Fractal

Επιστρέφοντας με τη μνήμη

Γράφει η Τζένη Μανάκη //

 

thalassa_Τζων Μπάνβιλ «Η θάλασσα», Μετάφραση: Τόνια Κοβαλένκο, Βραβείο Booker 2005, Εκδόσεις Καστανιώτη

 

«Πως ταξιδεύει το μυαλό, ακόμη και στις περιστάσεις της μεγαλύτερης συγκέντρωσης…»                             

Με απαράμιλλη ποιητικότητα ο Τζών Μπάνβιλ συλλέγει σπαράγματα της παιδικής ηλικίας του ήρωά του, Μαξ Μόρντεν, και μας τα παραδίδει, σε μία  παλίνδρομη αφήγηση γεμάτη νοσταλγία, ανάμικτη με θλίψη και  με παρούσα πάντα τη θάλασσα .

Ο Μάξ Μόρντεν, συγγραφέας – ιστορικός τέχνης, μετά τον θάνατο της γυναίκας του Άννας, επανέρχεται στον τόπο των ανεξίτηλων ( ; ), στη μνήμη του, παιδικών του βιωμάτων για να επικοινωνήσει με τον ίδιο τον εαυτό του και όλα αυτά που τον διαμόρφωσαν. Τα παιδικά χρόνια, η ενηλικίωση και ο γάμος, η κόρη και ο θάνατος της γυναίκας του, αλλά και το παρόν των γηρατειών και της μοναξιάς, δίνονται χωρίς χρονική σειρά, άτακτα όπως περνούν οι σκέψεις κάθε ανθρώπου που προσπαθεί να βρει νόημα στη ζωή, ”τακτοποιώντας” τις αναμνήσεις του, με τη βεβαιότητα του ”λίγου”, του χρόνου που μένει.

«Ζεις στο παρελθόν, μου είπε… το παρελθόν αποτελεί το τέλειο λημέρι για μένα, επιστρέφω σ’ αυτό ανυπόμονα, τρίβοντας τα χέρια και τινάζοντας από πάνω μου το κρύο παρόν και το ακόμα πιο κρύο μέλλον.»

 

(οπισθόφυλλο)

Ο Μαξ Μόρντεν, ιστορικός τέχνης, επιστρέφει στο παραθαλάσσιο χωριουδάκι των παιδικών του χρόνων, προσπαθώντας να ξεφύγει από μια πρόσφατη βαριά απώλεια αλλά και παράλληλα να αντιμετωπίσει ένα παλιό του τραύμα που έχει σχέση με την οικογένεια Γκρέις. O κύριος και η κυρία Γκρέις, με έναν αέρα κοσμικότητας και ανυποκρισίας, δεν έμοιαζαν με κανέναν από όσους ενήλικους είχε γνωρίσει ως τότε ο Μαξ. Εκείνοι, όμως, που τον γοήτευσαν περισσότερο ήταν τα δίδυμα παιδιά του ζευγαριού, συνομήλικά του, ο βουβός, ανέκφραστος Μάιλς και η γεμάτη παραφορά, πρόκληση κι ευθύτητα Χλόη. Tα όσα συνέβησαν τότε δεν διαμόρφωσαν μόνο το μέλλον του, αλλά τον στιγμάτισαν για πάντα.

Γραμμένη με την ακριβόλογη, υπέροχη πένα του Μπάνβιλ, η Θάλασσα είναι μια ιστορία συμφιλίωσης με το θάνατο, καθώς κι ένας εκπληκτικός στοχασμός πάνω στην ταυτότητα και τη μνήμη. Συναρπαστικό, βαθιά συγκινητικό κι ανθρώπινο, το μυθιστόρημα αυτό κέρδισε το Βραβείο Μπούκερ 2005 σε μια από τις καλύτερες χρονιές του θεσμού.

 

Η γνωριμία με την δυστυχία έγινε στην τρυφερή ηλικία του Μάξ Μόρντεν. Οι διενέξεις των γονιών και το κακό κλίμα στο σπίτι, τον έστρεψαν σ’ ένα όνειρο, έξω από την οικογενειακή εστία, σ’ ένα όνειρο που ξέφευγε από τις τότε δυνατότητες του, αφήνοντας τη μάνα του «να καλλιεργεί τις δικές της δηλητηριασμένες σκέψεις».

«Η δυστυχία μου ήταν μία σταθερή στη διάρκεια των παιδικών μου χρόνων».

 

Το όνειρο, (”… μόνο που έμπαιναν μπροστά μου και μου έκοβαν τη θέα του μέλλοντος. Σιγά – σιγά  έβλεπα μέσα απ’ αυτούς, έγιναν διάφανοι οι γονείς μου”),  βρήκε την πραγμάτωσή του κοντά στην οικογένεια Γκρέις, που γνώρισε κάποιον Αύγουστο στο παραθεριστικό συγκρότημα ” Κέδροι”, που εκείνοι μετέτρεψαν σε σπίτι τους. Ο ίδιος στα γεράματά του επισκέφθηκε τους ”Κέδρους” που είχαν μετατραπεί σε πανσιόν, για μία επανασύνδεση με το παρελθόν, όπου διαπίστωσε ότι η μνήμη του σε κάποια σημεία τον απατούσε.

«Βίωσα μια αίσθηση πανικού σχεδόν, καθώς το πραγματικό, το απέραντα εφησυχασμένο μες στην πραγματικότητά του, άρπαζε ό,τι εγώ νόμιζα ότι θυμόμουν και το μετέπλαθε στο δικό του σχήμα. Κάτι ανεκτίμητο διαλυόταν και χυνόταν μέσα από τα δάχτυλά μου. Τελικά, όμως, με πόση ευκολία του επέτρεψα να ξεγλιστρήσει. Το παρελθόν, εννοώ το αληθινό παρελθόν, έχει μικρότερη σημασία απ’ όση προσποιούμαστε πως έχει».

 

Ο νεαρός Μαξ ποθεί την κυρία Γκρέις, πολλές φορές την φέρνει στο νου του σαν την Μάρτ στους πίνακες του Μπονάρ, αντιπαθεί τον σύζυγό της, ερωτεύεται, προδίδοντας τα προγενέστερα αισθήματά του, την ατίθαση κόρη τους Χλόη, κάνει παιχνίδια στη θάλασσα μαζί μ’ εκείνη και τον δίδυμο βουβό αδελφό της Μάιλς,  αγνοώντας την «καημένη» κουβερνάντα Ρόουζ, μέχρι του σημείου που την κάνει ενδιαφέρουσα μία, παρανοημένη από τον ίδιο,  εξομολόγησή της, στην κυρία Γκρέις, που διευκρινίζεται χρόνια μετά, ανατρέπει τοτινά δεδομένα και υπογραμμίζει την παιδική αθωότητα. Η γνωριμία του με τα δίδυμα του ζεύγους Γκρέις, υπήρξε και η γνωριμία του Μαξ Μόρντεν με τον έρωτα, τον θάνατο και τον συσχετισμό όλης της ζωής του με τη θάλασσα.

«Αποχώρησαν οι θεοί την ημέρα της παράξενης παλίρροιας.. Δεν επρόκειτο να κολυμπήσω ξανά, ύστερα από εκείνη τη μέρα».

«Και η ζωή μου αλλάζει για πάντα.

 Από την άλλη, όμως και σε ποια στιγμή, απ’ όλες τις στιγμές μας, δεν αλλάζει απόλυτα, απόλυτα η ζωή μας, μέχρι την τελεσίδικη, την πιο μνημειώδη αλλαγή όλων;»

 

John Banville

John Banville

 

Με λυρισμό, ακριβόλογες περιγραφές προσώπων, γεγονότων και τοπίων, πλήθος παρομοιώσεων και μεταφορών, λεπτή ειρωνεία, χιούμορ και σαρκασμό, ο Τζων Μπάνβιλ περιγράφει τα χρόνια εκείνα της ξενοιασιάς του εντεκάχρονου ήρωά του, ενώ παράλληλα φωτίζει σκηνές της ενήλικης ζωής του, τις περισσότερες με το νωθρό, ”ερεβώδες” φως κάποιου που:

«το μεγαλύτερο μέρος της ενέργειάς μου διοχετευόταν πάντα στην απλή αναζήτηση καταφύγιου, παρηγοριάς, και, ομολογώ, βολέματος». 

 

 

 Κι έπειτα ήρθε ο έρωτας για τον νεαρό Μαξ Μόρντεν. Ο έρωτας του για την ΄Αννα.

«Στεκόταν ανάμεσα σ’ εμένα και το παράθυρο, με βαμβακερό φόρεμα και σανδάλια….. μ’ εκείνον τον δικό της τρόπο, τον παθιασμένο και απόμακρο μαζί, στρίβοντας ονειροπόλα μια τούφα μαλλιών γύρω από το δάχτυλό της…..»

 

«Όταν επιστρέφω με τη μνήμη, βλέπω πάντα την άφιξή μας, μας βλέπω να κοντοστεκόμαστε για λίγο στο κατώφλι, το χέρι μου, στη μέση της, να αγγίζει εκεί το δροσερό, βαθύ κοίλωμα μέσα από το λεπτό μετάξι, νιώθω την άγρια μυρωδιά της στα ρουθούνια μου, τη θέρμη των μαλλιών της στο μάγουλό μου. Πόσο μεγαλοπρεπείς θα πρέπει να δείχναμε κάνοντας την είσοδό μας εμείς οι δύο, ψηλότεροι από όλους τους άλλους με τη ματιά μας να περνάει πάνω απ’ τα κεφάλια τους λες και καρφωνόταν σε ένα μακρινό πανόραμα που μόνο εμείς είχαμε το προνόμιο ν’ αγναντεύουμε».

 

Ο έρωτάς του με την Άννα, δυνατός,  ειλικρινής, ωστόσο εμπεριείχε και την έννοια του ”βολέματος”, καθώς εκείνη υπήρξε κόρη ενός αμφιλεγόμενου κυρίου που είχε τον ”τρόπο” του. Ο γάμος τους υπήρξε μία ζεστή σχέση, με διαλείμματα εξομολογημένου ”μίσους”.

Η διάγνωση της αρρώστιας της Άννας, δημιουργεί αμηχανία, πανικό, άγνοια μιας νέας συμπεριφοράς που να προσάδει στη νέα κατάσταση.

«Ήταν λες κι είχαμε γίνει κοινωνοί ενός μυστικού τόσο χυδαίου, τόσο ειδεχθούς, ώστε μόλις που αντέχαμε να παραμένουμε μαζί ο ένας με τον άλλον, ενώ ταυτόχρονα ήμασταν  ανίκανοι να αποδεσμευτούμε, αφού ο καθένας γνώριζε το απαίσιο πράγμα που γνώριζε κι ο άλλος κι άρα μας έδενε αυτή ακριβώς η γνώση»..

 

Η εξέλιξη της αρρώστιας της Άννας προοιωνίζει μία νέα εκδοχή της πραγματικότητας. Η αφήγηση της περιόδου της αρρώστιας, ελεγειακή, για την απώλεια της ζωής, για τα αισθήματα που παύουν να υπάρχουν, για το ”εγώ” που χάνει την έννοιά του. 

«έτσι όπως γίναμε ξαφνικά άγνωστοι ο καθένας για τον εαυτό του κι ο ένας για τον άλλο». «Από εδώ και μπρος όλα θα αποκρύβονταν. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος να ζήσουμε με τον θάνατο».

 

Στο μεταξύ, η σχέση του Μαξ Μόρντεν με τη μητέρα του, γυναίκα ποτισμένη μίσος για την άθλια ζωή της, για την απαξίωση από έναν σύζυγο που την εγκατέλειψε και τον ίδιο τον γιο της, κάποτε, είναι απλά τυπική, με εκρήξεις εχθρότητας από μέρους της, εξαιτίας της εγωιστικής άρνησης της, να συνειδητοποιήσει την ύπαρξη της αγάπης για το παιδί της. Οι καλές προθέσεις της Άννας, αδυνατούν να ζεστάνουν τις σχέσεις μάνας – γιου, και η είδηση του θανάτου της, προκαλούν σύγχυση στον Μάξ.

«… πόση ώρα έλειπα, πόση ώρα περιπλανιόμουν  στις αίθουσες του τρόμου μεσ’ το κεφάλι μου».

Ο Μαξ με την Άννα μένουν για τελευταία χρονιά στο παραθαλάσσιο σπίτι τους, όπως ο Μπονάρ με την Μάρτ στο Λε Μποσκέ, (αρκετές αναφορές στο κείμενο)

«τρέμοντας τον ερχομό της Άνοιξης, όλη αυτή την αβάσταχτη οργιώδη οχλοβοή».

 

pierre

 

Ο θάνατος της Άννας  («Πως ταξιδεύει το μυαλό, ακόμη και στις περιστάσεις της μεγαλύτερης συγκέντρωσης…») βυθίζει τον Μαξ στο πένθος. Το πένθος, στην αναζήτηση του παρελθόντος. Ζούσε σαν να είχε τυλιχθεί γύρω του μια πένθιμη κορδέλα που τον συνέδεε μονίμως με τον θάνατο.

Οδηγείται στούς «Κέδρους», όπου εγκαθίσταται και απαγορεύει την επαφή ακόμη και στην Κλέρ την κόρη του, που δεν γλυτώνει από την εξεταστική, ειρωνική, σαρκαστική ματιά του πατέρα της.

«Είναι πολύ έξυπνη, κορίτσι των γραμμάτων .Δεν είναι όμορφη, όμως αυτό το έχω αποδεχτεί εδώ και πολύ καιρό. Δεν θα προσποιηθώ ότι αυτό δεν αποτελεί για μένα απογοήτευση, εφόσον έτρεφα ελπίδες ότι θα γινόταν μια δεύτερη Άννα».

 

Στους ”Κέδρους” νέοι δευτερεύοντες ήρωες έρχονται να προστεθούν στο άλμπουμ των γνωριμιών του Μαξ Μόρντεν. Εκεί η οικοδέσποινα δεσποινίς Βάβασουρ αποδεικνύεται μία παλιά γνώριμή του.

Ένα εξαιρετικό έργο, που πιστεύω θα διαβάσω τουλάχιστον μία τρίτη φορά, από έναν ευφυή συγγραφέα που αναζητά μέσα από τους ήρωές του το βάθος ενός άλλου εαυτού από αυτόν που βλέπουν οι άλλοι, ή που εκείνος πιστεύει ότι είναι, και το κάνει με την άνεση ενός τεράστιου ταλέντου!  Ένα συναρπαστικό έργο συμφιλίωσης με τον θάνατο, ένας στοχασμός  επάνω στην ταυτότητα και την μνήμη.

 

 

” Ο ουρανός πάντα με συναρπάζει. Είναι σαν να ατενίζουμε το άπειρο. Κοιτάς τους άλλους ανθρώπους και είναι ένα διαρκές μυστήριο. Και αυτές είναι οι λιγότερο συναρπαστικές πτυχές που μπορώ να σκεφτώ από την εμπειρία της ζωής. Γι’ αυτό κάνω τέχνη. Για να μπορώ να ερμηνεύσω τον κόσμο πρώτα απ’ όλα για τον εαυτό μου και μετά, αν είμαι τυχερός, και για κάποιους άλλους ανθρώπους. Δεν θα έπρεπε να λέω ότι “ερμηνεύω”, αλλά ότι “απεικονίζω“ τον κόσμο”. Τζων Μπάνβιλ

        

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top