Fractal

«Πόσο πιόνια είμαστε, τελικά, σε μια σκακιέρα όπου προσποιούμαστε ματαίως τον παίκτη»

Γράφει η Τζένη Μανάκη //

 

Ελένη Γκίκα «Η ωραία της νύχτας», εκδ. Διάπλαση

 

Δύο φόνοι που διέπραξαν γιαγιά και εγγονή με απόσταση μισού αιώνα. Μία γυναίκα «καταδικασμένη» να εξιστορεί. Μια άλλη που μοσχοβολάει αγάπη και νυχτολούλουδο. Ένας κήπος μαγικός, σ’ έναν τόπο παράφορο κι αλλόκοτο μακριά από τον αστικό ρεαλισμό.

 

 Άραγε ο άνθρωπος γεννιέται εν δυνάμει δολοφόνος, η τάση να γίνει κληροδοτείται, φταίει ο τόπος, η συγκυρία, η μοίρα, το δίκιο ή η προσωπική άποψη γι αυτό, το ερωτικό πάθος ή το τέλος της αντοχής που φθάνει στο μη περαιτέρω;

 

Ερωτήματα που προκύπτουν, μεταξύ άλλων, από τις  ιστορίες που αφηγείται η Ελένη Γκίκα σ’ αυτό το σαγηνευτικό βιβλίο, χωρίς να δικάζει ή να καταδικάζει τις δύο φόνισσες της ”διπλανής” της πόρτας. Αντιμετωπίζει αυτές και τις πράξεις τους με  ρεαλισμό αλλά συγχρόνως και με μια ανθρώπινη ματιά, ματιά συγκρατημένης αγάπης για τις άτυχες ψυχές, αρνούμενη ν’ αποχωριστεί αυτό που τη χαρακτηρίζει  ως άνθρωπο. Το μυθιστόρημά της δεν είναι αστυνομικό. Θα το χαρακτήριζα κοινωνικο-φιλοσοφικό στο μεγαλύτερο του μέρος με λυρικές πινελιές που γλυκαίνουν τη μνήμη από το απεχθές φως του όνειδους. «Είμαι η μνήμη, που για να επιζήσω προσποιούμαι μερικές φορές τη λησμονιά». Οι φόνοι  και οι φόνισσες, της δίνουν αφορμή να ξεδιπλώσει σκέψεις γύρω από τον εγκλεισμό, τη θεώρηση του δικαίου, τη ζωή «η ζωή είναι αυταξία…  είναι ένα θαύμα για όλους μας η ζωή», τον θάνατο, την ιστορία και τον ρόλο του τόπου, την ερωτική τρέλα, σε παράλληλη πορεία με την αγάπη και το ψυχικό δόσιμο, τον χρόνο και τη σιωπή, που ενδέχεται να θεραπεύουν, όπως  η αγάπη, τα βότανα, οι μυρωδιές τους. Η μοίρα είναι ένα κυρίαρχο ερώτημα: «… Κι εγώ σκέφθηκα την επανάληψη της αρχαίας σκηνής. Τον Μπόρχες και το ότι θα πρέπει να σεβόμαστε του καθενός το πεπρωμένο. Δεν υπάρχει κατώτερο πεπρωμένο, για κάθε μαχαίρι υπάρχει προκαθορισμένη μια πληγή».

 

Τρία είναι τα πρόσωπα που αφηγούνται, ξεδιπλώνοντας σκέψεις και οράματα,

ασχήμιες αλλά και ομορφιές της ζωής, συναισθήματα που μεταβάλλονται στην πορεία του χρόνου, αντοχές που λυγίζουν, πάθη που δεν χαλιναγωγούνται. Πρόκειται για το χρονικό δύο φόνων, με εγκιβωτισμένα ντοκουμέντα εφημερίδων, για έναν  τόπο, έναν κήπο, έναν ιδιαίτερο τρόπο ζωής και τη σχέση της συγγραφέως με τους ήρωές της. Η Ελένη Γκίκα συνυφαίνει στην αφήγησή της το απόσταγμα ατέλειωτων ωρών ανάγνωσης αγαπημένων της συγγραφέων, με  κείμενα που εντάσσει οργανικά στον μύθο και τα γεγονότα, αλλά και σκέψεις – εικόνες διανοουμένων σκηνοθετών  επίσης. Ο Μπόρχες, ο ‘Ιψεν, Οττάβιο Πας, ο Κίργκεκορ, ο Μπέρκμαν και ο Ταρκόφσκι είναι παρόντες μέσα στις σελίδες του βιβλίου της.

Η Λώρα η ηρωίδα του Γυάλινου Κόσμου, του Τεννεσί Ουίλιαμς, που μόλις πρόλαβε να χαμογελάσει της τα πήρε όλα πίσω η ζωή, σε παράλληλη πορεία με την αφηγήτρια και το κορίτσι που το είπανε φόνισσα.

«Στα μεγάλα μόνοι μας φθάνουμε. Κι ό,τι θα μάθουμε αχρησιμοποίητο κι άχρηστο για τους άλλους, δική μας δουλειά και ο προσωπικός γρίφος αλλά και η λύση του, δεν αφορά κανέναν άλλον, ακόμα κι όταν αυτός ο άλλος μας αφορά. Ακόμα κι όταν ο άλλος είναι η ίδια μας η ζωή.»

 

Αξίζει αλήθεια να θυσιάσεις μια ζωή αφαιρώντας μιαν άλλη, όσο κι αν δεν άντεχες να την μοιράζεσαι ή όσο κι αν δεν άντεχες την παρουσία της;

 

«Τουλάχιστον εκείνος το άξιζε; Άξιζε όλο αυτό το φονικό;»

 «Αλλά το φονικό αξίζει κι ανήκει σ’ εκείνη που το διέπραξε, σκέφτομαι. Το πάθος είναι του υποκειμένου. Το αντικείμενο είναι άνευ αξίας, παίρνει ό,τι αξία έχουν τα μάτια που τον έκαναν ”τα πάντα”, δίχως αυτές τις γυναίκες θα ήταν ο Κανένας. Εκείνες τον έκαναν την αιτία και την εστία της πυρκαϊάς».

 

Η γιαγιά της σύγχρονης φόνισσας, «Η ΩΡΑΙΑ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ», η ιστορία της οποίας αποτελεί το κύριο, ιδιαίτερα σαγηνευτικό, μυθιστορηματικό μέρος του βιβλίου, στην ίδια ηλικία, μισό αιώνα πριν, έκαψε ζωντανό τον άντρα της, μη αντέχοντας την βίαιη συμπεριφορά του. Η φυλακή παρά τους φόβους, τη θλίψη, την αποχή από τον έξω κόσμο, την αποκλειστική επαφή  με τις άλλες ”μαύρες ψυχές’‘ για πολλά χρόνια, γίνεται αφορμή αναθεώρησης, μετάλλαξης, ανασυγκρότησης.  

 «… ο καθένας μας ήταν λιγότερο επικριτικός, είχε τον δικό του σταυρό, τη δική του ενοχή και ποινή, μπορώ να πω ότι αγάπησα τελικά τους ανθρώπους στη φυλακή, όπως αγάπησα πάλι τον Θεό, εδώ αγάπησα εκείνον, που τον μίσησα όσο δεν έχω μισήσει άνθρωπο στη ζωή, εκείνη τη νύχτα που τα βρήκα με τον δικό μου νεκρό, έκλεισα ειρήνη και μ’ όλη τη φύση».

         

 «Δίχως τον φόνο δεν θα ήμουν τώρα σ’ αυτή την αυλή, δίχως φωτιά δεν είχα ποτέ δροσιστεί, δίχως την κόλασή μου δεν είχα μπει στον παράδεισο, και ξαφνικά ήμουν ελεύθερη μέσα στη φυλακή, ήμουν γαλήνια με τέτοια μαύρη ψυχή, ήμουν παντού κι ας μετρούσα τρία επί τέσσερα βήματα στο κελί, μέχρι που έπεσε το σκοτάδι και την έχασα αυτή τη ροή.»

 

«Το κορίτσι που το είπανε φόνισσα» και η πράξη του, είναι η είδηση του Καλοκαιριού του 2016 που συγκλόνισε το Κορωπί. Σε ηλικία 26 ετών όντας μητέρα δύο παιδιών εκτός γάμου, σκότωσε με μαχαίρι την εν διαστάσει σύζυγο του αγαπημένου της, μπροστά τα μάτια των παιδιών τους. Ο έρωτας παραμέρισε ακόμη και το μητρικό ένστικτο. Για εκείνη σκοπός ζωής ήταν εκείνος, για χάρη της αποκλειστικότητας του, που διεκδικεί-απαιτεί, οπλίζει το χέρι της. «Δεν θέλω να δω τα παιδιά μου, αλλά θέλω να δω εκείνον, έστω για μια ακόμη φορά θέλω και πρέπει οπωσδήποτε να τον δω. Θα τον δω κι ό,τι βγει».

 

Ελένη Γκίκα

 

Υπάρχει στ’ αλήθεια «πεπρωμένο», ή «ανοιχτές στιγμές στη ζωή; Ένα απειροελάχιστο του χρόνου όπου μας καρφώνεται εκείνη η ιδέα, η ικανή να μας αλλάξει διαδρομή; Τι μπορεί να συμβεί στο κεφάλι μας σε μια τοσοδούλα στιγμή;» Με ποιο ”μαγικό” τρόπο αυτή η τοσοδούλα στιγμή συνέβη στο κεφάλι γιαγιάς και εγγονής, στην ίδια ακριβώς ηλικία μετά τόσα χρόνια; Είναι ο τόπος,      που δημιουργεί τη συγκυρία, τη δίψα για αίμα, τη μαγική εικόνα του μυρωμένου κήπου, τη σύνδεση μιας ορφανεμένης από τη γέννησή της συγγραφέως με την Φωτεινή που ”φυτεύτηκε” κοντά της, χωρίς φροντίδα, όπως τα νυχτολούλουδα,      υποκαθιστώντας τη μάνα της, που πέθανε στη γέννα;

 

Η Ελένη Γκίκα δεν κρύβει την αγάπη για τον τόπο της. Περιγράφει το Κορωπί ως τόπο παράφορο κι αλλόκοτο, μακριά από τον αστικό ρεαλισμό, με  πηγάδια, λάμιες, νεράιδες, σπηλιές, ξωκλήσια, αγιογραφίες Κόντογλου, καμαρόσπιτα που γίνονται πανεπιστημιακή διατριβή και θυμίζουν νησί, φαντάσματα, μύθους και θρύλους, εγκλήματα πάθους, αλλά και μια αληθινή γυναίκα  δοτική, την Μιράμπιλις Τζαλάπα, (νυχτολούλουδο), με το μαγικό τετράδιο των συνταγών μαγειρικής και τα θεραπευτικά βότανα του κήπου της, που γλυκαίνει τη ζωή της «καταδικασμένης να  εξιστορεί».

 

«Αν δεν έγραφα, το ξέρω, θα είχα στα σίγουρα τρελαθεί, οι πολλές ζωές των ηρώων είναι μια απεγνωσμένη προσπάθεια να σβήσεις ή να μερώσεις τη δική σου ζωή. Με αστάθμητο παράγοντα, βέβαια, το να ταυτίζεσαι εσύ, καλή ώρα με μια φόνισσα-φάντασμα, αλλά μήπως με φαντάσματα δεν πορεύτηκες στη ζωή;»

 

Η Ελένη Γκίκα δεν χρειάζεται συστάσεις. Το πλούσιο έργο της μιλάει από μόνο του. Το συγκεκριμένο βιβλίο της, συνεπαίρνει πραγματικά τον αναγνώστη. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η αφηγηματική του δομή. Οι ηρωίδες υπεισέρχονται με ευκολία τόσο στο παρόν όσο και στο παρελθόν αντλώντας από αυτό μνήμη που προσδιορίζει  την αφηγηματική ροή. Οι πιο βαθιές σκέψεις τους αποκαλύπτονται σε μια πορεία αυτογνωσίας, ενός νέου προσδιορισμού, μια άλλης ταυτότητας. Με φιλοσοφική διάθεση και λυρικές περιγραφές η συγγραφέας δίνει σε κάθε διάσταση τις ψυχολογικές διακυμάνσεις, από τα γεγονότα της ζωής και τις συνέπειες των πράξεών τους. Η ενδοσκόπηση των σχέσεων μεταξύ των ηρώων, τονίζεται μέσα από τους άλλοτε ταπεινωτικούς δεσμούς κι άλλοτε από δεσμούς αγάπης, έρωτα και μίσους. Είναι προφανής ο στόχος της Γκίκα, να δώσει τη δυνατότητα στον αναγνώστη να γνωρίσει την ανθρώπινη ψυχή μέσα από το μεγαλείο και την μικρότητά της, να την αγαπήσει για τις νίκες και τις ήττες της, να την θαυμάσει και να την συμπονέσει.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top