Fractal

Διήγημα: “Η μεγάλη κρίση”

Της Ελένης Μανιωράκη // *

 

 

 

 

«Μαλάμωωωω!!! επίσκεψη» έσπασε την ησυχία του φθινοπωρινού πρωινού η χοντροφωνάρα της Ελενάρας. Χοντροκομμένη και στην όψη και στους τρόπους αλλά καρδιά διαμάντι η επιστάτισσα. Όλοι το γηροκομείο στο πόδι κι η Μαλάμω να μην πιστεύει στ’ αυτιά της. Μια όμορφη κοπέλα σαν αυτές της τηλεόρασης κρεμάστηκε στο λαιμό της. «Γιαγιούλα μου και γιαγιούλα μου και μας λείπεις και ήρθαμε να σε πάρουμε, που ακούστηκε η Κωστοκώσταινα, η αρχόντισσα του χωριού «στον οίκο (Νίκο)ευγηρίας». Δεν κατάλαβε γρι η γερόντισσα. «Ποιον Νίκο καμάρι μου;» ρώτησε προσπαθώντας να αποδεσμευτεί από το εγκάρδιο αγκάλιασμα. Αμ δε! Έμεινε εκεί και περίμενε. Τα χέρια τανάλιες, λες και κρατούσαν θησαυρό. Μέγα γεγονός στο γηροκομείο. Η εγγονή της η πρωτευουσιάνα, η παραστρατημένη κατά την άποψη των χωριανών, ήρθε να την πάρει μαζί της στην πρωτεύουσα. Δεν ήταν αυτή σαν τις κόρες της που την πέταξαν στα αζήτητα. Αυτή έχει το όνομά της, Μαλαματένια την λένε βέβαια και θέλει την γιαγιά κοντά της. Δεν έκανε το κόπο να της ζητήσει καν την γνώμη, άρον άρον πέταξε τα ρούχα της Κωστοκώσταινας σε μια βαλίτσα, και στο καλό. Μέσα από το ταξί αποχαιρέτησε με το μαντήλι και με δυο δάκρυα την παρέα του γηροκομείου. Στο καράβι γνωρίστηκαν. Είχαν να ειδωθούν από το θλιβερό εκείνο απόγευμα που η επαναστάτρια Τένια έβαλε πλώρη για την Αθήνα. Όταν προφητείες περί επιστροφή της ασώτου κόρης διαψεύστηκαν, όλοι πίστεψαν ότι την πλάνεψε η ντόλτσε βίτα και την ξέχασαν. Και τώρα να ‘την φανερώθηκε από το πουθενά γεμάτη φιλάνθρωπα αισθήματα για την γιαγιά. Από την μια στιγμή στην άλλη, η Μαλάμω βρέθηκε από το γηροκομείο σε ένα ισόγειο δυαράκι στο Παγκράτι. Συγκάτοικος κι ο Ντίνος. Καλό παιδί κι η εγγονή καλή κι εκείνη στα όπα- όπα την είχαν. Δεν περνούσε κι άσχημα. Από τον μπαλκόνι έγινε φιλενάδα με όλες τις γιαγιάδες των απέναντι τσιμεντένιων κουτιών που αφού κήδεψαν το έτερον ήμισυ, εγκατέλειψαν το χωριό τους κι έγιναν νταντάδες στα εγγονάκια τους. Την καταλάβαινε την ανάγκη που ξεσπίτωσε τις γιαγιάδες, αλλά για την ίδια απάντηση δεν έβρισκε, της έφτανε που κάποιος την νοιάστηκε. Για τις ώρες της μεγάλης μοναξιάς βρήκε λύση. Κρεμασμένη στο πρεβάζι του παραθυριού κουβέντιαζε με άλλες περαστικές, πεινασμένες για κουβέντα γριούλες. «Πόση σύνταξη παίρνεις, Μαλάμω;» Η ερώτηση από το απέναντι μπαλκόνι. Μεγάλη η σύνταξη, ο συγχωρεμένος ήταν αγροφύλακας, αλλά τι να την κάνει την σύνταξη ας είναι καλά τα παιδιά. Τίποτα πονηρό δεν χωρούσε στο απονήρευτο γκρίζο κεφάλι. Τώρα τελευταία τα παιδιά ανήσυχα έχουν χάσει το γέλιο τους κι όλο δια χρέη, για δανεικά, για ανεργία μιλούν. Ο Ντίνος μένει σπίτι, «για να της κάνει παρέα» η δικαιολογία. Κολλημένα κάθε βράδυ στην τηλεόραση κάτι περιμένουν να ακούσουν, αλλά όπως φαίνεται δεν το ακούνε. Άκεφες καληνύχτες μάτωναν την καρδιά της γιαγιάς. Κάτι σαν μεγάλη κρίση άρπαξε τ’ αυτί της.

«Μπα», καθησύχασε τον εαυτό της, «δεν έχει έρθει ακόμη η ώρα». Μα και στο παρκάκι και οι γειτόνισσες για κρίση μιλούν. Δειλά –δειλά ένα βράδυ τόλμησε να ρωτήσει τα παιδιά την ώρα που η τηλεόραση πληροφορούσε για την μεγάλη κρίση. «Πείτε μου την αλήθεια παιδιά μου ήρθε, η μεγάλη κρίση»; ρώτησε αλαφιασμένη η γριούλα. «Ήρθε γιαγιάκα ήρθε κι ούτε παιδιά δεν προλάβαμε να κάνουμε». Άφωνη η γιαγιά. Καλά τους το έλεγε ο παπάς. Θυμάται τα λόγια απέξω «Η ημέρα της Κρίσεως πλησιάζει τα σημάδια εφταφάνερα. Αυτά που γράφουν οι γραφές έχουν αρχίσει να συμβαίνουν. Μεγάλοι πόλεμοι, πείνα, απελπισία, σκοτωμοί, αρρώστιες έχουν ξεχυθεί επάνω στους κατοίκους της γης. Ολόκληρος ο πλανήτης βράζει. Η γη βογκά κάτω από τη διαφθορά, την καταπίεση, την τυραννία και την αιματοχυσία». Από τα σύννεφα έπεσε η απληροφόρητη. «Ώστε ήρθε η μεγάλη κρίση και δεν πρόλαβα», ψέλλισε κι έτρεμε το χείλι της. «Τι δεν πρόλαβες γιαγιά»; Μα η γιαγιά δεν άκουγε. «Την Κυριακή θα πάμε όλοι στην εκκλησία να εξομολογηθούμε και να κοινωνήσουμε» είπε σε στυλ διαταγής και πέφτοντας στα γόνατα άρχισε να ζητά άφεση αμαρτιών. Η Τένια και ο Ντίνος έσκασαν στα γέλια. «Μπέρδεψες τις κρίσεις γιαγιά». Η γιαγιά δεν άκουσε. Καλά θα κάνουν να μη διακόψουν την επικοινωνία της με το θεό, θα μεσολαβήσει και για πάρτη τους οι άθεοι που σταυρό δεν κάμουν, η εκκλησία δεν ξέρουν ούτε προς τα πού πέφτει, τώρα με τι μούτρα θα παρουσιαστούν μπροστά στο θεό την ώρα της κρίσεως. Την άλλη Κυριακή το πρωί όλοι με τα καλά τους όδευαν προς τον συνοικιακό ναό. Όχι θα που θα της χάλαγαν χατίρι οκτακόσια ζεστά -ζεστά ευρουλάκια έμπαιναν στο βιβλιάριο της κάθε μήνα.

 

 

 

* Η Ελένη Μανιωράκη γεννήθηκε και ζει στο Ηράκλειο Κρήτης. Έχει εκδώσει πέντε ποιητικές συλλογές (500 ποιήματα) και τρία μεγάλα μυθιστορήματα. Έχει βραβευτεί πέντε φορές σε πανελλήνιους διαγωνισμούς ποίησης (η μία σε ποιητική συλλογή). Επτά σε διηγήματα. Δημοσιεύει σε εφημερίδες και περιοδικά του Ηρακλείου και των Αθηνών Είναι μέλος της «Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών» της «Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών» – «του Συνδέσμου Ιστορικών συγγραφέων», «του Συνδέσμου Λογοτεχνών Ηρακλείου Κρήτης» και «αντιπρόεδρος του Συλλόγου Λογοτεχνών Ηρακλείου «Κρητών λόγος».

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top