Fractal

Διήγημα: “Η «Σάλτσα Μαρία»”

Της Μαίρης Πέστροβα //

 

 

 

Οι αδερφές της την φώναζαν «Σάλτσα Μαρία». Ούτε που θυμούνται από πότε της κόλλησαν αυτό το παρατσούκλι. Ως μεγαλύτερη πάντα πρόσεχε τις υπόλοιπες, όλες μαζί το σύνολο έξι. Δεν παντρεύτηκε ποτέ. Όχι πως ήταν καμιά άσχημη! Απεναντίας, στα νιάτα της τα παλικάρια έκοβαν φλέβες! Ψηλή, ξανθή με πλούσια κόμη, συνήθως σε χτένισμα κότσου. Ο πατέρας της την πείραζε συχνά: «Μαρία; Πιάσε κότσο τα μαλλιά σου να φανεί η αρχοντιά σου». Η Μαρία γελούσε με το πείραγμα του πατέρα και η σκηνή κατέληγε με μια αγκαλιά κι ένα φιλί στο μάγουλο. Από τότε που «χάθηκε» η μάνα σε αυτή τη νεροποντή, το σπίτι ορφάνεψε μα όχι για πολύ. Η Μαρία ως μεγαλύτερη ανέλαβε τον ρόλο της και τις υποχρεώσεις της αγόγγυστα. Τις αδερφές της τις είχε πεντακάθαρες, περιποιημένες και καθ’ όλα τακτοποιημένες. Τα προικιά τους τα ετοίμαζε προσεκτικά και μεθοδικά. Όταν ήρθε η ώρα να τις αποκαταστήσει, δεν έλειπε τίποτα από το νοικοκυριό τους. Μόνο η ίδια δεν έπαιρνε απόφαση να παντρευτεί. Τόσα και τόσα παλικάρια χτύπησαν την πόρτα του σπιτιού της μα η απάντηση ίδια. «Είμαι η μάνα του σπιτιού και δεν παντρεύομαι!» Τον περισσότερο χρόνο τον περνούσε στον αγαπημένο της χώρο, την κουζίνα, παρέα με τις κατσαρόλες της, τα μπριάμ, τα παστίτσια και τις σάλτσες της. -Σας έχω φτιάξει μία σάλτσα που θα γλύφετε τα δάχτυλά σας, έλεγε στις αδερφές της και αυτές με την σειρά τους για να την πειράξουν την ρωτούσαν «τί Σάλτσα Μαρία θα ήσουν αν δεν έφτιαχνες και σάλτσα;;;» και γελούσαν όλες μαζί. Η Σάλτσα Μαρία μεγάλωσε γηροκομώντας και τον γέρο πατέρα της. Όταν πια του έκλεισε τα μάτια, κλείστηκε κι αυτή για τα καλά στην κουζίνα της…

Λογιών-λογιών βαζάκια καμαρώνανε στα ράφια, στα ντουλάπια και στα ψυγεία της. Τουρσιά, τυριά, μαρμελάδες, μπισκότα, ελιές, τσακιστές ή ξυδάτες, γλυκά κουταλιού και πόσα άλλα καλούδια! Όμως, η αγαπημένη της και απαραίτητη ενασχόληση που έβαζε όλη την τέχνη της, ήταν η σάλτσα ντομάτας. Τις ξεφλούδιζε υπομονετικά, τις έβραζε ρίχνοντας μέσα δυόσμο, σκόρδο και κρεμμύδι καθώς αλατάκι και λαδάκι παρθένο, από το λιοτρίβι. Όταν ασχολούνταν με αυτό, οι αδερφές της την πείραζαν. «Πάλι σάλτσα φτιάχνεις, Μαρία, και μοσχοβόλησε η γειτονιά;» Έπειτα έκλεινε την σάλτσα αεροστεγώς και την διατηρούσε πάντα φρέσκια και ανέπαφη. Όποτε έπρεπε να την ρίξει κάπου, σε μακαρονάδα, πιλάφι ή κοκκινιστό, άνοιγε ένα βαζάκι και ξεχείλιζε η μυρωδιά της σε όλο το σπίτι. Η Σάλτσα Μαρία περνώντας τα χρόνια απέκτησε μία ευαισθησία στην όρασή της σε σημείο που δυσκολευόταν πια να διακρίνει τα αντικείμενα. Οι αδερφές της, παντρεμένες όλες τους πια με παιδιά, την φρόντιζαν σαν τα δικά τους μάτια. Ποτέ δεν ξεχάσανε με τι αυταπάρνηση παρέμεινε ανύμφευτη θεωρώντας ιερό χρέος της το μεγάλωμα και την αποκατάσταση των αδερφών της. Το μεγάλο της παράπονο, όμως, ήταν ένα. Το ότι δεν μπορούσε πια να φτιάξει την αγαπημένη της σάλτσα…

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top