Fractal

«…Αρκεί η ζωή, ιδού το θαύμα…»

Γράφει η Κατερίνα Ζωγραφιστού // *

 

✔  Παρουσιάσεις λογοτεχνικών έργων στον «Έντεχνο λόγο» Ηρακλείου

 

Κλαρίσε Λισπέκτορ “Η ώρα του Αστεριού”, Μετάφραση: Μάριος Χατζηπροκοπίου, Επίμετρο Ελέν Σιξού, Εκδόσεις Αντίποδες, 2016

 

Η ρωσοεβραϊκής καταγωγής συγγραφέας Κλαρίσε Λισπέκτορ, γεννήθηκε το 1920 στο Τσετσέλνικ της Ουκρανίας,  αλλά η οικογένειά της αναζήτησε καταφύγιο στη Βραζιλία όταν αυτή ήταν μόλις δύο μηνών βρέφος για να σωθεί από τον αντιεβραϊσμό που επικράτησε στην πατρίδα της κατά τη διάρκεια του ρώσικου εμφυλίου. Το πραγματικό της όνομα ήταν Χαγιά μπατ  Πινχάς και σήμερα βρίσκεται χαραγμένο πάνω στον τάφο της, στο εβραϊκό νεκροταφείο του Ρίο ντε Τζανέιρο, τόπο προσκυνήματος για τους αναγνώστες της από ολόκληρο τον πλανήτη.

Μυθιστοριογράφος, σεναριογράφος, δημοσιογράφος, μεταφράστρια. Μετέφραζε και γνώριζε απταίστως αγγλικά, ιταλικά, γαλλικά και γερμανικά και τα εβραϊκά γίντις. Δεν έγραφε όμως παρά μόνο στα πορτογαλικά, τη γλώσσα της καρδιάς της, όπως έλεγε η ίδια. Παγκόσμια αναγνωρισμένη ως ένας από τους καλύτερους συγγραφείς του 20ού αιώνα, ισάξια με πολύ μεγάλα ονόματα της Λατινικής Αμερικής, αλλά και της Ευρώπης. Μάλιστα πολλοί μελετητές του έργου της την αποκάλεσαν “θηλυκό Κάφκα”. Παρόλη τη λατινοαμερικάνικη κουλτούρα της, η γραφή της διαφέρει εντελώς από αυτό που οι λογοτέχνες της Νότιας Αμερικής μας έχουν συνηθίσει. Δεν θα συναντήσουμε  μαγικό ρεαλισμό στα έργα της, ούτε πολιτικά μηνύματα θα ανιχνεύσουμε. Πιθανόν συναντήσουμε το αποτύπωμα της εβραϊκότητας της, και οπωσδήποτε την αναζήτηση της αλήθειας που οδηγεί σε πολύ βαθειά εσωτερικά μονοπάτια. Ο λόγος της είναι μια καταβύθιση στον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου, στις πολύ βαθιές του συγκινήσεις, στην τυχαιότητα της ύπαρξης του και στην ανάγκη του για πίστη.

 

 

Η Λισπέκτορ είναι πολυγραφότατη- έχει συγγράψει 18 μυθιστορήματα και νουβέλες, χωρίς τα άλλα δημοσιευμένα κείμενά της και τα θαυμάσια διηγήματά της,  αλλά στην Ελλάδα έχουν μεταφραστεί  μόνο δύο από τα έργα της, το “Κοντά στην άγρια καρδιά” (Τυπωθήτω, 2008) που θεωρείται παγκοσμίως ό,τι καλύτερο έχει γράψει και “Η ώρα του αστεριού”  (2016, Αντίποδες) που αποτελεί το κύκνειο άσμα της, αφού πέθανε λίγο μετά την έκδοση αυτής της νουβέλας.

Η ώρα του Αστεριού είναι μια ολιγοπρόσωπη ιστορία με τρεις  κεντρικούς   ήρωες και τον αφηγητή και με μινιμαλιστική πλοκή – ένας έρωτας, μια προδοσία και στο τέλος ο θάνατος. Μια ιστορία που τη διαπερνά ένας “διαξιφιστικός πονόδοντος” και που στο τέλος μετατρέπεται “σε ένα κόκκο άμμου στο μάτι”. Με πολλούς υποψήφιους τίτλους που παρατίθενται στη αρχή του βιβλίου. Θα τολμούσα να πω ότι όλοι είναι ταιριαστοί με την αφήγηση, κάτι που το αντιλαμβάνεται κανείς όταν ολοκληρώσει την ανάγνωση. Στο επίμετρο η Ε. Σιξού αναφέρει ότι πρόκειται για τη ζωή της ίδιας της Λισπέκτορ.

Ο αφηγητής είναι ένα ανδρικό προσωπείο, ο Ροντρίγκο,  επιλεγμένος από τη συγγραφέα για να πρωταγωνιστήσει και ο ίδιος μέσα στο έργο και να μεταφέρει στον αναγνώστη την αγωνιώδη προσπάθεια, τις οδύνες του πνευματικού τοκετού ως τη στιγμή της γέννησης ενός έργου. “Δεν είναι εύκολο να γράφεις. Είναι σκληρό σα να σπας βράχους” μας λέει και η επιλογή της να μιλήσει με τη φωνή ενός άνδρα έγινε για να αποφύγει πιθανούς αφηγηματικούς μελοδραματισμούς και ακόμα γιατί στερεοτυπικά θεωρείται ότι υπάρχουν θέματα που οι άνδρες τα χειρίζονται καλύτερα (το Θεό, το χρόνο κλπ). Πριν ακόμα αρχίσει η γνωριμία του αναγνώστη με τη Μακκαμπέα την ηρωίδα του έργου ο αφηγητής, μιλά για τον εαυτό του,  “που του είναι άγνωστος …” και γράφοντας τον ανακαλύπτει, για το σώμα του που το προετοιμάζει και το ζεσταίνει για να ξεκινήσει, για το πνεύμα του που το ζεσταίνει επίσης με προσευχές. Ποιος θα είναι ο τίτλος, πόσοι οι ήρωες και ποιοί, πως θα τους σχηματίσει με τα μέσα που διαθέτει, δηλαδή τις λέξεις “που αναζητά στα σκοτεινά”. Κι ύστερα κοντά στο ερώτημα “τι γράφω” προβάλλει ένα άλλο ερώτημα “Γιατί γράφω και για ποιόν γράφω”.

 

 

Ολοκληρωτικό το δόσιμο στη γραφή, προσπαθώντας να συλλάβει την ψυχή της ηρωίδας του, ο συγγραφέας-αφηγητής υποβάλλει τον εαυτό του στη μοναξιά και σε μια στερημένη από χαρές ζωή όπως η δική της. Έτσι, υπό μία έννοια προοικονομεί την εξέλιξη της ιστορίας,  τη στερημένη ζωή της Μάκκας και το grand-final που θα είναι “μεγαλοπρεπές”, αλλά  “σιωπηλό και βροχερό”. Η σχέση του ωστόσο μαζί της θα κορυφωθεί και θα τον οδηγήσει  σε σκέψεις εκτός ορίων, θα προσπαθήσει να την αφήσει, αλλά θα του λείπει” Ναι, είμαι ερωτευμένος με τη Μακκαμπέα, την  αγαπημένη μου Μάκκα,….” Κάποτε γίνεται αυτοσαρκαστικός, όπως στην περίπτωση που η υπηρέτριά πέταξε τα χειρόγραφα του στα σκουπίδια όπου με μιας μορφής παρέκβαση προς τον αναγνώστη- κάτι που κάνει σε πολλά σημεία του έργου – θα του μιλήσει για την στιγμή της έμπνευσης που μπορεί να είναι μοναδική.

Ας δούμε λοιπόν ποια είναι η Μακκαμπέα το κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας μας. Μια νεαρή δακτυλογράφος, αδύναμη και πάμφτωχη, που έχει μετακομίσει στο Ρίο από τη Νοτιοανατολική Βραζιλία, τη φτωχότερη περιοχή στη χώρα και ζει με τέσσερα ακόμα κορίτσια σε μια νοικιασμένη κάμαρα χωρίς θέρμανση. Δεν έχει φωνή, δεν έχει ούτε καν μια υποτυπώδη γυναικεία χάρη, ραχιτική και άσχημη, άπλυτη και  μεγαλωμένη στη απόλυτη φτώχεια που και αυτή ακόμα “είναι ξεστόλιστη”. Δεν είναι καλή ούτε καν στη δουλειά της. Δεν έχει τίποτα. Δε διεκδικεί τίποτα. Δεν είναι τίποτα. Και δε θα λείψει από κανένα όταν πεθάνει. Τι είναι λοιπόν αυτό το άδολο, μαραμένο χορταράκι το φτιαγμένο από χαρτί και λέξεις, επίθετα και προσδιορισμούς; Σε ποιόν κόσμο πρέπει να στρέψει το βλέμμα του ο αναγνώστης που να είναι ο δικός της; Ένας ανοίκειος ήρωας συγκρινόμενος με την ανθρώπινη πραγματικότητα.

 

 

Η Λισπέκτορ έπλασε ένα μυθιστορηματικό  χαρακτήρα χωρίς κανένα λούστρο, αλλά πολύπλοκο και σε κάποιες στιγμές δυσνόητο που οργανώνει το δικό του διαφορετικό κόσμο, τις δικές του απολαύσεις με πολύ απλά υλικά, που πιθανόν δεν εντυπωσιάζουν κανένα, αλλά “αυτή μαγεύεται”, γεμίζει χαρά. Με γκοϊάμπα και τυρί, με κομμένες διαφημίσεις από τις εφημερίδες για το άλμπουμ, με συντροφιά το ράδιο-ρολόι, μεγάλη χαρά το ραδιόφωνο και μαθαίνει πολλά από αυτό, με τα φορτηγά πλοία που τη γέμιζαν νοσταλγία, με το σινεμά  που πήγαινε όποτε έπαιρνε το μισθό της, γιατί όχι με μια μικρή ζήλεια για το βιβλίο του κυρ-Ρεμούνδου και ως κανονικός άνθρωπος με μικρά ψέματα. “Καμιά φορά μόνο το ψέμα σώζει” όπως εκείνη τη μέρα που προσποιήθηκε πονόδοντο και έμεινε μόνη και ελεύθερη στο σπίτι να συναντήσει τον εαυτό της. Για πρώτη φορά.” Ένα δωμάτιο μόνο για κείνη.… Και δεν ακουγόταν λέξη. Χόρευε και στροβιλιζόταν γιατί μένοντας μόνη γινόταν ε-λ-εύ-θ-ε-ρ-η!” Απλές απολαύσεις, όμως για την ηρωίδα της Λισπέκτορ ήταν μέγιστη χαρά. Η  Ελέν Σιξού στο επίμετρο επισημαίνει ότι η Ώρα του Αστεριού είναι μια  “Πραγματεία περί χαράς. Αρκεί η ζωή, ιδού το θαύμα” Ποιος μπορεί να πει στ’ αλήθεια, ποιος μπορεί πραγματικά να βιώσει αυτή την ασκητική χαρά και μάλιστα δίχως ίχνος αυτολύπησης. Πιθανόν κανείς. Για να συμβεί αυτό θα πρέπει τη φτώχεια και τον πλούτο να τα δούμε ως ψυχικές καταστάσεις, όπως η συγγραφέας και καθόλου με υλικούς όρους.

Ο έρωτας έρχεται στη ζωή της Μακκαμπέα με το πρόσωπο του Ολύμπικο, δυστυχώς. Η συγγραφέας δεν δείχνει πουθενά επιείκεια στο ήρωά της. Τυχοδιώκτης, δολοφόνος, κλέφτης, τυχάρπαστος, εύρισκε ευχαρίστηση να πηγαίνει σε κηδείες ή να επισκέπτεται το χασάπικο και να βλέπει το μαχαίρι να κόβει το κρέας, κατά φαντασία νικητής της ζωής και φραστικά αδίστακτος. Η πρώτη του κουβέντα προς τη Μακκαμπέα ήταν “Με συγχωρείτε, αλλά σαν αρρώστια ακούγεται το όνομά σας”, ωστόσο μια αβρότητα έστω και προσποιητή την έχει διδαχθεί από τον πατριό του και έχει τα δικά του ταπεινά όνειρα, να γίνει πολιτικός. Η διαφορά του με την κοπέλα είναι συμπαντικών διαστάσεων. Δεν έχουμε παρά να παρακολουθήσουμε τους διαλόγους τους για να διαπιστώσουμε σε πόσο διαφορετικούς κόσμους ζουν, διάλογοι που αγγίζουν τα όρια του γκροτέσκο ή στην καλύτερη περίπτωση είναι ένα μοντάζ λέξεων και φράσεων. Το ερωτικό σκίρτημα μάλλον είναι ένα δράμα για τη Μακκαμπέα, όμως δεν θα πάει μακριά η σχέση της με τον Ολύμπικο, γιατί στο περιβάλλον της υπάρχει η Γκλόρια “μια κοπέλα επιπέδου” που θα γίνει η νέα ερωμένη του Ολύμπικο, καθώς διέθετε όλα όσα επιθυμούσε ο επίδοξος εραστής. Εκτός από τα φυσικά προσόντα και τη σωματική υγεία η Γκλόρια είχε και μια οικογένεια που θα του διασφάλιζε φαγητό. Πολύ σπουδαίο αυτό για έναν Ολύμπικο.

Όταν η Μακκαμπέα θα συναντήσει ξανά τον έρωτα θα είναι τη στιγμή που το πεπρωμένο της έχει επιλέξει γι αυτήν, την ώρα του θανάτου, την ώρα που παρηγορημένη από τα ψεύτικα, αλλά, μεθυστικά λόγια της madame Καρλότας, της χαρτομάντισσας, θα νοιώσει και πάλι τον ερωτικό πόθο να ξυπνά για τον φανταστικό Χανς, ένα γκρίγκο, πλούσιο, με τέλεια χαρακτηριστικά. Έρωτας και θάνατος σε ταύτιση. ” Πήγαινε να ανταμώσεις το θαυμάσιο πεπρωμένο σου” θα της πει που δεν ήταν άλλο από την ώρα του αστεριού κάτω από τους τροχούς της κίτρινης Mercedes. Την ίδια στιγμή του θανάτου θα ανταμώσει τον εαυτό της.

 

 

Σε όλο το έργο όπου παρακολουθούμε τη ζωή της Μακκαμπέα να εξελίσσεται ανακαλύπτουμε τη μυστική σχέση της με τις λέξεις. Ο κόσμος της είναι λέξεις, λέξεις που λειτουργούν ως ήχοι ή ως σύμβολα, με μυστηριακό τρόπο και όχι ως κώδικας επικοινωνίας ανάμεσα  σε ανθρώπους. Με τη λέξη λοιπόν, ως θεμέλιο της συγγραφής, η Λισπέκτωρ φαίνεται να πάλεψε τη ζωή της και τη θνητότητά της. Έπλαθε ιστορίες και τις διατύπωνε στο χαρτί, αυτός ήταν ο παρηγορητικός τους ρόλος. Θα επιστρέψω για λίγο στη Μάκκα, για να δούμε κάποιες στιγμές από την ιστορία της  όπου φαίνεται καθαρά ότι ο κόσμος της στριφογύριζε στις λέξεις. Ερωτεύθηκε τη λέξη “εφημερίς”, τα αποκόμματα των διαφημίσεων ήταν λέξεις, οι ερωτικοί της διάλογοι ακατανόητες μάλλον λέξεις, έφυγε από τη ζωή ευτυχισμένη με λέξεις. Το όνομα της είναι μια εβραϊκή λέξη μάλλον ακουστικά απογοητευτική με πολλά σύμφωνα σε αντίθεση με το Ολύμπικο που είναι πολύ πιο εύηχο.  Μήπως τελικά ο πρωταγωνιστής είναι οι λέξεις;

Η Μακκαμπέα είναι ένα πλάσμα αθώο. Αδικημένο και από Θεό και από ανθρώπους. Όλοι όσοι την περιβάλλουν- η θεία της, ένας γιατρός, η χαρτορίχτρα, ο Ολύμπικο – μας εκπλήττουν με τον κυνισμό και τη χυδαιότητά τους. Εξαίρεση αποτελεί ο εργοδότης της που εκπλήττεται με την αθωώτητά της και αναβάλλει την απόλυσή της. Είναι ένα πλάσμα πεταμένο στον κόσμο για να ξυπνήσει όχι το θαυμασμό και τη συμπάθεια, αλλά “έλεος και φόβο”. Τέτοια πλάσματα μας ξεβολεύουν, δε χωρούν ανάμεσά μας. Η ασχήμια μετατρέπεται σε αισθητική ομορφιά. Ο Ηλίθιος του Ντοστογιέφσκι είναι κάτι αντίστοιχο. Το έργο αυτό είναι ένα κατηγορώ σ’ έναν κόσμο αδιάφορο και βολεμένο. Μας αναγκάζει να σκεφτούμε, να δούμε πιο καθαρά την κοινωνική αδικία και να “πάρουμε τη ζωή μας” διαφορετικά. Σπάνια συγγραφέας έχει καταφέρει να πει τόσα πολλά με τόσο λίγες λέξεις. Η αφηγηματικές τεχνικές μας παραπέμπουν στη αποστασιοποίηση του θεάτρου του Μπρεχτ και στην παράβαση της αρχαίας κωμωδίας. Αν σε τελευταία ανάλυση η τέχνη παρηγορεί η Λισπέκτωρ στο έργο αυτό το κατορθώνει και μας επιτρέπει να αντέξουμε αλήθειες που στην πραγματική ζωή θα μας είχαν συντρίψει. Η υπερβολή στη διαγραφή των προσώπων μας παραπέμπει στους γελοιογράφους που υπερτονίζουν κάποια χαρακτηριστικά των προσώπων στα σκίτσα τους. Γιατί, ας μη λησμονούμε ότι ένα λογοτέχνημα δεν είναι ούτε ψυχολογική, ούτε κοινωνιολογική, ούτε ρεαλιστική απεικόνιση. Η Μακκαμπέα τελικά με την αθωώτητά ενός αστεριού μας παρακολουθεί από  μακρινή απόσταση χωρίς παράπονο ή κακία, αλλά με αγγελική κατανόηση. Μυθιστορηματικές μορφές όπως η Μακκαμπέα αίρουν τις αμαρτίες μας και αποκαλύπτουν ένα διαφορετικό κόσμο, όμορφο, αγγελικά πλασμένο και επομένως ηθικό, αφού η ομορφιά δεν είναι μόνο αισθητική, αλλά και ηθική αξία.

 

 

* Η Κατερίνα Ζωγραφιστού είναι Πολιτισμολόγος, Καθηγήτρια Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας, Msc «Συγκριτικής Λογοτεχνίας», Département d’Études Néo-helléniques-Université  Paul Valéry, Montpellier III [kzografistou@gmail.com]

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top