Μίλησε Μνήμη
Γράφει ο Γιάννης Πλαχούρης //
Κωστής Α. Μαύρος: “Η Μικρή μου, απέραντη γειτονιά”, εκδ. Ζαχαρόπουλος, σελ. 176
Η Μικρή μου, απέραντη γειτονιά του Κωστή Α. Μαύρου, το πρώτο βιβλίο του, είναι απόδειξη ότι, στις περισσότερες περιπτώσεις, το καλλιτέχνημα καθρεπτίζει την ψυχή του δημιουργού του. Ιδιαίτερα, όπως συμβαίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση, που ο συγγραφέας αφέθηκε επιδέξια να τον πάρουν και στη συνέχεια να μας πάρουν, σαν το ποτάμι, οι μνήμες του από πρόσωπα, γεγονότα, περιστατικά, αισθήματα εκφρασμένα αυθόρμητα, επιδέξια, χωρίς τον φόβο να παρεξηγηθεί ή να τον παρεξηγήσουν για όσα γράφει. Πρόκειται για μια αυτοβιογραφία (σχήμα 14x21, 176 σελίδες, η οποία κυκλοφορεί στη σχετική σειρά των εκδόσεων Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος, με την αξιοπρόσεκτη επιμέλεια και το εξώφυλλο του Κώστα Πολίτη). Εδώ βρίσκουμε διάφορες στιγμές από τη ζωή ενός ανθρώπου, σταγόνες εύχυμες σ΄ έναν αφυδατωμένο κόσμο, ξεχωριστές, πολύ ενδιαφέρουσες στο νόημά τους· έτσι όπως κούρνιασαν αναμνήσεις, έγιναν γνώση κι εμπειρία. Ο χρόνος σ’ αυτές οι αναμνήσεις είναι σημαντικός καθώς εξελίσσονται από το 1950 έως σήμερα. Η αναφορά τους γίνεται με τρόπο, ειλικρινή, πηγαίο, απαλλαγμένο από σκοπιμότητες και με μια γραφή άμεση, σε πολλά σημεία της ποιητική φανερώνοντας το πώς η κάθε ζωή δύναται να μετουσιωθεί σε έργο Τέχνης, με την ανάλογη αξία. Παράδειγμα:
- Επειδή ήμουν πάντα ντροπαλός, όπως και σήμερα, προτίμησα να αφήσω το δώρο μου (ένα μικρό χυμένο λιονταράκι που ζωγράφισα με νερομπογιές) σε μια γλάστρα στην πόρτα του σπιτιού της. Εκφράζοντας τα αισθήματά μου για την παιδική μου φίλη Αννούλα, έγραψα στη βάση του λιονταριού τη λέξη «ΣΕ ΑΓΑΠΩ, Κωστής». Η κίνηση αυτή της αθωότητας ενός παιδιού σημάδεψε όλη μου τη ζωή. Η μάνα της Αννούλας βρήκε το λιονταράκι μου και το έφερε στο σχολείο και το έδωσε στη δασκάλα μου, την «κυρία» Φλώρα. Αυτή με τη σειρά της με κράτησε στο διάλειμμα στην τάξη και χωρίς πολλές κουβέντες με μαύρισε στο ξύλο. Τα χέρια μου μελανιάσανε από τη βέργα και η ψυχή μου από τη λύπη. Δεν έκλαψα. Ήμουν επτά χρονών και η λέξη «ΣΕ ΑΓΑΠΩ» αντί να σημαίνει για μένα χαρά, σήμαινε φρίκη. Από τότε και εβδομήντα τόσα χρόνια αργότερα ΠΟΤΕ δεν είπα σε γυναίκα «σ’ αγαπώ». Ίσως να το είπα μερικές φορές, μα σίγουρα ήταν ψεύτικο. Όχι ότι δεν αγάπησα στη ζωή μου, απλά μισώ αυτή τη λέξη και αυτό το χρωστάω στην πρώτη μου δασκάλα, την κυρία Φλώρα, με την ελιά στο δεξί μάγουλο απ’ όπου ξεπετάγονταν οι πέντε αγριότριχες. Αυτά γνωρίζανε τότε οι δασκάλες για την παιδική ψυχή και την ψυχολογία. (…)
Τον Κωστή Μαύρο ουσιαστικά αναστατώνει η πραγματικότητα της ζωής του. Ψάχνει να βρει -και βρίσκει- την αιτία για το πώς αυτή κρατήθηκε όρθια, πώς κατέληξε χρήσιμη και αποφασίζει, ύστερα από εβδομήντα χρόνια και κάτι, να μας το πει. Η απάντηση είναι προικισμένη με φρόνηση, λειασμένη στον χρόνο, σφιχτά κτισμένη στον εσωτερικό του κόσμο. Άγνωστος στο ευρύ κοινό ο Κωστής Μαύρος, παρά την αξιόλογη κοινωνική κι επαγγελματική παρουσία του, νομίζω, χωρίς να το επιδιώκει, πως απαντά με το βιβλίο του στον προβληματισμό του Γιώργου Θεοτοκά που έσκιζε τα φύλλα του ημερολογίου που έγραφε γιατί μετά, όταν τα διάβαζε, δεν τον αντιπροσώπευαν καθόλου. Δικαιώνει, μάλιστα, τον Γιώργο Σεφέρη ότι ημερολόγιο, και κατ’ επέκταση βιογραφία, δεν είναι οι στιγμές αλλά το σημάδι, σχεδόν τυχαίο, που αφήνει στον άνθρωπο η κάθε στιγμή και όχι κατ’ ανάγκη η σπουδαιότερη.
- Δίπλα από του Ζαχαρία το Υαλοπωλείο υπήρχε ένα άδειο οικόπεδο που έφτανε έως το εστιατόριο του βρωμιάρη Ζουλινάκη. Στο οικόπεδο αυτό, που ήταν και ο χώρος θεαμάτων της γειτονιάς, στηνότανε το «ρινγκ» των παλαιστών και μαζεύονταν όλη η γειτονιά για να απολαύσει τη Ρωμαιοελληνική πάλη μεταξύ του Καρπόζηλου και του Ναθαναήλ. Ενθουσιασμός, στοιχήματα και γιουχαΐσματα για αντικανονικά χτυπήματα και νικητής ήταν με τη σειρά μία ο Καρπόζηλος και μία ο Ναθαναήλ, για να μην υπάρχει παρεξήγηση και μειωθεί το γόητρο του μιανού ή του άλλου. (…). Εδώ δένονταν με αλυσίδες ο Βίκτωρας και προσπαθούσε να λυθεί προς τέρψη των θεατών και πολλές φορές που δεν τα κατάφερνε, ζητούσε από τους δικούς του να τον λύσουν από τα δεσμά του, λέγοντας: «Για τη φασολάδα δουλεύουμε ρε μάγκες, να μην πεθάνουμε κιόλας». (…) Τις βραδιές του Καραγκιόζη δεν έβρισκες χώρο να καθίσεις. Ο Παρασκευάς ο καραγκιοζοπαίκτης έστηνε το σκηνικό όλη μέρα μαζί με τους βοηθούς του, ενώ εμείς γυρίζαμε τη γειτονιά κουνώντας μια κουδούνα για ν’ αναγγείλουμε το έργο φωνάζοντας: «Σήμερα διά πρώτη φορά θα παίξει ένα υπέροχο έργο ο Μεγαλέξανδρος και ο όφις» με πληρωμή μας την τσάμπα είσοδο στο παλάτι του Παρασκευά!(…)
Καθένας έχει το δικαίωμα της γραφής, και να την δημοσιοποιήσει όποτε θέλει. Το θέμα είναι πώς θα ασκήσει το δικαίωμά του. Εμάς, ως αναγνώστες, παρόμοια έργα μάς ενδιαφέρουν για πολλούς λόγους: διασχίζουν σκληρές εποχές, με αισθηματικές και κοινωνικές παραμέτρους· είναι το πρόσφατο παρελθόν μιας γενιάς που δεν έχει φύγει, που επηρεάζει ακόμα αρκετά το παρόν· η βιωματική εμπειρία αναδεικνύεται σε σοφία, όταν παίρνει την απόσταση για να εξηγήσει, και όταν το κάνει με τρόπο που θα αντιληφθεί ο αναγνώστης, μέσα από τους ατομικούς χαρακτήρες, τους συλλογικούς σκοπούς, προθέσεις, πράξεις και συμπεριφορές στην αντίστοιχη χρονική περίοδο.
Τα βιώματα (κοινωνικά και πολιτικά) έρχονται από: τις παιδικές γειτονιές της προσφυγικής Κοκκινιάς, όπου γεννήθηκε το 1941· τη δράση του, έφηβος, με τους Λαμπράκηδες· το φακέλωμά του από την Ασφάλεια· τη μετανάστευσή του στη Γερμανία· την αντιδικτατορική του δράση στον Καναδά στη διάρκεια της χούντας, κυρίως με τον Ρήγα Φεραίο· την κρατική υπηρεσία του εκεί για τους μετανάστες σε τότε πιλοτικές ανθρωπιστικές οργανώσεις· την επιστροφή του το 1981 στην Ελλάδα εγκαταλείποντας μια πετυχημένη καριέρα για να συμμετάσχει στην εξαγγελθείσα ανασυγκρότηση· τη συμβολή του ως στελέχους μεγάλων ελληνικών επιχειρήσεων στην περίθαλψη, καθώς ήταν, μ΄ ελάχιστο μισθό, από τους πρωτεργάτες για τη δημιουργία του ΕΚΑΒ («ξετιναχθήκαμε οικονομικά εγώ και η γυναίκα μου»), ενώ αργότερα διατέλεσε διευθυντής των νοσοκομείων Υγεία, Ιασώ, Ιατρικό Κέντρο, Διαβαλκανικό κτλ., μέχρι τη σημερινή επανεγκατάστασή του στο Μόντρεαλ. Βέβαια από σεμνότητα δεν γράφει πως αρνήθηκε, όταν ήταν στην Ελλάδα, την επίσημη πρόσκληση ν΄ αναλάβει δημόσια θέση στην κυβέρνηση του Φιλελεύθερου Κόμματος, παραμένοντας στην Ελλάδα, τη χώρα όπου «οι κυβερνήτες της ξέρουν αργά ή γρήγορα να διώχνουν τα παιδιά της».
Η ομορφιά (και δεν υπερβάλλω στη λέξη) του Κωστή Μαύρου είναι ότι αφήνει την προσωπικότητά του να εκδηλωθεί ελεύθερα. Βλέπει χωρίς παρωπίδες. Τα σημάδια των στιγμών του έχουν την ικανότητα να τρυπάνε και να βυθίζονται ως τα μύχια της δικής μας ζωής. Εκεί δηλαδή που οι αρχές και οι αξίες υπάρχουν πολύ-πολύ συγκεκριμένες, ως ουσία, η οποία καθορίζει τη στάση και στη συνέχεια τη δράση μας απέναντι στην αναγκαιότητα, και είναι αποκλειστική ευθύνη η επιλογή μας, αν τελικά αυτές οι αξίες – αρχές θα υποτάξουν ή θα υποταγούν. Μιλάμε για τα ναι ή τα όχι της κάθε πράξης χωρίς τις δικαιολογίες τους. Τον δρόμο όπου, πιστεύω, το προσωπικό, με το αντίστοιχο βασάνισμα, καταλήγει σε Οικουμενικό κι επομένως γίνεται, αν όχι πολύτιμο, τουλάχιστον πολύ ενδιαφέρον.
- Εκεί (8χρονα και 10χρονα παιδιά) στο ξεθάψιμο των εκτελεσθέντων, βλέπαμε τις τρύπες στα κρανία που είχαν κάνει οι χαριστικές βολές από τους φασίστες δήμιους. Βλέπαμε σκελετωμένα δάχτυλα να σφίγγουν σταυρούς και ό,τι άλλο ήταν αγαπητό σε αυτόν που το έπαιρνε μαζί του στην άλλη ζωή. Άγραφοι τάφοι, χωρίς ονόματα και ημερομηνίες, χωρίς αιτία της σφαγής, απλώς αφημένα όλα στην Ιστορία για να τα ξεκαθαρίσει(…).
Η Μικρή γειτονιά είναι μια προσφυγική διαχρονική γειτονιά της Κοκκινιάς στην περίοδο του εμφυλίου πολέμου 1944-1947, στις μεταπολεμικές διώξεις των αντιφρονούντων και στην υλική φτώχεια, στην εσωτερική κι εξωτερική μετανάστευση, στους αγώνες με εθνικά και κοινωνικά αιτήματα. Γίνεται απέραντη για δυο λόγους. Πρώτον επειδή συμβαίνουν διάφορα γεγονότα με τους αντίστοιχους καημούς, ελπίδες, όνειρα, σκέψεις, λαχτάρες που τα συνοδεύουν και δεύτερον επειδή οι μνήμες αυτές υποστυλώνουν διαμονές σε άλλες γειτονιές στη Γερμανία, στον Καναδά στην αστικοποιημένη Ελλάδα του 1980 ως τις ημέρες μας.
Το υλικό του σοδιάστηκε προσεκτικά. Από το 1947 μέχρι πρόσφατα κατατίθενται δεκάδες περιστατικά, που δεν αφήνει ο συγγραφέας τους να πεθάνουν, απλά στο νόημα και στη σημασία τους, σημαντικά για εκείνον καθώς διαμόρφωσαν τον χαρακτήρα του, θησαυρός για μας λόγω της γνώσης και της αξίας που περιέχουν. Καλογραμμένα περιστατικά, μ’ ένα ιδιαίτερο ύφος, χωρίς σύγχυση ή υπερβολές, καλόδεχτα, που ανασταίνονται και μας ανασταίνουν, που έχουν τις δυνατότητες να δώσουν απαντήσεις για το ποιοι είμαστε, για τη σύμπτωση/τύχη που συχνά δίνει λύσεις, για το πώς περνάμε τις συμπληγάδες ανάμεσα στην ανάγκη και στην αξιοπρέπεια, στον έρωτα και τον θάνατο, στον νόμο και στην ελευθερία.
Οι πρωταγωνιστές του μικροί και μεγάλοι καταδεικνύουν, πέρα από την επιφανειακή διαφορετικότητά τους, το Ένα που συντηρεί τον κόσμο και τον ενώνει. Τα παιδιά πλάθονται με σκληρά παιχνίδια και την τρυφεράδα των γονιών τους. Στέρηση, φόβος, αυθαιρεσία κάθε μορφής. Παράλληλα δύναμη, αποφασιστικότητα, στοργή, αλληλεγγύη. Μοιάζουν λουλούδια φυτεμένα σε μια κόλαση έτοιμη να τα κάψει.
Από τη μια χαφιέδες, νταβατζήδες, ναρκομανείς, δάσκαλοι που επιχειρούν να πλανίσουν μυαλά και χαρακτήρες, κομματάρχες, απειλές, ψευτόμαγκες, πιστοποιητικά νομιμοφροσύνης, διχασμός, -«μια πελώρια κονσέρβα τότε για να έρθουν σήμερα να ταΐσουν τη ζωή των άσχετων τα i–phone, τα tablets, τα computerάκια» –η Ελλάδα της εξουσίας και της συναλλαγής. Από την άλλη εκτελεσμένοι αντιφρονούντες, τα πιστοποιητικά θανάτου που γίνονται παιχνίδι συλλογής, ενώ η ηρωική στάση τους στο θάνατο γεννά ιδεολογίες, εμπνέει και γιγαντώνει, και δίπλα σε αυτά τα παιδιά συμπαραστέκονται αγιασμένοι γείτονες της χαράς και της αρετής, ανυπόταχτοι περήφανα φτωχοί, στυλοβάτες γραμμένοι με κεφαλαία γράμματα Πατέρας – Μάνα – Φίλοι, φίλοι παλιοί της Κοκκινιάς, του Καναδά, της Γερμανίας, και φίλοι πιο πρόσφατοι του Μαραθόκαμπου, της Πάρου, της Μακεδονίας, άνθρωποι απλωμένοι ως τον ουρανό –η Ελλάδα της διαύγειας, της απλόχωρης καρδιάς, της Τέχνης.
Είναι στιγμές ποτισμένες με τη ψυχή ενός Ανθρώπου, που δημοσιεύει, επαναλαμβάνω, για πρώτη φορά, που δείχνει ότι ξέρει να αγκιστρώνει την Ποίηση μέσα από τη ζωή, που κονταροχτυπιέται καταπρόσωπο με τον θάνατο (είναι συγκλονιστικές οι σχετικές αναφορές του με προσωπικά συμβάντα), ιδιότητες που αποκτήθηκαν ύστερα από διαλόγους χρόνων με τους συν-ανθρώπους, τον ήλιο, τη θάλασσα και τα τριαντάφυλλα.
Πολύτιμος Κωστής. Σπάνιο νερό στις ερημιές μας. Να είναι καλά.
* Ο Γιάννης Πλαχούρης είναι δημοσιογράφος, συγγραφέας και ποιητής