Fractal

“Η τελευταία κίνηση του χορευτή” – Διήγημα της Τέσυ Μπάιλα

 

«Κάθε κίνηση του χορευτή επάνω στην πίστα χρειάζεται να εκτελείται με πάθος, αυτό είναι η τέχνη. Κα να θυμάσαι, Χασάν, η πιο μεγάλη στιγμή μιας παράστασης είναι η τελευταία κίνηση του χορευτή. Κλείνεις τα μάτια και αφήνεσαι στην εκτέλεσή της. Ανασηκώνεις το σώμα, όχι έτσι Χασάν… με δύναμη και αποφασιστικότητα… έτσι μπράβο… και στροβιλίζεσαι στο κενό μέχρι να προσγειωθείς ξανά γεμάτος αυτοπεποίθηση… όρθιο το κορμί, Χασάν… έτσι μπράβο».

Θυμόταν πάντα πριν από κάθε παράσταση τα λόγια της Αϊσέ, της πρώτης του δασκάλας χορού. Μικρό παιδί ήταν όταν η μητέρα του τον πήρε από το χέρι και τον πήγε στην περίφημη Ακαδημία χορού που διατηρούσε η Αισέ στο κέντρο της πόλης, παρά τις αντιρρήσεις του πατέρα του. Χάρη σ’ αυτήν είχε νιώσει τη φλόγα του πάθους για το χορό να τον τυλίγει και πολύ γρήγορα έδειξε το ταλέντο του. Η μητέρα καμάρωνε, έβλεπε στο πρόσωπό του την ενσάρκωση μιας μοίρας, που η ίδια δε διεκδίκησε ποτέ.

 

hero2

 

Δέκα χρόνια κόντευαν να συμπληρωθούν από εκείνη την ημέρα. Ο Χασάν είχε τελειοποιήσει την κίνησή του, η τεχνική του ήταν  άρτια και η Αϊσέ είχε καταλάβει από καιρό ότι είχε φτάσει η ώρα για τον μαθητή της να προχωρήσει. Άλλωστε ο πόλεμος είχε ρημάξει την πόλη, η ίδια είχε μεγαλώσει και η Ακαδημία δε μπορούσε να λειτουργεί χωρίς μαθητές.

«Χασάν», του φώναξε ένα απόγευμα, την ώρα που εκείνος, φορτωμένος το μικρό του σακίδιο στην πλάτη, άνοιγε την πόρτα της σχολής για να φύγει.

«Θέλετε κάτι;» της απάντησε και κρατώντας ακόμα το πόμολο της πόρτας στράφηκε προς το μέρος της και την κοίταξε. Ήταν χλωμή, κάτισχνη και κουρασμένη. Τα χρόνια πια είχαν αρχίσει να βαραίνουν το γυμνασμένο της σώμα και στα μάτια της διαγραφόταν μια μεγάλη απελπισία. «Χασάν, σήμερα είναι η τελευταία μέρα που…», ένας κόμπος θλίψης γραπώθηκε στο λαιμό της και την έκανε να σταματήσει.

Ο Χασάν δε μιλούσε. Την κοιτούσε στα μάτια και προσπαθούσε να καταλάβει. Μάντευε μέσα στην πνιγμένη της σιωπή το φόβο. Αλλά δεν αντέδρασε. Περίμενε στωικά. Ύστερα από λίγο εκείνη συνέχισε: «Από αύριο κλείνει η σχολή. Μην ξανάρθεις. Είναι επικίνδυνο για όλους μας. Οι βομβαρδισμοί συνεχίζονται… αν συμβεί κάτι… ίσως αργότερα… όταν τελειώσουν όλα Χασάν να μπορέσουμε να… πρέπει να φύγεις από τον τόπο, να συνεχίσεις αλλού τις σπουδές σου…»

Άνοιξε την πόρτα και έφυγε. Χωρίς να της πει ούτε «αντίο». Άρπαξε τη αποθαρρυμένη του ψυχή και βγήκε τρέχοντας στο δρόμο. Και δε μίλησε σε κανέναν ούτε όταν έφτασε στο σπίτι του. Κλείστηκε στο δωμάτιό του και ένιωσε βαριά, ασυγκράτητα δάκρυα να κατρακυλούν στο μάγουλό του. Δεν κοιμήθηκε καθόλου. Ούτε λεπτό. Άκουγε τις σειρήνες να ουρλιάζουν στο βάθος της πόλης και για μια ακόμη φορά λούφαξε η ψυχή του μαραζωμένη μέσα στα δεσμά του εφιάλτη. Όλο το βράδυ θυμόταν κάθε λεπτό που είχε περάσει κοντά στην Αϊσέ, κάθε κίνηση που του είχε μάθει, το χαμόγελό της όταν κατάφερνε να εκτελεί τις πιο δύσκολες φιγούρες. Με τα τεράστια μάτια της να τονίζουν το λιγνό της πρόσωπο και τα μαύρα της μαλλιά τυλιγμένα σε έναν αυστηρό κότσο έμοιαζε με αληθινό κύκνο, σαν αυτόν που της άρεσε πάντα να παριστάνει με το χορό της.

Το επόμενο πρωί έμαθε πως η σχολή δεν υπήρχε πια. Μια βόμβα είχε συντρίψει το κτήριο όπου στεγαζόταν η Ακαδημία και μαζί τα όνειρα και το κορμί της Αϊσέ.

Λίγους μήνες αργότερα έφυγε από την χώρα. Μόνος, ξένος, πρόσφυγας στη Δαμασκό. Φιλοξενούμενος από μια νέα οικογένεια, μακριά από τη δική του, που είχε χαθεί κι αυτή μια νύχτα ενός ανυποψίαστου καλοκαιριού κάτω από τα συντρίμμια.

Μια ανεξερεύνητη θάλασσα η ψυχή του. Και ο χορός μια μεγάλη αγκαλιά που έδιωχνε τους φόβους του μακριά. Ένα βράδυ έπιασε μια δυνατή βροχή. Βγήκε στο δρόμο και άρχισε να χορεύει, ξέφρενα. Έγινε όλος μια ακόμα σταγόνα βροχής και ενώθηκε με το νερό που πότισε το λευκό του πουκάμισο. Χόρευε και ένιωθε να εισχωρεί στο σώμα της νύχτας σε μια κολασμένη συνουσία που του εξασφάλιζε τη συνέχεια της ζωής.

«Τρελός θα είναι και τον πήραμε στο σπίτι μας», είπε το επόμενο πρωί η γυναίκα που τον φιλοξενούσε στον άντρα της κι έτσι λίγη ώρα αργότερα βρέθηκε διωγμένος, να βαδίζει σκυφτός στους δρόμους της Δαμασκού, με το μικρό σακίδιο στην πλάτη.

Αρκετό καιρό αργότερα η ζωή τον έφερε στη Βηρυτό. Ένας ακόμη  από τους ενάμισι εκατομμύριο πρόσφυγες που ζούσαν στους δρόμους του Λιβάνου. Πρόσφυγας για δεύτερη φορά, δε βαριέσαι, σκέφτηκε και άναψε τσιγάρο. Για δυο χρόνια  χωρίς στέγη, σκοπό, σύντροφο, οικογένεια, δουλειά, χωρίς αγάπη στη ζωή του. Κοιμόταν όπου έβρισκε, έμενε για μέρες νηστικός, έκανε όποια δουλειά του ζητούσαν, συχνά για ένα κομμάτι ψωμί, και κάθε στιγμή φοβόταν μήπως τον απελάσουν. Τις ημέρες τις περνούσε κρυμμένος, σαν αγρίμι. Τις νύχτες έβγαινε στους δρόμους και χόρευε, σαν τρελός, σαν να μετρούσε με τις κινήσεις του πόσο ευλογοφανής μπορεί να είναι ο παραλογισμός στον οποίο ζούσε. Και ένιωθε ελεύθερος, επειδή η τέχνη μπορεί να σπάσει όλα τα δεσμά. «Είμαι δημιούργημα του θεού μου», σκεφτόταν και για εκείνον ο χορός ήταν ο μόνος Θεός.

 

d3

 

Στα εικοσιπέντε του πια ο άστεγος χορευτής είχε γίνει γνωστός. Όλοι ήξεραν τον πρόσφυγα καλλιτέχνη, τον γοητευτικό χορευτή με τα μακριά ολόμαυρα μαλλιά και το ευθυτενές παράστημα που χόρευε με πάθος τα βράδια στους δρόμους και το πρωί έψαχνε για δουλειά.

Κανείς δεν ήξερε όμως τι έκρυβε μέσα στην ψυχή του. Πόσο πόνο κουβαλούσε στην πλάτη του, πόσες μυστικές συναλλαγές με το πεπρωμένο είχε κάνει, πόση μοναξιά πλήγωνε τα όνειρά του, κάθε φορά που άκουγε να τον αποκαλούν «ξένο».

Και ξαφνικά ένα βράδυ του Ιούνη άλλαξαν όλα. Χόρευε μόνος του μέσα στο σκοτάδι, όταν μια νέα κοπέλα τον πλησίασε και άρχισε να χορεύει μαζί του. Του ζήτησε να την ακολουθήσει τη στιγμή που ιδρωμένα τα σώματά τους άγγιξαν το ένα το άλλο. Κι εκείνος δέχτηκε. Πολύ σύντομα βρέθηκαν πρωταγωνιστές σε μια παράσταση μοντέρνου χορού. Εκείνη τον πρότεινε στον χορογράφο. Σταδιακά όλα άρχισαν να καλυτερεύουν. Μπόρεσε επιτέλους να νοικιάσει ένα επιπλωμένο διαμέρισμα. Θα της ζητούσε να μείνουν μαζί, οι δυο τους, στην ψευδαίσθηση ενός κοινού πεπρωμένου. Αν δεχόταν. Θα της το έλεγε εκείνη την ημέρα μετά το χορό. Και όταν τελείωναν οι παραστάσεις θα έβρισκε αλλού δουλειά. Θα κρατούσε το σπίτι. Στην ανάγκη θα έλεγε στη σπιτονοικοκυρά να κάνει λίγη υπομονή. Η ζωή έμοιαζε να του χαμογελά ξανά και από το στήθος του άρχισαν να  φτερουγίζουν όνειρα.

Το χειροκρότημα εκείνο το βράδυ ήταν ηχηρό. Πετούσε η ψυχή του. Από τα μπροστινά καθίσματα άκουσε τη συνομιλία δυο φίλων που τον κοιτούσαν επίμονα:

«Αυτός, εκεί χορεύει ωραία».

«Πρόσφυγας είναι… ποιος ξέρει από πού κρατάει η σκούφια του».

Γύρισε σπίτι φορώντας ακόμη το λευκό πουκάμισο της παράστασης. Ήταν Ιούνης, η ζέστη ήταν ανυπόφορη και τον έπνιγε. Βγήκε στο μπαλκόνι να πάρει λίγο αέρα. Ένιωθε να κατρακυλά ο ιδρώτας από το μέτωπό του στα μάτια του και από εκεί να στάζει στο ανοιχτό του πουκάμισό. Άναψε τσιγάρο και σκέφτηκε την παράσταση που είχε πριν από λίγο ολοκληρωθεί. Άκουσε ξανά το χειροκρότημα. Τα λόγια εκείνου του άντρα από τα μπροστινά καθίσματα. Ναι, δεν έκανε λάθος για αυτόν τα έλεγε. Κι ύστερα στο νου του ήρθαν τα λόγια της Αϊσέ: «Και να θυμάσαι, Χασάν, η πιο μεγάλη στιγμή μιας παράστασης είναι η τελευταία κίνηση του χορευτή. Κλείνεις τα μάτια και αφήνεσαι στην εκτέλεσή της. Ανασηκώνεις το σώμα, όχι έτσι Χασάν… με δύναμη και αποφασιστικότητα… έτσι μπράβο… και στροβιλίζεσαι στο κενό μέχρι να προσγειωθείς ξανά γεμάτος αυτοπεποίθηση… όρθιο το κορμί, Χασάν… έτσι μπράβο».

Το επόμενο πρωί τον βρήκαν νεκρό στη μέση του δρόμου.  Κομματιασμένο από την πτώση. «Διαταραγμένη προσωπικότητα», είπαν οι περίοικοι και μαζεύτηκαν γύρω του. «Χόρευε μονάχος του στους δρόμους, παλαβός θα ήταν», επιβεβαίωσε η σπιτονοικοκυρά του, την ώρα που τον μάζευαν. Κανείς δεν τον είδε να στροβιλίζεται στο κενό και να προσγειώνεται στο έδαφος με αυτοπεποίθηση. Ούτε κανείς πρόσεξε τα όνειρα αυτού του παιδιού να κείτονται ματωμένα επάνω στο σκισμένο του πουκάμισο.

Την ίδια κιόλας μέρα οι εφημερίδες έγραψαν: «Αυτοκτόνησε πρόσφυγας».

 

 

Αφιερωμένο στον Σύρο χορευτή Hassan Rabeh που αυτοκτόνησε τον Ιούνιο 2016.

 

 

tesy_mpΗ Τέσυ Μπάιλα κατάγεται από τις Κυκλάδες αλλά γεννήθηκε στον Πειραιά. Σπούδασε Ιστορία Ελληνικού Πολιτισμού και μετάφραση Λογοτεχνίας. Ασχολείται με τη φωτογραφία και ατομικές της εκθέσεις έχουν φιλοξενηθεί στο πανεπιστήμιο Gakugei της Ιαπωνίας και στην Αθήνα. Είναι συντάκτρια του λογοτεχνικού περιοδικού Κλεψύδρα. Παράλληλα δημοσιεύει δοκίμια σε εφημερίδες και περιοδικά. Κυκλοφορούν τα βιβλία της: «Το πορτρέτο της σιωπής», εκδ. Έναστρον, «Το παραμύθι της βροχής», εκδ. Δοκιμάκης και «Το μυστικό ήταν η ζάχαρη», «Ουίσκι μπλέ» και «Άγριες θάλασσες» εκδ.Ψυχογιός.

 

Δημοσιεύθηκε στο Έθνος της Κυριακής με τον γενικό τίτλο «Ο ήρωας του Καλοκαιριού»

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top