Fractal

Η σιωπή σε τρεις πράξεις

της Τζούτζης Μαντζουράνη // *

 

fractal_summer1. Ο ΘΟΡΥΒΟΣ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ

«Τι περίμενες λοιπόν από την ζωή σου ανόητη;»

έλεγε και ξανά ‘λεγε στον εαυτό της κλαίγοντας με λυγμούς.

Δεν την πείραζε που έκλαιγε, αντίθετα, ξαλάφρωνε όλο το βάρος που μάζευε μήνες τώρα μέσα της. Είχε περάσει πάνω από χρόνος και εκείνη άντεχε ακόμα, ισορροπούσε σε ένα τεντωμένο σκοινί.

Έτρωγε το ένα χαστούκι μετά το άλλο, κρατιόταν όμως, σηκωνόταν, και πάλι προχωρούσε.

Ζούσε τη ζωή της περνώντας την κάθε μέρα, για την μέρα.

Κάθε πρωί που ξημέρωνε, είχε καταφέρει να βγάλει ακόμα μια μέρα, και μια ακόμα ξεκίναγε.

Ένας αγώνας χωρίς τέρμα!

Γιατί δεν ήξερε πότε θα τελείωνε αυτό το μαρτύριο!

Από Χριστούγεννα σε Πάσχα, και πάλι στα Χριστούγεννα, και μετά έμπαινε η Άνοιξη και ‘φτανε και το Καλοκαίρι, και πέρναγε και αυτό, μέσα στην αγωνία της επόμενης μέρας, και ξαφνικά, ήταν ήδη πάλι Χειμώνας!

Έβλεπε τους άλλους στις τακτοποιημένες ζωές τους να περνάνε μπροστά της σαν κινηματογραφική ταινία.

Και ‘κείνη νόμιζε ότι ήταν η πρωταγωνίστρια ενός θρίλερ που είχε βρεθεί σε λάθος σκηνικό… σε λάθος έργο!

Αλλά το δικό της το θρίλερ δεν θα τελείωνε ποτέ, γιατί, αυτή, ήταν στο λάθος έργο, όμως κανένας δεν φαινόταν να το καταλαβαίνει.

Όλοι την θαύμαζαν, όλοι την αγαπούσαν, όλοι την ήθελαν στην παρέα τους.

Όλοι τους, έβλεπαν μόνο την μία πλευρά του νομίσματος, μόνο το πρώτο πλάνο, μόνο το μισό σκηνικό.

Κανένας ποτέ δεν μπορούσε να φανταστεί πως πίσω, στα παρασκήνια, εκείνη έτρωγε μόνη της το φαγητό της στη κουζίνα, μέσα από το τάπερ, γιατί δεν είχε το κουράγιο ούτε ένα πιάτο να βάλει στο τραπέζι.

Κανένας ποτέ δεν την είδε να κλείνει ένα-ένα τα φώτα του σπιτιού αργά το βράδυ, και να ανεβαίνει μόνη της στο δωμάτιό της.

Αυτά τα ίδια φώτα που είχε ανάψει μερικές ώρες πριν, στο έρημο σαλόνι, στην άδεια κουζίνα, στον κρύο κήπο που δεν βρισκόταν ποτέ πια, κανείς.

Άψογη ζωή, τέλεια οικοδέσποινα, ικανή και δυνατή γυναίκα, που μπορούσε να αντέξει και να ξεπεράσει τα πάντα, ο,τι και αν ήταν αυτό.

Κάποτε πιο παλιά, όταν ξυπνούσε και κατέβαινε να φτιάξει καφέ έβαζε και το ραδιόφωνο.

Να παίζει, όλη τη μέρα, για να ακούγεται κάποια φωνή.

Τώρα πια, δεν ήθελε να ακούει τίποτα.

Ακόμα και ο θόρυβος της σιωπής την ενοχλούσε!

Αυτός ιδίως!

Αυτόν δεν τον άντεχε…

Έμενε τα βράδια ξάγρυπνη, σχεδόν ξημέρωνε για να καταφέρει να κοιμηθεί…

Πέρναγε το σκουπιδιάρικο στις τρεις τη νύχτα, άρχιζαν να κελαϊδάνε τα κοτσύφια στις τεσσεράμισι,

χάραζε σιγά-σιγά η επόμενη μέρα και τότε κοιμόταν, βαθιά, σαν ναρκωμένη, με τα μάτια της μισάνοιχτα και την πλήρη επίγνωση του άδειου δωματίου και τού κενού της ζωής της…

 

2. «ΣΑΠΟΥΝΙ ΚΑΙ ΝΕΡΟ».

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΔΙΑΦΟΡΙΑ ΣΤΗΝ ΑΗΔΙΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ…

Είχαν βγεί την προηγούμενη το βράδυ, που η φίλη της της είχε πεί πως ήθελε να της γνωρίσει κάποιον.

Δεν είχε όρεξη, αλλά πίεσε τον εαυτό της να πάει, γιατί ένοιωθε πως κάποια στιγμή επιτέλους έπρεπε να τελειώνει με αυτή την «αρρώστια» και το «κόλλημα» που είχε μαζί του.

Γύρω στα 60 σκάρτα, μεγαλοεπιχειρηματίας, άνετος άνθρωπος, θα μπορούσε να τον χαρακτηρίσει κανείς, ακόμα και συμπαθητικό, χωρισμένος, με μεγάλα παιδιά, με το σκάφος του, τα ακριβά αυτοκίνητα, καλοζωϊσμένος.

Όταν έφυγαν από το εστιατόριο της πρότεινε να πάνε να πιούν ένα ποτό… κάπου οι «δυό» τους.

Αδιάφορος της ήταν καταβάθος, αλλά δέχτηκε, ούτε και αυτή ήξερε γιατί…

Από περιέργεια;

Ίσως…

Αλλά, μάλλον, πιο πολύ από Αδιαφορία…

Έφυγαν από το μπάρ, καμιά ώρα αργότερα.

Την κρατούσε από την μέση, και αυτή είχε αφήσει το χέρι του, εκεί, χωρίς να διαμαρτυρηθεί…

Από Αδιαφορία…

Την συνόδευσε μέχρι το αυτοκίνητό της και όταν την ρώτησε αν ήθελε να βρεθούν την επομένη, εκείνη ανασήκωσε τους ώμους της σαν απάντηση, δεν είπε ούτε ναι, ούτε όχι.

Από Αδιαφορία…

Της τηλεφώνησε το άλλο μεσημέρι, για να της δώσει ραντεβού, πάλι κάτω, στην θάλασσα, στο σκάφος του της είπε… και από ‘κεί θα έβλεπαν τι θα έκαναν.

Κανόνισαν την ώρα, και έκλεισαν το τηλέφωνο χωρίς να πούνε περισσότερα.

Δεν ένοιωθε ότι είχε και να πει κάτι μαζί του, έτσι κι αλλιώς…

Όταν έφτασε στη μαρίνα, του τηλεφώνησε στο κινητό για να της πει που θα τον συναντούσε ακριβώς.

Παρκάρισε το αυτοκίνητό της και τον περίμενε να έρθει να την βρει. Χαιρετήθηκαν μάλλον τυπικά, και κάπως αμήχανα…

Αλλά έτσι και αλλιώς, της ήταν αδιάφορο…

Εκείνος της έδειχνε το μέρος, την μαρίνα, το εστιατόριο, το κλαμπ, μάλλον από αμηχανία, παρά γιατί πίστευε ότι αυτή δεν τα ήξερε…

Και ‘κείνη, τον άκουγε και τα έβλεπε όλα όσα της έδειχνε, ευγενικά και σιωπηλά…

Με μια κρυφή Αδιαφορία…

Όταν έφτασαν στο σκάφος του και πριν ακόμα αυτός προλάβει να της το πει, εκείνη έβγαλε τα παπούτσια της και προχώρησε στην ξύλινη σκάλα.

«Δεν χρειάζεται να βγάλεις τα παπούτσια σου» της είπε.

«Πάντα τα βγάζω» του απάντησε.

«Στο σκάφος, και ιδίως σε ένα τέτοιο όμορφο ξύλινο σκαρί, είναι ιεροσυλία να ανεβαίνεις με παπούτσια»…

Και έτσι τα έβγαλε τα παπούτσια της.

Και μετά από δύο-τρία τσίπουρα, έβγαλε και την μπλούζα της, και το παντελόνι της.

Και μετά, και τα εσώρουχά της.

Και τον άφησε να την χαϊδεύει, και να την φιλάει και να την γλύφει… Και αυτή, έκλεινε τα μάτια, και καθόταν ψυχρή και ακίνητη…

Από αδιαφορία…

Λίγο αργότερα σηκώθηκε και πήγε στο μπάνιο, φόρεσε τα ρούχα της και πίνοντας την τελευταία γουλιά από το τσίπουρο στο ποτήρι της, του είπε, «είναι αργά, πρέπει να φύγω»…

Έσκυψε και τον φίλησε απαλά, αλλά αδιάφορα στο μέτωπο…

Μπήκε στο αυτοκίνητο της και οδήγησε μέχρι το σπίτι της, στην άδεια Εθνική, τρέχοντας με 160χλμ.

Και ενώ το κακόμοιρο το αυτοκίνητο μούγκριζε γιατί δεν άντεχε άλλο, εκείνη συνειδητοποιούσε ότι δεν την ενδιέφερε και αν τρακάριζε ακόμα…

Της ήταν αδιάφορο ακόμα και αν σκοτωνόταν…

Την μεθούσε η δυνατή μουσική που έπαιζε στο ραδιόφωνο…

Τόσο καιρό μετά, ακόμα εκείνον σκεφτόταν, και ας έβγαινε με άλλους άντρες,

Έβγαινε, από …αδιαφορία…

Και σιγά-σιγά, αυτή η αδιαφορία, μεταμορφωνόταν σε αηδία.

Αηδία για την ζωή της, αηδία για τους ανθρώπους, αηδία για όλα όσα ζούσε… και έκανε.

Για ό,τι είχε ζήσει, για ό,τι είχε πιστέψει και είχε αποδειχτεί ψέμα, λάθος, βλακεία της…

Για όλα όσα είχε περιμένει στη ζωή της και της είχαν έρθει ανάποδα, για όλους όσους της είχαν πει τόσα και δεν είχαν κάνει ποτέ Τίποτα…

Έφτασε στο σπίτι της και γδύθηκε γρήγορα.

Μπήκε στο μπάνιο και άφησε το νερό να κυλήσει πάνω στο σώμα της.

Έβαλε σαπούνι στο σφουγγάρι και άρχισε να τρίβει το κορμί της με μανία.

Ένιωθε την ανάγκη να βγάλει από πάνω της αυτή την Αδιαφορία που είχε κολλήσει στο πετσί της.

Ακόμα και αν χρειαζόταν να φτάσει να ματώσει…

Γιατί, αυτή η αδιαφορία είχε μετατραπεί σε αηδία και αυτή η αηδία την αρρώσταινε…

Μα δεν έφευγε, λες και είχε μπει μέσα στο αίμα της και κυλούσε πια στις φλέβες της…

Έτσι κυκλοφορούσε μέσα στο κορμί της, και αυτή την άφηνε…

Από αδιαφορία…

 

3. Η ΛΑΘΟΣ ΣΤΡΟΦΗ.

«Μια λάθος στροφή στο δρόμο, της κόστισε ένα τρίωρο μποτιλιάρισμα…

Μια λάθος στροφή!

Αντί να στρίψει αριστερά, έστριψε δεξιά και κόλλησε στην Καβάλας, για τρεις ώρες, ανάμεσα σε φορτηγά, αυτοκίνητα και μηχανάκια, μέσα στο αυτοκίνητο.

Και έτσι σταματημένη, και κολλημένη στην κίνηση, ήταν που αναγκάστηκε να κάτσει και να σκεφτεί το μποτιλιάρισμα της δικής της ζωής.

Πού ήταν μόνιμο.

Πρώτη, δευτέρα, νεκρό, και πάλι από την αρχή!

Πρώτη, δευτέρα, νεκρό.

Όταν πια βγήκε στην Εθνική, πάτησε γκάζι και καθώς έβλεπε τα χιλιόμετρα να ανεβαίνουν στο κοντέρ, να αυξάνονται, και η βελόνα να τρεμοπαίζει εκεί ανάμεσα στα 160 με 170, έσφιξε το τιμόνι γερά στα χέρια της, και για πρώτη φορά, ένιωσε πως, έπρεπε επιτέλους να πιάσει και το άλλο τιμόνι, αυτό που είχε ξεχασμένο χρόνια τώρα, το τιμόνι της ζωής της και να το φέρει σε μιαν ευθεία.

Έξω από το σπίτι της, πάτησε φρένο, άφησε τα κλειδιά στο αυτοκίνητο με τη μηχανή αναμμένη και μπήκε μέσα.

Ούτε πέντε λεπτά δεν της χρειάστηκαν για να ρίξει γρήγορα δυο πράγματα μέσα στην τσάντα και να ξαναβγεί.

Δεν θυμάται καν έκλεισε την πόρτα πίσω της.

Θυμάται μόνο ότι πάτησε το γκάζι και έφυγε από ‘κεί όσο πιο γρήγορα μπορούσε.

Μερικούς μήνες αργότερα πούλησε το σπίτι έτσι όπως ήταν με τα έπιπλα και όλα τα πράγματα μέσα…

Πήρε τα βιβλία της, δυο τρία αγαπημένα μικρά έπιπλα, κάποια πολύ προσωπικά της αντικείμενα…

Και,

Δεν ξαναγύρισε ποτέ…»

Μέσα στη αφόρητη ζέστη του καλοκαιριού, στο μικρό νοικιασμένο δυαράκι που ζούσε τώρα, χαμένη στην πολύβουη πόλη, για πρώτη φορά, ένοιωθε ότι ο Χειμώνας είχε πια τελειώσει… και η Άνοιξη δεν θ’ αργούσε να ξαναρθεί…

 

ΙΟΥΛΙΟΣ ΤΟΥ 2014

ΚΑΠΟΥ ΣΕ ΜΙΑ ΠΟΛΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΜΕ ΙΣΤΟΡΙΑ ΧΙΛΙΑΔΩΝ ΧΡΟΝΩΝ…

 

Matzourani* Η Τζούτζη Μαντζουράνη γεννήθηκε το 1959. Μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε Γαλλική Γλώσσα και Λογοτεχνία στις ΗΠΑ, περισσότερο για να πάρει την «εμπειρία» της χώρας, παρά για τις σπουδές, αυτές καθαυτές. Τελειώνοντας με τις «υποχρεώσεις» των σχολείων και των σπουδών που η κοινωνία της επέβαλε, άρχισε να ασχολείται προσωπικά με την μόρφωσή της, σπουδάζοντας την «ζωή», σε διάφορους κύκλους σπουδών, όπως, γάμοι, διαζύγια, «επαγγελματική» και καλά, καταξίωση, εργασία σε περιοδικά και εφημερίδες κλπ. Το 2007, θεωρώντας ότι είχε πλέον «εκτίσει την ποινή» της απέναντι στην κοινωνία, αποφάσισε να δημιουργήσει στο διαδίκτυο ένα blog, το «Cat on a hot tin roof» μέσα από το οποίο άρχισε να εκφράζεται όπως αυτή ήθελε και για όσα πραγματικά την ενδιέφεραν. Έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές καθώς και μία συλλογή από πεζο-ποιήματα υπό μορφή ερωτικών επιστολών. Έχει μεταφράσει ελληνικά θεατρικά έργα στα Αγγλικά και ασχολείται με την μετάφραση στα ελληνικά των ποιημάτων της Αμερικανίδας ποιήτριας Dorothy Parker. Και η ζωή συνεχίζεται…

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top