Fractal

Η δύναμη της φιλίας και της Ζωής

Γράφει η Γιόλα Πετρίτση //

 

«Η υπέροχη φίλη μου», της Έλενας Φερράντε, Μετάφραση: Δήμητρα Δότση, εκδόσεις Πατάκη, σελ. 440

 

Ένα υπέροχο  ηθογραφικό και όχι μόνο μυθιστόρημα  της  συγγραφέας Έλενας Φερράντε. Μέσα από την περιγραφή της διαχρονικής και υπέροχης φιλίας των δυο κοριτσιών της Ραφαέλλας ή Λίνας ή Λίλας και της Έλενας ή Λενούτσας ή Λενού, η συγγραφέας μας δίνει το στίγμα της Νάπολης στη δεκαετία του ’50, ηθογραφικά, πολιτικά και πολιτιστικά.

Το μυθιστόρημα ξεκινά με την εξαφάνιση της Λίλας στα εξήντα έξι χρόνια της και την αναζήτησή της από το γιο της Ρίνο, μέσα από την καλύτερή της φίλη επί πολλών ετών Λενού, που μένει στο Τορίνο και δεν έχει ιδέα για την εξαφάνιση. Η Λενού γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Νάπολη, όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε και η φίλη της Λίλα, η οποία εξακολουθεί και μένει στη Νάπολη. Η εξαφάνιση της Λίλας ήταν η αφορμή να αναπολήσει τα παλιά η Λενού και να μας μιλήσει για την παιδική της ηλικία και για τη φίλη της.

Σε μια φτωχογειτονιά της Νάπολης που οι περισσότεροι κάτοικοι είναι μεροκαματιάρηδες εργάτες, βιοπαλαιστές ή μικροεπιχειρηματίες, ζουν και αυτά τα δυο κορίτσια η Λίλα και η Λενού με τις οικογένειές τους και τ’ αδέλφια τους. Ανάμεσά τους όμως βρίσκονται κι αυτοί που κατάφεραν μέσα στη δίνη του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, αλλά και μετά να πλουτίσουν όντας μαυραγορίτες, δωσίλογοι, φασίστες και μαφιόζοι, που κι αυτοί είχαν οικογένεια και παιδιά που συναναστρέφονταν τα παιδιά της γειτονιάς. Υπήρχαν άνθρωποι, που προκειμένου να πλουτίσουν, πουλούσαν ψωμί νοθευμένο με μαρμαρόσκονη και σάπια κρέατα στη μαύρη αγορά. Άλλοι πάλι έκλεβαν χαλκό και κατέστρεφαν εμπορικά τρένα, κάνοντας λαθρεμπόριο και τοκογλυφία. Αυτοί είχαν το χρήμα και δάνειζαν στους φτωχότερους για να μπορούν να επιβιώσουν κι αν δεν είχαν να τους τα επιστρέψουν τους έπαιρναν ό,τι ακίνητα τυχόν είχαν, όπως ο δον Ακίλε, ή τους ξυλοφόρτωναν με μια βέργα όπως ο Σίλβιο Σολάρα. Αυτούς τους ανθρώπους όλοι τους φοβόντουσαν και κανείς δεν ήθελε να τους κάνει παρέα, παράλληλα όμως και κανείς δεν ήθελε να τους αποφεύγει από φόβο μήπως και τους κάνουν χειρότερα. Αυτή η απέχθεια και ο φόβος γι’ αυτούς τους ανθρώπους είχε μεταδοθεί και στα παιδιά, που μόνο που άκουγαν τ’ όνομα αυτών, τους φαντάζονταν σαν τον δράκο του παραμυθιού ή σαν κάτι το εξωγήινο. Στη γειτονιά των φτωχών αυτών ανθρώπων επικρατούσε μία βιαιότητα, ο άντρας έδερνε τη γυναίκα ή τα παιδιά, ή ανακατεύονταν σε καυγάδες, ή έβριζαν άσχημα, πράγμα που το μιμούνταν και τα παιδιά και με την παραμικρή ευκαιρία τσακώνονταν μεταξύ τους βρίζονταν και πολλές φορές χτυπούσαν άσχημα ο ένας τον άλλον μέχρι που αιμορραγούσαν. Δεν ήταν όμως μόνο οι άντρες που καυγάδιζαν ήταν και οι γυναίκες, που φαινομενικά ήταν ήσυχες και συγκαταβατικές, όμως όταν εξαγριώνονταν έφταναν στα άκρα το μένος τους. Υπήρχαν επίσης και κάποιοι που ήσαν επιρρεπείς στον τζόγο και έχαναν τα πάντα και μετά δεν είχαν ν’ αναθρέψουν τα παιδιά τους. Ο κόσμος εύκολα αρρώσταινε και πέθαινε από λαρυγγοτραχειοβρογχίτιδα, τέτανο, εξανθηματικό τύφο, φυματίωση, κακοφόρμισμα ή από βόμβες.

Ωστόσο παρ’ όλη τη φτώχια και τη μιζέρια τα παιδιά πήγαιναν σχολείο, τουλάχιστον στο δημοτικό. Στο γυμνάσιο λίγα παιδιά τολμούσαν να πάνε και κάμποσα δυστυχώς το παράταγαν στη μέση για να πιάσουν δουλειά να βοηθήσουν τα οικονομικά του σπιτιού. Στο λύκειο έφταναν ακόμα λιγότερα και ελάχιστα αποφοιτούσαν. Βέβαια υπήρχαν και οι ποινές και οι εξευτελισμοί από την πλευρά των δασκάλων στους μαθητές, όπως με τον Έντσο που είχε μείνει στην ίδια τάξη και τον περιέφεραν από τάξη σε τάξη με μια πινακίδα κρεμασμένη στο λαιμό που έγραφε «γάιδαρος». Έβαζαν τα παιδιά να γονατίζουν κάτω στο πάτωμα δίπλα στο πίνακα ή τα χτυπούσαν με βέργα στους κόμπους των δαχτύλων, ή τους τραβούσαν τ’ αυτιά. Εκείνη την εποχή επίσης δεν γιόρταζαν τα γενέθλια, αλλά την ονομαστική εορτή. Σιγά σιγά με την πάροδο των ετών η πόλη άρχισε να αλλάζει, αλλά ίσως προς το χειρότερο και όχι προς το καλύτερο αφού άρχιζαν να κόβονται δέντρα και να χτίζονται πολυκατοικίες εις βάρος του περιβάλλοντος και της αισχροκέρδειας.

Οι πρωταγωνίστριες του μυθιστορήματος είναι αυτά τα δυο κορίτσια η Λίλα και η Λενού. Δυο κορίτσια συνομήλικα, που όμως ήταν τόσο διαφορετικά, αλλά ταίριαξαν τόσο πολύ, ώστε η φιλία τους να κρατήσει χρόνια. Ζούσαν στην ίδια γειτονιά και γνωρίστηκαν καλύτερα στην πρώτη δημοτικού. Η Λίλα ήταν κόρη του τσαγκάρη Φερνάντο Τσερούλλο και η Λενού κόρη του Γκρέκο, θυρωρού του Δημαρχείου.

Η Λίλα ήταν η δευτερότοκη της οικογένειας. Ο αδελφός της ο Ρίνο  ήταν τσαγκάρης κι αυτός και δούλευε μαζί με τον πατέρα του. Ήταν ένα κοντό, μελαχρινό και κοκκαλιάρικο κοριτσάκι, όμως πολύ ζιζάνιο. Ενοχλούσε τους πάντες μέσα στην τάξη, αλλά κι έξω απ’ αυτήν μέχρι που κάποια μέρα έκανε και τη δασκάλα της να πέσει κάτω και να χτυπήσει άσχημα και να βρεθεί στο νοσοκομείο για αρκετό καιρό. Η δασκάλα αναγκαζόταν να την τιμωρεί συνεχώς με την ξύλινη βέργα ή την έβαζε να μένει γονατισμένη στο σκληρό πάτωμα, πίσω από τον πίνακα. Ενώ έδειχνε αδιάφορη στα μαθήματα, είχε όμως ένα κοφτερό μυαλό που έκανε από μνήμης και τις πιο δύσκολες πράξεις κι επιπλέον ήξερε να γράφει και να διαβάζει, ενώ τ’ άλλα παιδιά τότε άρχισαν να μαθαίνουν. Μάλιστα όταν έφτασε στη Δευτέρα δημοτικού ο διευθυντής του σχολείου και η δασκάλα της, την πήγαιναν μαζί με δυο άλλα παιδιά εξίσου καλά, στην Τετάρτη δημοτικού να συναγωνιστεί μ’ αυτούς τους μαθητές και πάντα έβγαινε νικήτρια. Έκανε το αντράκι μάλωνε με τ’ αγόρια τους πετούσε μυτερές  πέτρες, ενώ εκείνη ήξερε ν’ αποφεύγει τις δικές τους. Όταν αποφοίτησε από το δημοτικό, οι γονείς της δεν της επέτρεψαν να συνεχίσει στο γυμνάσιο, παρ’ όλα αυτά αυτή πήγαινε καθημερινά στη βιβλιοθήκη του σχολείου και δανειζόταν διάφορα βιβλία, λογοτεχνικά, λατινικά, ελληνικά και διάφορα λεξικά, όπου μόνη της έμαθε γραμματική των λατινικών ως επίσης έμαθε να διαβάζει ελληνικά, αλλά και λίγα αγγλικά. Στην ηλικία των δεκαπέντε ετών έγινε μια αγνώριστη όμορφη κοπέλα, που την είχαν ερωτευθεί πολλά αγόρια της γειτονιάς, που εκείνη τα απέρριπτε. Μέχρι και ο γιος του πλούσιου Σολάρα ο Μαρτσέλο τη ζήτησε από τους γονείς της να την αρραβωνιαστεί, αυτή όμως τον απέρριψε και δέχτηκε να παντρευτεί τον γιο του δον Ακίλε τον Στέφανο, που όταν πέθανε ο πατέρας του μεγάλωσε την επιχείρηση του παντοπωλείου του και βοήθησε την οικογένεια της Λίλας να επεκτείνει το τσαγκαράδικο σε παραγωγή υποδημάτων σύμφωνα με σχέδια που είχε φτιάξει η Λίλα.

 

 

Η Λενού ήταν η πρωτότοκη της οικογένειας και είχε άλλα τρία μικρότερα αδέλφια. Ήταν  τελείως διαφορετική από τη Λίλα. Ήταν ένα ξανθό και στρουμπουλό κορίτσι, που δεν είχε μεγάλη αυτοπεποίθηση κι εμπιστοσύνη στον εαυτό της. Είχε βαρεθεί τη βία που ζούσε στο σπίτι κυρίως όταν ο πατέρας της χτύπαγε τη μητέρα της ή απειλούσε κι εκείνη. Επιθυμούσε ηρεμία. Δεν συμπαθούσε τη μητέρα της όχι μόνο επειδή είχε ένα αλλήθωρο μάτι κι ένα σακάτικο πόδι, αλλά επειδή ποτέ δεν την υποστήριζε, δεν της εξηγούσε τίποτε, αλλά την βομβάρδιζε με αποδοκιμασίες και προσβολές.  Αντίθετα ο πατέρας της ήταν πάντα με το μέρος της, όμως της είπε ότι αν δεν είναι η καλύτερη στο σχολείο θα την διακόψει γιατί έπρεπε να δουλέψει μια και ο πατέρας δεν έβγαζε πολλά χρήματα. Έτσι υποσχέθηκε πως θα μελετά και θα είναι πρώτη μαθήτρια. Πράγματι ήταν πάντα διαβασμένη και γραμμένη, όμως παρ’ όλα αυτά ένιωθε πως η δασκάλα περισσότερο επαινούσε την αδιάφορη Λίλα και λιγότερο εκείνη. Αυτή ήταν η αιτία, που ξεκίνησε μια μικρή ζήλια να φωλιάζει μέσα της. Αγαπούσε να πηγαίνει στο σχολείο γιατί εύρισκε ηρεμία. Τέλειωσε το δημοτικό και πήγε στο γυμνάσιο. Τα πήγε καλά και συνέχισε στο Λύκειο. Αρίστευε σε όλα ώσπου πήρε το απολυτήριο με άριστα. Ήταν πιο παχουλή από τη Λίλα και πίστευε πως δεν ήταν όμορφη γιατί ωστόσο είχε γεμίσει και το πρόσωπό της με σπυράκια. Οι δάσκαλοι την ενθάρρυναν ώστε να γίνεται πιο πειθαρχημένη, πιο οξυδερκής και πιο μελετηρή, αλλά εκείνη που τη βοήθησε περισσότερο ήταν η Λίλα. Η Λίλα απείχε παρασάγγας σε γνώσεις, αλλά και αυτοπεποίθηση από τον οποιονδήποτε στο σχολείο κι από την ίδια ακόμη γι’ αυτό παρακαλούσε να παραμείνει δεύτερη μετά τη Λίλα και να μην πέσει στην τρίτη θέση. Πάντα θεωρούσε τον εαυτό της στη δεύτερη θέση μετά από τη Λίλα είτε στην ομορφιά, είτε στη μαθητική πρόοδο. Όμως ακόμα και στο γυμνάσιο που πήγε θεωρούσε ότι βρισκόταν πάντα πιο πίσω από τη Λίλα, γιατί η Λίλα τη ρώταγε για τα μαθήματα και ήδη είχε δανειστεί τα βιβλία από τη βιβλιοθήκη και είχε διαβάσει μόνη της τη γραμματική των λατινικών και την εξήγησε στην Λενού που εκείνη τη χρονιά είχε μείνει μετεξεταστέα στα λατινικά. Είχε καταλάβει ότι τη Λίλα την χρειαζότανε ακόμα από τότε που προσπαθούσε η Λίλα να την κάνει να μη φοβάται και να συμμετέχει μαζί της σε διάφορες επικίνδυνες περιπέτειες, όπως να πάνε να πιάσουν τις κούκλες τους, που επίτηδες είχε πετάξει η Λίλα σ’ ένα σκοτεινό υπόγειο, ή όταν έπρεπε να πάνε στο σπίτι του πιο μισητού και τρομακτικού ανθρώπου του δον Ακίλε για να πάρουν τις κούκλες τους. Είχε μεγάλη εμπιστοσύνη στη φίλη της γιατί πίστευε πως τα πάντα ήταν τακτοποιημένα στο μυαλό της με τέτοιο τρόπο ώστε τίποτα γύρω δε θα μπορούσε να τα αναστατώσει. Όταν πια επιβραβεύτηκε κυρίως στο λύκειο με τους άριστους βαθμούς τότε ένιωσε για πρώτη φορά την αίσθηση της επιτυχίας παύοντας να αισθάνεται δεύτερη. Παρ’ όλα αυτά σε κάθε της δυσκολία έτρεχε στη Λίλα, γιατί πίστευε πως σ’ αυτήν θα βρει τις καλύτερες απαντήσεις και συμβουλές και η οποία πάντα την συμβούλευε, αλλά και σε δοσμένες στιγμές την επιβράβευε, λέγοντάς της πως ήταν υπερήφανη που έχει αυτή τη φίλη που είναι καλύτερη σε όλα. Όσο κι αν έψαξε η Λενού να βρει ανθρώπους μέσα από τους συμμαθητές της, που να μπορεί να συζητά μαζί τους για πράγματα που δε θα μπορούσε εύκολα να τα συζητάει με οποιονδήποτε, δυστυχώς δεν βρήκε. Εκείνο που ανακάλυψε ήταν ότι ναι μεν απαντούσαν στις ερωτήσεις της, αλλά δεν έδιναν τις θαυμαστές απαντήσεις της Λίλας, γιατί η Λίλα διέθετε την ικανότητα να καθιστά το καθετί σαγηνευτικό.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top