Fractal

Διήγημα Fractal: “Η μοναξιά της Σόνιας (Μια Μεγάλη Παρασκευή)”

Γράφει η Ελένη Χωρεάνθη  //

 

 

 

Κρυμμένη πίσω από το παραβάν μιας υποψίας σφαλερής, αφουγκραζόμουνα το παραμιλητό της Σόνιας. Ήταν εξαίσια λυπητερό στην ακοή καθώς περνούσε μες από τις σιωπές που άφηνε στα διάκενα των αναμνήσεων.

Τα παιδικά της ανέμελα χρόνια την ακολουθούσαν πάντα. Και πάντα φορούσε γήινα χρώματα, σκοτεινά, μουντά, χωμάτινα και βιολετιά, μαβιά στο χρώμα του φωτός στις κορυφογραμμές την ώρα την ηδυπαθή του ηλιοβασιλέματος, συνήθως καφέ απαλό ή άτονο σταχτί, βαθυπράσινο, σπανίως κόκκινο, λευκό ή μπλε. Και πάντα το πρόσωπό της μακιγιαρισμένο στα χρώματα της γης, των πεσμένων φύλλων, του απαλού σεληνόφωτος με έντονα αφημένες μαύρες πινελιές στα τσίνορα. Βλέμμα, αινιγματικό, ηδυπαθές, μυστηριώδες ως ανεξιχνίαστο.

Aγαπούσε το ημίφως, την υποβλητική ατμόσφαιρα, τις διακεκομμένες λάμψεις της φωτιάς. «Οι φλόγες αφήνουν περιθώρια, επιτρέπουν στη φαντασία να πετάξει έξω από τα περιγράμματα των πραγμάτων. Το ηλεκτρικό εξουθενώνει τη διάθεση για αποδράσεις», έλεγε. Προτιμούσε να καβαλάει ένα σύννεφο και να τρέχει έξω από κόκκινες γραμμές, από περιχαρακωμένες έννοιες και οριοθετημένες καταστάσεις, από σχήματα καθορισμένα, μακριά από ό, τι βάζει περιορισμό στα όνειρα.

Δεν άντεχε τη μοναξιά. Μια ζωή την κουβαλούσε μέσα της. Και την είχε κουράσει. Την άδειαζε δίχως τύψη στο πλακόστρωτο της αυλής και την πετούσε όπως μεταχειρισμένο ρούχο στον κάδο πλυντηρίου, όπως μέρος από το δυσβάσταχτο παρελθόν, τα μπερδεμένα συναισθήματά της.

Αυτόν τον κόσμο τον μισούσε, προφανώς, τον είχε αποδιοργανωμένο μέσα της. Ίσως από κάποια παμπάλαια ενοχή. Και ήθελε να τον ξεφορτωθεί, να τον αποθέσει κάπου αλλού, ν’ απαλλαγεί από τις μνήμες, βάρος περιττό κι αφόρητο, στοιβαγμένο στην καρδιά της. Άδειαζε το σωρό του παρελθόντος της, τον κόσμο της τον σκοτεινό και τον απέραντο αισθηματικό ωσάν να χλεύαζε τον έρωτα και τον καιρό. Δεν διαρκούν πολύ τα όνειρα κι οι εποχές του έρωτα είναι τελείως ύπουλες.

Δοκίμασε την αντοχή της στον εξώστη της αναμονής. Τίποτε δεν πλεύρισε προς το απάγγειο μιας τελεσίδικης απόφασης. Δεν ήξερε τι να πρωτοθυμηθεί Πέρασαν τόσοι βάναυσοι αιώνες από τη ζωή της, στοιβάχτηκαν στην κούρασή της. Και το κορμί της βάρυνε. Ο χρόνος έγινε βροχή.

Άξαφνα, σύρθηκε το σούρουπο πάνω απ’ τις στέγες με τα κεραμίδια. Ο κόσμος πήρε να μουλιάζει από την τύψη. Ράγιζαν οι σταλαγματιές στα τζάμια κι έξω στης πολιτείας το πλακόστρωτο μύριζε δεντρολίβανο και πικροδάφνη. Ύστερα έγινε νύχτα, έγινε πρωί, μια άλλη μέρα. Κι έπειτα μεσημέρι, δειλινό ξανά, βράδιασε πάλι.

Κάτι να κάνει για να λυτρωθεί απ’ την ανάμνηση. Τα βράδια έχουνε μακρύνει κι είναι οι μνήμες της αβάσταχτες. Φεύγει ο καιρός κι η δυνατή βροχή πέφτει ακατάπαυστα μες στην καρδιά της σαν την ανάμνηση, διαβρωτική. Ο χρόνος έγινε βροχή, σταλάζει ο πόνος της πικρό φαρμάκι. Οι εραστές ήρθαν και φύγανε. Έμεινε ο καλυμμένος θρήνος, όξινη βροχή στη μνήμη. Κανένας δεν λογάριασε την ανελέητη βροχή που πλημμυρίζει μέσα της. Διαβαίνουν οι καιροί, σωριάζονται απανωτά στα κόκαλά της, παραμονεύει ολόγυρα η φθορά, την κατατρέχει.

Έρχονται, φεύγουν τα πουλιά, τα περιστέρια στο μπαλκόνι, τούς ρίχνει σπόρους, δάκρυα τρυφερά να ποτιστούν, να γίνουνε ποιήματα. Πετούν και πάνε σ’ άλλες γειτονιές, σ’ άλλα μπαλκόνια, φωλεύουνε στα κυπαρίσσια, στα καμπαναριά, ξεχνούνε! Δεν ξέρει από καημούς ο έρωτας. Όσο τον κανακεύεις αλαργεύει, φτεροκοπάει στα κεραμίδια, στον εξώστη του αλλουνού καημός, κάθεται λίγο στο περβάζι κι ύστερα φεύγει χορτασμένος, πετούμενο κι αυτός, σαν τα πουλιά…

Κουράστηκε να περιμένει. Πρέπει να φύγει. Με τι αποσκευές να πορευτεί στον άλλο αιώνα. Δεν έχει όνειρα να ντύσει το κορμί της. Άγουρα χρόνια τα χαμένα της. Πουλιά ξεστρατισμένα στους ανέμους. Μνήμες χλομές, ξεθωριασμένες σαν τα χρώματα. Σωρός στη μνήμη τα βουνά των υακίνθων και των κρίνων μιας ηλικίας τρυφερά ερωτικής. Τώρα ο κόσμος έγινε καημός. Καρφί ο χρόνος στην καρδιά. Και σαπισμένα, μαραμένα φύλλα στην ποδιά τα όνειρά της. Ό, τι κι αν άγγιζε η αφή της άφηνε πάνω του κάτι απ’ τη σκουριά που τρώει το σίδερο. Μέσα της έκρυβε τον κόσμο της, που ξόδευε σε πρόχειρα συμπόσια και δεξιώσεις. Όλος ο κόσμος της, ένα βάρος περιττό. Βούλιαξε στο σωρό των αναμνήσεων. Είναι η μοναξιά που δεν βολεύεται με τίποτα και δεν χωράει στο πουθενά. Έχει κι η μοναξιά της χρώμα γήινο, τεφρό.

Μπορεί να υπάρχει σχέση ανάμεσα στον άνθρωπο και στο περιβάλλον του, σε κείνο που ορίζουμε και σ’ αυτό που μας ορίζει, στον ορισμό και στον περιορισμό, στην πραγματικότητα και στα φαινόμενα, στο πάθος και στο μάθος, στο αίσθημα και στον φθαρμένο κόσμο μας, στην παραδοχή και την απόρριψη, στην τρυφερότητα και τον σαρκασμό, στην υποκρισία και την ειλικρίνεια, στην ηρεμία και την καταιγίδα, στην ταυτότητα και στο συγκεκριμένο πρόσωπο, στην αφετηρία μας και στον προορισμό;

Είναι αυτός ο επάρατος χειμώνας του έρωτα, που μας κατατρέχει και μας διασπά. Ο μεταχειρισμένος κόσμος που μας κυνηγάει και μας πιέζει, που μας καταδυναστεύει μέσα μας. Χρόνια παλιά, αμνημόνευτα, χρόνια πικρά αγώνα αγάπης άγονου. Τόσος μόχθος για ένα τίποτα. Σωρός κίτρινα, σαπισμένα φύλλα τα χαμένα χρόνια μας, χαραγμένα στις βαθιές ρυτίδες. Και η ατέλειωτη αναμονή με την ελπίδα έχουν πάρει γήινα χρώματα. Όλα έχουνε πάρει το χρώμα της φθοράς, της στεγνωμένης άμμου, του καμάτου…

Μεγαλοβδόμαδο. Μια λυπημένη Μεγάλη Παρασκευή ανήμερα. Όλος ο κόσμος ευωδιάζει, άνθη, επιτάφια σπάργανα ριγμένα ολόγυρα παντού στο κοιμητήριο, στους τάφους.

Εκεί καθένας έχει τους δικούς του, τρέχουν άλλος εδώ κι άλλος εκεί, μ’ ένα σακίδιο μάταιες αποσκευές χωρίς προορισμό κανέναν. Ο κόσμος τρέχει ν’ ανταμώσει τους νεκρούς του. Να βγει απ’ τον περίγυρο της μοναξιάς του. Είναι σαν τα πουλιά τα όνειρα, θέλουνε ξέφωτο για να πετάξουν

Ήταν ωραία η Σόνια μέσα στα τρυφερά, τα γήινά της χρώματα. Ένα τρικυμιώδες μούχρωμα, έτσι χωμένη στα μαβιά, στα βιολετιά της ουτοπίας, στα πένθιμά της χρώματα Είχε μια δειλινή απόχρωση η όψη της, κατανυκτικού ψαλμού χροιά η δεητική φωνή της:

«Κατευθυνθήτω η προσευχή μου

ως θυμίαμα ενώπιόν σου,

έπαρσις των χειρών μου,

θυσία εσπερινή.

Εισάκουσόν μου, Κύριε…»

Καμπάνες πένθιμες του κατανυκτικού Εσπερινού χτυπούσαν «εις ανάμνησιν» του ενταφιασμού:

Η ζωή εν τάφω….

Σε τον επί υδάτων κρεμάσαντα πάσαν την γην ασχέτως

η κτίσις κατιδούσα εν τω Κρανίω κρεμάμενον,

θάμβει πολλώ συνείχετο…

Η Σόνια πέρασε σαν όνειρο σε άλλη διάσταση μες από τον καθρέφτη της φυγής με τις πασχαλιές για τους νεκρούς αγαπημένους της που κουβαλούσε κι έγινε πλέον παρελθόν.

Ήταν ένα μαβί Μεγαλοβδόμαδο, θυμάμαι. Και πένθιμη Παρασκευή Μεγάλη.

Ώρα εσπερινή του ενταφιασμού των αναμνήσεων.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top