Fractal

Διήγημα Fractal: “H πρώτη μου φορά”

Της Μαγδαληνής Θωμά // *

 

 

 

Ήμουνα πολύ νέος κείνο το καλοκαίρι, μα το θυμάμαι σαν να ‘ταν χτες. Ετοιμαζόμουν να φύγω για σπουδές στο Λονδίνο. Η προοπτική ενός φθινοπώρου στις ομίχλες της ξένης γης μου ‘δινε ερέθισμα να χαρώ το νησί μου περισσότερο. Εκδρομές, εξερευνήσεις με τη βάρκα, ξενύχτια στα ζεστά βότσαλα, ηλιοβασιλέματα με συντροφιές και βράδια μοναχικών αναπολήσεων, κάθε τι έδινε ελαφράδα.

Ένα απόγευμα, γεμίζοντας το ντεπόζιτο της βάρκας για μια βόλτα στην πίσω ακτή, την απόκρημνη, στάθηκα στο μέρος που απάγκιαζε, όταν τράβηξε το μάτι μου μια φιγούρα ανεξιχνίαστη σαν φλόγα τρεμουλιαστή στη ρίζα του γκρεμού που άφριζε το κύμα. Κάποια θαλασσινή σπηλιά άνοιγε πίσω και παρόλο που ήταν δύσκολο να φτάσω εκεί -το κύμα χτύπαγε στα βράχια και γύριζε ανακατεύοντας τον βυθό- έστριψα το τιμόνι για να μπορέσω να πλησιάσω περισσότερο. Η θάλασσα μου βίτσιζε τα μάτια, ο αέρας ξύριζε και ήταν αδύνατο να ξεχωρίσω αυτό που αναβόσβηνε, ίδιο ρουμπίνι στα χρώματα της δύσης, λησμόνησα τον κίνδυνο και έχωσα τη βάρκα στο κύμα που με κουκούλωσε. Έκανα ελιγμό να ξεφύγω, μα ήταν αργά: η μηχανή έσβησε, ο ύφαλος δάγκωσε μια άκρη απ’ το τιμόνι και βγάζοντας το κουπί να πατήσω κόντρα, το ρεύμα με κύλησε προς την ακτή ανάμεσα στους μεγάλους βράχους. Σ’ ετούτα τα νερά, η θάλασσα γαλήνευε. Όπου είχα δει τη φλόγα, άχνιζε τώρα στο νερό μια αχτίδα κι οργίστηκα με τη φαντασία μου που κάλπαζε πιο ορμητικά κι από το κύμα ακόμα, έδωσα άλλη μία με το κουπί να ξεφύγω. Αλλά τότε φάνηκε ένα πέρασμα μέσα από τα βράχια, η θάλασσα κείνη έβγαζε σε μια κρυφή ακρογιαλιά.

Ήταν μια ακρογιαλιά μικρή και μαζεμένη, το νερό γυάλιζε τα ρηχά κοραλλένιο. Από τους βράχους ξεμύτιζαν λουλούδια, η άμμος έμοιαζε μαλακιά μαρμαρόσκονη. Κοχύλια αστράφτανε πάνω της. Κοιτάζω, τι να δω. Κει παρακάτω, καθόταν μια κοπέλα. Τα μαλλιά της μακριά, πυρωμένα χάλκωναν στη δύση του ήλιου σαν χυμένο μέταλλο. Μια σταγόνα βαριά, έτοιμη να πέσει φούσκωνε ολόγυρα -αλλά μπορεί και να ήταν ιδέα μου.

Η κοπέλα σήκωσε το χέρι και μου έκανε νόημα. Πήγα κοντά και κατάλαβα τον λόγο της ανησυχίας μου: εκτός από τα μαλλιά της, τίποτε άλλο δεν είχε, το κορίτσι, να σκεπαστεί, ούτε ρούχο, ούτε και καμιά ντροπή, όπως θα ‘δειχνε η συνέχεια. Ζάρωσα όπως ήμουνα δίπλα της κι αυτή γύρισε να με κοιτάξει. Τα μάτια της μου φέρανε στο νου τις τρικυμίες που κινδύνεψα. Δε μίλησε, μόνο έπιασε το χέρι μου και το ‘φερε στα χείλια. Φίλησε την παλάμη μου από τη μεριά μέσα. Ύστερα, κόλλησε το στόμα της στο δικό μου.

Πιάστηκα στα δίχτυα της αμέσως. Αλλά ήταν τόσο όμορφος ο εγκλωβισμός, τόσο γλυκιά η κυριαρχία, που παρέλυσε κάθε αντίστασή μου. Αφέθηκα στο χάδι της, όπως ο μαθητής στις υποδείξεις της δασκάλας του: με εμπιστοσύνη. Δεν είχα και ιδιαίτερη πείρα στο ενεργητικό μου, ν’ αγκαλιάζω το κορμί μιας γυναίκας τόσο εύκολα κι ελεύθερα, πρώτη φορά μου συνέβαινε. Τα ήθη της εποχής, βλέπετε, ήταν απαγορευτικά και βάρβαρα όχι μόνο για τα κορίτσια, αλλά και για μας, τ’ αγόρια.

«Θα ‘ναι καμιά τουρίστρια από κείνες που διατρανώνουν τη φυσική ζωή», σκέφτηκα, αποδίδοντας εύσημα στη φυσικότητα της έκφρασής της, σκέψη που σταμάτησε να μ’ απασχολεί πια. Το ποια ήταν και τι έκανε εκεί έμοιαζε τόσο δευτερεύον, όσο το να ψάχνεις τη λατινική ονομασία του λουλουδιού που μυρίζεις, πράγμα άχαρο και αδικαιολόγητο, ενώ αυτό που ζεις, όπως το ζεις, είναι γεμάτο χάρες.

Τι να πρωτοθυμηθώ, το μούδιασμα της σάρκας, την ευωδιά της, την τρυφεράδα και την ορμή; Την έσφιξα κι εκείνη άνοιξε ολόκληρη. Ήταν σα να έμπαινα σε ζεστή άμμο. Ένας αναστεναγμός βγήκε από τα χείλη της, λες κι έσπασε ρόδι. Μόνο έτσι μπορώ να το πω. Η σταγόνα του ήλιου που βούλιαζε στη θάλασσα έχυσε στο κορμί μου μέλι.

Έμεινα ώρα καρφωμένος μέσα της, ασάλευτος και θα μας έπαιρνε σκοτάδι, αν δε μας έπιανε λιγάκι το αεράκι και το κύμα που έσκαζε απ’ τον βράχο δε ράντιζε το μούτρο μας να μας φέρει πίσω στον τόπο και τον χρόνο. Η παραλία πήρε οριζόντια θέση, οι γκρεμοί στερεωθήκανε ξανά. Και το κύμα στη θάλασσα έπιασε να δυναμώνει.

«Πρέπει να φύγω», της είπα σπρώχνοντας τη βάρκα μου στο γιαλό, «μα θα γυρίσω. Αύριο την ίδια ώρα θα είμαι εδώ. Θέλεις να με περιμένεις;»

Δεν μου απάντησε. Της έκανα νόημα με όποιον τρόπο ήταν δυνατό να της δώσω να καταλάβει, σ’ όσες γλώσσες μου ‘ρχονταν κείνη τη στιγμή στο μυαλό, αυτή συνέχιζε να με κοιτάει και δώστου εγώ να χειρονομώ στον αέρα, ώσπου ένα ελαφρό μειδίαμα στην άκρη από τα χείλια της με βεβαίωσε ότι η υπόσχεσή μου είχε γίνει πλέον πλήρως κατανοητή.

Δε φύσαγε καθόλου στην επιστροφή μου. Το σκοτάδι καθυστερούσε κι ένα φώσφορο γαλάζιο φώτιζε τον ουρανό και το γυαλί της θάλασσας ίσαμε τον πάτο. Οι θαλασσινές σπηλιές αστράφτανε κάτω από το νερό. Αν είχε η βάρκα μου πανί θα ήμουν αρκούντως ρομαντικός, όσο ένας πίνακας, μα δεν είχε. Ως δια μαγείας, η μηχανή μου λειτουργούσε πλέον κανονικά.

Εκείνο το βράδυ, είδα τα πιο ελαφρά όνειρα και είχα την πιο ανάλαφρη καρδιά της ζωής μου. Τα πάντα γύρω έμοιαζαν ανεξίτηλα. Τα σημάδια του έρωτα ήταν τόσο φανερά, όσο και οι δαχτυλιές της στο σώμα μου πάνω.

Ξύπνησα από τα χαράματα, προετοιμάζοντας κιόλας την απογευματινή βαρκάδα και όσα απαραίτητα έπρεπε να πάρω μαζί, λίγο νερό, κάνα φρούτο να μας κρατήσει, μπορεί και κάποιο ρούχο, μα ναι, αυτό ήτανε, κουβέρτα για τ’ αγιάζι, χωρίς αμφιβολία. Κι όσο περνούσαν οι ώρες, τόσο η σκέψη να την ξαναδώ και να βρεθώ μαζί της μου φούντωνε τη λαχτάρα για ζωή. Ο χρόνος έμοιαζε παιχνίδι. Σιγοσφύριζα χαρούμενος όλη μέρα κι όταν ο ήλιος γύριζε επιτέλους στη δύση, ξεκίνησα πιο νωρίς από το προβλεπόμενο, μη τυχόν και το κύμα με εμποδίσει να φτάσω στην ώρα μου, μα έλα που η θάλασσα ήταν λάδι κανονικά, πέρασα τους βράχους και έφτασα αμέσως, μπήκα στα νερά που έφερναν στο κρυφό ακρογιάλι και βγήκα στην παραλία να τη βρω. Τότε μου κόπηκε το σφύριγμα αμέσως. Ο ανομολόγητος φόβος μου έβγαινε αληθινός. Η νύχτα κατέβαινε κι εγώ περίμενα στο ακρογιάλι μόνος.

Περίμενα, περίμενα. Και η κοπέλα δε φαινόταν πουθενά! Κάποια στιγμή σα να πήρε τ’ αυτί μου ένα σούρσιμο στους θάμνους, το πευκοδάσος πίσω φέγγιζε στη λίμνη, αλλά ούτε σ’ εκείνο το όμορφο μέρος εκεί ήταν κανένας, εκτός ίσως από κάποιο φίδι ή σαυράκι που διάλεγε να πέσει για ύπνο λίγο πιο αργά από το συνηθισμένο του. Κι όταν τ’ αγιάζι άρχισε να πιρουνιάζει το κορμί μου βαθιά ίσαμε την ψυχή, η νύχτα είχε προχωρήσει που σε λίγο θα ξημέρωνε, τότε μόνο αποφάσισα να πάρω τον δρόμο του γυρισμού, πικραμένος. Τ’ αστέρια φέγγανε στο πέλαγο, κάτω από τη βάρκα μου η θάλασσα γουργούριζε και στο μυαλό μου ήρθε πάλι η άγνωστη αυτή. Ο αχός της θάλασσας μου έφερε στο νου τον αναστεναγμό της.

Δεν εγκατέλειψα την ελπίδα, παρόλα αυτά. Την άλλη μέρα, ξαναγύρισα. Ύστερα την άλλη και την παράλλη, οι επισκέψεις στο κρυφό ακρογιάλι μπήκανε πια στο καθημερινό πρόγραμμα σαν αναγκαία στάση, μια απαραίτητη πριν τον ύπνο εκδρομή.

Μια φορά μάλιστα, πρόθυμος να εξερευνήσω τη γύρω περιοχή, έψαξα με τον φακό μου το μονοπάτι. Μ’ έβγαλε σ’ ένα χωματόδρομο κι από κει σε μια στροφή που έφερνε στη μεγάλη παραλία, ξεχώρισα ένα καφενεδάκι. Τα θολά του φώτα παρηγορούσανε μια μικρή ζωή στην ερημιά. Εκείνο τον καιρό δεν υπήρχαν ακόμα ξενοδοχεία κι ο παράδεισος ήταν μοιρασμένος σε μας μόνο, τους ντόπιους.

Στο καφενείο μέσα δεν είχε κόσμο, ο καφετζής κι ένας πελάτης μόνο που καθόταν στη σκιά. Ο καφετζής έτριψε τα χέρια του:

«Νωρίς μας ήρθε το φθινόπωρο», είπε ρίχνοντας ένα βλέμμα στον άλλο. Κατάλαβα στον αέρα μια ανησυχία. Δεν έδωσα εξηγήσεις παρόλα αυτά.

«Κρύο;»

«Πολύ!»

«Να σου δώσω κάτι τις να ζεσταθείς; Έχω ένα κοκκινέλι πρώτης τάξεως!»

Η πρώτη σταγόνα έσταξε στο ποτήρι μου σαν τελευταία και προτού ανατείλει το φεγγάρι, τα μάτια μου είχανε πάρει κιόλας να δύουνε. Όταν κατάλαβα τα πόδια μου να βαστούνε λιγότερο από την καρδιά μου, άφησα τα λόγια να κυλήσουνε:

«Μήπως πήρε το μάτι σας κάνα κορίτσι, εδώ γύρω;» ρώτησα δήθεν τυχαία.

Κοιτάχτηκαν.

«Τι κορίτσι;» έκανε ο καφετζής. Άρχισα να δίνω περιγραφή, αλλά τότε ανακάλυψα ότι δεν ήξερα να πω ούτε τα τετριμμένα. Τι χρώμα είχαν τα ρούχα της για παράδειγμα. Έξυσα το κεφάλι μου. Η ανησυχία στον αέρα πύκνωσε.

«Και πού τη συνάντησες;»

Τους εξήγησα, όσο μπορούσα πιο διακριτικά, το μέρος και τον τόπο.

Φανερά ταραγμένοι και οι δύο, έκαναν να πιάσουν την κουβέντα απ’ αλλού. Κανένα στοιχείο δεν έσωζε τον φόβο τους. Ο καφετζής μ’ ακούμπησε μαλακά στον ώμο.

«Να την ξεχάσεις καλύτερα, αγόρι μου, αυτήνα…»

Και μου γέμισε το ποτήρι άλλη μία.

Πήγα να θυμώσω, μα αντί γι’ αυτό, κατέβασα το κρασί μονοκοπανιά. Χτύπησα στο τραπέζι το άδειο ποτήρι.

Τότε ο δεύτερος άντρας που καθότανε στο σκοτάδι σηκώθηκε και ήρθε προς τη μεριά μου. Τα μάτια μου τσούξανε, δεν μπορούσα να τον ξεχωρίσω. Είχε χοντρά γυαλιά και γένια, πώς να καταλάβεις, μα κείνη τη στιγμή, αισθάνθηκα κάτι. Σαν κάποιος δικός μου, έτσι μου φάνηκε. Προτού προλάβω να του πω κουβέντα, άνοιξε την πόρτα και πετάχτηκε έξω.

Τον ακολούθησα. Ήμουνα σίγουρος ότι ήθελε κάτι να μου πει. Αλλά μόλις έκανα λίγα βήματα, ομίχλη θόλωσε τον αέρα. Το φεγγάρι έβγαινε μέσα από μια γάζα. Γύρω δεν ξεχώριζε ψυχή. Πήρα τον δρόμο πίσω στην κρυφή παραλία.

Φτάνοντας στη λίμνη, κοντοστάθηκα: ένα κόκκινο φως σαν φαναράκι έτρεμε πάνω από το νερό. Η καρδιά μου χτύπησε. Έκανα να τρέξω, μα τα πόδια μου ήταν βαριά, το κρασί με είχε χτυπήσει κατακέφαλα. Παραπάτησα. Μόλις που πρόλαβα να πιαστώ από ένα δεντράκι.

Συνήρθα κι εγώ δεν ξέρω πότε, ύστερα από ώρα. Στον ουρανό φούσκωνε μια φλέβα φως. Ξημέρωνε, η λίμνη δίπλα ρόδιζε. Είχα ακουμπήσει και κοιμόμουνα στον κορμό μιας ροδιάς.

Έφυγα, θυμάμαι, με το αίσθημα κάποιου που επιστρέφει. Κι όταν ύστερα από κάμποσα χρόνια ξαναγύρισα, ήταν σαν να μην είχα φύγει ποτέ. Περιποιήθηκα το πατρικό σπίτι, άρχισα να φροντίζω το κτήμα. Οι παρέες μου άλλαζαν, οι φίλοι πηγαινοέρχονταν. Η μισή ζωή στο νησί, η άλλη στη χειμωνιάτικη Αγγλία δεν είχαν σχέση μεγάλη, εξόν από τη σχέση που ήθελα να δώσω εγώ. Διότι τίποτα δεν ήταν ίδιο πλέον. Ούτε ο ήλιος που καθυστερούσε στην πέτρα του σπιτιού το βράδυ, το κρασί που μοιραζόμουν στον κήπο με φίλους και τα λόγια που μας πήγαιναν παντού και πουθενά, τίποτα δεν ήταν πιο τελειωτικό από κείνο το αίσθημα που με είχε πυρπολήσει εκείνη τη φορά σ’ εκείνη την παραλία, βαθύ, ατόφιο αίσθημα, απέραντο όσο ο ουρανός, αχαράκωτο όπως η φλόγα.

Δεν ήξερα γιατί είχε κρατηθεί τόσο πολύ στη μνήμη μου η κοπέλα αυτή. Μπορεί επειδή είχε κρατήσει μαζί της και κάτι από τη νιότη μου. Να νοσταλγείς είναι ίδιο με το να αγαπάς αυτό που τελειώνει. Όσο και να προσπαθούσα, ήταν αδύνατο να φύγει από το μυαλό μου εκείνη η πρώτη αγκαλιά που έμοιαζε ατελείωτη, όσο ο κόσμος. Η πρώτη φορά σαν την πρώτη μπουκιά έχει πάντα την πιο ανεπίστρεφτη γεύση: τίποτα δεν μπορεί να τη συναγωνιστεί από τα κατοπινά. Όλα δείχνουνε άτονα, εξασθενημένα, μια ζωή που μιμείται ό,τι έχει ζήσει και που ζει μέσα από τη μίμηση αυτή σαν θεατρίνος. Πόσο θέατρο να έπαιζα πια με τον εαυτό μου; Κακά τα ψέματα. Η γυναίκα εκείνη είχε στοιχειώσει τη ζωή μου.

Την έψαχνα παντού σε όλες τις γυναίκες που αγκάλιαζα, μάλιστα κάποιες φορές ανακάλυπτα κιόλας κομμάτια της, ένα μπράτσο, ένα πόδι, ένα φιλί, μα ολόκληρη ποτέ δεν μπορούσα να την ξαναζήσω, λες κι ο κόσμος είχε ανατιναχτεί συθέμελα και το ηφαίστειο άσβηστο είχε σκορπίσει με τη λάβα παντού θραύσματα και πέτρες. Θα μπορούσαν να ξαναγύριζαν όλα από την αρχή; Ψεύτρα ηλικία που ξεγελάς τον χρόνο, χρόνε που σκάβεις τη ζωή και όλες τις ηλικίες μαζεμένες τις τσουβαλιάζεις σε μία, θα μπορούσες ποτέ τα μυστικά σου να μου πεις;

Καλώς το καταλάβατε. Έγινα συγγραφέας. Το ψέμα όπως και το μειδίαμα δεν κρύβονται. Μονάχα στρατηλατούνε τη ζωή. Καλύτερη γιατριά από την αρρώστια δεν υπάρχει. Αν την περάσεις μόνο, θα μπορέσεις να την ξεπεράσεις και να γιατρευτείς. Και τι άλλο είναι το ψέμα, εκτός από ζητιανάκι της αλήθειας; Μη χάνομαι σε αοριστίες: όλο αυτό το σκάψιμο του μυαλού έγινε, επειδή με εγκατέλειψε Εκείνη. Ήταν λες και με εγκατέλειψε η Αλήθεια και στη θέση της ήρθε μια Ηλίθια. Δεν έχω πώς αλλιώς να το πω.

Αλλά έχω μάθει πώς να το κάνω. Τα τελευταία χρόνια, σταμάτησα να την ψάχνω πια. Εκείνη η αμίμητη έκσταση της νεότητάς μου δεν στοιχειώνει τα όνειρά μου το βράδυ, ούτε κρύβει τα μυστικά της μέρας κάτω απ’ τον ήλιο, τον καυτό. Ίσως να μελανιάζει λίγο μαζί με τον στυλό την άκρη απ’ το χειρόγραφό μου -τόσο μόνο. Κει που πατάει το μολύβι, δεν πατάει η γάτα, αυτό ξέρω εγώ να πω.

Μετά από μια μεγάλη βόλτα στο νησί τις προάλλες, γύρισα πίσω στα παλιά λημέρια. Δεν είχαν αλλάξει πολλά, η κρυφή παραλία φαινόταν το ίδιο απομονωμένη, μονάχα η λίμνη είχε εγκαταστάσεις υδροσπόρ. Παραδόξως, το καφενεδάκι είχε μείνει ολόιδιο μέσα στα πεύκα.

Πλησίασα, ήταν βραδάκι. Έσκυψα και κοίταξα μες απ’ τα θολά του τζάμια, όπως τότε. Ο καφετζής περίμενε πίσω απ’ τον πάγκο του. Ήταν άδειο από κόσμο, οι καρέκλες έριχναν τις μακριές σκιές τους στο πάτωμα. Μια λάμπα θυέλλης το φώτιζε αχνά. Πέρασα μέσα με την καρδιά μου σφιγμένη.

«Καλώς τον!»

Ήμουν σίγουρος πως δεν θα με γνώριζε, ύστερα απ’ όλα εκείνα τα χρόνια. Αλλά κείνος μου ‘κλεισε το μάτι με την καράφα στο χέρι. Το κόκκινο κρασί του γυάλιζε στο μισόφωτο.

«Θέλεις;» ρώτησε.

Του έγνεψα.

«Τέτοιο κρασί, σφάζει τη μνήμη ζωντανή!» είπα. Χαμογέλασε. Και τότε χωρίς να το περιμένω καθόλου:

«Την ψάχνεις ακόμα;» μου σφύριξε την ώρα που μου σέρβιρε.

Ταράχτηκα. Από τη μια στην άλλη στιγμή, η ανάμνηση είχε έρθει τόσο κοντά, που μύριζα το χνώτο της. Αδύνατο να ξεφύγω από το αναπόφευκτο παρόν της. Ξερόβηξα. Ύστερα τον ρώτησα απλά κι αβίαστα, λες κι έλεγα το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο:

«Ποια ήταν τελικά η κοπέλα κείνη; Από πού κρατούσε η σκούφια της; Την ήξερες;»

Ο καφετζής πήρε ανάσα:

«Μεγάλος μπελάς μας είχε βρει στο χωριό μ’ αυτή τη νεραϊδούλα, τη Ροϊδούλα! Σου κόλλησε κι εσένα, τον καψερό, έτσι δεν είναι;» Κι όσο με είδε που τον κοιτούσα σα χαζός, συνέχισε:

«Έχει κάψει τα πιο καλά παιδιά. Τόσα και τόσα παλικάρια θα σκοτωνόντουσαν στην ποδιά της (που δεν φοράει). Από τότε που της έκατσε στο μάτι ο Θύμιος… Πιο παλιά από σένα ήτανε».

«Ποιος Θύμιος;»

«Ο ναύτης. Είχε και άλλους το χωριό, αλλά ο Θύμιος ήτανε ο πιο κιμπάρης ναύτης. Πάει ο Θύμιος, μας τελείωσε, πνίγηκε στα βαθιά, μα η Ροδούλα τον έψαχνε στα ρηχά και τον αναζητάει ακόμα. Δεν πήρε το μάτι σου μια φλογίτσα στο βράχο μέσα της σπηλιάς; Εκεί ευδοκιμεί η Ροϊδούλα και οδηγάει τα καράβια μη τυχόν και τσακιστούνε στη ξέρα απάνω. Κι όποιονε δει να βγαίνει στην αμμουδιά, τον δοκιμάζει με το κορμί να δει τη γεύση έχει. Ψάχνει, λένε, τον ναύτη της και δε θα σταματήσει, ίσαμε να τον πετύχει. Γι’ αυτό πάει μαζί σου μία φορά και μοναδική, δεύτερη δεν έχει. Άπαξ και τη γνώρισες, καλά δε θα τη μάθεις, ούτε και θα μπορέσεις ποτέ σου να την ξαναδείς. Το μέλι της νεραϊδίσιας ομορφιάς της είναι γλυκόπικρο».

Και με τα λόγια αυτά ο καφετζής έξυσε τη φαλάκρα του. Αλλά προτού στεγνώσει το σάλιο στο στόμα του, άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα ένα νέο παιδί. Είχε μάτι αλλοπρόσαλλο. Έριξε μια ματιά, κάθισε. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει.

«Κρύο;»

«Πολύ».

«Να σου δώσω κάτι τις να ζεσταθείς; Έχω ένα κοκκινέλι πρώτης τάξεως!»

«Μήπως πήρε το μάτι σας κανά κορίτσι, εδώ γύρω;»

Έκανε τον αδιάφορο, αλλά καιγότανε να μάθει. Άκουσα την καρδιά μου να καμπανίζει. Σηκώθηκα, πήγα να τον κοιτάξω κάτω από τη λάμπα. Το είδωλό μου εικονίστηκε στο τζάμι, ο μουσάτος ηλικιωμένος κύριος που ήμουνα, το πρόσωπο ύστερα του νέου αυτού. Στάθηκα από πάνω του. Δεν έκανα λάθος. Ο νεαρός δεν ήτανε παρά εγώ ο ίδιος, πολλά χρόνια πριν, εκείνο το καλοκαίρι τότε! Κάποιο άλλο καλοκαίρι, το τωρινό, τον είχε φέρει πίσω ολόκληρο με σάρκα και οστά…

Πλησίασα τρεκλίζοντας στην πόρτα. Και προτού προλάβει να με φωνάξει ο εαυτός μου, βγήκα έξω στη νύχτα, τη φωτεινή. Προχώρησα στο μονοπάτι, μα άκουσα βήματα και άλλαξα δρόμο, μη τυχόν και με πετύχει. Τι εξήγηση θα είχα να δώσω του εαυτού μου, ύστερα από τόσον καιρό;

Έφτασα στο σπίτι λαχανιασμένος, μουσκίδι. Κάθισα στο γραφείο μου και άναψα το φως. Άρχισα να γράφω τούτη την ιστορία.

 

 

 

* Η Μαγδαληνή Θωμά είναι διδάκτορας φιλολογίας (αφηγηματολογία). Έχει διδάξει νεοελληνική γλώσσα στα Τ.Μ.Γλώσσας του Μπορντώ και της Λίλλης, στο Liceo Classico “Marco Foscarini” της Βενετίας και στο Κέντρο Γλωσσών του πανεπιστημίου του Τάρτου. Ζει και εργάζεται στο Νότιο Πήλιο. Έχει δημοσιεύσει διηγήματα, ένα μυθιστόρημα («Ο πόνος είναι μοναχικό ζώο», Γαβριηλίδης 2014) και μια νουβέλα («Θα ερχόσουν μαζί μου στη Νορβηγία;» Βακχικόν 2015»). Το διήγημά της, «Τα όρια του Κόσμου» έχει λάβει διάκριση στον 5ο Διεθνή Διαγωνισμό Διηγήματος Eyelands – Παράξενες Μέρες (2015) και συμπεριλαμβάνεται στον συλλογικό τόμο «Στα όρια» (Παράξενες Μέρες 2015). Καταπιάνεται με τη μετάφραση της Εσθονικής λογοτεχνίας και έχει δώσει στη δημοσιότητα μεταφράσεις από το ποιητικό έργο των Jüri Talvet, Jaan Kaplinski, Doris Kareva, Jühan Viiding, Heiti Talvik, Hando Runnel και Karl Ristikivi.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top