Fractal

Εδώ που είμαστε όλοι μαζί και τόσο απαρηγόρητα μόνοι

Γράφει η Τζένη Μανάκη //

 

Τζων Μπάνβιλ «Η μπλε κιθάρα», Μετάφραση: Τόνια Κοβαλένκο, εκδ. Καστανιώτη, σελ. 320

 

«Γνωρίζω καλά πόσο αναληθής είναι η λάμψη που φωτίζει τις αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας. Παρ’ όλα αυτά, θυμάμαι κάτι άηχα, εκτυφλωτικά απομεσήμερα που δεν νομίζω ότι τα έχουμε πια, οπότε ο απύθμενος τιρκουάζ ουρανός έκρυβε, λες, στο ζενίθ του ένα παλλόμενο σκοτάδι, ενώ το φως που απλωνόταν πάνω από τη γη, έμοιαζε ζαλισμένο από το ίδιο του το βάρος και την ένταση».

 

Αυτό που με συναρπάζει στο έργο του Μπάνβιλ είναι η σαγηνευτική του αφήγηση με κέντρο τον άνθρωπο, αλλά και οι περίτεχνες, λυρικές περιγραφές της φύσης. Πόθοι, όνειρα, πόνοι, πάθη, λάθη, φόβοι κι ενοχές, μαζί με το απόσταγμα αναμνήσεων, είναι το υλικό που τόσο δεξιοτεχνικά αναμειγνύει γι’ αυτή την σαν κέντημα λεπτομερειακή, μελαγχολική, διανθισμένη με λεπτό, υποδόριο χιούμορ, απολαυστική γραφή του.

Η σε βάθος διείσδυση στον συναισθηματικό κόσμο των ηρώων του, το χιούμορ, που εν προκειμένω εκφράζεται με σαρκαστικές, αστείες, απολαυστικές παρομοιώσεις, είναι χαρακτηριστικό της ιδιαίτερης συγγραφικής ιδιοφυίας του.

Στο βιβλίο του «Η μπλε κιθάρα» πραγματεύεται το απρόβλεπτο της ζωής, το τυχαίο που μπορεί ν’ αλλάξει τα πάντα, την αγωνία για την μη αποκάλυψη των μυστικών, την επί της ουσίας ανυπαρξία πλήρους ελέγχου των συναισθημάτων, την ρευστότητα των αντιδράσεών μπροστά στον έρωτα, «Όπως κάθομαι ανακούκουρδα, κουνώντας μάταια τη χάρτινη φτερούγα μου, μου έρχεται να γράψω την επικεφαλίδα Πραγματεία πάνω στον Έρωτα  και να την συνοδεύσω με καμιά εικοσαριά λευκές σελίδες». Την οδύνη του θανάτου. Όλες αυτές τις υπαρξιακές αναζητήσεις τις εκφράζει με τρόπο μελαγχολικό και συγχρόνως αστείο.

«Ανέκαθεν πίστευα ότι ένα από τα φοβερά κακά που φέρνει ο θάνατος, πέρα από τον τρόμο, τον πόνο, τη φρίκη, θα είναι πως όταν πεθάνω, δεν θα υπάρχει πια κανένας εδώ που να αντιλαμβάνεται τον κόσμο όπως εγώ. Μη με παρεξηγείτε, δεν έχω ψευδαισθήσεις σχετικά με τη σπουδαιότητά μου μέσα στη συμπαντική τάξη πραγμάτων».

Όλα μπορούν από τη μία στιγμή στην άλλη να συμβούν αλλιώς, πέρα από κάθε προγραμματισμό ή συνειδητοποιημένη επιθυμία.

Ο ήρωάς του ένας διάσημος ζωγράφος που έχει καταθέσει τα πινέλα του, είναι ένας κοινός θνητός με μύριες αμφιβολίες για την αξία του ως ανθρώπου και ως καλλιτέχνη. Αυτοσαρκάζεται έχοντας επίγνωση της πραγματικότητας, αλλά συγχρόνως  πανικοβάλλεται στην ιδέα ότι οι άλλοι θα αντιληφθούν αυτό που πραγματικά είναι, υποφέρει  στην ιδέα ότι τα ένοχα μυστικά του ενδέχεται να αποκαλυφθούν. «Νιώθω σαν ξυπνητήρι που έτρωγε τόσα κτυπήματα από τον θυμωμένο ιδιοκτήτη του κάθε φορά που τον ξυπνούσε  ώστε να έχουν λασκάρει μέσα στα σωθικά όλα τα ελατήρια και τα γρανάζια του».

Ο Όλιβερ Ότγουέι Όρμ είναι ένας κλέφτης. Κλέφτης μικρών αντικειμένων, που πιθανόν δεν έχουν καμία χρησιμότητα για τον ίδιο. Η κλοπή, του προκαλεί μία συγκινησιακή φόρτιση όμοια μ’ εκείνη του έρωτα, το αντικείμενο που αφαιρεί έχει μία απόκοσμη δύναμη, η σβελτάδα που απαιτείται για την πράξη ώστε να μη γίνει αντιληπτή, τον μετατρέπει σ’ έναν άλλον άνθρωπο, το αντικείμενο διπλασιάζεται, γίνεται αυτό που κάποτε ανήκε σε κάποιον άλλον και σ’ αυτό που πλέον του ανήκει, μετουσιώνεται. Η πρώτη του κλοπή, ένα σωληνάριο μιας ακριβής λαδομπογιάς του χάρισε μια αίσθηση ιερού δέους, αισθάνθηκε ότι αυτή ήταν η κατανυκτική πλευρά της υπόθεσης, ενώ η ανίερη πλευρά της ήταν πιο μεταφυσική.

Ο Όλιβερ είναι παντρεμένος με την Γκλόρια, μία, κατά την άποψή του

εκθαμβωτική καλλονή που φώτιζε όλο τον κόσμο γύρω της και που τον παντρεύτηκε για να έχει με κάτι να γελάει. Ο θάνατος της τρίχρονης κόρης τους έφερε θλίψη και ανατροπές στα αισθήματά τους. Ωστόσο η ζωή συνεχίζεται για τον ίδιο «Δεν είναι απορίας άξιο που και οι πιο εξωφρενικές καταστάσεις μπαίνουν γρήγορα στο αυλάκι της ρουτίνας;» Παρά τον θαυμασμό για την γυναίκα του, όχι μόνο για την ομορφιά της, επηρεασμένος από την τάση του της κλοπής, «κλέβει» την Πόλυ, που «έχει επίγνωση ότι της λείπει το κοινωνικό λούστρο»,

τη νεαρή σύζυγο του φίλου του Μάρκους και μητέρα της μικρής Πιπ,

«Για την ακρίβεια, είναι πιο πολύ μοντέλο του Τιέπολο παρά του Μανέ, μία από τις Κλεοπάτρες του Βενετού ζωγράφου ή η Βεατρίκη του της Βουργουνδίας. Σε σύγκριση με την αστραφτερή μου Γκλόρια, η Πόλυ μόλις που θα κρατούσε ένα από εκείνα τα κεράκια που αγόραζαν κάποτε οι πιστοί προς μία πένα στην εκκλησία και τα έβαζαν να καίνε στο μανουάλι μπροστά στο άγαλμα του αγαπημένου τους αγίου. Τότε γιατί, λοιπόν εγώ…;  Α, μα εδώ είναι  το ζουμί της υπόθεσης, όπως έχω με τα πολλά καταλήξει».

Ο Μάρκους όταν αντιλαμβάνεται ότι η γυναίκα του τον απατάει, χωρίς να γνωρίζει με ποιον, απελπισμένος επισκέπτεται τον ίδιο τον Όλιβερ, ο οποίος στην προσπάθεια να αποτρέψει την πιθανότητα να τον υποψιαστεί του προσφέρει αλκοόλ με συνέπεια να μεθύσουν και οι δυο και ο απατημένος σύζυγος να φύγει τρεκλίζοντας, δημιουργώντας στον Όλιβερ την εντύπωση ότι δεν έγινε αντιληπτή η απάτη.

Η Πόλυ διαπιστώνει ότι είναι έγκυος από τη σχέση της με τον Όλιβερ, εγκαταλείπει τον Μάρκους και καταφεύγει στο πατρικό της σπίτι, αφού προηγουμένως ανακάλυψε την υποτιθέμενη κρυψώνα του εραστή της, ο οποίος την συνοδεύει. Εκεί, αναμένεται μετά φανών και λαμπάδων ένας εκπεσών «πρίγκιπας». Τεχνηέντως ο Όλιβερ εγκαταλείπει την πατρική εστία της ερωμένης του και την ίδια, «έχω την πεποίθηση ότι, πριν καν συντελεσθεί μια ένωση έχει ανθίσει ο σπόρος του χωρισμού». Βρίσκει και πάλι καταφύγιο στο καβούκι των αναμνήσεων της παιδικής ηλικίας, με την απατηλή και για τον ίδιο ακόμη σκέψη, ότι θα είναι προστατευμένος

«Θα έρθει άραγε ως εδώ, η Γκλόρια, να με ξετρυπώσει και να με αντιμετωπίσει στο έδαφός μου, εμένα που τόσες πικρές μάχες έχω χάσει τον τελευταίο καιρό; Η πιθανότητα αυτή με κάνει να τρέμω σύγκορμος- τι λιπόψυχος που είμαι-, περιέργως, όμως, νιώθω ταυτόχρονα κι ένα ρίγος έξαψης. Το επαναλαμβάνω, βαθιά μέσα μας επιθυμούμε τη σύλληψη και την αιχμαλωσία».

Όλη η αγωνία του για την μη αποκάλυψη των μυστικών του αποβαίνει μάταιη. Όλοι γνωρίζουν τις «κλοπές» του και του τις επιστρέφουν, με τον πιο επώδυνο για εκείνον τρόπο. «Θα μπορούσα να φτιάξω ένα ομαδικό πορτρέτο, μ’ εμάς του τέσσερις, κρατημένους χέρι χέρι σε έναν κυκλικό χορό. Ή μπορώ να αφαιρέσω τον εαυτό μου από την τετράδα, αφήνοντας τον Φρέντι Χάιλαντ να την συμπληρώσει κι εγώ να στέκομαι σε μια πλευρά, με το κοστούμι του πιερότου, γρατζουνώντας μελαγχολικά την μπλε κιθάρα μου».

Η συνέχεια της ιστορίας είναι απρόβλεπτη. «Εδώ που είμαστε όλοι μαζί και τόσο απαρηγόρητα μόνοι».

Ο Όλιβερ έχει πράγματι κάτι από την κωμικοτραγική δυστυχία ενός ήρωα του Μπέκετ, όπως γράφει ο κριτικός της Wall Street Journal.

Στο βάθος δεν είναι η ίδια η δράση αυτό που κάνει τόσο γοητευτική και ξεχωριστή την ανάγνωση των βιβλίων του Μπάνβιλ, όσο ο ιδιαίτερος τρόπος που αφηγείται τις ιστορίες του, που απαιτούν έναν προσηλωμένο αναγνώστη.

 

John Banville

 

Ο Τζων Μπάνβιλ γεννήθηκε το 1945 στο Ουέξφορντ της Ιρλανδίας. Έχει γράψει δεκαπέντε ακόμη μυθιστορήματα, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζει «Η θάλασσα» που το 2005 απέσπασε το βραβείο Booker. To 2011 του απονεμήθηκε το βραβείο Franz Kafka και το 2013 έλαβε το Irish Pen Award για τη συνολική του προσφορά στην ιρλανδική λογοτεχνία. Το 2014 τιμήθηκε με το (τότε) βραβείο του Πρίγκιπα των Αστουριών, μια από τις σημαντικότερες διεθνείς λογοτεχνικές διακρίσεις της Ισπανίας. Ο συγγραφέας ζει στο Δουβλίνο. Από τις Εκδόσεις Καστανιώτη κυκλοφορούν τα μυθιστορήματά του «Ο αδιάφθορος» (1998), «Η έκλειψη» (2002), «Η θάλασσα» (2005), «Σάβανο» (2007), «Άπειροι κόσμοι» (2010) και «Αρχαίο φως» (2013) που το 2012 αναδείχθηκε το καλύτερο μυθιστόρημα στα Ιρλανδικά Βραβεία Βιβλίου. Με το ψευδώνυμο Μπέντζαμιν Μπλακ κυκλοφορούν τα αστυνομικά μυθιστορήματά του «Ο διπλός θάνατος της Κριστίν Φολς» (2006), «Ο ασημένιος κύκνος» (2009), «Ο λεμούριος»  (2011) και «Η ξανθιά με τα μαύρα μάτια» (2015) όπου πρωταγωνιστεί ο Φίλιπ Μάρλοου.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top