Fractal

Πεζογράφημα για δυο φωνές

Γράφει η Δέσποινα Ι. Δούκα // *

 

Ζαφειρίας Κοτζαμάνογλου, “Η σπηλιά του Φιλοκτήτη“,[1] εκδ. Μιχάλη Σιδέρη

 

-Ήρθα! φώναξε με το συνηθισμένο του ύφος ο Γεράσιμος, σπρώχνοντας με το πόδι του την πόρτα να κλείσει πίσω του.

-Καλώς τον, απάντησε από την κουζίνα η Μερόπη, για να συμπληρώσει μετά από μια σύντομη σιωπή που ο Γεράσιμος ήξερε ότι σήμαινε το βιαστικό βλέμμα στο ρολόι:

-Νωρίς σας άφησαν πάλι. Τι έγινε;

-Τίποτα, απάντησε αδιάφορα εκείνος. Η φιλόλογος μάς έβαλε ένα τεστ και μας έδιωξε για να διαβάσουμε για τον τρωικό πόλεμο και κάτι άλλα για το Φιλοκτήτη. Αύριο είναι η εκπαιδευτική εκδρομή και θέλει, λέει, να είμαστε ενήμεροι… Μας έδωσε και κάτι σημειώσεις για την προϊστορική Λήμνο…

-Μμ, καλό ακούγεται! σχολίασε με ενθουσιασμό η Μερόπη σκουπίζοντας τα χέρια της με την ποδιά της. Και πού θα πάτε είπαμε;

-Ε, Καβείρια, Πολιόχνη…, στα αρχαία, απάντησε ο Γεράσιμος και στάθηκε μπροστά στην πόρτα της κουζίνας με ύφος βαριεστημένο.

-Ωραίες ιδέες έχει πάντως η φιλόλογός σας, συμπλήρωσε με κάποια δόση νοσταλγίας η Μερόπη. Μακάρι να τα είχαμε κι εμείς αυτά όταν πηγαίναμε σχολείο… […][2]

Έτσι αρχίζει το πεζογράφημα της Ζαφειρίας Κοτζαμάνογλου Η σπηλιά του Φιλοκτήτη, που παρουσιάζουμε σήμερα. Πρόκειται για το δεύτερο βιβλίο της, το οποίο, μετά από μια πρώτη έκδοση ιδίοις αναλώμασι, γνωρίζει τώρα την επανέκδοσή του σε έναν καλαίσθητο τόμο από τις εκδόσεις Μιχάλη Σιδέρη. Το πρώτο βιβλίο της συγγραφέως είχε ως τίτλο Η ωραία που δεν ήθελε να είναι κοιμωμένη, εξεδόθη το 2010 από τις εκδόσεις PubliBook (μετέπειτα «Λευκή Σελίδα») και θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως το πρώτο φανέρωμά της στον χώρο της παιδικής λογοτεχνίας.

Λημνιά στην καταγωγή από την πλευρά του πατέρα της, η Ζαφειρία Κοτζαμάνογλου γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα ενώ σήμερα ζει και εργάζεται στη Λάρισα. Παιδί της Αθήνας, της έλαχε να έχει δύο «πατρίδες της καρδιάς»: τη Λήμνο και τη Λάρισα. Αυτές τις δυο αγάπες της συνταιριάζει στη Σπηλιά του Φιλοκτήτη, που αφιερώνει στον πατέρα της και στη Βάσω Κρικέλη.

Ήρωας του βιβλίου ο Γεράσιμος, Λημνιός έφηβος του σήμερα, με κινητό και φόρμα, με τον «πονοκέφαλο» του σχολείου (είναι μαθητής της Γ΄ Γυμνασίου), με τα πρώτα ερωτικά χτυποκάρδια και τις πρώτες δοκιμασίες της ανδρικής φιλίας, μεταφέρεται, στο πλαίσιο ενός ονείρου, στον καιρό του εγκαταλελειμμένου στη Λήμνο Φιλοκτήτη. Γνωρίζει τον τραγικό ήρωα, ζει μαζί του και επιχειρεί να τον βοηθήσει να βρει τον δρόμο του γυρισμού στην πατρίδα του, τη θεσσαλική Μελιβοία.

Παράλληλα πραγματοποιείται η σταδιακή αποκάλυψη της τραγικότητας του Φιλοκτήτη ως πάσχοντος ανθρώπου, ο οποίος, υπό το πρίσμα της δοκιμασίας του, θέτει εκ νέου ερωτήματα και αναζητά απαντήσεις. Αλλά και ως κατόχου των περίφημων όπλων του ημίθεου Ηρακλή, με πλήρη συνείδηση της μεγάλης τιμής που του έγινε: -Αυτό το τόξο με τα βέλη, ήταν το πολυτιμότερο δώρο που έγινε ποτέ σε άνθρωπο, συνέχισε στον ίδιο τόνο ο Φιλοκτήτης αφού ακούμπησε προσεκτικά το τόξο πάνω στα γόνατά του. Είναι πολύ βαριά κληρονομιά για μένα. Και μεγάλη τιμή.[3] Ένας ακέραιος χαρακτήρας, πιστός στους όρκους και στο χρέος, ένας πραγματικός άνδρας, όπως θα γίνει και ο Γεράσιμος, τον οποίον συνδέουν κοινά χαρακτηριστικά με τον ήρωα.

Πεζογράφημα για δύο «φωνές», αυτήν του εφήβου του 21ου αιώνα και αυτήν του ήρωα του 1100 π.Χ., το βιβλίο εντάσσεται στον κύκλο της εφηβικής λογοτεχνίας, καθώς ο νεαρός, προσπαθώντας να παρέμβει και να δώσει ένα εναλλακτικό τέλος, μια νέα εκδοχή στο μύθο, έστω και στο όνειρό του, μένει πιστός στην υπόσχεσή του να λυτρώσει τον ήρωα και ουσιαστικά ενηλικιώνεται ικανοποιώντας την εφηβική ανάγκη να πράξει κάτι σημαντικό. Ο Γεράσιμος αντικαθιστά με το έλεος και τον θαυμασμό την εφηβική αναλγησία που αιτιολογείται από την έλλειψη πείρας ζωής, την οποία αποκτά ως μαθητεία δίπλα στον Φιλοκτήτη. Κοντά στη λογική του μαθαίνει βαθμιαία να σέβεται και να πιστεύει στο υπερφυσικό αλλά και να υποκύπτει στη γοητεία του μύθου.

Ο μύθος – σε συνδυασμό με ιστορικές αναφορές – παρουσιάζεται ως βίωμα, ο Γεράσιμος ανακαλύπτει το παρελθόν του νησιού του, επανεκτιμά αξίες που αμφισβήτησε, περιφρόνησε ή ειρωνεύτηκε και γνωρίζει σε βάθος τον εαυτό του. Ταξιδιώτης στον χρόνο, προβαίνει στην τελική επιλογή ως αποκατάσταση της δικαιοσύνης από τον ίδιο, αυτόν που γνωρίζει όσα αγνοεί ο αρχαίος ήρωας:

Η ταραχή που τον είχε κυριεύσει νωρίτερα έγινε απότομα θυμός. Σηκώθηκε εκνευρισμένος και γύρισε προς τη μεριά του Φιλοκτήτη έτοιμος να του βάλει τις φωνές. […] Α, τέρμα τα αστεία, η υπομονή του είχε πια εξαντληθεί! Αυτός ο άνθρωπος τον κορόϊδευε αγρίως! Έπεσε πάνω του γεμάτος θυμό, τον άρπαξε από τους ώμους και, ταρακουνώντας τον βίαια, φώναξε μ’ όλη του τη δύναμη:

-Τι παραμύθια μου πουλάς τόση ώρα; Τι Μενέλαος και Αγαμέμνονας; Ποιος είσαι; Πού είναι οι γονείς μου; Πού είναι οι φίλοι τους; Δεν μπορεί να μην τους είδες! Τι τους έκανες;[…]

-Άκουσε να σου πω μικρέ! του είπε άγρια [ο Φιλοκτήτης]. Εσύ ζήτησες να μάθεις την ιστορία μου! Αν μετάνιωσες και θέλεις να φύγεις, φύγε, μη με τρελαίνεις όμως με ψέματα και φαντασίες! […]Και σπρώχνοντας με δύναμη το χέρι του Γεράσιμου μακρυά, γύρισε το πρόσωπό του και πάλι προς τη θάλασσα. […]

Ο Γεράσιμος δεν απάντησε αμέσως. […]Σα να είχε αλλάξει εποχή. Και προφανώς αυτό είχε γίνει: είχε αλλάξει εποχή! Είχε ταξιδέψει στο χρόνο χωρίς καν να το επιδιώξει. Και είχε βρεθεί στην εποχή του Τρωικού πολέμου, προφανώς επειδή είχε ασχοληθεί τελευταία μ’ αυτόν. Δεν ήξερε πώς είχε γίνει αυτό ούτε γιατί είχε γίνει. Ήξερε όμως καλά πως δεν μπορούσε να κάνει τίποτε για να το αλλάξει. […] Ήταν παράδοξο. Ήταν ακατανόητο. Μα ήταν συναρπαστικό! Και το ζούσε!

Κοίταξε το Φιλοκτήτη σοβαρά και, σα να ήθελε να επανορθώσει ένα μεγάλο λάθος, του απάντησε:

-Δε θέλω να φύγω. Θέλω να μάθω την ιστορία σου. [4]

Πεζογράφημα εφηβείας, λοιπόν, αλλά και ευρηματική παρουσίαση ενοτήτων της λημνιάς μυθολογίας ενταγμένων στη διαμονή του Φιλοκτήτη στο νησί και στην πορεία του προς τη λύτρωση, ένα οδοιπορικό του αναγνώστη στον λημνιό μύθο και τόπο: στα δεκατέσσερα άτιτλα κεφάλαια του βιβλίου παρελαύνουν το ιερό των Καβείρων και η ιστορία του (η περιγραφή του, οι τελετές, η καταστροφή του από σεισμό), τα βάσανα του Φιλοκτήτη στη Λήμνο και η συμπεριφορά των κατοίκων προς αυτόν, η – έστω και παροδική – ίαση με τη λημνία γη, ο ενεργός Μόσυχλος, η Ηφαιστεία, ο βασιλιάς και ο λαός της, αρχαίες δοξασίες, ήθη και έθιμα, η αρχαία Μύρινα με το ανάκτορο της Υψιπύλης και το κυκλώπειο τείχος.

Η σπηλιά του Φιλοκτήτη είναι ο χώρος όπου ο Γεράσιμος αποκοιμιέται σε μια οικογενειακή εκδρομή, όπου επιστρέφει στο παρελθόν, γνωρίζει τον Φιλοκτήτη και  δημιουργείται μια φιλία μεταξύ τους που θα οδηγήσει τον νεαρό να προσπαθήσει ν’ αλλάξει την πορεία του αρχαίου μύθου. Είναι, όμως, και ο χώρος των βασάνων του μυθικού ήρωα αλλά και της ίασής του με τη λημνία γη. Η σημασία της σπηλιάς, που ήδη έχει προβάλει ο Σοφοκλής στην τραγωδία του Φιλοκτήτης, αιτιολογεί την επιλογή της ως τίτλου του πεζογραφήματος.

Παράλληλα, αναδρομές στον τρωικό μύθο και στον μύθο του Ηρακλή, ο όρκος των Αχαιών μνηστήρων της Ελένης στον Τυνδάρεω και οι ολέθριες συνέπειές του, αναμνήσεις του Φιλοκτήτη από την εφηβική του ζωή, η οικογενειακή ζωή του και η διάλυσή της, ο έρωτάς του για τη Μυριώνη, η Αυλίδα και η θυσία της Ιφιγένειας, η Τρωική εκστρατεία, η μετάβαση στη Χρύση, το ιερό φίδι του βωμού και η πληγή του ήρωα, ο ρόλος του Οδυσσέα, η μήνις του Αχιλλέα, η νοσταλγία της Μελιβοίας. Η διακειμενική κληρονομιά του βιβλίου είναι προφανής: ομηρικά έπη, Φιλοκτήτης του Σοφοκλή. Έτσι, στο πρόσωπο του Φιλοκτήτη προβάλλεται ο τρωικός μυθικός κύκλος και συναντώνται θεσσαλικοί με λημνιούς μύθους.

Η συγγραφέας «σκηνοθετεί την αληθοφάνεια» του κειμένου, σκηνοθετεί την αφήγηση: ο Γεράσιμος, χρησιμοποιώντας σύγχρονους όρους ερμηνείας της ονειρικής πραγματικότητας που ζει, θεωρεί αρχικά τον Φιλοκτήτη «περίεργο τύπο», «άστεγο», «τρελό», «ναρκομανή». Στη δημιουργία της ονειρικής πραγματικότητας συντελούν το σταμάτημα του χρόνου, η έλλειψη σήματος στο κινητό του νεαρού, το υλικό προς ανάγνωση που έδωσε στον ίδιον και στους συμμαθητές του η φιλόλογος για να προετοιμαστούν για την εκδρομή που θα έκαναν στην περιοχή. Ο παντογνώστης αφηγητής αφηγείται σε τρίτο πρόσωπο αλλά στο κείμενο εγκιβωτίζεται η αφήγηση του Φιλοκτήτη, ο διάλογος καθώς και οι σκέψεις των δύο ηρώων σε ευθύ ή πλάγιο εσωτερικό μονόλογο.

Θα πρέπει να σταθούμε στην αποτύπωση της ψυχολογίας του πάσχοντος ανθρώπου, του απόβλητου, του «παιγνίου των θεών», που είναι ο Φιλοκτήτης. Σε ένα χρονικό του πόνου, έναν απολογισμό του μαρτυρίου, η συγγραφέας χαρτογραφεί αναλυτικά τη δοκιμασμένη του ψυχή σε όλη την κλίμακα των βιωμάτων της: τον πόνο, την εγκατάλειψη, τη διάψευση, την απογοήτευση, την οργή, την ελπίδα, τον πόθο για λύτρωση. Δεν είναι μόνον ο Γεράσιμος που γνωρίζει τον εαυτό του. Μέσα από την περισυλλογή, τη συζήτηση, την εξομολόγηση και τη σύγκρουση με τον έφηβο, είναι και ο Φιλοκτήτης που φθάνει στην αυτογνωσία. Έτσι μόνον μπορούν να φτάσουν στην οικοδόμηση μιας ουσιαστικής σχέσης. «Και ψυχή, ει μέλλει γνώσεσθαι αυτήν, εις ψυχήν αυτή βλεπτέον», όπως υποστηρίζει και ο Πλάτωνας:

-Τόσα χρόνια κλεισμένος στη σπηλιά, […], πάλευα καθημερινά με χίλιους δαίμονες, με χίλια δυο προβλήματα. Έτσι νόμιζα. Μα από ένα σημείο κι ύστερα είδα πως πάλευα καθημερινά με την ελπίδα. Με λύσσα. Να τη σκοτώσω, να την αφανίσω. Κάθε νύχτα μέσα στην κούραση και τη φθορά μου την κατατρόπωνα, έτσι πίστευα, και κάθε πρωί εκείνη φούντωνε μες στην καρδιά μου πιο δυνατή από ποτέ. Κάθε σούρουπο ο ήλιος χανόταν μαζί με την πίστη μου σ’ ένα καλύτερο αύριο και κάθε αυγή… αχ, ξανά αυτή η καταραμένη ελπίδα πως η καινούρια μέρα θα μου ’φερνε κάτι καλό, ένα πλούσιο κυνήγι, ξύλα για τη φωτιά, το πόδι μου να μην πονάει, έναν άνθρωπο να με πάρει από δω…

Λίγο καιρό πριν έρθεις, λοιπόν, πίστεψα πως τα είχα καταφέρει. Οι άνθρωποι με είχαν ξεχάσει, οι θεοί με είχαν εγκαταλείψει, είχε έρθει λοιπόν η ώρα να τους ξεχάσω όλους κι εγώ, να τους γυρίσω την πλάτη. Μα έπρεπε πρώτα να ξεχάσω να πιστεύω και να ελπίζω. Κι αυτό ήταν πολύ δύσκολο… Όμως το κατάφερα κι αυτό. Ναι Γεράσιμε. Είχα πάψει να ελπίζω, είχα πάψει να περιμένω, είχα πάψει να αγωνιώ. Είχα καταφέρει, κατά κάποιο τρόπο, αν το θέλεις, να πεθάνω.[…][5]

Ο Γεράσιμος […]σηκώθηκε και, αυθόρμητα, προσέφερε το μπράτσο του στο Φιλοκτήτη που προσπαθούσε αργά-αργά να σηκωθεί. Εκείνος στηρίχτηκε με το ένα χέρι στο ραβδί που είχε πάντοτε μαζί του και, με μια κίνηση που ξάφνιασε ακόμη και τον ίδιο, ακούμπησε με το άλλο πάνω στον ώμο του αγοριού. Ανατρίχιασε σύγκορμος σαν ένιωσε τη ζεστασιά από το άγγιγμα να διαπερνάει την τραχιά παλάμη του και, για πρώτη φορά μετά από τόσο καιρό αισθάνθηκε πως ίσως να μην τέλειωνε άχαρα η ζωή του πάνω σ’ εκείνο το νησί. Πως αυτό το παιδί με τα περίεργα ρούχα και το παραλλαγμένο ιδίωμα θα μπορούσε ίσως να τον βοηθήσει να γυρίσει πίσω στην πατρίδα του. Κι η ελπίδα άρχισε να τρεμοπαίζει σαν μια σπίθα μέσα στην καρδιά του. [6]

Το εναλλακτικό τέλος δεν ολοκληρώνεται και ο Λημνιός έφηβος επιστρέφει στον 21ο αιώνα έχοντας, ωστόσο, αποκομίσει πλούσια κέρδη ψυχής.

*****

Οδοιπορικό στον χώρο και στον χρόνο της μυθολογικής και αρχαίας Λήμνου, πεζογράφημα εφηβείας, αυτογνωσίας, επανεκτίμησης της παράδοσης από τη σύγχρονη νεολαία, σπουδή στον πόνο και τη λύτρωση, φόρος τιμής σε δυο πατρίδες είναι Η σπηλιά του Φιλοκτήτη.

Στον σύντομο Επίλογο του βιβλίου η Ζαφειρία Κοτζαμάνογλου αποκαλύπτει στον αναγνώστη το αίτιο και τον σκοπό της συγγραφής: μετά από τις αφηγήσεις, τις συνομιλίες και τις συγκρούσεις του Γεράσιμου και του Φιλοκτήτη, η αφηγήτρια-συγγραφέας, σε μια πρωτοπρόσωπη εξομολόγηση, υπογραμμίζει τη σημασία του τόπου και του παρελθόντος του ως οργανικού μέρους της αυτοσυνείδησης και της ταυτότητάς μας:

Η περιπέτεια του Γεράσιμου δεν παύει να είναι ένα όνειρο: ο αντικατοπτρισμός μιας πιθανότητας που θα μπορούσε να είναι (η) αληθινή. Δεν ξέρω πώς πέρασαν τα χρόνια που έμεινε ο Φιλοκτήτης στο νησί, μέχρι να φτάσουν, μέσα από τους στίχους των μεγάλων τραγικών, ο Οδυσσέας με το Νεοπτόλεμο στο μοναχικό ακρογιάλι. Νομίζω πως κανείς δεν ξέρει. Ή μάλλον, νομίζω πως ο μόνος που ξέρει, είναι εκείνος.

Μπορεί η αληθινή ιστορία του να είναι αρκετά διαφορετική, ακόμη κι από το μύθο που μας παραδόθηκε. […] Σημαντικές λεπτομέρειες μπορεί να χάθηκαν, πραγματικά στοιχεία να αλλοιώθηκαν, φανταστικά στοιχεία να προστέθηκαν και όλα, πρόσωπα, τόποι, λόγια, πράξεις, να ήταν πολύ διαφορετικά. Ο χρόνος κι η αλήθεια, άλλωστε, είναι μεγέθη άπιαστα…

Όμως η σπηλιά του Φιλοκτήτη, αυτή που τον κράτησε αθάνατο στο πέρασμα αιώνων, εξακολουθεί πάντα να υπάρχει σε μια γωνιά του νησιού όπου γεννήθηκε ο πατέρας μου, του νησιού των καλοκαιριών της εφηβείας μου, με το στόμα ορθάνοιχτο πάνω απ’ τη θάλασσα, που τώρα πια τη γεμίζει μέχρι τα μισά της. […]

Από το παρελθόν δεν έχουν μείνει και πολλά, τα ίχνη του όμως βρίσκονται πάντα εκεί. Είναι ο παραλλαγμένος μες στη δοξασία μύθος, το περίεργο τοπωνύμιο, το λουλούδι που επιμένει να ανθίζει επάνω στη θαμμένη επιγραφή, ο αέρας που, σαν περνάς ανάμεσα από τα τείχη του κάστρου το μεσημέρι, μυρίζει πάντα διαφορετικά. Είναι όλα αυτά που κάποτε ξεχάσαμε – ποιος άραγε μας έπεισε να τα ξεχάσουμε; – γιατί δεν άντεχε άλλο η ψυχή μας να θυμάται.

Μα είναι η πρώτη ύλη για να χτίσουμε το μέλλον, το ψιθυρίζουν όλα γύρω μας. Και περιμένει. Να τη μαζέψουμε, να τη μετρήσουμε, να την περάσουμε απ’ το κόσκινο και, καθαρή από τις άχρηστες προσμίξεις, να την ανακατέψουμε στο πηλοφόρι μας.

Δεν είναι μακρυά, δεν είναι κατόρθωμά μας να τη βρούμε. Δίπλα μας είναι. Μέσα μας. Κυλάει με το αίμα μας. Στο σώμα μας και την καρδιά μας. Αιώνες τώρα. [7]

 

 

* Η Δέσποινα Ι. Δούκα είναι δόκτωρ Φιλολογίας

 

 

 

_____________________

 

[1] Βιβλιοπαρουσίαση, που έγινε στον πολυχώρο «Αίτιον» στην Αθήνα στις 19-5-2018 από τις Εκδόσεις Σιδέρη και τον συγκεκριμένο πολυχώρο. Τα αποσπάσματα του βιβλίου διάβασε η ηθοποιός Μαρία Παμούκη.

[2] Ζαφειρία Κοτζαμάνογλου, Η σπηλιά του Φιλοκτήτη, Εκδόσεις Μιχάλη Σιδέρη, Σειρά: Νεανική Λογοτεχνία, [Αθήνα 2018], σελ. 9-10.

[3] Η σπηλιά του Φιλοκτήτη, όπου στη σημ. 2, σελ. 74.

[4] Η σπηλιά του Φιλοκτήτη, όπου στη σημ. 2, σελ. 87-91.

[5] Η σπηλιά του Φιλοκτήτη, όπου στη σημ.2, σελ. 188-189.

[6] Η σπηλιά του Φιλοκτήτη, όπου στη σημ. 2, σελ. 104.

[7] Η σπηλιά του Φιλοκτήτη, όπου στη σημ. 2, σελ. 269-271.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top