Fractal

“Η ζωή μπροστά” – Διήγημα του Στέφανου Ξένου

 

     Ο Μάριος παρατηρούσε μέσα από το τζάμι του δωματίου του τα πουλιά που έκαναν στάση στο κάγκελο του μπαλκονιού και ύστερα πετάγανε ξανά μακριά. Όταν πια είχαν φύγει όλα γύρισε στα αυτοκινητάκια του και συνέχισε το παιχνίδι του.

Του άρεσε να κάνει τον ταξιτζή, πλάθοντας με την φαντασία του δρόμους, αυτοκίνητα, ανθρώπους. Με τις κούρσες, που είχε κάνει, είχε γνωρίσει όλες τις περιοχές, ακόμα και το πιο μικρό σοκάκι, είχε αποκτήσει φιλίες με ολόκληρη σχεδόν την πόλη. Μερικές φορές, όταν κάποιος από τους πελάτες του φαινόταν προβληματισμένος, τον βοηθούσε συζητώντας. Αυτό τον έκανε αγαπητό και αρκετοί θυμόντουσαν τη φυσιογνωμία του.

 

hero2

 

Τα χαρτονομίσματα, που του έδιναν οι πελάτες, τα είχε δανειστεί από κάποιο επιτραπέζιο παιχνίδι. Ο ίδιος τους έδινε ρέστα από μικρά χαρτονένια νομίσματα, που είχε φτιάξει.

Πήγαινε μια διαδρομή στην Ηλιούπολη –ήταν ο δρόμος που γνώριζε καλύτερα, αφού εκεί έμεναν τα ξαδέρφια του– όταν άκουσε την πόρτα του σπιτιού ν’ ανοίγει. Πετάχτηκε πάνω, αφήνοντας την κούρσα στη μέση, ζητώντας συγγνώμη από τον πελάτη του και σαν σίφουνας έτρεξε στο χωλ. Είδε τον πατέρα του με μια βαλίτσα στο χέρι. Ήξερε ότι είχε πάει με τη μαμά ένα ταξίδι κι έλειπαν μέρες. Πήδηξε στην αγκαλιά του και τον κράτησε σφιχτά.

«Μπαμπά, μου έλειψες», φώναξε.

«Και ‘μένα, αγόρι μου, πάρα πολύ».

Ήταν τόσο μεγάλη η χαρά του Μάριου, που δεν είχε προσέξει τα τρεμάμενα μάτια του πατέρα του.

«Η μαμά», ρώτησε χαμογελώντας.

«Η μαμά…».

«Να σου πω, πόσες κούρσες έκανα σήμερα;»

«Βεβαίως, να μου πεις», του απάντησε δίνοντάς του ένα φιλί.

 

d4

 

Για ώρα εξιστορούσε τα μέρη που είχε δει, τους ανθρώπους που είχε γνωρίσει. Καθώς μιλούσε, κοιτούσε τον πατέρα του, που άλλοτε χαμογελούσε και άλλοτε τον παρατηρούσε μ’ ένα βλέμμα γεμάτο συναισθήματα, ώσπου δάκρυα κύλησαν στο πρόσωπό του.

«Μπαμπά, τι συμβαίνει», ρώτησε ο Μάριος, καθώς η καρδιά του κόντευε να σπάσει το λείο μανδύα του δέρματος.

«Η μαμά… έφυγε, αγόρι μου».

«Τι εννοείς έφυγε;»

«Θυμάσαι, όταν ήσουν μικρός, που σου ‘δειχνε τα αστέρια και σου ‘λεγε πως είναι το πιο όμορφο μέρος; Εκεί βρίσκεται πια, στον ουρανό».

Ο Μάριος έκανε δυο βήματα πίσω, καθώς αποτραβιόταν από την αγκαλιά του πατέρα του. Εκείνες τις στιγμές, που έμοιαζαν αιώνες, προσπαθούσε να καταλάβει τα λόγια, που σαν βαρύ μέταλλο είχανε πέσει επάνω του. Μια λέξη δέσποζε στο μυαλό του: «έφυγε!». Μόλις συνειδητοποίησε τη σημασία της λέξης, έτρεξε στο δωμάτιό του, κλείνοντας πίσω του την πόρτα.

Ο πατέρας του είχε μείνει καθισμένος στην πολυθρόνα, παραδομένος στους ποταμούς δακρύων που ξεχείλιζαν ανίκητοι. Οι σκηνές εκτυλίσσονταν και πάλι μπροστά του: το στερνό φιλί στην αγαπημένη του γυναίκα, καθώς εκείνη με το μειλίχιο χαμόγελό της τον ευχαριστούσε τελευταία φορά για όσα της είχε προσφέρει όλα εκείνα τα χρόνια. Και ύστερα, η τελευταία ανάσα και το παγωμένο πρόσωπο. Πόσα συναισθήματα, που αποτυπώνονταν στο πρόσωπό της είχανε μείνει μετέωρα, όλα εκτός από ένα: η ελπίδα βρισκόταν λίγα μέτρα πιο πέρα, πίσω από μια πόρτα, δίνοντας κι εκείνη τον αγώνα της για να κρατηθεί όρθια.

Ο Μάριος είχε καθίσει στο πάτωμα. Έφερνε στο νου του πάλι τις εικόνες από τη στιγμή που ο πατέρας του είχε μπει στο σπίτι. Πόσο ανέμελος ήταν, όταν τον αγκάλιασε. Και πόσο χαζός όταν του έλεγε τις κούρσες του. Όχι, δεν θα μπορούσε να το φανταστεί, όταν του είχαν πει, πως η μητέρα του θα πήγαινε ταξίδι για λίγες ημέρες. Θυμόταν τη στιγμή, που την αποχαιρετούσε, δίνοντάς την ένα τεράστιο φιλί και εκείνη με δάκρυα στα μάτια δεν τον άφηνε από την αγκαλιά της. Και τώρα, καθισμένος έκλαιγε, γιατί δεν μπορούσε να γυρίσει τον χρόνο πίσω, γιατί δεν ήξερε, γιατί… λάτρευε τη μητέρα του.

Μπουσούλησε μέχρι το σημείο, που είχε αφήσει το τιμόνι του. Προσπάθησε να εξυπηρετήσει μερικούς πελάτες, όμως, οι διαδρομές διακόπτονταν από κλάματα. Κοίταζε γύρω του το δωμάτιο, μα τίποτα δεν του φαινόταν οικείο πια, ούτε καν οι δρόμοι, που τόσο καιρό τους είχε διαβεί αμέτρητες φορές με το φανταστικό όχημά του. Πουθενά δεν μπορούσε να αισθανθεί ήρεμος. Πάσχιζε να διώξει τις στενόχωρες μνήμες από το μυαλό του. Αγωνιζόταν ν’ αφαιρεθεί με κάποιο παιχνίδι, χωρίς αποτέλεσμα. Ένιωθε εγκλωβισμένος στο αγαπημένο του δωμάτιο και στην, άξαφνα στείρα, φαντασία του. Ήχησε στα αυτιά του το χτύπημα της πόρτας.

«Ναι;», είπε χαμηλόφωνα.

«Να περάσω;», ακούστηκε ο πατέρας του με τη μειλίχια φωνή του.

«Ναι», απάντησε νωθρά, χωρίς να είναι σίγουρος για το τι ακριβώς ήθελε.

Άνοιξε η πόρτα και μπήκε ο πατέρας του. Ήθελε να τρέξει στην αγκαλιά του, να τον φιλήσει, να του πει πόσο τον αγαπούσε, όμως, το κενό που ένιωθε, τον κρατούσε καρφωμένο στη θέση του. Γρήγορα αποτράβηξε και το βλέμμα του και το άφησε παγωμένο να πέσει στο πάτωμα.

«Να κάτσω μαζί σου;», ρώτησε όρθιος ο πατέρας.

Ο Μάριος ανασήκωσε τους ώμους του.

«Πώς πάνε οι κούρσες» ;

«…».

«Θέλεις να με πας μια βόλτα» ;

«Δεν θέλω να οδηγήσω τώρα».

Το διάστημα, που μεσολαβούσε μεταξύ των λιγοστών λέξεων, που αντάλλασσαν, μεγάλωνε την απόσταση ανάμεσά τους. Ο Μάριος όλη εκείνη την ώρα δεν είχε σηκώσει ούτε σπιθαμή το κεφάλι, κοιτώντας επίμονα και αφηρημένα το πάτωμα. Ο πατέρας του αντιλήφθηκε πως δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή να μιλήσουν και ίσως, να ήταν προτιμότερο να τον αφήσει μόνο του. Σηκώθηκε, του έδωσε ένα φιλί στο μέτωπο και έφυγε από το δωμάτιο. Ο Μάριος, μόλις άκουσε την πόρτα να κλείνει, γύρισε και κοίταξε την έξοδο, για να σιγουρευτεί. Ήθελε να μείνει μόνος του.

Ο πατέρας του βγήκε από το δωμάτιο δακρυσμένος. Έπρεπε να κρύψει για το καλό του γιου του τον πόνο του. Δεν άντεχε να τον βλέπει έτσι. Ήξερε, πως ήταν πολύ νωρίς ακόμη και ήλπιζε, πως ο χρόνος θα λειτουργούσε υπέρ και των δύο. Θα τον φρόντιζε λοιπόν, όσο το δυνατόν καλύτερα. Το είχε ορκιστεί στο πλευρό της άρρωστης γυναίκας του.

Για αρκετή ώρα ο Μάριος είχε μείνει ακίνητος, όπως ακριβώς, τον είχε αφήσει ο πατέρας του. Εξακολουθούσε να κοιτάζει το πάτωμα, ενώ κρατούσε ένα κόκκινο αυτοκινητάκι στα χέρια του. Σκεφτόταν τη μητέρα του ξαπλωμένη σ’ ένα κρεβάτι, να κλείνει τα μάτια της για τελευταία φορά, καθώς του ψιθύριζε ένα τρυφερό «σ’ αγαπώ». Κάθε στιγμή, που ερχόταν στο μυαλό του αυτή η εικόνα, ένιωθε θυμό, που εκφραζόταν με τη μανιασμένη προσπάθειά του να συνθλίψει το μικρό αυτοκινητάκι. Το μόνο που κατάφερνε ήταν να πονάνε τα δάχτυλά του.

Στάθηκε στα πόδια του. Έψαχνε γύρω του κάτι για να απασχολήσει το μυαλό του. Κατάλαβε ότι τίποτα δεν μπορούσε να τον συνεπάρει, ώσπου το βλέμμα του έπεσε πάνω σε μια φωτογραφία. Καθόταν κουλουριασμένος στην αγκαλιά της μητέρας και εκείνη τον κοιτούσε με ύφος πλούσιο από αγάπη και τρυφερότητα. Την πήρε στα χέρια του, την άγγιξε απαλά με τις άκρες των δαχτύλων του και ύστερα… ύστερα κατέρρευσε, κρατώντας ακόμα την φωτογραφία.

Για μερικά λεπτά αντίκρισε ένα πυκνό σκοτάδι. Πουθενά δεν υπήρχε ούτε μία αχτίδα φωτός. Σταδιακά η άγνοια γινόταν τρόμος, καθώς η μοναξιά της εγκατάλειψης ρήμαζε τα σωθικά του. Έκλαιγε με αναφιλητά, όμως, ούτε κυλούσαν δάκρυα στο πρόσωπό του, ούτε άκουγε τον ήχο του κλάματός του. Κανείς δεν μπορούσε να τον δει, κανείς δεν μπορούσε να τον ακούσει. Ήταν ολομόναχος.

Αιώνες έμοιαζαν τα λεπτά εκείνα μέσα στο σκοτάδι. Φοβόταν. Μια μικρή σπιθαμή φωτός αναβόσβηνε λίγο πιο μακριά. Χωρίς να καταλάβει πώς, πλησίασε κοντά. Καθώς άγγιξε τη λάμψη μπροστά του, εκείνη μεταμορφώθηκε σε φωτογραφία. Ήταν η μητέρα του, που χαμογελούσε. Την έφερε πιο κοντά. Ξαφνικά η μορφή της άρχισε να ξεθωριάζει από την φωτογραφία. «Όχι, μην φεύγεις», φώναξε, χωρίς ν’ ακούσει πάλι τον ήχο της φωνής του. Του φάνηκε, πως πριν χαθεί ολοκληρωτικά, του ψιθύρισε δυο λόγια. Δεν πρόλαβε να τα ακούσει. Αδυνατούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά του. Κι ενώθηκε ξανά με το πυκνό σκοτάδι.

Το πρώτο πράγμα που είδε, όταν άνοιξε τα μάτια του ήταν τα παγωμένα χέρια του. Ακουμπούσε τα πόδια του, την κοιλιά, το λαιμό, το στόμα του σαν να τα ανακάλυπτε για πρώτη φορά. Δεν μπορούσε να εκφράσει τη χαρά του. Το δωμάτιό του έμοιαζε ξανά φιλόξενο και οικείο. Για αρκετή ώρα παρατηρούσε τα παιχνίδια του, τα βιβλία, τα ρούχα, που ήταν ακουμπισμένα στην παιδική γαλάζια πολυθρόνα του. Ακόμα και ‘κείνο το αναθεματισμένο επιτραπέζιο, που ποτέ δεν είχε παίξει, αφού δεν συμπαθούσε τον συγγενή που του το είχε φέρει, έμοιαζε φιλικό. Ήθελε να φωνάξει από τη χαρά του, να ανέβει στο κρεβάτι και να χοροπηδάει όλο το βράδυ, όμως, υπήρχε κάτι που ήθελε να κάνει πρώτα.

Άνοιξε την πόρτα και έτρεξε, όσο πιο γρήγορα μπορούσε στο σαλόνι. Είδε τον πατέρα του, να κάθεται στην κουνιστή ξύλινη πολυθρόνα. Με δυο αστραπιαίες κινήσεις βούτηξε στην αγκαλιά του.

«Τι είναι, αγάπη μου;», ρώτησε ο πατέρας.

«Σ’ αγαπάω, μπαμπά,!»

«Και ‘γω σ’ αγαπάω, αγόρι μου», απάντησε, αφήνοντας τον εαυτό να κυλήσει πρώτος στο ρυθμό των δακρύων.

«Μπαμπά, θα τα καταφέρουμε, έτσι;»

«Θα τα καταφέρουμε, καρδιά μου, βεβαίως, θα τα καταφέρουμε».

Έδωσε ένα τεράστιο φιλί στο μικρό του γιο, που με τη δύναμή του είχε ξορκίσει σαν ελαφρύ αεράκι τα ρυτιδιασμένα σύννεφα της ψυχής του. Καθόντουσαν πολλή ώρα αγκαλιασμένοι, προσπαθώντας ο μικρός Μάριος να μη νιώσει ο πατέρας του ούτε για μια στιγμή μόνος. Ήταν μέσα Ιουλίου.

 

 

XenosΟ Στέφανος Ξένος γεννήθηκε το 1979 και μεγάλωσε στην Αθήνα. Από το 2007 γράφει κριτικές βιβλίων στο λογοτεχνικό site Diavasame.gr, ενώ από το 2010 ασχολείται με την εκπροσώπηση συγγραφέων στην Ελλάδα και το εξωτερικό με το πρακτορείο Book Agency. Παραμένει στην Αθήνα.

Βιβλία του: «Η τελευταία εβδομάδα» Μπατσιούλας, 2012. «Alexis Mundi» Momentum 2013. «Μεταξύ ανθρώπων» Πάπυρος 2014.

 

Δημοσιεύθηκε στο Έθνος της Κυριακής με τον γενικό τίτλο «Ο ήρωας του Καλοκαιριού»

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top