Fractal

Διήγημα Fractal: “Η ορίγανος.”

Από τον Γιώργο Ρούσκα // *

 

 

Τι φυτά κρατάει αυτός εκεί στα χέρια του μπαμπά;

-Ένα λεπτό να μειώσω ταχύτητα, να δω. Δεν είναι απλά φυτά, είναι ρίγανη, παιδί μου.

-Αυτό που βάζουμε στην ντοματοσαλάτα και στο τυράκι;

-Αυτό που βάζουμε στις πατατούλες;

-Ακριβώς. Από το φυτό αυτό παίρνουμε τη ρίγανη, που χρησιμοποιούμε στη μαγειρική. Θέλετε να σταματήσουμε, να ψάξουμε και αν βρούμε να μαζέψουμε λίγη;

-Ναι, ναι!

-Ωραία λοιπόν, θα σταματήσω μόλις βρω ευκαιρία και θα συνεχίσουμε με τα πόδια.

Εδώ είναι καλά. Βγείτε, πάμε.

Πρώτα όμως, ελάτε στον ίσκιο, εκεί, κάτω από το γέρικο αυτό δέντρο, να σας πω μερικά πράγματα.

-Δηλαδή;

-Ξέρετε από πόσο παλιά ο άνθρωπος μάζευε και χρησιμοποιούσε τη ρίγανη;

-Όχι.

-Λοιπόν, οι αρχαίοι Έλληνες και οι Ρωμαίοι, αλλά και οι  λαοί της Ανατολής, εδώ και εκατοντάδες χρόνια, μάζευαν και χρησιμοποιούσαν με πολλούς τρόπους την ρίγανη και εκμεταλλευόντουσαν τις ιδιότητές της.

-Πώς το ξέρεις;

-Αρκετοί από τους αρχαίους και παλαιούς σπουδαίους πνευματικούς ανθρώπους, αναφέρονται στη ρίγανη. Ο Αριστοφάνης, ο Θεόφραστος, ο Διοσκουρίδης, ο Μέγας Βασίλειος και άλλοι, μιλάνε γι’ αυτήν.

-Πώς τη βρίσκουμε και όταν τη βρούμε πώς τη μαζεύουμε;

-Λοιπόν ακούστε. Τη ρίγανη τη βρίσκουμε συνήθως σε λιαζόμενα ορεινά, άγονα ή και πετρώδη μέρη, κατά κανόνα ξηρά και συχνά δυσπρόσιτα.

Αν δεν είναι η πρώτη της χρονιά, έχει ζήσει εκεί κάμποσα χρονάκια. Φαινομενικά μόνη της, γιατί στην πραγματικότητα, έχει παρέα τα δέντρα παραπέρα, τη φτέρη, τους άλλους θάμνους, τα αγριόχορτα, τις πέτρες.

Έχει χορτάσει φρέσκο βουνήσιο αέρα αλλά και έχει κινδυνεύσει πολλές φορές από αυτόν, καθώς εκείνος, συχνά ξεχνιέται και φυσάει τόσο δυνατά, που είναι σαν να θέλει να την ξεριζώσει. Έχει χορέψει μαζί του όταν έχει κέφια και έχει αφεθεί στα τρυφερά του χάδια, κάποια ήσυχα μεσημέρια.

Έχει ρουφήξει το νεράκι που ήρθε ψηλά από τον ουρανό με τις στάλες της βροχής. Άλλες φορές, γαντζώθηκε με κόπο στις πέτρες και στο χώμα, να μην την παρασύρουν τα ρυάκια με το παραπανίσιο νερό, που κάποια απρόσεκτη καταιγίδα έστειλε.

Έχει ντυθεί στα άσπρα από το χιόνι. Έχει γλιτώσει από τον παγετό, χάρη στη σύνθεσή της.

Έχει ακούσει τα βελάσματα των προβάτων, τα κουδούνια και τα κυπριά των κατσικιών αλλά και τα σφυρίγματα και τις φωνές των τσοπάνηδων.

– Έχει ακούσει και αρκούδες, και λύκους;

-Για αρκούδες εδώ δεν ξέρω, αλλού ναι, φυσικά. Στις οροσειρές της Πίνδου και της Ροδόπης, έχει αρκετές. Εδώ που είμαστε, έχει σίγουρα ακούσει τα ουρλιαχτά των λύκων, τις φωνές των αλεπούδων, τα σουρσίματα των φιδιών, τους ήχους από τις κουκουβάγιες τη νύχτα.

-Δεν φοβάται;

-Όχι, δεν την πειράζουν!

-Τυχερή!

-Τυχερή όχι μόνο γι’ αυτό, μα και για το ότι  έχει ευχαριστηθεί τα κελαηδήματα των πουλιών και ιδιαίτερα των αηδονιών την άνοιξη, έχει δει αετό να πετάει ψηλά φέρνοντας βόλτες, έχει δει γεράκια, κίσσες, κότσυφες, πέρδικες, λαγούς, σκίουρους, νυφίτσες, χελώνες, σκαντζόχοιρους και πολλά άλλα πουλιά και ζώα του δάσους.

-Τι άλλο; Πες μας!

-Έχει νιώσει τα μυρμήγκια στα πόδια της. Έχει αφεθεί στα φιλιά των μελισσών.

Έχει μείνει μόνη τα βράδια. Παρηγοριά της το φεγγαράκι, που φωτίζει τα γύρω βουνά και τα κάνει να φαίνονται ασημένια. Τα αστέρια, τρεμοσβήνουν επάνω της και καθώς λικνίζεται στο βραδινό αεράκι, είναι σαν να ακούει τη μουσική που της στέλνουν από εκεί ψηλά και να τα ευγνωμονεί.

-Έχει χορτάσει όμως και ήλιο καλοκαιρινό!

-Ναι. Και ήλιο ανοιξιάτικο, και γλυκό ήλιο φθινοπωρινό και ήλιο ελπιδοφόρο, χειμωνιάτικο.

-Λοιπόν;

-Όλα της τα βιώματα, όλες της τις εμπειρίες, όλη της την αποκτηθείσα σοφία, τα αποθηκεύει εντός της και με χαρά τα μετατρέπει σε αιθέριο έλαιο, ναι, αυτό που την κάνει και μυρίζει τόσο όμορφα, αυτό που την κάνει να ξεχωρίζει. Αυτή τη μυρωδιά που την κάνει μοναδική.

Φανταστείτε ένας τόσο δα μικρός κόκκος στο πιάτο μας, από πόσο μακριά ήρθε και τι κουβαλάει μέσα του.

Τίποτε δεν είναι αυτονόητο στη ζωή παιδιά. Πίσω από κάθε τι, κρύβεται ένας ολόκληρος κόσμος. Στον πιο μικρό κόκκο, μπορεί να περιλαμβάνεται ένα ολόκληρο Σύμπαν. Σε ένα ανθάκι ρίγανης, μια ολόκληρη ιστορία, ένα μεγάλο ταξίδι!

-Άντε, πάμε! Πού θα την βρούμε όμως;

-Πώς την ξετρυπώνουμε; Την προδίδει η έντονη και υπέροχη μυρωδιά της, το καταπράσινο χρώμα της και τα σχεδόν λευκά, ψιλά άνθη της. Είναι σαν μικρός θάμνος και φύεται τούφες-τούφες. Κοιτάζουμε προσεκτικά και ταυτόχρονα μυρίζουμε, για να εντοπίσουμε το άρωμά της.

Αν δούμε έστω μια ριζούλα, ψάχνουμε προσεκτικότερα εκεί γύρω, γιατί συνήθως εκεί κοντά υπάρχουν και άλλες.

Την μαζεύουμε την περίοδο που είναι ανθισμένη, δηλαδή Ιούλιο και Αύγουστο, άρα τώρα, είναι καλή εποχή, αν την βρούμε ανθισμένη. Σημασία όμως έχει παιδιά, να συλλέγουμε μικρή ποσότητα. Τόση, όση για προσωπική χρήση χρειαζόμαστε και όχι παραπάνω.

Το μάζεμά της είναι μια άλλη ιστορία. Θέλει μεγάλη προσοχή. Αυτό είναι ένα πολύ σοβαρό θέμα!

-Δηλαδή;

-Ακούστε:

Χρησιμοποιούμε ψαλίδι κατά προτίμηση ή μαχαίρι, για να μην ξεριζώνουμε το φυτό. Αν βγει από τη ρίζα, θανατώνεται οριστικά, εξαφανίζεται.  Είναι πολυετές φυτό, δηλαδή ζει ως και 15 χρόνια και κάθε καλοκαίρι ανθίζει. Αν αφήσουμε τη ρίζα, κάθε χρόνο φυτρώνουν καινούργια βλαστάρια-κλαδάκια και το φυτό συνεχίζει να ζει. Διαφορετικά, πάει, χάνεται. Γι’ αυτό, κόβουμε κλωναράκια με το ψαλίδι, χωρίς να βάλουμε δύναμη. Ποτέ δεν τραβάμε προς τα επάνω, για να μην την ξεριζώσουμε.

Κάποια φυτά, τα αφήνουμε ολόκληρα, εντελώς ανέπαφα. Δε μαζεύουμε καθόλου από αυτά. Έτσι σιγουρευόμαστε πως η ρίγανη θα συνεχίσει να υπάρχει στη συγκεκριμένη περιοχή και δεν διαταράσσουμε την ισορροπία του οικοσυστήματος.

-Οικοσύστημα. Θυμάμαι. Μας μίλησε η δασκάλα στο σχολείο.

-Πόσο μεγάλα κλωναράκια κόβουμε;

-Κόβουμε σε απόσταση περίπου 10 εκατοστών πάνω από το έδαφος. Γιατί; Μα με τον τρόπο αυτό, το φυτό δεν καταστρέφεται και του χρόνου, ξαναβγάζει πάλι βλαστούς. Αλλά τούτο δεν αρκεί. Από κάθε φυτό, από κάθε μικρό θάμνο, δεν κόβουμε όλα τα βλαστάρια. Αφήνουμε τουλάχιστον ένα ποσοστό 30% αμάζευτο.

-Γιατί;

-Διότι η ρίγανη πολλαπλασιάζεται και από τη ρίζα της αλλά και από τα σπέρματα, τους σπόρους δηλαδή που κάνουν τα άνθη της όταν «δέσουν». Πέφτουν στη γη, ο αέρας τα πάει παραπέρα και αυτά όταν βρουν κατάλληλες συνθήκες, μένουν, ριζώνουν και κάνουν καινούργιο σπιτικό.

Το σημαντικό παιδιά είναι, όταν μαζεύουμε τα δώρα της φύσης, να είμαστε ευγνώμονες γι’ αυτά και να δρούμε χωρίς να καταστρέφουμε ούτε τα δώρα τα ίδια, ούτε την πηγή τους. Καταστροφή σημαίνει θάνατος. Ξέρετε όλοι, πόσο ολέθριο είναι αυτό.

-Αυτά ισχύουν μόνο για τη ρίγανη ή και για άλλα φυτά;

-Ισχύουν για όλα τα συναφή. Και για το τσάι, και για τη μαντζουράνα, και για το θυμάρι και για όλα.

-Μετά τι κάνουμε;

-Την κάνουμε μικρά ματσάκια, δεματάκια, στο άνοιγμα της αγκαλιάς της χούφτας μας. Τα κρεμάμε να στεγνώσουν για δύο περίπου εβδομάδες και μετά, τρίβουμε τα ξερά κλωναράκια, κρατώντας τα φυλλαράκια, τους σπόρους και τα άνθη. Αυτή είναι η ρίγανη που ξέρετε, αυτή είναι η ρίγανη που τρώμε.

-Τι άλλο;

-Θέλετε να σας πω, πώς μάζευε η γιαγιά μου ρίγανη;

-Ναι, ναι.

-Λοιπόν, πρώτα πρώτα φορούσε μια μακριά μαντήλα για τον ήλιο. Είχε ένα παλιό, μαύρο, σκουριασμένο αλλά καλά δουλεμένο ψαλίδι, που το κράταγε κλειστό με τ’ αριστερό χέρι και το σταύρωνε με το δεξί πριν ξεκινήσει. Μετά το φιλούσε με ευλάβεια. Ύστερα, πλησίαζε τα φυτά της ρίγανης, τα αγκάλιαζε με το βλέμμα και τους έλεγε νοερά, από μέσα της, κάτι σαν προσευχή:

«Σας ζητώ συγχώρεση για αυτό που θα κάνω. Θα προσέξω. Υπόσχομαι να μαζέψω μόνο όσο χρειάζομαι και θα το κάνω με φροντίδα και προσοχή. Δε θα σας καταστρέψω. Θα πάρω ένα μέρος μόνο από κάθε μια σας. Σας ζητώ να με συγχωρέσετε, και εσείς αλλά και οι σπόροι σας, που δε θα βλαστήσουν εξαιτίας μου.

Συγνώμη καλή μου ρίγανη.

Συγνώμη μελισσούλες μου και πεταλουδίτσες μου που δε θα τρυγήσετε νέκταρ από τους ανθούς των βλαστών που θα κόψω.

Συγνώμη για το μέλι σας καλές μου μέλισσες που θα είναι λιγότερο ριγανάτο. Θα είναι περισσότερο ελατίσιο όμως ή πιότερο θυμαρίσιο.

Συγνώμη μάνα γη, για την επέμβασή μου. Θα κάνω ό,τι κάνω με σεβασμό. Τιμώντας εσένα που μας γέννησες και μας φιλοξενείς.

Ευχαριστούμε σοι, Χριστέ ο Θεός ημών, ότι ενέπλησας ημάς των επιγείων σου αγαθών.

Ευχαριστώ  ριγανούλα  μου. Ευχαριστώ βροχούλα μου, ήλιε μου, πετρούλες μου, Ελλάδα μου. Πλούσια τα ελέη σου».

Μετά, χτυπούσε παλαμάκια με τα χέρια, έπαιρνε δυο πέτρες και τις τσούγκριζε να κάνουν θόρυβο ή χτύπαγε έναν άδειο ντενεκέ από τυρί ή λάδι και ύστερα, έλεγε δυνατά μια στροφή από ένα δημοτικό τραγούδι. Υποψιάζεστε γιατί;

-Ναι, για να διώξει μακριά τα φίδια, αν τύχαινε να είναι κοντά.

-Ναι, ακριβώς. Στη συνέχεια, άρχιζε το μάζεμα, σκυφτή, με δεξιότητα αλλά και με στοργή συνάμα. Έπιανε απαλά κάθε κλωναράκι με το αριστερό χέρι και κρατώντας το ψαλίδι στο δεξί, έκοβε. Συναισθανόταν το κάθε φυτό, το πώς το πλήγωνε. Το έκανε με τρόπο, γρήγορα, ώστε να μην το πονέσει.

Αυτή κι αν ήξερε από πληγές, με τόσα που είχε περάσει…

Όταν τελείωνε, έκανε πάλι το σταυρό της, αγνάντευε τα φυτά που απέμειναν, ένιωθε ικανοποίηση και μετά κινούσε για το σπίτι.

Μας φώναζε κοντά της, μας έλεγε όλα όσα είχαν γίνει και κρεμούσε τη ρίγανη στο πάτερο.

Μετά από δυο εβδομάδες περίπου, μας μάζευε πάλι κοντά της, την ξεκρεμούσε, την έβαζε σε ένα καθαρό απλωμένο σεντόνι, έλυνε τους σπάγκους και έτριβε με προσοχή τα ξερά ματσάκια σε ένα μεγάλο ταψί.

Μας έλεγε να μαζέψουμε τα τριμμένα πλέον κλαράκια και να τα πάμε κοντά στο φούρνο, δίπλα στα ξύλα, για προσάναμμα. Αφού το κάναμε, εκείνη, πιέζοντας με κυκλικές κινήσεις, περνούσε την τριμμένη ρίγανη από ένα μεταλλικό σουρωτήρι, ένα κόσκινο μεταλλικό με τρύπες, για να γίνει ψιλότερη αλλά και για να μην περάσουν ξένα σώματα ή μικρά κομματάκια από σπασμένα κλαράκια, τα οποία ήταν ανεπιθύμητα.

Όταν τελείωνε, την καθαρή πλέον ρίγανη, που είχε πέσει κάτω από το κόσκινο σε ένα άλλο, μικρότερο ταψάκι, μας έλεγε να τήνε βάλουμε με ένα κουτάλι –με προσοχή να μην πάει τίποτε χαμένο- σε γυάλινα βαζάκια που είχε φέρει εν τω μεταξύ.

Οι παλιοί, δεν πετούσαν τίποτε και έδιναν σημασία και στον παραμικρό σπόρο, τιμώντας τη γη και τους καρπούς της.

Επειδή πιάναμε τη ρίγανη και την ανακατεύαμε, παίζοντας και φτιάχνοντας βουναλάκια μέσα στο ταψί, σαν παιδιά που ήμαστε τότε, τα χέρια μας μύριζαν για ώρες αυτό το άρωμα βουνήσιας φρεσκάδας.

Αχ! Οι μυρωδιές και τα αρώματα παιδιά μου, δεν είναι μόνο απόλαυση της όσφρησης αλλά και ανεξίτηλες καταγραφές μνήμης. Είναι το αντίδοτο της λήθης. Κάθε που μυρίζω ρίγανη, θυμάμαι τα παιδικά μου χρόνια και τη γιαγιά μου.

Ωραίες εποχές τότε…

Θέλετε ακόμα να ψάξουμε να βρούμε;

-Ναι!

-Εντάξει. Πάμε! Φορέστε όλοι καπέλα, πάρτε μαζί νερό και ακολουθήστε με.

-Δεν είναι επικίνδυνο;

 -Όταν αγαπάς και σέβεσαι το βουνό, όταν έχεις γνώση και πείρα, όταν είσαι προετοιμασμένος, όλα γίνονται  σωστά και με ασφάλεια. Δεν είναι επικίνδυνο. Είναι μια αφορμή επαφής με τη φύση, μια ευκαιρία εξοικείωσης. Μια εμπειρία ζωής. Πολύτιμη. Εδώ, όχι με τις οθόνες, κλεισμένοι σε ένα δωμάτιο.

Με την ευκαιρία, κρατήστε και αυτό από τη σημερινή μας εκδρομή: Ο αδικαιολόγητος φόβος, οι προφάσεις για αναβολή και οι αναστολές χωρίς τεκμηρίωση, είναι ανοησίες.

-Ανοησίες, δηλαδή «κολοκύθια με ρίγανη;»

-Μπράβο. Αυτό είναι!

 -Έι! Πού πας χωρίς ψαλίδι;

-Να το! Εδώ είναι. Στην τσέπη μου. Έχω και σπάγκο για τα ματσάκια που θα κάνουμε αν βρούμε.

Ελάτε! Θυμάστε την προσευχή της γιαγιάς;

 

 

* Ο Γιώργος Ρούσκας, είναι ποιητής

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top