Fractal

Ο ποιητής δεν είναι ο ταυρομάχος, είναι ο ταύρος

Γράφει η Διώνη Δημητριάδου //

 

plateia-twn-tayrwn«Η Πλατεία των Ταύρων» του Βαγγέλη Αλεξόπουλου από τις εκδόσεις Οδός Πανός

 

Το τσίρκο, όπως η ποίηση, ο πόλεμος και η ταυρομαχία

είναι από τα λίγα σκληρά παιχνίδια που επιζούν.

Jean Genet

 

Όταν ένας ποιητής βάζει στην προμετωπίδα του ποιητικού του βιβλίου αυτά τα λόγια (απολύτως συνάδοντα και με τον τίτλο της συλλογής αλλά και με την εικόνα της ταυρομαχίας στο εξώφυλλο) τότε μας υπενθυμίζει ξεκάθαρα τη σοβαρότητα της κατάθεσής του αλλά και την ουσία της Ποίησης. Ένα σκληρό παιχνίδι. Ναι, εδώ δεν παίζουμε. Ίσως το μόνο παιχνίδι που επιτρέπεται, να είναι αυτό των λέξεων, για να δηλωθεί όμως έτσι πάλι το τραχύ σώμα του λόγου, αντίστοιχο της επώδυνης δημιουργίας του.

 

Ο Βαγγέλης Αλεξόπουλος στη νέα του ποιητική εμφάνιση με την Πλατεία των Ταύρων παρουσιάζει ένα σύμπαν ποιητικό, με όλα τα ποιήματα να υπηρετούν τη συναρμολόγηση μιας εικόνας, την οποία θα αποκομίσει ως προνομιούχο θέα ο αναγνώστης του, όταν θα συνεκτιμήσει τα δομικά της υλικά ένα προς ένα. Μια κατάθεση στην Ποίηση, η προσωπική Ποιητική του ποιητή. Όλα τα ερωτήματα τίθενται, με την προσωπική θέση ανοιχτή, όπως αρμόζει, σε κάθε αντίρρηση, σε κάθε προβληματισμό.

 

Ποιος ο Ποιητής;

Τι είναι το Ποίημα;

Το γιατί της Ποίησης

Ποιες οι αφορμές του Ποιήματος;

Ποια η διαδικασία γέννησής του;

Ποιο το σκηνικό του Ποιήματος;

Ποιοι οι σύντροφοι στην Ποίηση;

Ο επώδυνος απολογισμός της δημιουργίας του Ποιήματος

 

 

Στίχος λέει είναι:

«αράδα έντυπου κειμένου».

Εγώ σου λέω:

είναι παλμός εντατικής

βρογχόσπασμος ασθματικής σειρήνας.

 

Κυρίως είναι:

στουπί εμποτισμένο με βενζίνη

δίπλα

στο κοριτσάκι με τα σπίρτα.

(Η αληθινή ιστορία σχετικά με το κοριτσάκι με τα σπίρτα)

 

 

 

Αυτό το παραπάνω θα μπορούσε να θεωρηθεί και ένας ορισμός της Ποίησης. Προκλητικός, αληθινός, ικανός να κινητοποιήσει τη σκέψη και να την κατευθύνει στην ουσία των ποιητικών πραγμάτων. Είναι το τοπίο στο οποίο δοκιμάζεται ανηλεώς η εσωτερικότητα του λόγου, ενός λόγου που προκύπτει από την αυθεντική κραυγάζουσα σιωπή. Εννοώντας εδώ τη γνήσια ανάγκη που κινητοποιεί τον λόγο, και οδηγεί στη δημιουργία. Ο ποιητής μιλά μόνον όταν έχει κάτι να πει, αλλιώς σιωπά. Απλό όσο και παρεξηγημένο αυτό από πολλούς. Μα ο ποιητής εδώ μας το είπε ήδη από την είσοδο στο βιβλίο του.

Είναι τότε που η ποίηση έχει μέσα της τη δυναμική της ανατροπής των σταθερών (τάχα) εικόνων. Αναποδογυρίζει είδωλα και αντικατοπτρισμούς, απομυθοποιεί ή καλύτερα τους ξανα – μυθοποιεί κάτω από το δικό της πρίσμα.

 

[…]

Θησέας και Μινώταυρος

κοιμούνται αγκαλιά

με τη Μεγάλη Μητέρα να τους νανουρίζει

διαβάζοντάς τους παραμύθια

από βιβλία με ιερογλυφικά.

(Ταυροκαθάψια)

 

 

Η ποιητική συλλογή είναι μοιρασμένη σε τρία μέρη: Οι Πικαδόρες/Los Picadores, Οι Μπαντερίγιες/ Las Banderillas, Η Μουλέτα/La Muleta. Με τους τίτλους αυτούς τα ποιήματα παραπέμπουν σε όλη τη διαδικασία μιας τυπικής ισπανικής ταυρομαχίας, με τους έφιππους ταυρομάχους (πικαδόρες) να ξεκινούν τη δοκιμασία της αντοχής του ταύρου, που ολοκληρώνεται όταν ο ταυρομάχος καρφώνει τις πολύχρωμες μπαντερίγιες στην πλάτη του. Κατόπιν η σειρά της κατακόκκινης μουλέτας που προκαλεί τον ταύρο για το τελειωτικό χτύπημα και τη θανάτωση. Τρία στάδια της αιματηρής ταυρομαχίας, που ο ποιητής θέλησε να μεταφέρει στην ποιητική διαδικασία, υπαινισσόμενος ομοιότητες. Πού άραγε να τις αναζητήσομε; Στην επίθεση, στη σκληρότητα, στην πρόκληση; Στην αναμέτρηση μέχρι θανάτου; Ή μήπως στο παιχνίδι γύρω από όλα αυτά; Μια αυθεντική ποιητική φωνή που έχει τη συνείδηση του εαυτού της, άρα την πλήρη συναίσθηση της τραγικότητας που ενσωματώνει στον λόγο που εκφέρει, και αναπόφευκτα στην αναμέτρηση με τις δυνάμεις της, φθάνοντας μέχρι τον αυτοσαρκασμό. Ποιο ρόλο επιφυλάσσει ο ποιητής για τον εαυτό του; του ταυρομάχου ή του ταύρου; Αμφίρροπο το ερώτημα.

 

Παράξενα φυτά φυτρώνουν

τελευταία στο μπαλκόνι μου,

με πλαστικές κινήσεις

περικυκλώνουν τα ανοίγματα.

 

Ο ήλιος μένει έξω απ’ το σπίτι.

Εγώ τα κλαδεύω καθημερινά

με το τσεκούρι,

μέσα στο σκοτάδι πολλές φορές

χάνω το στόχο.

 

Στο τέλος, έμεινα

χωρίς χέρια.

(Παράξενα φυτά)


Βαγγέλης Αλεξόπουλος

Βαγγέλης Αλεξόπουλος

 

Όποιος εισχωρεί στον κόσμο της ποίησης, γνωρίζει ότι τα κοφτερά μαχαίρια στρέφονται πρώτα εναντίον του. Εθισμένος να αντικρίζει το χάος που απειλεί να τον καταπιεί, καμιά φορά ορμάει μονάχος του στο κενό. Ποιος είπε ότι τα ποιήματα γράφονται εύκολα; Και αν κοινωνούνται στους άλλους είναι γιατί συχνά η μοναξιά τους είναι αφόρητη. Έχω για φίλο ένα λύκο θα πει ο ποιητής, γνωρίζοντας ότι η απρόσμενη αυτή συμπόρευση κυοφορεί κινδύνους, μα και απίστευτη ηδονή. Πού θα καταλήξει αυτή η πορεία; Είναι προδιαγεγραμμένη; Ή μήπως πρόκειται για ένα ταξίδι που επιφυλάσσει εκπλήξεις; Ο λύκος μάλλον εγγυάται για το επικίνδυνο κομμάτι του.

Δεν συντροφεύει η ποίηση. Μονάχα συντροφεύεται. Και είναι τότε που ψάχνει ο ποιητής να βρει τους συνοδοιπόρους, συγκαταλεγόμενος μαζί με τους υπέροχους αυτούς καταραμένους, ακόλουθος και αυτός καταραμένος, και τους καλεί σε ένα προσκλητήριο που προλαβαίνει να συμπεριλάβει 28 ονόματα, προτού ειπωθεί η μόνη αλήθεια:

 

[…]

οι αληθινοί ποιητές,

μου φώναξε μια νύχτα ο Σαχτούρης,

έχουν πάντα

όλοι

κακό

τέλος

(Προσκλητήριο)

 

 

Ήδη από την πρώτη του ποιητική συλλογή ο Βαγγέλης Αλεξόπουλος (Αγχέμαχες λέξεις, εκδόσεις Άγκυρα) έδωσε το στίγμα του ως ποιητής που χρησιμοποιεί τις λέξεις εν είδει όπλων (και μάλιστα εκ του συστάδην). Αυτοί οι επικοινωνιακοί κώδικες χρησιμοποιούνται και στα νέα αυτά ποιήματα με την ίδια λογική. Άλλωστε η χρήση των λέξεων είναι που τους προσδίδει το ιδιαίτερο φορτίο και τις καθιστά δυνάμει αποτελεσματικές.  Στην αποτελεσματικότητα αυτή συντελεί καθοριστικά η χρήση του πρώτου προσώπου, σταθερή επιλογή του ποιητή. Αυτό το εγώ του ποιητικού υποκειμένου συνιστά μια απ’ ευθείας συνομιλία του ποιητή με τον αναγνώστη, δίχως προσωπείο και τριτοπρόσωπη κάλυψη. Ο ποιητής μοιάζει να λέει: είμαι αυτός και αυτή είναι η πρότασή μου. Η μόνη ενσωμάτωσή του σε έναν πληθυντικό αριθμό που θα γινόταν αποδεκτή είναι η συμπερίληψή του στη συνομοταξία των ποιητών αυτών που ομογνωμούν μαζί του. Εκεί που η έννοια εγώ ο άνθρωπος μεταπλάθεται σε εγώ ο ποιητής.

 

Τις προάλλες,

ανεβαίνοντας προς το σπίτι,

συνάντησα το διάβολο.

 

Καλησπέρα μου είπε:

 

Εσένα

σ’ έχω γραμμένο στα κατάστιχά μου

(Συναντήσεις)

 

 

Τυχεροί όσοι

τους παίρνει ο διάβολος

και τους σηκώνει

οι υπόλοιποι

θα καταλήξουμε

μέσα στο χώμα.

(Αναχωρητές)

 

 

Εισχωρώντας στα ποιητικά τοπία του Βαγγέλη Αλεξόπουλου νιώθεις να σε κρατούν γερά οι λέξεις, κι ας είναι βαριά η ατμόσφαιρα, κι ας στάζει αίμα συχνά ο στίχος.

 

ώρες ώρες ο ουρανός

γίνεται θάλασσα

μέσα στο αίμα

και ραντίζει τα πρόσωπά μας

(Δόντια κοφτερά)

 

 

Είναι αυτή η  εσωτερική επικοινωνία που επιτυγχάνεται με τα υλικά που χρησιμοποιεί ο ποιητής που δεν σε αφήνει να απομακρυνθείς. Μια οικειότητα που δεν ξέρεις από πού προκύπτει. Είναι η τέχνη του λόγου που  δημιουργεί την αίσθηση ότι έχεις  βρει τον κοινό τόπο για να σταθεί η δική σου σκέψη και η προσωπική σου θεώρηση των πραγμάτων. Γιατί είναι αλήθεια ότι αυτά τα ποιήματα συνομιλούν το ένα με το άλλο και συναποτελούν το σκηνικό που ο ποιητής, ως σκηνοθέτης, υποδεικνύει.  Ένα σκηνικό που πατάει από τη μια στον ρεαλιστικό τόπο και από την άλλη απογειώνει τον στίχο σε ένα πεδίο εξωπραγματικό. Αυτή η εναλλαγή, που εισβάλλει σκόπιμα απροειδοποίητα, εμπεριέχει τη σαφή τοποθέτηση του ποιητή για το περιεχόμενο των αληθινών ποιημάτων, που με όποια λόγια κι αν τα ντύσεις αυτά θα προδίδουν την επιτακτική ανάγκη που τα γέννησε ή -σε αντίθετη περίπτωση- την κενότητα πίσω από τις λέξεις τους.

 

Εντάξει λοιπόν

αφού επιμένετε

να πούμε

το τραπέζι κρεβάτι

και το κρεβάτι τραπέζι

όμως το τραπέζι

θα είναι πάντα

σκληρό κρεβάτι

και από το κρεβάτι

τα ποτήρια πάντα θα χύνονται

στην παραμικρή κίνηση.

(Εντάξει λοιπόν)

 

Χτίζοντας, έτσι, την προσωπική του Ποιητική, θα φανερώσει την ουσία του ποιητικού λόγου, μακριά από ρομαντική διάθεση, γλυκά και όμορφα λόγια και ποικίλες ευκολίες. Ποίηση δεν γράφεται με λέξεις που χαϊδεύουν και καλύπτουν τα αιμάσσοντα τραύματα, αλλά με σκληρές και επώδυνα βαθιές χαρακιές. Στον δικό του ορισμό της ποίησης δεν έχουμε τέχνη με θρήνο, γιατί τότε το τοπίο θα ήταν τεχνητά φορτισμένο με συγκίνηση. Ο θρήνος προηγείται του ποιήματος, δεν προκαλείται από το ποίημα. Η ποίηση είναι θρήνος με τέχνη, θα μας πει και θα βάλει τα πράγματα στη θέση τους. Και πρέπει να αφήνεις τις λέξεις να ουρλιάζουν, θα μας πει αλλού, γιατί αυτή είναι η αυθεντική φωνή τους, όταν καρφώνεις το μαχαίρι στην καρδιά του στίχου. Η ποίηση του Βαγγέλη Αλεξόπουλου σε προκαλεί σε μια συνάντηση με την ουσία του λόγου. Του λόγου που δεν γράφεται ανέξοδα, που γνωρίζει πως πρέπει να πληρώσει το τίμημα για την  έκθεση των στίχων σε κοινή θέα.

 

Ξανακοιτάζω στο εξώφυλλο (με τη ζωγραφιά της Μαίρης Νταγιαντά) την τελική φάση του δράματος, με τον ταύρο μπροστά στη μουλέτα και στο επικείμενο τέλος του με τον ταυτόχρονο θρίαμβο του ταυρομάχου. Και με την άδεια που μου δίνει η ταυτότητα του αναγνώστη/αποδέκτη της ποίησης (πάντα ως μια συμπληρωματική, νέα θέση) αποφασίζω: ο ποιητής δεν είναι ο ταυρομάχος, είναι ο ταύρος σ’ αυτό το αιματηρό σκηνικό.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top