Fractal

Η παράσταση

της Εύας Μοδινού // *

 

fractal_summer– Δεν μπορούμε ν’ αναβάλλουμε την παράσταση! Έχουμε ειδοποιήσει τον κόσμο εδώ κι ένα μήνα. Οι καρέκλες θα στεγνώσουν, όσο για τα σκηνικά δεν έπαθαν τίποτα!

Ο πρόεδρος του θεατρικού συλλόγου του νησιού που ήταν και ο σκηνοθέτης, μιλούσε με βαθειά παλλόμενη φωνή, χειρονομώντας έντονα. Στεκόταν στην είσοδο του παλιού ιταλικού κινηματογράφου, πάνω στο πλατύσκαλο, ανάμεσα στις στρογγυλές γαλάζιες κολώνες, κοιτάζοντάς μας με το σπινθηροβόλο βλέμμα του ανθρώπου που πιστεύει πως μπορεί ν’ αλλάξει τον κόσμο.

Ένα τσούρμο πιτσιρίκια με φωσφοριζέ βραχιόλια και κόκκινα ποδήλατα τον περιτριγύριζαν λουφάζοντας στα σκαλιά βαριεστημένα. Ξαφνικά άρχισαν να χοροπηδούν και να δείχνουν πάνω από το καμπύλο γείσο της εισόδου, φωνάζοντας:

-Τα προσκλητήρια, τα προσκλητήρια!

Από το παράθυρο του εξώστη πρόβαλαν μεγάλα κόκκινα μπαλόνια που γράφαν: «Ζητείται Ψεύτης! Κωμωδία του Δημήτρη Ψαθά. Σάββατο 20 Αυγούστου, 8.30 το βράδυ στο λιμάνι».

Ο άνεμος όμως είχε γυρίσει αντίθετα και αντί να τα μοιράζει στο νησί, τα ταξίδευε πέρα στο πέλαγος.

– Μανώλη, γύρισε ο αέρας, κλείσε το παράθυρο! Όσα μπαλόνια έχουν μείνει δώστα στα παιδιά να τα μοιράσουν στη Χώρα. Γρήγορα!

Μα ο Μανώλης βαριάκουγε, άργησε να κλείσει το παράθυρο του εξώστη και τα περισσότερα μπαλόνια τα παρέσυρε ο αέρας στη θάλασσα μέχρι πού’ γιναν μικρές κουκίδες στον ορίζοντα και χάθηκαν.

– Βλέπετε; Βλέπετε; Τι να προφτάσω πια; Όλα περνούν από το χέρι μου. Και άντε να κάνεις θέατρο μ’ αυτές τις συνθήκες! Βέβαια τη σκηνή τη φτιάξαμε και κάτω στην πλατεία στρώσαμε λευκό βότσαλο, αλλά εκεί τελειώνει και η μόστρα. Πίσω τα καμαρίνια είναι ρημάδι. Τί τα θέλετε; Περασμένα μεγαλεία…Ελάτε όμως να δείτε τα σκηνικά, είπε σφίγγοντάς μου το χέρι και τραβώντας με ελαφρά μέσα.

Οι τοίχοι του υπαίθριου κινηματογράφου ήταν λευκοί, φρεσκαρισμένοι πρόσφατα, και οι καρέκλες της πλατείας πλεγμένες με πολύχρωμα πλαστικά σχοινιά. Τη σκηνή καδράριζαν λευκά καμπύλα πλαίσια με μια φαρδιά μπλε ρίγα στη μέση. Το πανέλο των σκηνικών σε βερικοκί απόχρωση, είχε δύο κόκκινες πόρτες δεξιά και αριστερά. Όμως πίσω από τη σκηνή ρήμαζε ένα τετραώροφο καραγιαπί με τοίχους μισογκρεμισμένους. Η πλάκα της οροφής είχε σπάσει εδώ κι εκεί και τα σίδερα εκτεθειμένα σκούριαζαν στο ανεμοβρόχι. Ο σοβάς είχε ξεπλυθεί ολότελα από τις βροχές κι απόμειναν γυμνές οι πλέξεις των τούβλων, χαλασμένες από τους καιρούς και τις σκληρές ρίζες των αγριόχορτων. Ψηλά στην οροφή, η πλάκα είχε σπάσει εδώ κι εκεί∙ εκτεθειμένα τα σίδερα σκούριαζαν στο ανεμοβρόχι.

– Αυτή η παράσταση είναι ένας πρόλογος επανένταξης για τους τροφίμους του ασύλου που θα επιστρέψουν στην κοινωνία. Είναι ένας πρόλογος επανένταξής τους στη ζωή! Πώς να την αναβάλλουμε;

μου είπε σχεδόν εμπιστευτικά, αναστενάζοντας και πριν προλάβω να μιλήσω, συνέχισε με έξαψη:

– Όλα είναι έτοιμα άλλωστε. Και οι πρόβες και τα σκηνικά, όλα. Τώρα, τί γίνεται στα παρασκήνια είναι μια άλλη ιστορία. Να, κοιτάξτε, ας πούμε, αυτήν την αγριοσυκιά. Τη βρήκα εδώ. Είχε φυτρώσει σύρριζα στον τοίχο, μέσα στα καμαρίνια. Με τα χρόνια φούντωσε κι όταν ανοίξαμε πάλι τον κινηματογράφο, τα κλαριά της γέμιζαν τη μισή σκηνή! Δεν μπορούσαμε να την ξεπατώσουμε. Θα κάναμε ζημιά. Την κλαδέψαμε και δέσαμε τα κλαριά προς την αντίθετη κατεύθυνση.

Καθώς μιλούσε, πλήθος από σπουργίτια που είχαν φτιάξει τις φωλιές τους στα φυλλώματά, φτεροκόπησαν τρομαγμένα.

-Είδατε; Δεν είναι κι άσχημα ε; Προσέχετε! Ελάτε στην άκρη! Επιτέλους ήρθε και ο καναπές.

Δύο νεαροί μπήκαν μέσα κουβαλώντας ένα καινούργιο καναπέ με μπλε κάλυμμα. Τον ανέβασαν στη σκηνή, μπροστά από ένα χαμηλό τραπέζι και τον ακούμπησαν δίπλα σε μια μπορντώ πολυθρόνα.

-Εδώ θα βάλεις τα φώτα! Μόνο από ’δω πέφτουν σωστά, είπε στον ηλεκτρολόγο δείχνοντας την αγριοσυκιά.

– Κι αν πιάσει κανένας αέρας κι αρχίσουν να κουνιούνται τα κλαριά;

– Μην ανησυχείς! Θα σε βοηθήσω εγώ!

Ο ηλεκτρολόγος σκαρφάλωσε στο δέντρο, ανάμεσα στ’ ανήσυχα σούρτα-φέρτα των πουλιών, μουρμουρίζοντας νευριασμένος:

– Τελευταία στιγμή όλα. Απ’ έξω κούκλα και από μέσα…

Γύρισε τα μάτια του στον ουρανό και οσμίστηκε τον αέρα. Μύριζε βροχή ξανά. Μέσα από την σπασμένη πλάκα της οροφής ταξίδευαν μαύρα σύννεφα. Τα σκουριασμένα σίδερα τεντώνονταν μαυρισμένα σαν κομμένα δάχτυλα. Σκοτείνιασε ξαφνικά.

– Τάκη, δεν βρίσκω το μαντήλι μου!

Μια παχουλή ξανθιά κοπέλα γύρω στα τριάντα με σαρκώδη βαμμένα χείλη έψαχνε μέσα σ’ ένα βαλιτσάκι.

– Η πρωταγωνίστριά μας, η Βίκυ, είπε ο σκηνοθέτης και σαν να απολογούνταν συνέχισε:

Ξέρετε, είναι μεγάλη η ευθύνη μας γι’ αυτήν την παράσταση. Το κοινό …καταλαβαίνετε…είναι δύσκολο κοινό κι αυτή η προσπάθεια είναι πρωτοποριακή, δεν έχει γίνει εδώ ξανά κάτι τέτοιο. Έπειτα όλοι όσοι συμμετέχουν είναι πολύ καλά παιδιά, αλλά βέβαια δεν είναι και επαγγελματίες. Έχουμε μοιράσει και πολλές προσκλήσεις σε όλο το προσωπικό του ασύλου, στο δήμαρχο, στον παπά, στους επιτρόπους της εκκλησίας…

– Μα αυτοί οι δίσκοι δεν είναι αυτοί που σου είπα να φέρεις! ακούστηκε μια θυμωμένη φωνή.

– Να με συγχωρείτε όμως τώρα, έχω να φροντίσω τόσα βλέπετε.

Του ευχήθηκα καλή επιτυχία και βγήκα έξω στο λιμάνι. Ένα μελτέμι είχε σαρώσει το μεσημέρι τα υπαίθρια café κι έπειτα ένα ξαφνικό μπουρίνι είχε μουσκέψει τα καθίσματα. Ο ουρανός ήταν ακόμη βαρύς και υγρός. Σαν να πλανιόταν μια σκιά που δεν μπορούσε να χωνευτεί μέσα στη νύχτα. Σε κάποιο σταυροδρόμι κοντοστάθηκα. Μια παρέα ερχόταν προς το μέρος μου με βαρύ βηματισμό. Ήταν εκείνοι που είχαν επιλεγεί να επιστρέψουν στον κόσμο. Για χρόνια έγκλειστοι στο Ψυχιατρείο του νησιού, θεωρούνταν πλέον θεραπευμένοι. Προχωρούσαν σκυφτοί, μπροστά από τους φύλακες. Με κοίταξαν μ’ ένα βλέμμα μισοβυθισμένο από το κοκτέιλ φαρμάκων που είχαν πάρει για την περίσταση και με προσπέρασαν. Συνέχισα να περπατώ σ’ εκείνο το δρόμο που απλωνόταν σκοτεινός και άδειος. Το φεγγάρι είχε χαθεί πίσω από τα σύννεφα.

Στον κινηματογράφο επέστρεψα λίγο πριν τις εννιά, ωστόσο η παράσταση δεν είχε αρχίσει ακόμη. Ακουγόταν μια ουδέτερη απαλή μουσική, κάπως μονότονη. Οι περισσότεροι από τους επίσημους προσκαλεσμένους δεν είχαν έρθει. Οι τρόφιμοι όμως του ασύλου ήταν όλοι εκεί με τους εθελοντές συνοδούς τους, καθισμένοι ήσυχα, περιμένοντας. Τους κοιτούσα με την άκρη του ματιού μου, προσπαθώντας ν’ αποφύγω τις αργόσυρτες ναρκωμένες τους ματιές. Σιγά σιγά ένιωσα να βυθίζομαι κι εγώ σ’ έναν παράξενο βυθό. Πάλεψα να βγω από τη νάρκη, μα η αγωνία που σερνόταν από τις ταραγμένες ψυχές γύρω μου με τύλιξε στο κουκούλι της. Κι αυτή η αγωνία δεν διαλύθηκε ούτε όταν άρχισε η παράσταση.

Ήταν ακόμη στην Πρώτη Πράξη, εκεί που η πρωταγωνίστρια ξεσπά σε γέλια λέγοντας: «Ωραίο είναι αυτό! Έκτακτο είναι!» όταν μια αλλόκοτη φωνή σαν πνιγμένη ακούστηκε από την άκρη της πλατείας:

– Η κοπέλα είναι τέτοια!

Αυτός που το είχε ξεστομίσει κουνιόταν μπρος-πίσω, έξαλλος από χαρά. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του είχαν αλλοιωθεί από τις έντονες συσπάσεις, η μεγάλη γαμψή του μύτη σιγότρεμε από ένα ασταμάτητο ρουθούνισμα και τα μάτια του γυάλιζαν απόκοσμα, βαθουλωμένα στις κόγχες τους.

Ο συνοδός του τον έπιασε από τους ώμους και του είπε σιγανά αλλά αποφασιστικά:

– Ήσυχα!

Η Βίκυ έγινε κόκκινη σαν το παντζάρι. Κοίταξε την πλατεία ταραγμένη. Τότε ο πρωταγωνιστής είπε δυό τρείς ατάκες μαζεμένες για να της δώσει χρόνο να συνέλθει. Τον κοίταξε με ανησυχία και είπε στο τέλος μια ατάκα μασημένα, προσπαθώντας να βρει ξανά τον ειρμό της.

Γύρισα το βλέμμα προσεκτικά γύρω μου. Κανείς από τους θεατές δεν παρακολουθούσε πραγματικά. Ωστόσο οι πιο πολλοί χαίρονταν εκείνη την υγρή αυγουστιάτικη νύχτα. Τα σύννεφα είχαν διαλυθεί∙ είχε αστροφεγγιά.

Στις μπροστινές σειρές δύο γέροι χωρίς δόντια, με ξυρισμένα κεφάλια, αγκαλιάστηκαν με τα κοκαλιάρικα χέρια τους και δείξανε ψηλά τ’ αστέρια.

-Αστέρι, αστεράκι μου, αστέρι , αστεράκι μου…
έπιασε να τραγουδά ο ένας με βραχνή φωνή. Τραγουδούσε σιγανά, πνιχτά σχεδόν, τα ίδια λόγια σαν δίσκος που είχε κολλήσει.

-Αστέρι, αστεράκι μου, αστέρι , αστεράκι μου…

Συνέχισε να σιγοτραγουδά, ανταλλάσσοντας θαυμαστικά βλέμματα με τους γύρω του, ώσπου άκουσε ένα παρατεταμένο «Σςςςςς» αλλά του ήταν αδύνατον να σταματήσει. Ξεχείλιζε από ευτυχία.

Ο συνοδός του τού έκανε νόημα να πάψει και να κοιτάξει τους ηθοποιούς. Τότε σταμάτησε κι άρχισε να μορφάζει. Αγκάλιασε το φίλο του, τον χάιδεψε τρυφερά στο γυμνό του κρανίο και του έδειξε ψηλά τον ουρανό. Γείρανε προς τα πίσω σχεδόν ταυτόχρονα και οι δύο τα κεφάλια τους, κοιτάζοντας με τα βαθειά, κεραυνόπληκτα μάτια τους την αστροφεγγιά. Γλυκειά που ήταν η νύχτα έξω από το άσυλο!

Στη Δεύτερη Πράξη ο πρωταγωνιστής ήταν σε πολύ καλή φόρμα και κρατούσε όλη την παράσταση. Κάποια στιγμή, εκεί που έλεγε μονολογώντας: «Ύποπτη υπόθεση! Νομίζω ότι κάτι θα φυτρώσει επί τέλους εις την έρημη κεφαλή του κυρίου Φερέκη», ένα νέο παιδί που καθόταν μπροστά μου, γύρισε και μου γέλασε πλατιά, σχεδόν με ενθουσιασμό. Του λείπανε όλα τα μπροστινά δόντια και τα μάτια του ήτανε θολά με την κούραση εκείνων που ζούνε ένα θάνατο παρατεταμένο. Αιφνιδιάστηκα. Προσπάθησα να του χαμογελάσω κι εγώ. Τότε κάποιος άντρας γύρω στα πενήντα από τις μεσαίες σειρές, τινάχτηκε ξαφνικά πέφτοντας από την καρέκλα του.

-Άαααα, μωρέ, μωρέ, το χεράκι μου, άαααα!

Κλαψούριζε κυλώντας στα βότσαλα και δείχνοντας το μπράτσο του. Τα χείλη του κλείδωναν και ξεκλείδωναν βίαια, αφήνοντας να βγεί η ανάσα του λαχανιαστή. Φορούσε ένα λαδί πουκάμισο με πρασινοκόκκινα ανθάκια, τόσο φαρδύ που έπλεε μέσα του, ένα γαλάζιο παντελόνι επίσης φαρδύ κι έτσι όπως χτυπιόταν πάνω στα βότσαλα έμοιαζε με παιδί που κάνει πείσματα.

Μια κοπέλα με θλιμμένο πρόσωπο, κάθησε ανακούρκουδα πλάι του και τον χάιδεψε στο μπράτσο. Γαλήνεψε αλλά συνέχισε να κλαψουρίζει δείχνοντας το χέρι του. Σιγά σιγά σηκώθηκε, κάθησε πάλι στην καρέκλα του και σκούπισε τα μάτια του με το φαρδομάνικο.

– Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, επαναλάμβανε με κλειστά τα μάτια, γέρνοντας στον ώμο της.

Η Βίκυ στράφηκε και κοίταξε φοβισμένα το κοινό. Έπειτα κάθησε απότομα στον καναπέ, σχεδόν σωριάστηκε. Φαινόταν σαν να μην μπορεί να συνεχίσει. Ο πρωταγωνιστής όμως ήταν σε ετοιμότητα, τής έπιασε απαλά το χέρι δείχνοντάς της τον άντρα που είχε σταματήσει να κλαψουρίζει κι είπε εύθυμα την ατάκα:

– Γιατί εσείς δεν συμφωνείτε μαζί μου; Αφού βλέπετε πως όλος ο κόσμος συμφωνεί!

 

Τον χειροκροτήσαμε θερμά και κύλησε μέσα στη νύχτα αθόρυβα ένα ποτάμι αστέρια τόσο μακρινά σαν να μην τα άγγιζε η ροή του χρόνου. Κι έπειτα το γαλακτώδες φως του γαλαξία διέσχισε ακαριαία το άπειρο στερέωμα και πάλι μας επέστρεψε πίσω σ’ εκείνη τη σκηνή όπου μια χούφτα άνθρωποι πάλευαν με τη μοίρα και το θάνατο. Το φως εκείνο που είδαμε έλαμψε στις ψυχές μας όπως λάμπει μια στιγμή αιωνιότητας. Ίσως πάλι να έφθασε έως εμάς αιώνες μετά, όταν τ’ αστέρια πού’ πεμψαν την λάμψη τους, είχαν χωνευτεί παντοτινά στη σκοτεινιά του σύμπαντος χωρίς χνάρι.

Οι ηθοποιοί παίζανε τώρα τη σκηνή του καυγά ανάμεσα στη νεαρή τραγουδίστρια και στη γυναίκα του υπουργού κι έμοιαζαν να είχανε βρει το ρυθμό τους. Τότε ξαφνικά πριν προλάβει κανείς ν’ αντιδράσει, ένας άντρας γύρω στα τριάντα πέντε πήδηξε ξαφνικά από τη θέση του και προχώρησε στο κέντρο της πλατείας. Στάθηκε μπροστά στο κοινό κι έβγαλε το πουκάμισό του. Κρατήσαμε τις ανάσες μας. Οι φύλακες σηκώθηκαν και τον έπιασαν από τους καρπούς. Δεν πρόβαλε αντίσταση. Το κορμί του ήταν ένα πεδίο μάχης. Ουλές χιαστί στα πλευρά, στην πλάτη, στο στομάχι, παντού. Τό’ βλεπες. Όλα πάνω του ήταν τυραννισμένα. Τα σπλάχνα, το δέρμα, τα δόντια, τα μαλλιά, οι φλέβες, τα κόκαλα. Κάθε που τον σούβλιζε η τρέλα, κατάπινε ό,τι έβρισκε μπροστά του. Τον τρέχανε στο χειρουργείο, του βγάζανε τα ξυραφάκια, τα στυλό, τους αναπτήρες κι έπειτα στην επόμενη κρίση πάλι από την αρχή. Ξόρκιζε τη φρίκη της αρρώστιας με τον πόνο.

Όπως πέρασε δίπλα μου ένιωσα την πικρή του ανάσα, καυτή μέσα από τα λεηλατημένα του σωθικά. Γύρισε και με κοίταξε μισανοίγοντας το στόμα του. Μου φάνηκε πως κάτι ήθελε να πει. Έπειτα, φόρεσε το πουκάμισό του πειθήνια και κάθησε ανάμεσα στους συνοδούς του σαν σφαγμένο αρνί.

Η Βίκυ έμοιαζε αποσβολωμένη. Χοντρές στάλες ιδρώτα φάνηκαν στο μέτωπό της. Όλα στριφογύρισαν μέσα της. Κύματα οίκτου για το αφανισμένο σώμα του άντρα, πανικός για τις αναπάντεχες αντιδράσεις των θεατών, διέγερσης από τις διάχυτες επιθυμίες της γλυκειάς βραδιάς, έξαψης γιατί είχε γίνει το κέντρο της προσοχής. Ανακατεύτηκε.

Τη στιγμή που η εύθραυστη ισορροπία της παράστασης άρχισε να καταρρέει και η φιλότιμη προσπάθεια του πρωταγωνιστή δεν φαινόταν να μπορεί να καλύψει το κενό, ο σκηνοθέτης έβαλε στο πικάπ τη Norma με τη Μαρία Κάλας. Τραγουδούσε τη Casta Diva. Μια ουράνια φωνή γέμισε τη νύχτα. Οι θεατές ησύχασαν. Κάποιοι χαμογέλασαν ευτυχισμένα, άλλοι φτερούγισαν τα χέρια τους ακολουθώντας τη μουσική, μερικοί σηκώθηκαν κι άρχισαν να στροβιλίζονται γύρω γύρω στην πλατεία, μαγεμένοι.

Ο πρωταγωνιστής άναψε ένα τσιγάρο και τράβηξε μια ρουφηξιά με την προσήλωση ανθρώπου που αναζητεί καταφύγιο σε μια οικεία κίνηση. Ζύμωνε την ανάσα του με τον καπνό σχηματίζοντας δαχτυλίδια που τα φυσούσε γέρνοντας το κεφάλι του προς τα πίσω με φιλαρέσκεια. Δεν ξέρω πόσο κράτησαν εκείνες οι στιγμές. Σαν να βρεθήκαμε ξαφνικά σε μια Εδέμ λησμονημένη, φτιαγμένη από πυκνές φυλλωσιές και μυστικά θροϊσματα. Τί μεθυστικά σκιρτήματα είχε φυλάξει η μνήμη μας από εκείνο τον Παράδεισο! Από εκείνον τον αγαπημένο τόπο που είχαμε χάσει για πάντα και νοσταλγούσαμε βαθιά, από τη χώρα εκείνη τη μακρινή, τη μακάρια, την ουτοπική, όπου δεν υπήρχε πόνος και αρρώστια.

Τη στιγμή ακριβώς που τέλειωσε η μουσική, ο πρωταγωνιστής πέταξε το τσιγάρο και στρεφόμενος στη Βίκυ έπιασε την ατάκα από εκεί που είχε κοπεί η σκηνή:

– Πρέπει για πρώτη φορά να πούμε την αλήθεια! Ναι, την αλήθεια! Ας μην πούμε και μια φορά ψέματα. Δεν πειράζει!

Έκανε μια παύση περιμένοντας τη Βίκυ που θα έπρεπε κανονικά να πει: «Τί αίσχος ήταν αυτό; Τί ρεζιλίκια είναι αυτά;» Εκείνη όμως εξακολουθούσε να τον κοιτά σαν απολιθωμένη, ανίκανη ν΄ αντιδράσει. Τότε, χωρίς να της δώσει χρόνο να σκεφτεί, συνέχισε τις επόμενες ατάκες του.

– Με καταλαβαίνετε; τη ρώτησε στο τέλος, απτόητος.

-Αλλά ξέρω δεν με πιστεύετε. Μια φορά είπα κι εγώ την αλήθεια και δεν με πιστεύουν!

Ωραίο και τούτο!

Τα φώτα χαμήλωσαν μέσα στα μουδιασμένα μας χειροκροτήματα. Καθώς άναψαν τα φώτα ξανά, κάποια πουλιά φτερούγισαν στην πλατεία. Η Δεύτερη Πράξη είχε πάρει τέλος.

Στο διάλειμμα οι συνοδοί αγόρασαν αναψυκτικά και σοκολάτες και τα μοίρασαν στους θεατές. Οι περισσότεροι δεν κουνήθηκαν από τις θέσεις τους. Κάποια στιγμή ένα σκυφτό γεροντάκι σηκώθηκε δειλά από τις πίσω σειρές και κατευθύνθηκε στην έξοδο. Ήταν τόσο μικρόσωμος άνθρωπος που λες και δεν είχε ίσκιο. Ένας φύλακας του φώναξε, πλησίασε, πήρε το τσιγάρο που του πρόσφερε κι επέστρεψε στη θέση του αθόρυβα σαν να ζητούσε συγγνώμη. Στα μάτια του μαύριζε η απουσία.

Την Τρίτη Πράξη άνοιξε η Βίκυ με την ατάκα:

– Έπρεπε να δείτε με τί καταπληκτική μαεστρία προσπάθησε να τα μπαλώσει! Τί φαντάζεσθε ότι μου είπε;

Μιλούσε με στόμφο, έπαιζε ωστόσο σαν να βιαζόταν να ξεμπερδέψει επιτέλους με το ρόλο που της είχε γίνει βραχνάς. Κι ο πρωταγωνιστής την ακολουθούσε σ’ αυτό το γρήγορο και μάλλον αφύσικο ρυθμό, γεγονός που μας μετέδωσε κάποια αδημονία. Ωστόσο οι θεατές είχαν τον δικό τους χρόνο. Μπορεί και να μην παρακολουθούσαν καθόλου το έργο. Ήταν όμως έξω από το άσυλο εκείνη την όμορφη αυγουστιάτικη νύχτα, θεατές μιας παράστασης που παιζόταν αποκλειστικά για εκείνους. Κι ας ήτανε πεντάρφανοι μεσ’ στη μοίρα τους, στ’ αζήτητα των ανθρώπων. Ήταν έξω από το άσυλο, μακριά από τις επίμονες φωνές που τους κυνηγούσαν. Ίσως πάλι να είχαν βουλιάξει σε μια θάλασσα από σκοτεινά, αξεδιάλυτα λόγια, σε μια φρενίτιδα συλλογισμών, προστακτικών εντολών, απειλών. Ζούσανε μέσα στο λαβύρινθο του μυαλού τους χωρίς να βλέπουν ποτέ την έξοδο. Δεν υπήρχε γιατρειά. Τα φάρμακα ένωναν τις θρυμματισμένες σκέψεις τους για λίγο, όμως μαζί αφαιρούσαν και την επιθυμία, τον πόθο, την ελπίδα. Η ζωή τους ήταν καρφωμένη μ’ ένα ατσάλινο καρφί στο χρόνο. Κι η
βαριά σκιά του τρόμου που τους ακολουθούσε…Πού να κρατηθούν; Το χάος τους ρουφούσε στον ίλιγγό του, ένα τρομερό, αδηφάγο στόμα τους κατάπινε∙ η άβυσσος τούς απορροφούσε σαν να της ανήκαν.

Έπειτα τόσα χρόνια στο Άσυλο, δεν ήρθε κανείς. Κανείς δεν τους είχε αναζητήσει ποτέ. Ατέλειωτες οι μέρες με το φόβο, τις ενέσεις, τα χάπια, τις αλυσίδες, το ξύλο. Κάπως το’ ξεραν. Δεν είχαν σωτηρία. Οι φύλακες ήταν εκεί, μέσα στην πλατεία. Το’ νιωθαν. Ένα λάθος κι έπειτα πάλι ξανά και ξανά τα ηλεκτροσόκ, τα δεσίματα, τα χτυπήματα, ο πόνος, τα ουρλιαχτά… Όχι, όχι, καλύτερα εδώ κάτω από τον ουρανό, στην αστροφεγγιά κι αν καούμε απόψε θα πάμε στ’ αστέρια.

-Αστέρι, αστεράκι μου, αστέρι, αστεράκι μου…

Ναι, ακούνε τις σκοτεινές φωνές και τα βαριά βήματα μεσ’ στη νύχτα, πάει, πάει δεν έχει άλλα αστέρια, εκεί στη μούχλα, στο σκοτάδι, στα λουριά, ολομόναχοι. Εκεί το κρύο δεν τελειώνει ποτέ, τα πόδια μου είναι πάντα παγωμένα και δεν έρχεται ποτέ κανείς, μάνα μου, μάνα μου, να γείρω κάπου, Θεέ μου, κάπου να κρυφτώ να μη με βρούνε!

Οι φύλακες είχαν σηκωθεί από τις θέσεις τους, έτοιμοι για το χειρότερο. Οι ηθοποιοί έπαιζαν με άγχος, βεβιασμένα, κοιτάζοντας χωρίς προσχήματα πλέον το κοινό. Πάσχιζαν να μαντέψουν κάποια καινούργια ανεξέλεγκτη αντίδραση.

Σίγουρα η παράσταση θα κατέληγε σε φιάσκο, αν δεν είχε την φαεινή ιδέα ο σκηνοθέτης να βγάλει ξαφνικά στην σκηνή τον από μηχανής θεό.

Ποιός ξέρει από τί παμπάλαια σκηνικά το ξετρύπωσε εκείνο το τεράστιο ινδιάνικο κανό στο χρώμα του σταριού, με τις γυριστές άκρες και μια μαύρη ρίγα ολόγυρα! Με μιας άνοιξε διάπλατα ο τοίχος των σκηνικών ανάμεσα στις δύο κόκκινες πόρτες και είδαμε το κανό να χαμηλώνει μέσα από την γκρεμισμένη πλάκα της οροφής. Σύρθηκε ξυστά στα κλαριά της αγριοσυκιάς και αναστάτωσε τα κουρνιασμένα πουλιά που φτερούγισαν όλα μαζί ξετρελαμένα στην πλατεία. Έπειτα χαμήλωσε αργά, πλαταγίζοντας τα κουπιά σαν μέσα σε πυκνά νερά και αιωρήθηκε μισό μέτρο πάνω από τη σκηνή.

Ο σκηνοθέτης κάλεσε τους θεατές ν’ ανέβουν. Ο ένας πίσω από τον άλλο οι τρόφιμοι του ασύλου που θα επέστρεφαν στην κοινωνία, ανέβηκαν πάνω στη σκηνή. Όταν κάθησε κι ο τελευταίος, το κανό υψώθηκε αργά, γλίστρησε απαλά πάνω από τους έκπληκτους ηθοποιούς, πέρασε ανάμεσα στα κλαριά της αγριοσυκιάς, διέσχισε τα ερειπωμένα καμαρίνια και βγήκε μέσα από ένα μικρό άνοιγμα της σπασμένης πλάκας έξω στην απεραντοσύνη τ’ ουρανού. Έσυρε πίσω του μια ουρά από γαλάζια φύλλα κι ήχους πρωτόγνωρους, σαν να’ τανε όλα μαζί με μιας, κελαρυσμοί ρυακιών, λογάκια νανουριστά, χνουδιάσματα καρπών, τρυφεροί κελαηδισμοί, γουργουρητά μωρών, πνιχτά αναφιλητά, τιτιβίσματα, φωνούλες παιδιών. Κι όσο απομακρυνόταν ψηλά στο καθαρό στερέωμα, τόσο η γλυκειά αυτή και παράξενη μουσική τούς ακολουθούσε. Λίγο πριν τους καταπιεί η σχισμή των βουνών που μαύριζε στο βάθος, σήκωσαν τα χέρια ψηλά σαν να μας αποχαιρετούσαν. Η μουσική δυνάμωσε και η τραυματισμένη μνήμη τους ξεκλειδώθηκε αιφνίδια και χύθηκε στη νύχτα σαν ξαφνική νεροποντή.

-Φαίνεται πως ο Θεός είναι σήμερα μαζί μας! Η μπόρα μάς περίμενε να τελειώσουμε! Σας ευχαριστώ από τα βάθη της καρδιάς μου. Δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο σε μια θεατρική παράσταση από τη συμμετοχή του κοινού!

Ο σκηνοθέτης δακρυσμένος ανάμεσα στους ηθοποιούς μάς κοιτούσε με τη συγκίνηση ανθρώπου που έχει ολοκληρώσει έναν άθλο.

Χειροκροτούσαμε παρατεταμένα το θίασο επί σκηνής μαζί και τους τροφίμους του ασύλου που γελούσαν ευτυχισμένοι μέσα στο κανό μέχρι που μουσκέψαμε όλοι από τη βροχή.

 

(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ο Σίσυφος», τεύχος 6, Ιούλιος-Δεκέμβριος 2013)

 

Eva Modinou - Photo* Η Εύα Μοδινού γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε Αρχιτεκτονική στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και εργάζεται ως αρχιτέκτων από το 1989. Στο χώρο της λογοτεχνίας πρωτοεμφανίσθηκε το 2001 με την ποιητική συλλογή «Στιχομυθία». Έχει εκδώσει τέσσερις ποιητικές συλλογές και μια ποιητική σύνθεση. Ποιήσή της έχει παρουσιαστεί σε ραδιοφωνικές εκπομπές. Συνεργάζεται με λογοτεχνικά περιοδικά (ποίηση, κριτικά δοκίμια, διηγήματα, κλπ). Έργα: «Για Πάντα – Ποίηση σε επτά Πράξεις», Οι Εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα 2012. «Εκεί που Τελειώνει…» Δεύτερο Τετράδιο, Ιδεόγραμμα-Εριφύλη, Αθήνα 2005. «Εκεί που Τελειώνει…» Πρώτο Τετράδιο, Ιδεόγραμμα-Εριφύλη, Αθήνα 2005. «Το Κοίλο της Σιωπής», Ιδεόγραμμα-Εριφύλη, Αθήνα 2003. «Στιχομυθία», Ιδεόγραμμα-Εριφύλη, Αθήνα 2001.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top