Fractal

Αδελφές εξ αίματος: μυθιστόρημα μέσα στο μυθιστόρημα

Γράφει η Γιόλα Πετρίτση //

 

pagida«Η Παγίδα» της Μέλανι Ράαμπε, Μετάφραση: Γιώτα Λαγουδάκου, εκδ. Καλέντης, σελ. 408

 

Η Λίντα Μιχαέλις ή αλλιώς Λίντα Κόνραντς είναι 38 ετών, πλούσια και επιτυχημένη συγγραφέας, όμως ζει απομονωμένη από τον εξωτερικό κόσμο, για πάνω από 11 χρόνια, σ’ ένα τεράστιο σπίτι μέσα στο δάσος. Παρ’ όλο που δε δέχεται ποτέ επισκέψεις και δεν πηγαίνει σε καμία κοινωνική εκδήλωση, ούτε δίνει συνεντεύξεις, αλλά ούτε εμφανίζεται σε παρουσιάσεις έργων της, εξακολουθεί να γράφει μυθιστορήματα κι επικοινωνεί τηλεφωνικά με τον εκδότη της και τον ατζέντη της. Με τους γονείς της επίσης δεν επικοινωνεί, παρά μόνο ανταλλάσσει μερικές κάρτες σε γιορτές. Οι μόνες παρουσίες που υπάρχουν στο σπίτι εκτός απ’ αυτή είναι του σκύλου της του Μπουκόφσκι, του κηπουρού της του Φέρντι  και της Σαρλότε, της κοπέλας που κάνει τα ψώνια και περιποιείται το σπίτι και τον Μπουκόφσκι.

Όλοι πιστεύουν πως πάσχει από κάποια σοβαρή ασθένεια, ή είναι τρελή. Η ίδια όντως δεν αισθάνεται καλά, έχει συνεχείς πονοκεφάλους, αλλά και πολλές τύψεις γιατί δεν κατάφερε να σώσει την αδελφή της, την Άννα, από μια αποτρόπαιη δολοφονία. Η Άννα ήταν μικρότερη απ’ αυτήν, ήταν ακτιβίστρια, είχε καλή καρδιά και πάντα έδινε συμβουλές στη Λίντα. Η Λίντα πάντα ζήλευε την αδελφή της, γιατί πίστευε ακόμα ότι οι γονείς της αγαπούν περισσότερο την Άννα και την πίστευαν περισσότερο, γιατί η Λίντα έχοντας μέσα της τη συγγραφική ικανότητα είχε την τάση να δημιουργεί ψεύτικες ιστορίες και  όταν η Άννα την έβλαπτε και το έλεγε στους γονείς της εκείνοι πίστευαν ότι η Λίντα λέει ψέματα.

Κάποια στιγμή που χρειάστηκε την Άννα πήγε να την επισκεφτεί στο σπίτι της κι ενώ κανείς δεν της άνοιξε χτυπώντας το κουδούνι, άνοιξε με τα κλειδιά που είχε. Μόλις έφτασε στο σαλόνι είδε την αδελφή της μες στο αίμα. Στο κορμί της υπήρχαν  επτά μαχαιριές και στο πικάπ ακουγόταν μια μελωδία των Μπίτλς. Ο δολοφόνος όμως δεν είχε φύγει ακόμα, εκείνη την ώρα το έσκαγε από την μπαλκονόπορτα και από τότε έμειναν στη μνήμη της, η μελωδία και τα παγερά ανοιχτόχρωμα γκρίζα μάτια του, που τη στοίχειωσαν και ήταν η αιτία να βλέπει στον ύπνο αλλά και στον ξύπνιο της αυτά τα μάτια, που είχαν μεταμορφωθεί σ’ ένα τέρας, που την κατέτρωγε μέρα με την ημέρα και για έντεκα χρόνια, αφού η αστυνομία δεν μπόρεσε να βρει τα ίχνη του δολοφόνου  και επομένως να τον συλλάβει.

Η Λίντα ήταν η μόνη μάρτυρας, αλλά συγχρόνως για πολλούς, ακόμα και για την αστυνομία, η μόνη ύποπτη. Προκειμένου να βρει την ησυχία της ψυχής της, αλλά συγχρόνως και να έρθει στην επιφάνεια η λησμονημένη πια υπόθεση της δολοφονίας της Άννας που έμενε ασύλληπτος ο δολοφόνος της, αποφασίζει η Λίντα να γράψει ένα αστυνομικό μυθιστόρημα με τίτλο «οι Αδελφές εξ αίματος», όπου αναφέρεται στη δολοφονία της αδελφής της, αλλάζοντας τα ονόματα και κάπως τα στοιχεία. Μ’ αυτό που έκανε πίστεψε πως θα έρθει κοντά στο δολοφόνο της αδελφής της.

Κάποια μέρα βλέποντας ειδήσεις στην τηλεόραση, βλέπει αυτά τα εφιαλτικά γκρίζα μάτια να την κοιτάζουν και αμέσως έφερε στο μυαλό της το τέρας που την είχε στοιχειώσει. Έμαθε τ’ όνομά του, πως λεγόταν Βίκτορ Λέντσεν και πως ήταν ένας αξιοσέβαστος δημοσιογράφος και μάλιστα είχε βρεθεί στο Αφγανιστάν σαν πολεμικός ανταποκριτής. Ήξερε πως η αστυνομία δεν επρόκειτο να πιστέψει ότι αυτός είναι ο δολοφόνος της αδελφής της κι αποφάσισε να τον παγιδέψει. Τον κάλεσε στο σπίτι της δήθεν να του δώσει συνέντευξη για το καινούριο της βιβλίο και αφού παγίδεψε όλο το δωμάτιο στο οποίο θα εδίδετο η συνέντευξη με βιντεοκάμερες και μικρόφωνα και με την απειλή όπλου, άρχισε να τον ρωτά, που βρισκόταν στις 22 Αυγούστου του 2002 κι αν εγνώριζε την Άννα Μιχαέλις. Εκείνος αμέσως της έδειξε από το κινητό του μια ιστοσελίδα που τον έδειχνε ότι ήταν στο Αφγανιστάν και βεβαίως της είπε πως δε γνώριζε καμία Άννα Μιχαέλις. Αναγκάστηκε να του ζητήσει συγγνώμη κι ότι έγινε παρεξήγηση, οπότε αυτός έφυγε ανενόχλητος από το σπίτι, παίρνοντας μάλιστα και το όπλο δήθεν να το πετάξει στη λίμνη.

 

Melanie Raabe

Melanie Raabe

 

Αυτός  είχε ξαφνιαστεί όταν η Λίντα τον κάλεσε για συνέντευξη, γιατί δεν ήταν το στοιχείο του οι συνεντεύξεις παρ’ όλα αυτά δέχτηκε,  επειδή ήθελε να μάθει την αιτία που τον κάλεσε κι έτσι ήταν πολύ καλά πληροφορημένος για όλα, ότι αυτή ήταν άρρωστη και μάλιστα πως ήταν τρελή. Όταν πήγε στο σπίτι της κι ενώ συζητούσαν με κάποιο τρόπο έβαλε να ακούγεται η μελωδία των Μπίτλς. Η Λίντα ξαφνιάστηκε και τον ρώτησε από πού έρχεται αυτή η μελωδία κι αυτός προσποιήθηκε πως δεν άκουγε καμιά μελωδία. Την επομένη που πήγε ο κηπουρός στο σπίτι της Λίντα σιγοσφύριζε αυτή τη μελωδία κι όταν ρωτήθηκε απ’ αυτήν πώς του ήρθε και σφυρίζει αυτή τη μελωδία, της αποκάλυψε πως την είχε ακούσει από τ’ ανοικτά παράθυρα  του σπιτιού της την προηγούμενη μέρα. Αυτό ήταν ένα ακράδαντο στοιχείο γι’ αυτήν, που την οδήγησε να σκεφτεί πως αυτός είναι ο δολοφόνος, αφού έβαλε να παίζει η μελωδία, που έπαιζε και την ώρα του εγκλήματος.

Πράγματι όταν πήγε στο σπίτι του και τον προκάλεσε να το μαρτυρήσει, αυτός αμέσως άρχισε να της αποκαλύπτει πως  αυτός τη σκότωσε σε μια στιγμή που βρισκόταν εκτός εαυτού. Της εξήγησε πώς την είχε γνωρίσει κι είχαν σχέση για πάνω από ένα χρόνο, όντας παντρεμένος μ’ ένα μωρό παιδί. Δεν το ήξερε κανείς, γιατί δεν ήθελε να χωρίσει από την οικογένειά του. Όταν αυτή τον απειλούσε πως θα το μαρτυρήσει στη γυναίκα του και τον έβριζε δειλό, του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι κι έκανε κάτι που το μετάνιωσε αμέσως , γιατί αν ήταν νηφάλιος δε θα το είχε κάνει ποτέ. Μόλις όμως το μαρτύρησε, αμέσως το μετάνιωσε, γιατί δεν ήθελε να μάθει η κόρη του, πως ήταν ένας δολοφόνος. Τότε αρπάζει το πιστόλι που είχε πάρει από τη Λίντα, όταν αυτή τον απειλούσε στο σπίτι της και τη στιγμή που ήταν  έτοιμος να της ρίξει, η Λίντα πηδάει από το μπαλκόνι και βρέθηκε κάτω με στραμπουλιγμένο αστράγαλο. Εκείνη τη στιγμή κατέφθασε κι ο αστυνομικός που είχε ειδοποιηθεί νωρίτερα από την ίδια,  αλλά άργησε σχετικά  και  δεν πρόλαβε να συλλάβει τον δράστη, ο οποίος με το όπλο που κρατούσε αυτοκτόνησε. Η Λίντα οδηγήθηκε στο νοσοκομείο και αφού της περιποιήθηκαν το πόδι κι έδωσε κατάθεση για την υπόθεση, αφέθηκε ελεύθερη. Με την κατάληξη αυτή απελευθερώθηκε απ’ όλες τις ενοχές και τις τύψεις της για να ζήσει ελεύθερη στην πραγματική ζωή με τον αγαπημένο της αστυνομικό Γιούλιαν.

Το μυθιστόρημα αυτό είναι ένα απολαυστικό ψυχολογικό θρίλερ, που σε κρατά σε αγωνία μέχρι την τελευταία στιγμή. Η συγγραφέας  είναι ευρηματική με τις διηγήσεις του νέου μυθιστορήματος που δήθεν έγραψε η Λίντα, οπότε έχουμε μυθιστόρημα μέσα στο μυθιστόρημα με παράλληλες ιστορίες. Χρησιμοποιεί πολύ ωραίες περιγραφές, όμορφες εικόνες και ωραίες εκφράσεις.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top