Fractal

Διήγημα: “Η πρώτη φορά”

Του Αντώνη Τσιρικούδη // *

 

 

 

«Κι αυτός ο Αντώνης είναι ντιπ χαζό». Η Βάσω το είπε, η συνάδελφος, για τον μαθητή στο απέναντι τραπέζι, που αν και τα είχε με την Ελένη, έβαλε τους φίλους του ανάμεσά τους. Στα Λαδάδικα, το τελευταίο βράδυ της πενθήμερης.

Από τη στιγμή που άκουσα το σχόλιο, έστρεφα ανά διαστήματα το κεφάλι προς την πλευρά τους, χωρίς να μπορώ να αποφασίσω με τίνος το μέρος ήμουν, ποιον λυπόμουν περισσότερο, καλύτερα. Την Ελένη, με την επιθυμία να μην την αφήνει να απολαύσει τη νυχτερινή εξόρμηση, ή τον Αντώνη, που δεν ήξερε τι να κάνει, αυτή την εντύπωση μου έδωσε. Που και που κοιτούσα και προς την πίστα, την τραγουδίστρια που είχε αρπάξει στην αγκαλιά της έναν άλλο μαθητή και του τραγουδούσε το: «Είσαι νινί ακόμη». Πρόλαβα να βγάλω και κάποιες φωτογραφίες, κάνοντας στην άκρη τις όποιες σκέψεις σχετικά με τον σκοπό των σχολικών εκδρομών.

Όταν επέστρεψα στο τραπέζι, πρόσεξα πως ο Αντώνης καθόταν δίπλα στην Ελένη. Είχε προηγηθεί η δική της επίσκεψη στο μπάνιο, συνοδεία των φιλενάδων της, που δεν μπορούσαν να την αφήσουν μόνη. Την είδαν που έβαλε τα κλάματα, όλοι την είχαν δει, με ενημέρωσε η Βάσω, που κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια να την πείσει να μείνει λίγο ακόμη. Το λεωφορείο το είχαμε κλείσει για τις δύο, πως θα γύρναγε στο ξενοδοχείο; Στην άλλη άκρη της πόλης ήταν, ας έκανε υπομονή. Μπορεί να μίλησε και του Αντώνη κι εκείνος έβγαλε από τη μέση τους φίλους του και κάθισε δίπλα της.

«Αφού δεν τη θέλει, τι κάνει μαζί της;» τη ρώτησα.

«Είναι η μόνη έμπειρη… Ο πατέρας του δεν πρέπει να έκανε και τίποτα, για να το βοηθήσει το παιδί».

Δεν το περίμενα αυτό που άκουσα και δεν συνέχισα. Αν με είχε πάρει από το χέρι κι ο δικός μου πατέρας…

Με τη Φωτεινή ήμαστε μαζί στη δέσμη. Κατά τη διάρκεια της χρονιάς δεν είχαμε πολλά πολλά και στην πενθήμερη δεν πήγα, ούτε κι εκείνη. Η πρώτη μας επαφή έγινε, ουσιαστικά, σε κάποιο από τα καλοκαιρινά μπαρ της επαρχιακής μας πόλης, από εκείνα που ξεφύτρωναν για ένα, δυο χρόνια, ανάμεσα σε χωράφια με μονοκαλλιέργειες, και παίρναμε ταξί, για να πάμε, αφού δίπλωμα δεν είχε κανείς. Συνηθίζαμε να μαζευόμαστε στην πλατεία, κοντά στην πιάτσα, για να μας βγει η κούρσα φτηνότερα, και στο κλαμπ δεν δίναμε σημασία ο ένας στον άλλο, τα κορίτσια να έχουν βάλει στο μάτι κάποιον μεγαλύτερο κι εμείς να χορεύουμε στο ρυθμό της μουσικής, αφού ήμαστε ακόμη μικροί και οι συνομήλικες μας αγνοούσαν.

Τη Φωτεινή πρώτη φορά την έβλεπα στο μαγαζί, Λόμπι το έλεγαν, Εκουιλίμπριουμ ή κάτι τέτοιο. Έλειπαν οι δικοί της, για αυτό έμεινε έξω τόσο αργά, μου είπε. Μέσα στο χρόνο σπάνια έβγαινε, δεν την άφηναν. Άρπαξα την ευκαιρία να κάνω το κομμάτι μου και της είπα πως εγώ τέτοια προβλήματα δεν είχα.

«Είσαι αγόρι…»

Η κουβέντα συνεχίστηκε για ώρα, βοήθησε και το ότι δεν είχαμε πει σχεδόν τίποτα όλο τον προηγούμενο χρόνο κι η Φωτεινή δεν έδειχνε να ενδιαφέρεται για τους μεγαλύτερους. Στο τέλος φιληθήκαμε. Όταν ξεκολλήσαμε, συνειδητοποιήσαμε πως ήμαστε μόνοι. Δεν βρήκαμε ταξί κι αποφασίσαμε να πάρουμε το δρόμο της επιστροφής με τα πόδια. Πολύ σύντομα καταλάβαμε πόσο λανθασμένη ήταν η επιλογή μας. Το ανάχωμα που περπατούσαμε ήταν πολύ στενό και, κάθε φορά που πλησίαζε κάποιο αυτοκίνητο, αρπάζαμε ο ένας τον άλλον, από φόβο πως θα μας παράσερνε. Μας πήρε κάνα μισάωρο να βγούμε στον κεντρικό κι άλλο τόσο για να φτάσουμε στην πόλη. Είχε πια ξημερώσει.

Μου πρότεινε να την ακολουθήσω στο σπίτι και δέχτηκα, για να μην διαψευστώ. Μου πρόσφερε ένα ποτό και συνεχίσαμε να φιλιόμαστε. Για ώρα. Στο υπνοδωμάτιο εκείνη με έσυρε. Δεν μου άρεσε η διακόσμηση που θύμιζε δωδεκάχρονο, αλλά την ακολούθησα. Έβγαλα και τα ρούχα μου, κι ας είχα το φόβο της γύμνιας. Άλλη γυμνή γυναίκα δεν είχα δει. Όσην ώρα χαριεντιζόμαστε στο καθιστικό, πρόβλημα δεν προέκυψε, μέχρι που έβγαλα το εσώρουχο. Έτοιμος ήμουν να της ζητήσω να το αφήσουμε για κάποια άλλη φορά, ήμαστε κι οι δυο κουρασμένοι, είχαμε πιει κιόλας. Δεν το ξεστόμιζα όμως κι εκείνη συνέχισε να με χαϊδεύει, να με φιλά. Συνέχισα κι εγώ, κατάφερα να μπω και μέσα της. Για λίγο.

Στις δύο παρά δέκα βγήκαμε από τα Λαδάδικα και πήραμε τον δρόμο για την Τσιμισκή, όπου μας περίμενε το λεωφορείο. Ο Αντώνης με τους φίλους του, παρατήρησα, η Ελένη με τις δικές της. Πως  έσπασε ο διάολος το ποδάρι του και το δωμάτιο του ήταν δίπλα στο δικό μου… Ήμουν σίγουρος πως θα είχε συνέχεια το βράδυ και δεν κατάφερα να κλείσω μάτι. Έφτασα στο σημείο να επαναλάβω το κόλπο με το ποτήρι, που είχα δει σε κάποια ελληνική ταινία. Ξέχασα πως ήταν κωμωδία κι αγωνιούσα για την έκβαση ξαναζώντας το δικό μου δράμα. Παρ’ όλη την προσπάθεια δεν κατάφερα να ακούσω τίποτα κι η Φωτεινή το επόμενο Σαββατόβραδο δεν ήρθε να μου μιλήσει. Ούτε εγώ τόλμησα, την είδα που φιλούσε κάποιον μεγαλύτερο, κάποιον που δεν ήταν χαζός…

 

 

 

* Ο Αντώνης Τσιρικούδης γεννήθηκε την παγκόσμια ημέρα ποίησης, αλλά ασχολείται με την πεζογραφία. Το 2016 κυκλοφόρησε από τις Παράξενες Μέρες το πρώτο του βιβλίο με τίτλο «Εκεί που δεν το περιμένεις», μια συλλογή με τριάντα τρία διηγήματα.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top