Fractal

Διήγημα Fractal: “H νεράιδα και ο σαϊτευτής”

Της Στεύης Τσούτση // *

 

 

Η Ανδρομέδα ήταν το σπίτι της από τη μέρα που τα φτεράκια της ήταν πιο διάφανα κι από τις δροσοσταλίδες την αυγή.

Από τότε είχαν περάσει μέρες και μέρες, μήτε που θυμόταν πόσες. Βλέπεις ήταν όμοια κάθε μέρα η ζωή στην Ανδρομέδα.

Τραγούδι, χορός, μουσική. Πλημμύριζαν τα αυτιά από τις ουράνιες, θαρρείς, συγχορδίες και μαγευόταν η πλάση.

Και χόρευαν οι νεράιδες και τα ξωτικά ασταμάτητα, άλλοτε αργά και λικνιστικά κι άλλοτε ξέφρενα, σαν σε Διονυσιακή μέθη.

Ανέμελη η ζωή στην παραμυθένια αυτή γωνιά του σύμπαντος. Πάντα άνοιξη, ανθισμένη μυρωδιαστή άνοιξη, δίχως έννοιες επιβίωσης, στενοχώριες και προβληματισμούς. Μονάχα γλέντι και χαρά.

Κι ύστερα ήρθε αυτός κι όλα άλλαξαν. Όχι στην Ανδρομέδα… μέσα της.

Τον αγάπησε από την πρώτη κοντυλιά. Τον αγάπησε πρώτα για τα χέρια του. Λεπτά και συνάμα δυνατά, τα δάχτυλά του κρατούσαν αποφασιστικά το δοξάρι κι έπαιζαν τις μουσικές του τόπου του..

Κρήτη… Κρήτη…

Ποια άλλη γωνιά του Γαλαξία θα μπορούσε να γεννήσει αυτά τα δάχτυλα; Να συνδυάσει την αγριάδα πολεμιστή με όλη αυτή την ευαισθησία ποιητή που έβγαζαν οι χορδές της λύρας;

Καθόταν πάντοτε σκυφτός κι έπαιζε παρασυρμένος, αποκομμένος θαρρείς από το ό,τι γινόταν γύρω του… χαμένος στην απολυτότητα της μουσικής του.

Την ώρα που σήκωσε πρώτη φορά τα μάτια, ένιωσε να στεγνώνουν από αέρα τα πνευμόνια της. Το βλέμμα του πλανήθηκε στο χώρο, την προσπέρασε αφηρημένα κι ελάχιστες στιγμές μετά επέστρεψε χαμηλά, στο τρυφερούδι του, το ακουμπισμένο στο μηρό του. Και δε μετακινήθηκε ξανά.

Ώρες, μέρες, βδομάδες πέρασαν χωρίς να αλλάξει τίποτα, δίχως να καταφέρει να κλέψει ένα του βλέμμα, να αξιωθεί να αντικρύσει εκείνα τα αινιγματικά, ονειροπόλα μάτια, ίδια μαύρες θάλασσες, που τη μία και μοναδική φορά που της χαρίστηκαν, τα λάτρεψε.

Τη βασάνιζε η σκέψη του, την πλήγωνε η μουσική του καθώς επέμενε να της θυμίζει όσα ποθούσε και στερούνταν: μια ματιά… Μια μοναδική στιγμή που η ματιά του θα καρφωνόταν στη δική της, δίνοντάς της σημασία, αναγνωρίζοντας την ύπαρξή της.

Ξαγρύπνησε πολλά βράδια, αποτραβηγμένη από την γιορτινή ατμόσφαιρα της Ανδρομέδας. Ανάσκελα, με προσκεφάλι τα χέρια της και σκέπασμα τα φτερά της, ατένιζε τα αστέρια κι έσπαγε το κεφάλι της να βρει τη λύση. Πώς μπορούσαν τα αδέρφια της να χορεύουν έτσι αμέριμνα κι αυτή να μη βρίσκει τη γαλήνη στην τρικυμισμένη από έρωτα νεραϊδοκαρδιά της;

Μα βέβαια! Ο χορός ήταν η λύση!

Ο σαϊτευτής της κοιτούσε ολοένα τη λύρα του και τα πόδια των χορευτών. Έπρεπε λοιπόν τα πόδια της να αιχμαλωτίσουν για αρχή το βλέμμα του, να το παρακινήσουν να υψωθεί και να εστιάσει πάνω της. Ένα βλέμμα μόνο δικό της, γεμάτο απορία αρχικά και μετά θαυμασμό. Έπρεπε να γίνει η καλύτερη στο χορό! Και θα γινόταν, όσες θυσίες και κόποι κι αν απαιτούνταν!

Από εκείνο το βράδυ που αποκαλύφθηκε μπροστά της η αλήθεια, ξεκίνησε εντατικές προσπάθειες. Μια ασταμάτητη πρόβα η ζωή κι αυτή ακούραστη όδευε στην αυτοβελτίωση.

Ο ύπνος από την ώρα εκείνη έγινε πολυτέλεια. Πλήγιασαν τα πέλματα από τον ασταμάτητο χορό. Έγραφε στη γη, με το αίμα των κόπων της, όσα ποθούσε περισσότερο η ψυχή της. Γραπωνόταν με πείσμα στην τελευταία ικμάδα της δύναμής της και χόρευε σε εξοντωτικούς ρυθμούς μερόνυχτα. Τίποτα δε φάνταζε πιο σημαντικό από το έπαθλο του πόνου και του κόπου της: μια ματιά, αγαπημένη και μοναδική.

Κι έφτασε η ώρα που δεν είχε τίποτα άλλο να βελτιώσει, η ώρα που το νήμα του τερματισμού δρόσισε τα πληγιασμένα πόδια της, θυμίζοντάς της πως η μεγάλη στιγμή είχε φτάσει.

Διάλεξε τη γιορτή της διπλής πανσελήνου.

Το εξαιρετικά σπάνιο βράδυ ο ουρανός της Ανδρομέδας φωτίζονταν από δύο ολόγιομα φεγγάρια που φλερτάρουν για χρόνια στο ίδιο στερέωμα, μα μόνο μια βραδιά μπορούν να σμίξουν. Αυτή τη βραδιά των θαυμάτων θα έσμιγε κι αυτή με τα μάτια του λυράρη της.

Η γιορτή ξεκίνησε ολόλαμπρη. Στο μεγάλο ξέφωτο της Ανδρομέδας τα ξωτικά κι οι νεράιδες γιόρταζαν. Μουσικές, χοροί και γέλια έσμιγαν υπό το φως των δύο φεγγαριών. Μια τέτοια νύχτα όλα φάνταζαν δυνατά.

Ο σαϊτευτής της καθόταν στην ίδια θέση κι έπαιζε με πάθος τη λύρα του, με το κεφάλι σκυφτό και τα δάχτυλα γεμάτα φωτιά. Η καρδιά της σφυροκοπούσε, ένιωθε πως τα πόδια της δεν την υπάκουαν πια. Για μια στιγμή σκέφτηκε να τα παρατήσει, ζητούσε τα αδύνατα. Όμως ακατόρθωτο λέμε μόνο ότι δεν πεθυμήσαμε αρκετά.

Τη νύχτα των θαυμάτων, αυτή το αδύνατο θα το έκανε δυνατό, γιατί είχε κοπιάσει γι’ αυτό.

Από την πρώτη νότα, αναγνώρισε το τραγούδι. Το «Ρόδο» που έπαιζε ο λυράρης της, απόψε θάχε το χρώμα που αυτή θα του έδινε. Ανάσανε βαθιά και ξεκίνησε να χορεύει δίχως να υπάρχει αύριο…

Άκουσε το κεφάλι του να ανασηκώνεται πριν καν το δει. Ένιωσε την αλλαγή στην ατμόσφαιρα πριν τον οποιοδήποτε. Ανασήκωσε το βλέμμα της και για πρώτη φορά το ένιωσε να βυθίζεται στο βλέμμα του αγαπημένου της.

Ήταν αλήθεια. Την κοιτούσε, με απορία, ξάφνιασμα και θαυμασμό. Τα είχε καταφέρει. Η νύχτα των θαυμάτων τής είχε χαρίσει το δώρο που είχε ζητήσει: μια ματιά.

Κι έμελλε να είναι ακόμη πιο απλόχερη μαζί της, αναγνωρίζοντας θαρρείς τους κόπους της. Ο σαϊτευτής της, μην παίρνοντας τα μάτια του από πάνω της έκανε κάτι μοναχά γι’ αυτήν. Της δώρισε το πιο αντιπροσωπευτικό κομμάτι της ποίησης της πατρίδας του, μια μαντινάδα, χαρίζοντάς της πέρα από τη ματιά, τη φωνή μα και τη γλύκα της ψυχής του:

 

«ακριβοθώρητη ομορφιά, στολίδι τω μαθιώ μου…

τέτοιο χορό δεν έχω δει, μονάχα στ’ όνειρό μου…

…εικόνα είσαι μαγική, φως μου που δεν ξανάδα…

ζαχαρολυγερόκορμη και του χορού νεράιδα…»

 

 

* Η Στεύη Γ. Τσούτση γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε Μηχανολόγος Μηχανικός στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και για αρκετά χρόνια ασχολήθηκε με το αντικείμενο των σπουδών της. Στο σημείο μηδέν της ζωής της, που άλλοι το λένε οικονομική κρίση αλλά αυτή το αναγνωρίζει ως «εσωτερική κρίση» αποφάσισε να δώσει χώρο και χρόνο στην καλλιτεχνική της φύση που μέχρι εκείνη τη στιγμή υπήρχε μεν, σε καταστολή δε… Πλέον εργάζεται ως επιμελήτρια βιβλίων στις εκδόσεις Νίκας, είναι αρχισυντάκτρια του www.anapnoes.gr και κείμενά της ταξιδεύουν ελεύθερα στο διαδίκτυο. Σύντομα πρόκειται να ταξιδέψει και το πρώτο της παιδικό βιβλίο. Παράλληλα, ασχολείται και με την άλλη μεγάλη της αγάπη, το χορό. Καθώς πρώτα χόρεψε κι ύστερα περπάτησε, όπως ορκίζεται η ίδια, λατρεύει την παραδοσιακή μουσική, το χορό και τη λαογραφία. Όταν λοιπόν δε γράφει, διδάσκει χορό. Κι όταν δε διδάσκει, σίγουρα σε κάποια γωνιά θα τη δει κανείς χωμένη στις σελίδες κάποιου βιβλίου. Αυτή επέλεξε να είναι η ζωή της κι έτσι πορεύεται νιώθοντας ευγνωμοσύνη για όσα της έχουν χαριστεί κι όσα αξιώθηκε να κάνει στη ζωή της.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top