντας τον ορίζοντα κατά τις ώρες του δειλινού. Κοίταζε τα σύννεφα και ένιωθε πως τα σχήματα δεν ήταν παρά μια μορφή θεϊκής γραφής, γραπτά μηνύματα γραμμένα σε άλλη γλώσσα, σιωπηρή, χωρίς γράμματα, που κανείς δεν μπορούσε να διαβάσει, εκτός από τους επιλεγμένους εκείνους ανθρώπους που την αντιλαμβάνονται με την καρδιά τους. Δεν ήταν από εκείνους που, παρά τον έντονο συναισθηματισμό και την ευαισθησία της, πίστευαν στο υπερφυσικό. ήταν πραγματίστρια και πάντα κράταγε τις επιφυλάξεις της σε ότι αφορούσε αυτά τα θέματα. Κι όμως, ήξερε ότι χρειαζόταν ένα θαύμα για να την αφυπνίσει από το λήθαργο στον οποίο βούλιαζε, να την επαναφέρει στη ζωή. Πότε θα γινόταν αυτό το θαύμα και άραγε, τι έπρεπε να κάνει για να το βοηθήσει; Το είχε παλέψει πολύ, το πάλεψε ώσπου εξαντλήθηκε. Ώσπου σερνόταν πια σαν σκιά από το ένα δωμάτιο στο άλλο, δεν είχε το κουράγιο να πολεμήσει το αίσθημα της αδικίας, αλλά ούτε ακόμα εκείνο της ένοχης ντροπής, όταν σκεφτόταν ότι η απώλεια της αγάπης του της κόστιζε πιο πολύ κι από την τραγική απώλεια εκείνου του παιδιού. Σε ποιον θα τολμούσε να εκμυστηρευτεί μια τέτοια ασχήμια ψυχής; Σε ποιον;

«Έχασες το μέτρο». Τον άκουσε να της καταλογίζει ανέκφραστα.

«Και τι είναι ο έρωτας; αριθμομηχανή;»

«Δεν μπορώ άλλες, εξαρτήσεις.»

Την είχε κυριεύσει και την είχε ακυρώσει. Ούτε οι ικεσίες έπιαναν, ούτε τα σπαραχτικά της δάκρυα, ενώ ένα τοίχος υψωνόταν κάθε φορά που τολμούσε να συζητήσει ‘λογικά’ μαζί του, και κάθε φορά πιο συμπαγής, πιο αδιαπέραστος από τον προηγούμενο. Να γυρίσει πίσω το χρόνο και να διορθώσει τα λάθη; Και ποια ήταν αυτά τα λάθη; Ακόμα δεν μπορούσε να τα εντοπίσει. Ίσως, η υπερβολική, η υπερβατική σχεδόν αγάπη της για εκείνον. Δεν την άντεξε, τον έπνιξε. Όμως, πώς να τηρεί κανείς το μέτρο όταν αγαπά με κάθε ψήγμα της ύπαρξής του; Πώς να ζυγίζει κανείς ή να μετριάζει τα συναισθήματα του; Που είναι αυτή η μαγική ζυγαριά να την αγοράσει;

Προσπαθούσε να αποσπάσει τις σκέψεις της, να απομακρύνει το μυαλό της από το πρόσωπο του μόνο και μόνο για να μην πονά, αλλά αυτό συνέχισε να ταξιδεύει σε εκείνον, μόνο σε εκείνον, στα μάτια, στα χέρια του, στο σώμα του και έπειτα πάλι στην άτονη εκείνη έκφραση της αμετάκλητης, αδιάλλακτης απόρριψης. Αλλά τι είδους εξάρτηση είχε διενεργηθεί; Τι ήταν αυτό που την έσπρωξε σε αυτή την καταστροφική επιλογή, παρακάμπτοντας εξαρχής τα οφθαλμοφανή; από πού άντλησε όλη αυτή τη δύναμη να αντέξει σε ένα καθεστώς ψυχοφθόρας και συνεχούς έντασης, επιθετικότητας και αισθησιακού αδιεξόδου. Παρόλα αυτά ο χωρισμός, ήταν πιο επώδυνος κι από τη συμβίωση εκείνων των λιγοστών χρόνων και άφησε πίσω της ανεπούλωτα σημάδια.

Με τα χρόνια οι τραχιές πλευρές λειάνθηκαν, ενώ η ίδια σκλήρυνε τόσο που δεν ένιωθε τίποτα πια. Τίποτα απολύτως, Μια τραγική φιγούρα που η απάθεια σιγά-σιγά σύρθηκε πάνω της και την εξουσίασε εντελώς, θέλοντας με αυτόν τον τρόπο και πάλι να του μοιάσει. Δεν ένιωθε τίποτα. Ούτε αγάπη, ούτε πόνο, ούτε χαρά, ούτε λύπη, ούτε έκσταση. Ένας ατέλειωτος χειμώνας στο μυαλό και στην καρδιά. Τα τελευταία χρόνια, μάλιστα, ο βιολογικός της ρυθμός, ο τρόπος που άφηνε το χρόνο να περνά, η βραδύτητα των αντιδράσεων της στα περισσότερα, έφτιαχναν το πορτραίτο ενός ανθρώπου που προτιμούσε να γυρίζει στη σιωπή του παρά να συμμετέχει σε ένα κόσμο που πίστευε ότι δεν την καταλαβαίνει πια καθόλου. Μοναδική της παρηγοριά το παρελθόν οι ανάδρομες αναμνήσεις της: η ζωή της άλλης, ή μήπως η δική της ζωή; Δεν ήταν βέβαιη πόσα χρόνια είχαν περάσει βιώνοντας αυτό τον μόνιμο χειμώνα, θυμάται μόνο ότι όταν επιτέλους κατάφερε να βγει από τη συναισθηματική της απομόνωση και τα σκοτάδια της, όταν επιτέλους βρήκε τη δύναμη να σηκωθεί και να βγει έξω στο φως, ήταν όντως άνοιξη. Μια θαυμάσια μέρα, εκτυφλωτικά φωτεινή, τόσο, που υποχρεώθηκε να κλείσει εκείνο το αναθεματισμένο ‘παράθυρο’ του ψυχικού θανάτου της. Και με την αποφασιστικότητα μιας αθλήτριας της ζωής, όπως τότε, όπως παλιά, κατέβηκε γρήγορα τα σκαλοπάτια. Περπάτησε αρκετά, περπάτησε χωρίς στόχο, χωρίς προορισμό, ώσπου έφτασε σε μια πλατεία. Εκεί, πρόσωπα άγνωστα ήταν συγκεντρωμένα περιμετρικά, κοίταζαν προς στο βάθος της πλατείας, όπου είχε στηθεί μια πρόχειρη σκηνή. Μια ερασιτεχνική παράσταση ήδη εκτυλισσόταν. «Τελειώνει;» αναρωτήθηκε και ένιωσε την καρδιά της να βουλιάζει στο στήθος για μια παράσταση που ούτε γνώριζε το περιεχόμενο, ούτε την ποιότητά της. «Όχι, μόλις τώρα άρχισε. Ευτυχώς, την προλάβατε από την αρχή».

«Από την αρχή» επανέλαβε ψελλίζοντας, χωρίς να κάνει τον κόπο να κοιτάξει προς την προέλευση της φωνής. Μόνον ένιωσε βαθιά ανακούφιση, σαν εκείνη του χαμένου παιδιού που βρίσκει ξανά το δρόμο προς το σπίτι του.

 

persa* Η Πέρσα Κουμούτση γεννήθηκε στο Κάιρο. Ήρθε στην Ελλάδα αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές της στη Φιλοσοφική Σχολή του Αιγυπτιακού πανεπιστημίου του Καΐρου. Δίδαξε στην ανώτερη εκπαίδευση, ενώ από το 1993 ασχολήθηκε επαγγελματικά με τη λογοτεχνική μετάφραση από τα αραβικά και τα αγγλικά. Εκτός από έργα αγγλόφωνων συγγραφέων, έχει μεταφράσει το μεγαλύτερο μέρος του έργου του Αιγύπτιου νομπελίστα λογοτέχνη Ναγκίμπ Μαχφούζ από τα αραβικά, καθώς και έργα άλλων σημαντικών Αράβων δημιουργών και αραβική ποίηση. Το 2001 τιμήθηκε με το Διεθνές Βραβείο Καβάφη. Έχει συμμετάσχει σε διεθνή λογοτεχνικά συνέδρια, ενώ κείμενα, πεζά και ποιήματα της έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Από το 2002 μέχρι σήμερα έχει εκδώσει έξι μυθιστορήματα.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top