Fractal

Διήγημα fractal: “Η τελευταία μαμά”

Της Ιφιγένειας Θεοδώρου //

 

 

 

 

Σήμερα είναι μια Τρίτη σαν όλες τις Τρίτες… Δεμένη βαρκούλα στο λιμανάκι της ρουτίνας μου. Ξυπνάω και γεύομαι στο ξερό στόμα μου τη γνώριμη, στυφή γεύση της. Με ευγνωμοσύνη. Ετοιμάζω έναν καφέ απολαμβάνοντας τους λεπτοδείχτες να σέρνονται κι εκείνοι αγόγγυστα στον πορσελάνινη διαδρομή τους. Τι ευχαρίστηση! Απεχθάνομαι τις εκπλήξεις. Τρομάζω με την παραμικρή αλλαγή που υπονοεί παρέκκλιση από το καθημερινό πρόγραμμα μου. Και βέβαια δεν βαριέμαι ποτέ, αφού οι μέρες εναλλάσσονται τόσο σταθερά ….

Σήμερα Τρίτη είναι η μέρα που συναντώ την φίλη μου τη Βάσω. Μοιραζόμαστε την ίδια αγάπη για το περπάτημα, για διαφορετικό λόγο η καθεμιά μας βέβαια, και την κοινή μας ανάγκη για εκμυστηρεύσεις . Θα μπορούσε να ήταν και κόρη μου. Φυσικά, αφού την περνώ πάνω από είκοσι χρόνια. Αυτό όμως δεν μας εμποδίζει να κάνουμε καλή παρέα, μπορώ να της λέω ιστορίες από αυτές που δεν θα τολμούσα να πω στην κόρη μου και που δεν θα άκουγαν με ευχαρίστηση οι συνομήλικες μου. Μιλάμε κυρίως για άντρες, έχει πάντα κάτι καινούργιο να μου διηγηθεί που διευρύνει τους ήδη μισόκλειστους ορίζοντές μου κι εγώ δεν νιώθω να αναμασάω ιστορίες από το παρελθόν μου, που ηχούν στα νεανικά της αυτιά σαν ροκ κομμάτια σε νέα εκτέλεση. Δεν μιλάμε φυσικά για φάρμακα. Με τις συμμαθήτριες μου, που αγαπώ και βλέπω για μεσημεριανά, πεταχτά γεύματα ή σινεμά, ανταλλάσσουμε κυρίως ιατρικές γνωματεύσεις, όπως παλιά κάναμε με τις συνταγές, ή κακεντρεχή σχόλια για άλλες που δεν παρευρίσκονται στο τραπέζι. Αντίθετα με τη Βάσω κλείνουμε ραντεβού για μασάζ ή για αποτρίχωση, για θεραπείες στο κομμωτήριο κι απαράβατα για περπάτημα κάθε Τρίτη.

Τον άντρα μου τον βλέπω πια σπάνια. Του κρατώ απέραντη κακία γιατί απερίσκεπτα κι εν γνώσει του διατάραξε τον εφησυχασμό και τον ανέφελο ουρανό μιας τριαντάχρονης κοινής ζωής. Κρατώ τα προσχήματα για τα δυο παιδιά μας τα Χριστούγεννα ή στα γενέθλια τους, πάντα στο ίδιο εστιατόριο δεκαπέντε χρόνια τώρα. Είναι κομμάτι της ρουτίνας μου αυτές οι συνάξεις, απαράλλαχτες κι ανιαρές σαν χιλιοπαιγμένες ταινίες. Εκείνος τρώει σιωπηλός το ίδιο πιάτο γαρνιρισμένο με περισσότερη δόση ενοχής κάθε χρόνο και τα παιδιά απολαμβάνουν την αυταπάτη τους, τη θαλπωρή της οικογένειας πριν την επέλαση μιας συνομήλικής τους στην κρεβατοκάμαρα των γονιών τους. Είναι αλήθεια ότι η δική τους ρουτίνα καταποντίστηκε πολύ νωρίτερα, ζουν μια τραγωδία από τότε, εγώ τουλάχιστον είχα πατήσει και τα πενήντα.

Χτες δείπνησα με δυο φίλες που γνώρισα σε κάποιο ταξίδι πριν από πολλά χρόνια, μετράμε από τότε τις απώλειές μας, είναι και το μέτρημα ένα είδος ρουτίνας. Η απώλεια γενικά είναι ένας παράγοντας καθοριστικός για τις ζωές μας, όλοι χάνουμε κάτι μικρό ή μεγαλύτερο, σημασία έχει το σημάδι που χαράσσεται πάνω μας, πόσο ανάγκη έχουμε δείξουμε ή να κρύψουμε αυτό το σημάδι. Άλλοι σκορπούν χρήματα και δεν φείδονται πόνου για να κάνουν τατουάζ πάνω στο δέρμα τους, εγώ αγαπώ τα άτομα που αντέχουν να δείχνουν τις πληγές τους κι ύστερα περήφανα να καμαρώνουν για τα σημάδια τους. Τέτοιες είναι οι φίλες που συνάντησα χτες βράδυ στο γνώριμο στέκι μας, δεν κάνω πια ταξίδια μαζί τους, τα έξοδά μου περιορίστηκαν τώρα τελευταία, εκείνες μόλις είχαν γυρίσει από το Λονδίνο. Ταξίδεψαν για την αποφοίτηση του μικρότερου γιου της Αλίκης, το θεωρούσε χρέος της να παραβρεθεί κι ας μην είχε πια την δυνατότητα να πληρώσει το εισιτήριο της. Τα βάλαμε από μισά με την Τιτίνα, μας χόρτασε η χαρά της για μέρες. Το δείπνο μας ήταν λιτό, αλλά απολαύσαμε ένα εξαιρετικό κόκκινο κρασί και μια συγκίνηση τέτοια που χρειάστηκαν μετά βίας λίγα λεπτά για να αφεθώ στην αγκαλιά του Μορφέα.

Στην ηλικία μου μιλάω για αγκαλιές και για κρεβάτια μόνο με την Βάσω, σήμερα όμως το πρωί μόλις άνοιξα τα μάτια μου και ανυπομονώντας για την πολύτιμη ρουτίνα μου έφερα στο μυαλό μου ξαφνικά και ασυναίσθητα μια παλιά συνοδοιπόρο μου, την Ζωή, αγαπημένη συμμαθήτρια που έχει ξεμείνει στην γενέθλια πόλη μας, στα γρανάζια του τραπεζικού συστήματος αγνοώντας προκλητικά τις σειρήνες της πρωτεύουσας. Μοιραστήκαμε την εφηβεία μας και ως φοιτήτριες, τρελές μέρες ερωτικής πανδαισίας κι από εκείνη την περίοδο, εκτός από την νοσταλγία μας, έμεινε η συνήθεια να ανταλλάσουμε εκφράσεις εν είδη συνωμοτικού κώδικα που αποκλειστικά μόνο εμείς κατανοούμε. Τι συνέβη και θυμήθηκα την Ζωή μόλις άνοιξα σήμερα το πρωί τα μάτια μου; Με εξέπληξε ότι ανέτρεξα σε αναμνήσεις από το πατρικό της σπίτι κι όχι από τις νυχτερινές μας εξορμήσεις σε υπόγειες μουσικές σκηνές ή σε κλειστοφοβικά μπαρ εκείνης της εποχής. Ενστικτωδώς κινήθηκα προς το κινητό μου και την κάλεσα κι έτσι όπως ήμουν ξαπλωμένη με το τηλέφωνο στο χέρι μια εικόνα από το βαθύ παρελθόν αναδύθηκε θαρρείς μέσα από τα σεντόνια. Η μάνα της Ζωής ακουμπισμένη στα μαξιλάρια της, το μαύρο κορδόνι του τηλεφώνου να μπλέκεται στα τροφαντά, κάτασπρα μπράτσα της που ξεπρόβαλαν από τον φραμπαλά της νυχτικιάς της, και η φωνή της να αντηχεί σε όλο το σπίτι θαρρείς και η κρεβατοκάμαρά της ήταν το κέντρο μιας πολύβουης επιχείρησης. «Δουλεύει από το σπίτι…» μου εξηγούσε η Ζωή, έννοια άγνωστη τότε κι εγώ βιαζόμουν να την επαναλάβω στην δική μου μαμά.

Η Ζωή δεν απάντησε στο τηλέφωνο, δεν έδωσα την παραμικρή σημασία κι αναλώθηκα στην ιεροτελεστία του πρωινού μου πριν από την συνάντηση της Τρίτης. Βιαστική επισκόπηση των ειδήσεων μέσω κινητού, ελαφρές ασκήσεις στο πάτωμα για εναρμόνιση των μυών ,ένα γρήγορο ντους και η απόλαυση του καφέ στο σαλόνι. Και τότε χτύπησε το τηλέφωνο. Θα μπορούσα να υποθέσω ότι η Ζωή ενέδωσε στο πρωινό κάλεσμά μου ή ότι η κόρη μου θέλησε να μου πει καλημέρα… Όμως όχι! Η ανησυχία εισέβαλε αμέσως στο μυαλό μου και η φαντασία μου προπορευόμενη ισοπέδωσε την προγραμματισμένη ρουτίνα μου. Η μέρα μου είχε ήδη ανατραπεί.

Τα νέα ήταν όπως τα είχα μαντέψει. Μαύρα. Η Λόλα, η μητέρα της Ζωής, είχε φύγει ήσυχα στον ύπνο της. Τι ανατριχιαστική σύμπτωση! Να την σκεφτώ μόλις είχα ανοίξει τα μάτια μου… Αυτή ήταν η πρώτη μου σκέψη. Μετά έκλαψα. Σιωπηλά. Όπως έκλαψα όταν έχασα την δική μου μαμά. Τότε ήμουν εμβρόντητη γιατί έμενα παντελώς ορφανή και δεν θα μπορούσα να την φωνάζω πλέον, «μαμά» να ακούω τη φωνή μου να αναζητάει τα χάδια της , «μαμά» απεγνωσμένα να αποζητάω την βοήθειά της. Αντιμέτωπη πια με το απειλητικό τέρας της ενηλικίωσης που χρόνια απέφευγα τις παγίδες του. Χωρίς την προστατευτική της φροντίδα έπαυα να ήμουν το κοριτσάκι της, έχανα κάθε προνόμιο της άπλετης συγκατάβασής της, αποδυόμουν του δικαιώματος να εκτελούνται τα χατίρια μου. Χωρίς την μαμά μου έδινα αυτόματα τη θέση μου στην δική μου κόρη κι αναλάμβανα επισήμως τα καθήκοντα της μητρότητας. Δεν ήμουν πια παιδί.

Τώρα όμως; Γιατί έκλαιγα για μια γυναίκα που είχα να την δω και να της μιλήσω τουλάχιστον είκοσι χρόνια; Είχε αποσυρθεί από τη ζωή μου αμέσως μετά την αναχώρηση μου από την πόλη μας, η παρουσία της στην ζωή της φίλης μου έφτανε σε μένα μόνο σαν απόηχος. «Τι κάνει η Λόλα, Ζωή ;» « Μια χαρά είναι, γερή, δυνατή, ανάγκη δεν έχει..» ερχόταν η καθησυχαστική απάντηση. Όλα σύμφωνα με το πρόγραμμα. Έζησε καλά, είχε δει εγγόνια, ευτύχησε να πεθάνει στον ύπνο της- αν μετριέται έτσι η ευτυχία – Τι ήταν αυτό που με συνέτριβε και θρηνούσα ξανά ; Δεν ήμουν πια το παιδί που έχασε την μητέρα του. Είχε έρθει η σειρά της Ζωής τώρα. Γι αυτήν έκλαιγα; Την θυμήθηκα έφηβη, μικροκαμωμένη μ’ ένα αδιόρατο ερωτηματικό στα αμυγδαλωτά της μάτια, κλαδάκι έτοιμο να συντριβεί από τον ανεμοστρόβιλο που ήταν η μητέρα της. Η κυρία Λόλα, χήρα γύρω στα σαράντα, ψηλή και θεωρητική, αλλού πατούσε κι αλλού βρισκόταν. Δημιουργούσε φασαρία κι έσπερνε αναστάτωση στο πέρασμά της. Πάντα ντυμένη στα μαύρα, είτε μαγείρευε, είτε οδηγούσε την επιβλητική κούρσα της, είτε μιλούσε στο τηλέφωνο ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, απέπνεε μια αίσθηση υπεροχής, κανείς δεν είχε την αντοχή να τα βάλει μαζί της. Οι αποφάσεις της ήταν διαταγές και οι διαταγές της πράξεις. Δεν γνώριζε εμπόδια. Με εντυπωσίαζε πολύ η κυρία Λόλα. Την θαύμαζα. Δεν έχανα ευκαιρία να βρίσκομαι σπίτι τους κι απολάμβανα την εξουθενωτική της παρουσία έστω κι από το διπλανό δωμάτιο όπου διαβάζαμε. Η φωνή της διαπερνούσε τον τοίχο, το γέλιο της κάλυπτε τα τραγούδια του πικ- απ κι ύστερα ορμούσε στην κουζίνα και ετοίμαζε κιλά τηγανιτές πατάτες για τους φίλους των κοριτσιών της. Κι όταν ξενυχτισμένες υπομέναμε την ανακριτική της ομοβροντία για να αποσπάσει ομολογίες για την προηγούμενη νύχτα με ευχαρίστηση διέκρινα στον τόνο της ψήγματα ευχαρίστησης και άδολης συμπαιγνίας, μια λαχτάρα που κρυβόταν περίτεχνα πίσω από τα στριγκά της επιφωνήματα. Κι αν η Ζωή πνιγόταν από την έντονη προσωπικότητα της μητέρας της εγώ την ζήλευα. Δεν ήθελα βέβαια να έχω την Λόλα για μαμά, ήθελα να γίνω σαν την Λόλα.

Έκλεισα άμεσα ένα εισιτήριο για την Θεσσαλονίκη και ειδοποίησα την Βάσω για την ματαίωση των σχεδίων μας. Την ώρα που προβάριζα το μαύρο αυστηρό μου ταγιέρ για την κηδεία, σαν σφήνα μια εικόνα εμφανίστηκε στην μνήμη μου. Η Λόλα μπροστά στον τριπλό καθρέφτη της τουαλέτας της φουρκισμένη κι αγχωμένη ντυνόταν βιαστικά, τα μάτια της πετούσαν σπίθες και οι φωνές της έσειαν το φωτιστικό του δωματίου. Πήρε από τα χέρια της έντρομης υπηρέτριάς της το παλτό της και μας κοίταξε αυστηρά «Κι αυτό που δεν ανέχομαι είναι να μου χαλούν το πρόγραμμα !» φώναξε και βρόντηξε την πόρτα πίσω της.

Είναι Τρίτη σήμερα, η κυρία Λόλα έκλεισε αθόρυβα την πόρτα πίσω της κι έφυγε. Είναι η τελευταία μαμά της εφηβείας μας που αποχωρεί διακριτικά δίνοντας ένα ευφάνταστο μάθημα στυλ. Είμαι σίγουρη ότι δεν ήθελε να ανατρέψει το πρόγραμμα κανενός. Η τελευταία από όλες τις τρυφερές μανούλες που προέταξαν τα θαλερά τους στήθη για να προστατέψουν την αθωότητα των κοριτσιών τους. Με την παρουσία τους εξευμένιζαν το μοιραίο, απέτρεπαν το αναπόφευκτο. Κι όλες εμείς, οι ώριμες έφηβες των μανάδων μας, θα σταθούμε στο πλευρό της Ζωής αλληλέγγυες στα δάκρυά της να αποχαιρετήσουμε, γυμνές πια από μητρική στοργή, την τελευταία μαμά μας.

Είναι Τρίτη σήμερα και η ρουτίνα μου διερράγη δια παντός.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top