Fractal

Διήγημα: “Η υπόσχεση”

Της Βάνιας Σύρμου // *

 

 

Την αναγνώρισα αμέσως   από το κοκκάλινο χτενάκι  που έπιανε σε μικρό κότσο τα μαλλιά της και με άφηνε να τη χτενίζω τα βράδια. Καθόταν σε μια πολυθρόνα γυρισμένη προς το παράθυρο.  Χτύπησα διακριτικά τη μισάνοιχτη πόρτα μα δεν πήρα απάντηση. Αποφάσισα να προχωρήσω. Στάθηκα πλάι της  χωρίς να της μιλήσω. Το βλέμμα της ταξίδευε έξω απ’ το παράθυρο.  Καθόταν ήρεμη με τα χέρια  ακουμπισμένα  στα πόδια.

Τέσσερα χρόνια είχα να τη δω. Η τελευταία εικόνα που είχα από ‘κεινη ήταν να στέκει στο κατώφλι του σπιτιού στο χωριό, στο κτήμα με τις αμυγδαλιές,  και να με χαιρετά σταυρώνοντάς με για καλό δρόμο. Είχε συνηθίσει η μια την παρουσία της άλλης  αφού,  μένοντας απρόσμενα άνεργη,  είχα βρει καταφύγιο για ένα ολόκληρο χρόνο στο σπίτι  στο χωριό .  Όταν παρουσιάστηκε η ευκαιρία για μια νέα δουλειά στη Γερμανία,  η απόφαση πάρθηκε γρήγορα. Την  αποχαιρέτησα με την παρήγορη για τη μοναξιά της  υπόσχεση «Θα’ ρθω το καλοκαίρι!». Η  αραιή τηλεφωνική μας επικοινωνία ήταν πάντα σύντομη και περιοριζόταν στην επιβεβαίωση πως όλα πήγαιναν καλά κι ας μην ήταν πάντα αυτή η αλήθεια και για τις δυο μας. Όταν για καιρό σταμάτησε πια η επικοινωνία μου μαζί της,  η δήλωση της μητέρας μου: «Η γιαγιά δεν είναι καλά», σήμαινε πως έπρεπε να τη δω.

Την άγγιξα ελαφρά στον ώμο  καλημερίζοντάς την  κι εκείνη  ξαφνιασμένη γύρισε να με δει.  Τότε αντίκρισα το ίδιο εκείνο  βλέμμα που με ακολουθούσε προστατευτικά σε κάθε βήμα της ζωής μου, μόνο που τώρα είχε την εναγώνια απορία να καταλάβει ποια ήμουν.

-Η Θάλεια είμαι. Σου έφερα λουλούδια που σ΄αρέσουν.

-Τι όμορφα! Σ΄ευχαριστώ.

-Θα τα βάλω στο βάζο.

-Ναι. Κάπου εδώ είναι…

-Μην ανησυχείς,  το βρήκα.

-Λοιπόν , ποια είσαι εσύ;

–Είμαι η εγγονή σου, η κόρη του Νικόλα.

-Α, για να σε δω! Μεγάλωσες! Κι ο πατέρας σου πού είναι;

-Δεν είναι μαζί μου.

Κούνησε το κεφάλι  και  σώπασε. Ξαναστήλωσε τα μάτια στο παράθυρο.

Κάθισα δίπλα της. Ήθελα να μοιραστώ μαζί της τη σιωπή που ακολούθησε το όνομα του πατέρα μου. Η μνήμη την είχε προφυλάξει διαγράφοντας την απουσία του πατέρα μου, που χάθηκε  πρόωρα από τη ζωή μας.  Κοίταξα τα ρυτιδιασμένα χέρια της. Το ένα πάνω στ΄αλλο με τη διπλή βέρα στο δεξί, περίμεναν άβουλα και άπρακτα, χαμένα στη λήθη της προηγούμενης  άοκνης ζωής τους.  Πήρα τα χέρια της μες στα δικά μου και τα φίλησα. Εκείνη με χάιδεψε στα μαλλιά.  Ήμουν και πάλι μικρή. Το ίδιο εκείνο κοριτσάκι με το πλεκτό ζακετάκι της γιαγιάς και την κορδέλα στα μαλλιά που πόζαρε με σκέρτσο στην ασπρόμαυρη φωτογραφία πάνω στο κομοδίνο.

-Σα να ‘βαλε λίγο ψύχρα. Μου δίνεις το …Να  εκεί πάνω.

-Το σάλι σου θέλεις;  Όρίστε.  Είναι καλύτερα τώρα;

-Ναι, καλύτερα. Τυλίχτηκε με το σάλι και ξανασώπασε. Κατάλαβα  πως από δω και πέρα, όλο και περισσότερο,  ο κόσμος της σιωπής θα ήταν ο κόσμος της.

«Κοίτα, προσπαθούν να μπουν μέσα», είπε σε λίγο δείχνοντάς μου τα κλαδιά της αμυγδαλιάς που χτυπούσαν απ’ τον αέρα το τζάμι του παραθύρου. «Μα πότε ανθίσανε;  Όταν βγαίνω βόλτα στο κτήμα  ο αέρας  γεμίζει με άνθη τα μαλλιά μου. Αρέσουν στον Ανδρέα  τα άνθη στα μαλλιά μου…»

-Ναι  γιαγιά, θυμάμαι κι εγώ τις βόλτες με τον παππού στο κτήμα με τις μυγδαλιές τέτοια εποχή!

-Τι λες; Βγαίνουμε έξω να τις δούμε από κοντά;

-Όχι σήμερα γιαγιά, κάνει κρύο. Θα πάμε αύριο.

-Μου υπόσχεσαι  πως θα ‘ρθεις πάλι αύριο; Μου το υπόσχεσαι;

-Ναι γιαγιά, στο υπόσχομαι.

Το πρόσωπό της έλαμψε στο άκουσμα της υπόσχεσής μου. Άπλωσε το χέρι της και με χάιδεψε στο μάγουλο. «Είσαι καλό κορίτσι» μου είπε. Δεν ξέρω αν όση ώρα ήμαστε μαζί με είχε έστω και για μια στιγμή αναγνωρίσει. Αναγνώρισα όμως εγώ το άγγιγμά της και τη θέρμη της αγάπης της κι αυτό μου έφτανε.

-Κυρία Φανή, βλέπω έχεις επισκέψεις;

-Ναι, είναι η….

-Η Θάλεια, η εγγονή της.

-Ποιος τη χάρη σου κυρία Φανή να ‘χεις τόσο μεγάλη εγγονή!

Η γιαγιά  χαμογέλασε με καμάρι στα κολακευτικά λόγια της  τραπεζοκόμου που είχε έρθει για να φέρει το μεσημεριανό γεύμα.

Έσκυψα, την αγκάλιασα  και τη φίλησα αφήνοντάς την ευχαριστημένη, όσο λίγο κι αν κράτησε αυτό. Φεύγοντας συνειδητοποίησα πως μέσα στα τόσα χρόνια προσφοράς,   ήταν η πρώτη φορά που η γιαγιά  είχε ζητήσει κάτι από εμένα. Η πτήση μου έφευγε  σε δυο ώρες κι εγώ ίσα που είχα προλάβει  να την δω, να της δώσω μια ψεύτικη υπόσχεση και να επιστρέψω στη  μοναξιά μιας προγραμματισμένης  ζωής.

Την επόμενη  άνοιξη γύρισα εκτάκτως  στο χωριό για την κηδεία της . Πρόλαβα και πήγα μια βόλτα στο κτήμα. Οι αμυγδαλιές, περίμεναν εκεί, ανυπόκριτα αγέρωχες , να μου θυμίζουν με τα άνθη τους  την υπόσχεση που δεν κράτησα.

 

 

* Η Βάνια Σύρμου (1967) σπούδασε κλασσική φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών και εργάζεται ως εκπαιδευτικός στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Ολοκλήρωσε τις  μεταπτυχιακές τις σπουδές  στο πρόγραμμα «Φύλο και νέα Εκπαιδευτικά και  Εργασιακά Περιβάλλοντα στην Κοινωνία της Πληροφορίας» του τμήματος Επιστημών της Προσχολικής Αγωγής και του Εκπαιδευτικού Σχεδιασμού του Πανεπιστημίου του Αιγαίου. Οι μεταφράσεις της από την αγγλόφωνη λογοτεχνία κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Μπιλιέτο. Έχουν δημοσιευθεί  διηγήματά της στα  λογοτεχνικά ιστολόγια, Fractal, Πλανόδιον – Ιστορίες Μπονζάι, Φρέαρ.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top