Fractal

Διήγημα Fractal: “Η μεγάλη εξέγερση”

από τον Δημήτρη Βαρβαρήγο //

 

Η μεγάλη εξέγερση, είναι ελεύθερη απόδοση της ιστορία  «Η Στάση του Νίκα»

 

Αποτέλεσμα εικόνας για «Η Στάση του Νίκα» μεγάλη εξέγερσηΕκείνα τα πολύ παλιά χρόνια, το 532 μ,Χ. ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός σε κάποια γιορτή στον ιππόδρομο αντιμετώπισε μια σοβαρή εξέγερση από το λαό του.

Αυτό συνέβη γιατί αρνήθηκε να ακούσει εκπροσώπους των Δήμων για τη βαριά φορολογία που τους είχε επιβάλλει ο Ιωάννη Καπαδόκης, ένας υπουργός που χειριζότανε τα έσοδα του αυτοκράτορα.

Με την άρνηση του Ιουστινιανού, ο λαός εξεγέρθηκε και με το σύνθημα Νίκα – Νίκα, απαίτησε την παραίτηση του αυτοκράτορα.

Ο Ιουστινιανός, με το στρατό του κατάφερε να σταματήσει την εξέγερση.

 

 

Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΞΕΓΕΡΣΗ

Εκείνα τα πολύ μακρινά χρόνια, συγκεκριμένα το 532 μ.Χ, υπήρχε μια πολύ όμορφη και ξακουστή πόλη που την ονόμαζαν Κωνσταντινούπολη. Ήταν τέλεια οργανωμένη και χτισμένη κοντά στη θάλασσα. Ο λαός που ζούσε εκεί ήταν πολύ ευτυχισμένος. Σήκωνε τη ματιά του κι άγγιζε το γαλάζιο του Αιγαίου και το απέραντο του ουρανού. Άπλωνε το χέρι του κι αγκάλιαζε κάμπους και βουνά δασωμένα με δροσερές πηγές να δροσίζονται άνθρωποι και ζώα.

Ο ήλιος χαρούμενος και πάντα γελαστός πρόβαλε σκοντάφτοντας πάνω στις ψηλές κατάφυτες βουνοκορφές, αλλά πάντα, κάθε μέρα, κατάφερνε να φωτίζει το μεγαλείο τούτης της λαμπρής πόλης.

Αυτό το μεγαλείο ζήλευαν οι γειτονικές χώρες και συνεχώς προσπαθούσαν με διάφορες μικρές ή μεγάλες επιδρομές να την κατακτήσουν ή να της κλέψουν διάφορα αγαθά της. Όπως οι Βάνδαλοι, λαοί που ζούσαν στην Αφρική και με τα πειρατικά καράβια τους κούρσευαν τα πλοία και τα απόμακρα παράλια της αυτοκρατορίας.

Η Πόλη αυτή είχε για αυτοκράτορα της έναν άξιο, έξυπνο και ικανό άντρα, τον Ιουστινιανό. Το όραμα αυτού του αυτοκράτορα ήταν μεγαλειώδες. Ήθελε να φτιάξει πολλά έργα που θα έκαναν τη ζωή του λαού του ευχάριστη και άνετη και να κάνει την αυτοκρατορία του κέντρο του κόσμου. Για να πετύχει όμως αυτό το σκοπό έπρεπε να επεκτείνει τα σύνορα της αυτοκρατορίας του μέχρι τη χώρα των Οστρογότθων στην Ιταλία και των Βησιγότθων στην Ισπανία. Μόνο αν μεγάλωνε τα σύνορά της αυτοκρατορίας του σε όλη τη μεσόγειο, μέχρι ψηλά ακόμη και τις βόρειες χώρες θα πετύχαινε και το μεγάλο όραμα του.

Φαίνεται πως αυτός ο άντρας με την ξεχωριστή προσωπικότητα γνώριζε καλά τη στρατιωτική τέχνη και είχε προετοιμάσει κατάλληλα το στρατό εξοπλίζοντας τον άριστα με άλογα, τόξα και πολεμικές μηχανές. Η προετοιμασία αυτή θα τον βοηθούσε με σιγουριά να πραγματοποιήσει τα όνειρα του.

Και όπως είπαμε, τούτο το μεγάλο όνειρό του δεν ήταν άλλο από το να κάνει την αυτοκρατορία του πολύ δυνατή σε όλους τους κοινωνικούς τομείς και στη τέχνη.

Μια μέρα λοιπόν, κάλεσε σε συμβούλιο όλους τους στρατηγούς του και τους ανακοίνωσε τα σχέδια του.

Πολλοί ήταν αυτοί που τρόμαξαν με τη σκέψη του αυτοκράτορά τους και του είπαν, πως ο ένας πόλεμος τόσο μακριά από τη βασιλεύουσα θα ήταν χρονοβόρος, δαπανηρός σε υλικά και θα κόστιζε πολλές ανθρώπινες ζωές.

Ο Αυτοκράτορας συνοφρυώθηκε και κάπως θυμωμένα πετάχτηκε από το θρόνο του και φώναξε με δυνατή φωνή:

«Όποιος φοβάται να ακολουθήσει τα σχέδια του αυτοκράτορα του να πάει σε άλλη χώρα. Η αυτοκρατορία θέλει άντρες ατρόμητους όμοια με των ηρώων».

Αυτά είπε ο Ιουστινιανός και κάθισε στο θρόνο του με χαμόγελο ενός μεγάλου και ισχυρού ηγέτη.

Κανένας από τους στρατηγούς που είχαν φέρει αντιρρήσεις δεν κουνήθηκε. Έμειναν στις θέσεις τους να ακούσουν τα σχέδια του αυτοκράτορα τους. Και πράγματι μετά από κάποιες στιγμές ακούστηκε πάλι η φωνή του.

«Ποιος νομίζει πως είναι ικανός να αναλάβει μια τόσο δύσκολη εκστρατεία;»

Ανάμεσα από τον αχό των συζητήσεων και των προτάσεων που έκαναν μεταξύ τους οι στρατηγοί, ακούστηκε μια βαριά φωνή να φωνάζει, «Εγώ!».

Όλοι γύρισαν και κοίταξαν τον ψηλό και γεροδεμένο άντρα που πλησίαζε το θρόνο με βλέμμα σκληρού πολεμιστή και με βήμα βαρύ που έκανε να τρίζει ολάκερο το παλάτι.

Ο άντρας στάθηκε μπροστά στον Αυτοκράτορα, χαιρέτησε και φώναξε.

«Είμαι ο στρατηγός Βελισάριος. Στις διαταγές σας, άρχοντά μου!».

«Ξέρω τα κατορθώματα σου Βελισάριε, του απάντησε ο Ιουστινιανός, ξέρω πόσο καλός στρατιώτης είσαι.

 

dihghma2

 

Δεν έχω λοιπόν παρά να σου αναθέσω την εκστρατεία. Η νίκη θα είναι δική μας και η Κωνσταντινούπολη θα γίνει το φως για όλη την οικουμένη».

Μια άλλη φωνή, εξίσου τραχιά και σκληρή ακούστηκε. Ήταν ενός άλλου ρωμαλέου στρατηγού του Ναρσή.

«Είμαι κι εγώ στις διαταγές σου κύριε μου», του είπε τη στιγμή που στεκόταν μπροστά του με στητό κορμί και χαιρετώντας στρατιωτικά με το δεξί χέρι του μπουνιά επάνω στο μέρος της καρδιάς.

Πριν προλάβει να του απαντήσει ο Ιουστινιανός άρχιζαν να ακούγονται η μια φωνή μετά την άλλη. «Κι εγώ. Κι εγώ. Κι εγώ».

¨Όλοι οι στρατηγοί πλησίασαν τον αυτοκράτορα τους και φώναξαν ρυθμικά με μια κραυγή.

«Όλοι μαζί για τη νίκη».

«Με τόσους ανδρείους, τούτη η νίκη θα είναι η μόνη σίγουρη», τόνισε ευχαριστημένος ο Ιουστινιανός.

Ο Βελισάριος κοίταξε τους στρατηγούς που έστεκαν φοβισμένοι και ψιθύρισε.

Δεν πέρασε ένας χρόνος και η εκστρατεία αμέσως ξεκίνησε. Χωριό το χωριό, πόλη την πόλη και χώρα τη χώρα κατακτούσαν οι στρατιώτες του Βελισάριου και του Ναρσή, αλλά με αργό τρόπο καθώς δεν ήταν εύκολη η μετακίνηση και η αναδιοργάνωση του στρατού μετά από κάθε μάχη. Τα χρόνια περνούσαν πολύ δύσκολα, όχι μόνο για τους στρατιώτες αλλά και για το λαό της Κωνσταντινούπολης που οι στερήσεις του ήταν μια συνεχής θυσία προκειμένου να εξοικονομούνται πόροι για τον πόλεμο.

Όλοι οι Δήμοι ένιωθαν βαρύ το χρέος αλλά υπέμεναν με την προσδοκία, πως την επόμενη χρονιά θα τελείωνε ο πόλεμος.

Είκοσι χρόνια κράτησε αυτή η σκληρή δοκιμασία του πολέμου. Η βυζαντινή αυτοκρατορία του Ιουστινιανού είχε πλέον μεγαλώσει τα σύνορά της. Το πρώτο δύσκολο βήμα του ονείρου του για μια μεγάλη αυτοκρατορία είχε γίνει πραγματικότητα, αλλά το κόστος για το λαό του δυσβάσταχτο καθώς για να εξασφαλίσει ειρήνη με τους Βάνδαλους στα σύνορα της Ανατολής πλήρωνε πολλούς φόρους κάθε χρόνο.

Τα θησαυροφυλάκια άδειασαν. Τότε ο Ιουστινιανός έβαλε τον Καππαδόκη, έναν ανώτερο υπάλληλο του, να πάρει μέτρα που θα τα γέμιζαν πάλι.

Εκείνος για να φανεί καλός υπάλληλος πήρε αποφάσεις που δεν είχε κανείς προηγούμενα τολμήσει. Απόλυσε πολλούς κρατικούς υπαλλήλους αδιαφορώντας για τη τύχη τους, ενώ χωρίς ενδοιασμό υποχρέωσε όλους τους πολίτες, ακόμη και τους φτωχότερους, να πληρώνουν υψηλούς φόρους

Τα μέτρα αυτά δυσαρέστησαν πολλούς. Οι Δήμοι πλέον με το ζόρι κρατούσαν τις φατρίες τους να μην εξεγερθούν δίνοντας ψεύτικες, κάθε φορά, υποσχέσεις.

Λίγοι μήνες ήταν αρκετοί για να γεμίσουνε πάλι οι τράπεζες και τα θησαυροφυλάκια με χρήματα. Το χαμόγελο στο πρόσωπο του Ιουστινιανού βρήκε πάλι τη θέση του. Κάλεσε μηχανικούς και τεχνίτες, τους εξήγησε τι ήθελε πληρώνοντας τους όσα χρήματα κι αν χρειάζονταν. Τα έργα άρχισαν αμέσως. Η πόλη άρχισε να αλλάζει όψη.

Να οι νέοι δρόμοι. Να τα φρούρια στην Ανατολή και στο Δούναβη. Να τα λιμάνια, να τα γεφύρια, τα υδραγωγεία, οι δεξαμενές, τα νοσοκομεία και τα γηροκομεία.

Οι αλλαγές αυτές είχαν ένα όμορφο οπτικό αποτέλεσμα. Η Κωσταντινούπολη έγινε κράτος πρότυπο, αλλά οι ομάδες των Δήμων δεν έλεγαν να σηκώσουνε κεφάλι. Οι γεωργοί χρεωμένοι ως το λαιμό έχαναν τα χωράφια τους για τα χρέη που χρωστούσαν σε δανειστές και σε τράπεζες.

Η δυσαρέσκεια του λαού επιτέλους έφτασε στ’ αφτιά του αυτοκράτορα. Λυπόταν πολύ για τη φτώχεια τους, αλλά δεν μπορούσε να σπαταλήσει το δημόσιο χρήμα σε αυξήσεις μισθών και να σταματήσουν έργα που θα διαφήμιζαν αιώνια τη λαμπρότητα της Κωνσταντινούπολης.

Για πολλές μέρες οι βαριές σκέψεις άφησαν σκυθρωπό τον αυτοκράτορα που έψαχνε να βρει λύσεις. Πνιγόταν από τύψεις και αρνιότανε να φάει τις ψητές γαλοπούλες και τα σουβλιστά γουρουνάκια. Και μια μέρα την απάντηση του έδωσε η συνείδηση του. «Γιατί στεναχωριέσαι και δεν δίνεις στο λαό σου, “θέαμα και άρτο”».

Χωρίς να χάσει χρόνο διέταξε του τελάληδες να ανακοινώσουν την τέλεση ιπποδρομιών και μονομαχιών προσφέροντας συνάμα και τροφή στους θεατές.

Από το πρώτο χάραμα της μέρας κόσμος πολύς, Βένετοι, Λευκοί, Μπλε και Πράσινοι κατέφθαναν κατά ομάδες στον ιππόδρομο. Συνωστισμός και σπρωξίματα για την απόκτηση ενός εισιτηρίου.

Όταν άνοιξαν οι τεράστιες πύλες το πολύχρωμο πλήθος ξεχύθηκε σαν θάλασσα στις κερκίδες. Μερικοί φύλακες, μαστιγοφόροι, χτυπούσαν τα μαστίγια τους επάνω στα μαρμάρινα καθίσματα φωνάζοντας οδηγίες για το που θα κάθονταν η κάθε ομάδα, ώστε να αποφευχθούν τα επεισόδια.

Όλη την ώρα στο κατάμεστο στάδιο ακούγονταν συνθήματα των αντίπαλων ομάδων. «Ζήτω οι Γαλάζιοι». «Πολλά τα έτη των Βένετων». «Νικά η τύχη πρασίνων των ορθοδόξων».

Υπάλληλοι των Δήμων για να κατευνάσουν τον εκνευρισμό στα πλήθη άρχισαν να μοιράζουν ψωμί, λαχανικά και παστά ψάρια απ’ τα μεγάλα καλάθια που υπήρχαν στους διαδρόμους για να καλμάρουν τον εκνευρισμό τους, όπως έλεγε και ο αυτοκράτορας: «Ο χορτάτος δεν ονειρεύεται καρβέλια».

Έφτασε απόγευμα, οι σάλπιγγες ήχησαν ειδοποιώντας για τον ερχομό του αυτοκράτορα. Όλος ο κόσμος σηκώθηκε όρθιος. Οι φωνές κάπως σταμάτησαν. Κάθισε εκείνος κι έκανε σινιάλο με το χέρι του να καθίσουν και οι θεατές. Κατόπιν με ένα νεύμα του έδωσε το ελεύθερο να αρχίσουν οι αγώνες.

Ένας τελάλης από ένα ψηλό θεωρείο που ήταν γεμάτο λάβαρα απ’ όλους τους Δήμους, έδωσε το μήνυμα ν’ αρχίσει η πρώτη ιπποδρομία.

Στην πλαϊνή εξέδρα καθότανε η ομάδα των Πράσινων που δεν είχε το νου της στους αγώνες παρά να διαμαρτύρονται στον αυτοκράτορα τους φωνάζοντας για τα σκληρά οικονομικά μέτρα που είχε πάρει και ζούσαν στη φτώχια.

«Οι πράσινοι είναι χριστιανοί και ζητούν καλύτερη μεταχείριση. Νικά η τύχη των πρασίνων. Νίκα – Νίκα», φώναζαν και οι Βένετοι.

Οι φωνές αυτές ενοχλούσαν τον αυτοκράτορα κι αμέσως διέταξε να συλληφθούν όσοι αναστατώνουν τη γιορτή. Οι στρατιώτες που πήγαν στις κερκίδες ανάμεσα στα πλήθη ήταν σαν τη σπίθα που ανάβει τη φωτιά. Όλες οι ομάδες των Δήμων άρχισαν με τις ιαχές «Νίκα – Νίκα», να συμπαραστέκονται και ν’ αντιδρούν ομαδικά στη διαμαρτυρία.

Μερικοί θερμόαιμοι επιτέθηκαν στους μαστιγοφόρους που προσπάθησαν να τους χτυπήσουν, τους αφόπλισαν και τους ξυλοφόρτωσαν. Το ίδιο έγινε και με τους λιγοστούς στρατιώτες της αυτοκρατορικής φρουράς, κυνηγήθηκαν από τον όχλο που κυλούσε σαν ποτάμι και παράσερνε ότι έβρισκε στο δρόμο του.

Άναψαν φωτιές καίγοντας τους στάβλους και τις αποθήκες του ιπποδρόμου χωρίς να δίνουν καμία σημασία στον αυτοκράτορα που ενοχλημένος αποσύρθηκε στο παλάτι του.

 

Οι στασιαστές ξεχύθηκαν στους δρόμους, έσπασαν τις πόρτες των φυλακών, ελευθέρωσαν τους φυλακισμένους κι άρχισαν σε κάθε σημείο να λεηλατούν την Πόλη. Ακόμη και η εκκλησία της αγίας Σοφίας δεν γλίτωσε τη φωτιά. Ευτυχώς, οι πιο ψύχραιμοι πρόλαβαν να τη σβήσουν.

Μέσα στην αντάρα της εξέγερσης λίγο έλειψε να κάψουν και τα ανάκτορα.

 

Ο Ιουστινιανός, απομονωμένος στο θρόνο του δεν ήξερε πώς να αντιδράσει για να σταματήσει την εξέγερση που έδειχνε να φουντώνει. Μιλώντας με τους συμβουλάτορες του σκέφτηκε να κάνει αυτό που απαιτούσε ο λαός του, να φύγει, να εγκαταλείψει την Κωνσταντινούπολη. Η γυναίκα του όμως, η Θεοδώρα, τον παρότρυνε να φανεί δυνατός και να διατάξει το στρατηγό Βελισάριο να επιτεθεί με το στρατό του στους επαναστάτες για να σταματήσουν το καταστροφικό έργο τους.

Με τη γνώμη της Θεοδώρας συμφώνησαν όλοι οι συμβουλάτορες του. Έτσι ο Βελισάριος μαζί με το στρατηγό Ναρσή δεν χρειάστηκε να ακούσει τη διαταγή του αυτοκράτορα. Αρκούσε η σιωπή του. Αμέσως κινήθηκε ο στρατός, περικύκλωσε τους επαναστάτες περιορίζοντας τη δράση τους μέσα στον ιππόδρομο.

Σε λίγη ώρα και οι τελευταίοι στασιαστές παραδίδονταν. Οι Δήμοι έχασαν τη δύναμη τους δίνοντας την ευκαιρία στον αυτοκράτορα να αισθάνεται ακόμη πιο δυνατός και ελεύθερος να διακυβερνήσει τη χώρα του όπως ήθελε.

Μόλις στα τέσσερα πρώτα χρόνια της εκστρατείας η βυζαντινή αυτοκρατορία του Ιουστινιανού είχε πλέον μεγαλώσει τα σύνορα της. Όμως αυτή η σκληρή δοκιμασία του πολέμου θα κρατούσε πολλά ακόμη χρόνια μετά την εξέγερση των Δήμων.

 

* Ο Δημήτρης Βαρβαρήγος, γεννήθηκε στην Αθήνα. αποφοιτά από αγγλική σχολή λογοτεχνίας «awarded by the writing school» και γράφει σήριαλ για την τηλεόραση, θέατρο και λογοτεχνία. Το βιβλίο «Υπατία» παρουσιάστηκε στην κεντρική αίθουσα της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας στην Αίγυπτο το 2007, γυρίστηκε ταινία με τον τίτλο «Agora» και θεατρικό έργο από την θεατρική ομάδα «Ανάδρασις».Έχει εκδώσει συνολικά 18 μυθιστορήματα ενηλίκων, 7 παιδικά βιβλία και οκτώ θεατρικά έργα. Το βιβλίο «Λιπεσάνορες, τα χρόνια του φιδιού», εκδόσεις «Μπατσιούλας – Momentum». Ο Δημήτρης Βαρβαρήγος, είναι: Πολιτιστικός εκπρόσωπος της Unesco λόγου, τεχνών κι επιστημών για την Πετρούπολη. Μέλος των «Ιστορικών συγγραφέων». Στη συντακτική επιτροπή του λογοτεχνικού περιοδικού «Ρωγμές». Συντάκτης της εφημερίδας «Μορφωτικός της Πετρούπολης». Μέλος στο Διεθνές Πολιτιστικό Φόρουμ «Ανάδρασις». Οργανωτής Λογοτεχνικών εκδηλώσεων. Έχει συμμετάσχει ως εκπαιδευτής σε εργαστήρια δημιουργικής γραφής στους Δήμους Πετρούπολης, Αμοργού, Πάρου, Αταλάντης, Στον Μορφωτικό Όμιλο Πετρούπολης, στους εκδοτικούς οίκους Άγκυρα και Έναστρον.

www.dvarvarigos.gr  |  http://dimitrisbarbarigos.blogspot.gr/

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top