Fractal

Διήγημα: “Η θηλιά”

Της Κυριακής Μήλιου // *

 

 

Η ιεροτελεστία είναι γνωστή, κλασική πια. Παίρνεις ένα σχοινί, χοντρό και γεμάτο κόμπους από το πέρασμα του χρόνου. Περνάς τα δάχτυλά σου αργά από το μήκος του με μάτια κλειστά. Απομνημονεύεις κάθε τραχιά κλωστή του, κάθε φθορά που σου θυμίζει κάτι από τη δική σου κατσιασμένη ζωή. Ονομάζεις τις στιγμές μία προς μία, γιατί δεν πρέπει να ξεχαστούν. Σε έκαναν αυτό που είσαι. Σε όρισαν στο λεξικό της ύπαρξης και για το λόγο αυτό τους οφείλεις σεβασμό. Στη συνέχεια φτιάχνεις τον κόμπο. Γερό, ναυτικό. Από αυτούς που με σιγουριά δένονται, που μαζί με τον αέρα πνίγουν και κάθε αμφιβολία να λυθεί ή να χαλάσει. Το δένεις αργά, με σταθερές και ήρεμες κινήσεις. Σε κάθε καμπύλη ονοματίζεις αυτά που θες να ξεχάσεις. Οργή, απογοήτευση. Ό,τι σου έκλεψε ο χρόνος και δεν πρόκειται να το επιστρέψει. Την κρατάς με απόλυτη ευλάβεια καθώς την κρεμάς από τον πιο γερό σου πολυέλαιο, τη ντουλάπα που νιώθεις πως το ύψος της δεν έχει τελειωμό. Είναι η ζωή σου και δεν πρέπει να το ξεχνάς. Το στήριγμα έχει εξίσου μεγάλη σημασία. Πρέπει να είναι γερό, σαν τη γη που θες να αποχωριστείς από κάτω σου, την πραγματικότητα και τα ιδανικά που θες να τσακίσεις. Έχει πάντοτε ένα εξόγκωμα, κάποιο χερούλι ή μια μικρή και χαριτωμένη δυσμορφία. Μπορείς έτσι να το αποχωριστείς πιο εύκολα, με μια μικροσκοπική και άτσαλη κίνηση που δεν θα προλάβει να γεννήσει αμφιβολίες στο κουρασμένο σου μυαλό. Η συνέχεια δεν είναι τόσο καλαίσθητη, αλλά είναι γνωστή. Μια μικρή τελετή για λίγους, που τη ζουν συνήθως μόνο μια φορά. Η δική μου τελετή διαφέρει σε μερικές καίριες λεπτομέρειες. Το σκαμπό μου είναι πολύ χαμηλό και μεταλλικό. Έχει ράχη ψηλή, με όμορφα σκαλίσματα. Ο κόμπος της Θηλιάς μου είναι πλεγμένος με τρόπο μυστικό, έμπιστος και πραγματικός μου φίλος. Όταν τη φοράω στο λαιμό, μου αρκεί να γονατίσω για να αρχίσω να πνίγομαι. Το οξυγόνο πεθαίνει στα σωθικά. Ο φόβος στέλνει την αδρεναλίνη στο σβέρκο μου, φίλη πιστή. Μου κρατάει το χέρι και μου λέει πως όλα θα περάσουν, ενώ τα πνευμόνια μου σφαδάζουν από πόνο. Πίεση παγιδευμένη ψάχνει για διαφυγή αλλά το στόμα είναι πια άχρηστο. Ούτε να φωνάξει μπορεί, ούτε να βρίσει, ούτε καν να ανοίξει. Κλείνω τα μάτια, σε μια τελευταία προσπάθεια να κάνω κουράγιο. Τα χέρια μου γραπώνονται απελπισμένα στο σίδερο με τις φιοριτούρες και εικόνες παίρνουν μορφή και ήχους μέσα μου. Η τελευταία φορά που άντεξα πόνο τόσο δυνατό που νόμιζα πως θα πεθάνω. Το τελευταίο μου αντίο σε εκείνους που δεν πρόλαβαν να μου το πουν, να μου σκίζει καρδιά και ψυχή στα δύο. Την πιο ευτυχισμένη στιγμή της ζωής μου. Την πιο δυστυχισμένη στιγμή της ζωής μου. Εκείνοι που με πέταξαν στα βαθιά για να μάθω να κολυμπάω, εκείνοι που πρόθυμα άπλωναν το σώμα τους χάμω, για να μαλακώσουν τη δική μου πτώση. Τόσα κι άλλα τόσα, που κάποτε μπορεί να τα ξεχνούσα. Και η φίλη μου η αδρεναλίνη να μου σφίγγει το χέρι και να μου δίνει δύναμη κι ευφορία. Τώρα. Τα χέρια μου αρπάζουν το σίδερο με όση δύναμη μου έχει απομείνει. Ανυψώνομαι λίγο, όσο χρειάζεται για να μπορώ να χαλαρώσω τη Θηλιά τόσο ώστε να νιώσω το οξυγόνο ξανά. Δάκρυα κυλούν από τα μάτια μου. Δεν τα σταματώ. τα αφήνω να με πνίξουν. Χαλαρώνω τον κόμπο, τον βγάζω από το κεφάλι μου. Πέφτω κάτω, βήχω από τον αναπάντεχο αέρα μέσα μου. Κάνω εμετό. Φόβος, πίκρα, αυτολύπηση, βρίσκονται όλα εκεί κάτω, στη μικρή λιμνούλα που σε λίγο θα καθαριστεί με φροντίδα. Δεν υπάρχει χώρος πια γι’ αυτά. Είμαι γεμάτη ζωή, θέληση, αγάπη για τον εαυτό μου και τον κόσμο όλο. Κοιτάζω το ταβάνι και βλέπω το γαλαξία ολόκληρο να διαγράφεται σε κάθε κιτρίνισμα του παλιού σοβά. Πεθαίνω. Με καίω και αναγεννιέμαι από τις στάχτες μου, δυνατότερη από ποτέ. Μέχρι να έρθει η επόμενη φορά να πεθάνω. Μέχρι η φίλη μου η αδρεναλίνη να μπερδευτεί και να μη μου δώσει το σήμα να σηκωθώ έγκαιρα.

 

 

* Η Κυριακή Μήλιου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1987. Παράτησε δοκιμαστικούς σωλήνες και αντιδραστήρια σε κάποιο εργαστήριο των Ιωαννίνων και άρχισε να μάχεται με καλοξυσμένα μολύβια για να ξεμπερδέψει το κουβάρι των σκέψεων μέσα της. Ζει και γράφει στην Αθήνα.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top