Fractal

Διήγημα: “Η σημαδούρα”

Της Ιωάννας Κορδοπάτη // *

 

 

 

Τρεις είναι οι διασταυρώσεις που θα τον δεις να στέκεται, όποια στιγμή της ημέρας κι αν περάσεις: Ηρακλέους, Σοφοκλέους, Αθηνάς.

Καμιά τριακοσαριά μέτρα όλα και όλα.

Τρεις στενοί δρόμοι που τρυπώνουν με αυθάδεια στον κορμό της Ιερού Λόχου.

Αναρωτιέμαι από που αντλούν τόση έπαρση αυτοί οι τόσο μικροί δρόμοι! Ύστερα, όμως, παρατηρώ τα παμπάλαια εμπορικά καταστήματα, τα καφενεία των εκατό χρόνων και καταλαβαίνω.

Κοιτάζω τις ταμπέλες με το όνομα τους και χαμογελάω. Ονόματα του μύθου.

Πάντως, όπως και να το δεις, μια μπλε ταμπέλα με τετράγωνα γράμματα, καρφωμένη σε τσιμεντένιο τοίχο δεν είναι και η καλύτερη κατάληξη για ένα μύθο.

Ίσως πάλι φταίω εγώ που συχνά μπερδεύω την τιμή με την τιμωρία.

Πολύ λυπάμαι για αυτές τις εντοιχισμένες ιδιοφυίες. Πως παγιδεύτηκαν έτσι; Πως καταδικάστηκαν σε τέτοια ασφυκτική ακινησία;

Από κάτω τους στέκεται εκείνος κάθε μέρα. Χρόνια και χρόνια!

Κάνει και τις βόλτες του αργά -αργά καμιά φορά. Όχι μακριά. Δεν εγκαταλείπει το πόστο του.

Το πολύ -πολύ να κυκλώσει το τετράγωνο και πάλι πίσω.

Ευθυτενής, άκαμπτος ωστόσο. Εξαιρετικά λιγνός παρά τα χρόνια που πέρασαν. Τα μαλλιά του έχουν κάπως αραιώσει αλλά υπάρχει πάντα μια φιλότιμη προσπάθεια να αναπτυχθούν γένια στο πρόσωπο του.

Ανέκφραστο πρόσωπο. Χωρίς ζωή. Πρόσωπο με παντελή έλλειψη χρώματος.

Η εντύπωση που σου κάνει όμως, δεν είναι ωχρή. Είναι γκρι.

Είναι ένα σκονισμένο πρόσωπο.

Σα να κάθισε πάνω του η σκόνη του χρόνου και εκείνος την άφησε εκεί, την καλοδέχτηκε, την αγάπησε, δεν την ξέπλυνε από πάνω του. Μάλλον από φόβο, μη πετάξουν μαζί της τα ψήγματα των αναμνήσεων του.

Τα ρούχα του- σπορ αμφίεση πάντα – τζιν παντελόνι, μακό μπλούζα και τζιν μπουφάν, απηχούν τη δεκαετία του εβδομήντα, αρχές ογδόντα. Τότε τα ρούχα κουβαλούσαν τον ψευτοκαθωσπρεπισμό προηγούμενων εποχών. Ήταν σφιχτά και κάθετα. Τα σώματα θυμούνταν φαίνεται την αλλοτινή σκλαβιά τους μέσα σε κορσέδες και γραβάτες.

Πάνω από τα ρούχα του φορούσε απαραιτήτως ένα κίτρινο αδιάβροχο. Κάθε μέρα. Όχι μόνο το χειμώνα. Και το καλοκαίρι!

Ο Αλέκος, η σημαδούρα!

Δεν έγινε ποτέ ο τρελός του χωριού.

Ποτέ κανείς δεν τον κορόιδεψε. Ποτέ κανείς δε γέλασε πίσω από την πλάτη του.

Ποτέ κανείς δεν κούνησε το δεξί του χέρι, κρατώντας το σε ορθή γωνία προς το σώμα, σαν να προσπαθεί να ανακατέψει τον αέρα με την παλάμη του, κίνηση που σημαίνει εν ολίγοις: άστα μην τα ρωτάς…

Ο Αλέκος, ο φύλακας των δρόμων μας. Το καλό στοιχειό της αγοράς. Αμίλητος, αχαιρέτιστος, απομόναχος μέσα σε τόσο κόσμο.

Άλλοι λέγανε πως διάβασε πολύ στο πανεπιστήμιο. Πως κοίταξε πολύ ανάμεσα στις λέξεις, τόσο που γλίστρησε στο πηγάδι του κήπου τους και χάθηκε.

Ίσως για αυτό κρατάει με νύχια και με δόντια ανέκφραστο το πρόσωπο του. Μην τυχόν διαβάσει κάποιος κάτι σε αυτό και χαθεί μαζί του.

Ίσως για αυτό περπατάει με ολόστητο και σφιγμένο το σώμα. Τίποτα να μην υπαινιχθεί.

Ίσως για αυτό έχει πάντα τα χέρια του στις τσέπες του παντελονιού, που και αυτό είναι τόσο στενό και δεν χωρούν. Κρύβονται μόνο τα δάχτυλα του. Τι να καταλάβεις όμως για έναν άνθρωπο αν δεν παρατηρήσεις τα δάχτυλα του;

Λίγοι άνθρωποι μόνο, ελάχιστοι, είναι αυτοί που ξέρουν.

Καταλαβαίνουν ότι φυλάει σκοπιά κάθε μέρα στα πεζοδρόμια, πάνω στις γωνίες που οδηγούν στο πατρικό της σπίτι και στο φαρμακείο του άντρα της.

Εκεί την περίμενε πάντα. Για να πάνε μαζί μέχρι το σχολείο. Για να βγει κρυφά εκείνη απ’ το σπίτι της και να την δει, να την συναντήσει όταν γυρνούσαν στην πόλη τους απ’ τη σχολή. Ο Αλέκος σπούδασε στην Αθήνα και εκείνη στην Θεσσαλονίκη.

Εκεί στην ίδια γωνία κρέμεται ακόμα, κουρελιασμένος, ένας αρραβώνας που διαλύθηκε.

Εκεί ένας άλλος -καλύτερος από σένα, του είπε η μάνα της -ήρθε και την πήρε απ’ αυτόν.

Την έκλεισε στο φαρμακείο και της φόρεσε την άσπρη ποδιά.

Εκεί και σήμερα βρίσκεται ο Αλέκος. Φορώντας το γκρι σύννεφο μέσα και έξω στο κεφάλι του, στέκεται και περιμένει.

Όλες τις ώρες που λειτουργούν τα καταστήματα. Την βλέπει από μακριά.

Η Ξένια είναι ακόμα πανέμορφη, δροσερή σα μικρό κορίτσι. Με τα αγορίστικα μαλλιά σε ένα χαρούμενο πρόσωπο, με τα αέρινα φουστάνια που κυματίζουν πάνω στα γόνατα της.

Τίποτα δεν αλλάζει, φαινομενικά, πάνω στον Αλέκο με την εμφάνιση της. Ίδια σαν και πριν ακούνητος και ασάλευτος σαν τσολιάς.

Ένα τρυφερό, συμπονετικό μάτι όμως, θα παρατηρούσε μια μικρή, ελάχιστη κίνηση του αυχένα προς τα πίσω. Κάτι που μοιάζει με ανίσχυρη άρνηση: τη φυσική κίνηση όλων των αντρών που επιθυμούν πολύ μια γυναίκα αλλά κρατιούνται!

Θα παρατηρούσε ακόμη, και ένα σφίξιμο των ματιών σα να προσπαθείς να δεις τις λεπτομέρειες από κάτι που βρίσκεται σε μεγάλη απόσταση.

Τριάντα χρόνια όλες τις ώρες καταστημάτων ο Αλέκος βρίσκεται στο ίδιο σημείο. Σαν τη πρώτη φορά που την περίμενε. Βράδυ ήταν τότε, πολύ αργά, σκοτάδι.

-Αλέκο φοβάμαι να περπατήσω μέσα στη νύχτα. Φοβάμαι να βγω από το σπίτι τόσο αργά. Δε θέλω όμως και να σταθείς αποκάτω μη σε δει κανείς.

-Θα είμαι στη γωνία. Μη φοβάσαι. Θα φοράω το κίτρινο αδιάβροχο για μη με χάσεις απ’ τα μάτια σου.

 

 

 

* H Ιωάννα Κορδοπάτη γεννήθηκε στη Θήβα που θα ήταν απλώς και μόνο μια επαρχιακή πόλη, αν δεν ήταν η γη του μύθου.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top