Fractal

Η πρώτη πέτρα

της Αφροδίτης Βακάλη // *

 

fractal_summerΟ απαλός αγέρας που φυσούσε σήκωνε σκόνη στη μικρή πλατεία. Ανατριχίλα πάνω στο χορτάρι, ανατριχίλα σ’ όλο το κορμί του. Φόβος; Ή μήπως μίσος, προσμονή; Τα μάτια έριξε στο χώμα κάτω.

Κοίταξε το σανδάλι, τα δάκτυλα του δεξιού του ποδιού. Κι άξαφνα πρόσεξε για πρώτη φορά το πόσο ασύμμετρα, πόσο παράταιρα ήταν. Έτσι του φάνηκαν, παράταιρα. Κι απόρησε. Πώς ήταν δυνατό να μην το είχε δει ποτέ του; Πώς ήταν δυνατό τούτη την ώρα να παρατηρεί τα δάκτυλά του; Βρώμικα του φάνηκαν τα νύχια, άκοπα και γαμψά. Σκληρά τα πέλματά, τραχιά στις φτέρνες, κουρασμένα. Έσπρωξε το σωρό μ’ αυτό το πόδι και ξεδιάλεξε μια πέτρα. Μια πέτρα κοφτερή, μικρή, ίσα που να χωρά μέσα στη χούφτα του. Τη σήκωσε, την τίναξε να φύγει η σκόνη, τη σκούπισε μηχανικά πάνω στο ρούχο του.

Κατακαλόκαιρο κι ο ήλιος έκοβε στα δυο το μεσημέρι. Το βουητό, οι φωνές των ανθρώπων είχανε πια κοπάσει. Σιωπή. Του θανάτου η απόλυτη σιωπή, η ώρα που συμβαίνουν τα μεγάλα.

Ένιωσε την πέτρα να τρέμει μες το χέρι του. Ή μήπως ήταν η παλάμη του που σπαρταρούσε απ’ την τρομάρα. Έσφιξε τη γροθιά του. Ντράπηκε. Αυτό του έλειπε μονάχα. Τόσος κόσμος, τόσοι άντρες γύρω-γύρω κι εκεινού το χέρι να τρέμει. Δεν τους κοίταζε τώρα, απέφευγε να τους κοιτά, μα ήταν όλοι τους εκεί. Το ήξερε, άκουγε την ανάσα αυτού του πλήθους. Συγχρονισμένη, ρυθμική λες κι ήταν όλοι ένας. Ένας με μια πνοή. Μύριζε η πλατεία αντρίλα και ιδρώτα. Μύριζε μίσος και θυμό. Θάνατο μύριζε.

Κι εκείνη, η γυναίκα, απέναντί τους. Κατάχαμα πεσμένη, λυγισμένη κι ανάσαινε βαριά. Φοβόταν. Κι αναρωτήθηκε για μια στιγμή, ποιος απ’ τους δυο τους, άραγε, φοβόταν περισσότερο;

Απάνω της απίθωσε το βλέμμα. Πάνω στο πρόσωπό της. Τόσο όμορφο, τόσο γνώριμο, μισοκρυμμένο κάτω απ’ τη μαντήλα, ένα μυστήριο που εκείνος το κατείχε. Ήξερε το χρώμα, το μάκρος των μαλλιών της, τη μικρή ελιά στην καμπύλη του σταρένιου λαιμού. Έσυρε τη ματιά του στο μέτωπό, την άφησε να γλιστρήσει απάνω στην καμπύλη των φρυδιών της. Εκεί που κάποτε είχε κρεμαστεί ο έρωτάς του. Στα φρύδια εκείνα, τα λεπτά σπαθιά, που τον τρυπάγανε στο στήθος.

Κι από κάτω, αχ από κάτω, αυτά τα μάτια της. Μαύρα σαν το σκοτάδι, δυο πηγάδια βαθιά που τον ρουφούσανε κάθε φορά που τα κοιτούσε.

Άραγε γι’ αυτό τη μισούσε τόσο; Γι’ αυτά τα μάτια που κλείνανε τις πόρτες τους και τον αφήναν έξω;

Τι υπήρχε πίσω από το βλέμμα της; Μέρες και νύχτες είχε ψάξει να το βρει. Την αλήθεια να βρει και να μάθει. Μα κείνα αμπαρωμένα κι ολοσκότεινα, δε τον αφήνανε να φτάσει στη ψυχή της.

Κι οργιζόταν. Λύσσαγε και πονούσε. Ήθελε να χωθεί να δει τι του έκρυβε μέσα σ’ αυτά τα βάθη. Ήθελε να βεβαιωθεί.

Κι όσα δε έμαθε ποτέ του, τα φαντάστηκε. Στο μυαλό του τα έφτιαξε στιγμή με τη στιγμή, στεναγμό τον στεναγμό, αμαρτία την αμαρτία. Σε ξένες αγκαλιές την είδε να κυλιέται, σε ξένα μάτια να μαρτυρά τα μυστικά της, τις πύλες ν’ ανοίγει τη ψυχής, και άλλους άντρες να οδηγεί στα άδυτα της ύπαρξής της.

Θόλωσε ο νους του, σκύλιασε. Και άρχισε να την κατηγορεί. Αυτά που είχε φανταστεί τα πίστεψε, τα παρουσίασε γι’ αλήθειες. Στους δρόμους την έσυρε, στα χώματα, στη κρίση των ανθρώπων. Κι όπως ήταν φυσικό, όπως ήξερε καλά πως θα γινόταν, νίκησε.

Κι είχανε φτάσει τώρα εδώ, σε τούτη την πλατεία. Εκείνη, κατάχαμα πεσμένη. Κι αυτός ορθός, απέναντί της. Με μια πέτρα στη χούφτα, μ’ ένα κατηγορώ στο βλέμμα και μια τρεμούλα στο κορμί. Ανάμεσά τους η ζήλια και τρία χρόνια κοινή ζωή.

Τίναξε το χέρι του κι είδε την πρώτη πέτρα να χτυπά το μάγουλό της. Είδε το αίμα να κυλά πάνω στο δέρμα, πάνω στο ρούχο κι απάνω στην παλάμη, που έφερε ασυναίσθητα στο πρόσωπό της. Κι είδε τα δάκτυλά της κόκκινα και ματωμένα. Άλλο δεν πρόλαβε να δει.

Πέτρες βροχή ερχόντουσαν απάνω της και τη συνέθλιβαν. Μ’ ορμή τινάζονταν από παντού και τη διαλύανε. Πληγές ανοίγανε, την κομματιάζαν. Την είδε εκεί, κατάχαμα πεσμένη, να σπαρταρά. Να τρεμουλιάζει το κορμί τ’ αγαπημένο την ώρα που έφευγε από μέσα του η ζωή, χανόταν. Την ώρα που στο χώμα κάτω χυνόταν, ανάμεσα σ’ αυτές τις πέτρες.

Πόση ώρα θέλει ένα κορμί να ξεψυχήσει; Πόση ώρα θέλει ο άνθρωπος για να διαλύσει αυτό που έφτιαξε με τέχνη ο Θεός; Πολύ λιγότερη απ’ όσο είχε υπολογίσει. Και τρόμαξε. Δεν τόλμησε να πιάσει άλλη πέτρα. Έμεινε ακίνητος, μαρμαρωμένος, ώσπου τελείωσε.

Κι εκείνη τελείωσε, κι ο λιθοβολισμός. Κι έπεσε ξανά σιωπή. Για μια στιγμή, κανένας δεν ανάσαινε. Για μια στιγμή μονάχα. Μα ήταν αρκετή για να σκεφτεί με φρίκη, ότι μαζί της είχε τελειώσει κι αυτός.

Είχε σκοτώσει πια το καλοκαίρι του, το είχε αφανίσει. Γύρω του, μέσα του, από παντού τον τύλιγε ο χειμώνας. Κι ένιωσε άξαφνα νεκρός. Πιο νεκρός κι από κείνη.

 

vakali* Η Αφροδίτη Βακάλη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1965 και είναι εκπαιδευτικός. Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και αρχικά εργάστηκε διδάσκοντας αγγλικά σε φροντιστήρια. Το 1997 διορίστηκε στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, όπου υπηρετεί μέχρι σήμερα, ζώντας μόνιμα στη Μύκονο. Έγραψε: «Και γύρω τους η θάλασσα» (Ψυχογιός, 2013), «219 ημέρες βροχής» (Ψυχογιός, 2014).

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top