Fractal

Τα μαύρα τριαντάφυλλα της Ισιδώρας

Γράφει η Μαρία Εμ. Μαραγκουδάκη //

 

Χρυσούλα Κουμανίδου «Η μαύρη κλωστή», εκδ. Ιωλκός

 

Όταν έπιασα στα χέρια μου τη νουβέλα της Χρυσούλας Κουμανίδου με τίτλο “η μαύρη κλωστή”  πριν ανοίξω το βιβλίο, είχα την αίσθηση πως κρατούσα ένα κέντημα, κι αυτό γιατί στον υπόλευκο φόντο του εξωφύλλου από μια βελόνα σε ετοιμότητα, καρφιτσωμένη κάπου πάνω και δεξιά, κρέμεται μια κλωστή σε μαύρο χρώμα. Η μια άκρη της κλωστής διαπερνά τα πεζά και διακριτικά γράμματα του εξωφύλλου και χάνεται στο οπισθόφυλλο. Ακολούθησα την άλλη άκρη που εισέρχεται εντός του βιβλίου και η αρχική μου αίσθηση περί κεντήματος ενισχυόταν σε κάθε επόμενη σελίδα.

Η συγγραφέας αφού πέρασε τη μαύρη κλωστή στη βελόνα – γραφίδα της ανακαλεί και γράφει  σε χαρτί όπως αντίστοιχα η ηλικιωμένη Ισιδώρα κεντάει μαύρα τριαντάφυλλα σε λευκή οργαντίνα με βελονιές -άλλοτε μεγαλύτερες κι άλλοτε μικρότερες….

Η μαύρη κλωστή έχει μήκος ενάμιση έτος και στα δύο άκρα η ηλικιωμένη Ισιδώρα  μονολογεί σε δεύτερο πρόσωπο, παραληρεί σ’ έναν εκπληκτικό επίλογο, έχει καθολική εποπτεία των πάντων ως νεκρή, όπου παρελθόν, παρόν και μέλλον συνυπάρχουν αδιαίρετα. Χαρακτηριστικά λέει: «Κι όπως κινείσαι ανάμεσα στις πορτοκαλιές και στις λεμονιές σου, περνώντας μπροστά από το αγαπημένο σου παγκάκι, ο χρόνος ανακατεύει την τράπουλά του και καταργείται».

Ανάμεσα στα δύο αυτά άκρα, η μαύρη κλωστή, είναι σημαδεμένη με τα στάδια του πένθους σε έξι μέρες σταθμούς. Κάθε μέρα κι ένα κομμάτι από ένα παζλ, που μ’ έναν ευφυή τρόπο “κουμπώνουν” τελικά  μεταξύ τους σ’ ένα άρτια συνεκτικό σύνολο. Η κάθε μέρα αποτελεί κι ένα κεφάλαιο σε τριτοπρόσωπη, αυτή τη φορά, αφήγηση. Τα κεφάλαια δεν είναι αριθμημένα, είναι όμως διακριτά μεταξύ τους με τίτλους χρωματιστούς (Μαύρη κορδέλα, Ουρανός σέπια, Βουτιά στο μολυβί, Γενέθλια νουάρ, Στις συχνότητες του ιώδους, Μια μαυρόασπρη φιγούρα tango). και υπότιτλους τα ονόματα των οικείων. Ο ευαίσθητος γεωπόνος Άρης και ο ρεαλιστής αρχιτέκτονας Αλέξανδρος  είναι οι δύο γιοι της Ισιδώρας, η εγγονή της Άνια είναι μια σύγχρονη έφηβη με προβλήματα διαχρονικά, η αλλοδαπή Λουντμίλα είναι η κοπέλα που τη φρόντιζε, ο ηλικιωμένος Ιάσονας είναι ο καλός φίλος από τα παλιά. Και τέλος στα πόδια όλων μπλέκεται η Μπόνα, το πιστό σκυλί της νεκρής Ισιδώρας.

Η μαύρη κλωστή, μετά το θάνατο της Ισιδώρας, τυλίγει τα οικεία της πρόσωπα με ενοχές, με αναμνήσεις, με αναταράξεις, ενώ αποκαλύψεις αποσταθεροποιούν ασταθείς μα και ευσταθείς ισορροπίες μετατοπίζοντας το κέντρο βάρους των μεταξύ τους σχέσεων, κλονίζουν συναισθήματα. Διαβάζουμε για τη Λουντμίλα όταν μπαίνει στο δωμάτιο της νεκρής «Αμέσως μετά, την πνίγει αιφνίδιος θυμός. Θέλει να κλωτσήσει τις αλφαδιασμένες παντόφλες της Ισιδώρας, να εκσφενδονίσει την κολόνια της, να σκίσει τη νυχτικιά της, να ξηλώσει τα μαύρα τριαντάφυλλα απ’ το κέντημά της, να πετάξει κάτω τη ρόμπα της, να χαλάσει τη νεκρική τάξη του δωματίου. Όχι για να την επαναφέρει στη ζωή, αλλά για να ξανακερδίσει έστω εκ των υστέρων, εκπρόθεσμα, ό,τι έχασε αυτά τα χρόνια….».

Οι ήρωες  μπαινοβγαίνουν σε σπίτια – μαυσωλεία, σε μοντέρνα γραφεία, περιφέρονται στο αστικό τοπίο της πρωτεύουσας, στο Σύνταγμα, στην πλατεία Καρύτση, στον Εθνικό κήπο, στην Ευελπίδων, εστιάζουν στη λεπτομέρεια, «Καθόταν μόνη, με τα μάτια πρησμένα, στο πεζούλι του προαυλίου και μαδούσε τη ζακέτα της φτιάχνοντας με το χνούδι της μπλε μπαλίτσες», επίσης περιγράφονται ανάγλυφα εικόνες και στιγμιότυπα με τρόπο που αποτυπώνουν την πόλη του σήμερα. Διαβάζουμε χαρακτηριστικά: «Στο κούφωμα μιας κλειστής ΕΒΓΑ παρατηρεί έναν άστεγο, με πρόσωπο σκούρο και ρυτιδιασμένο σαν παραγινωμένο σύκο. Κουκουλωμένος μ’ ένα παλιό πάπλωμα, έχει ξαπλώσει πάνω σε άδειες κούτες και εφημερίδες. Δίπλα του ένα άδειο μπουκάλι κρασί κι ένα πλαστικό κυπελάκι με ψιλά. Τον περιεργάζεται λυπημένη και του ρίχνει το κέρμα που βρίσκει στην τσέπη της».

Οι ήρωες κινούνται σ’ ένα σκηνικό με μυρωδιές μπαχαρικών, λουλουδιών, πολυκαιρισμένων αντικειμένων, και ανάμεσα σε ντελικάτες χρωματικές αποχρώσεις. Η παρουσία των φυτών είναι σχεδόν παντού, θα έλεγα πως είναι ένας ακόμη χαρακτήρας στο έργο, και μάλιστα ισχυρός, τόσο που έχεις την εντύπωση πως ενίοτε εκείνα πρωταγωνιστούν. Η τρυφερότητα των λουλουδιών συχνά καλύπτει σαν γάζα μια υποδόρια βία και μελαγχολία. Μαύρα τριαντάφυλλα, λευκά τριαντάφυλλα, γιασεμί, μαργαρίτες, μοβ ορχιδέες, διατσέντες, άνθη πορτοκαλιάς, περιγράφουν εύγλωττα ψυχικές διαθέσεις, νοηματοδοτούν καταστάσεις και σηματοδοτούν τις επερχόμενες.

Η Χρυσούλα Κουμανίδου γράφει με εικόνες και με την αμεσότητα του ενεστώτα χρόνου, ένα ενεστώτα θρυμματισμένο και συνάμα διεσταλμένο από μνήμες που συνομιλούν με το τώρα, με επιθυμίες, με παρούσες απουσίες, με ονειρικές καταστάσεις μπλεγμένες με την πραγματικότητα, για παράδειγμα διαβάζουμε:  «Την ώρα που η Έλλη ετοιμάζεται να φύγει και φοράει το παλτό της, ανασηκώνεται το μελιτζανί πουλόβερ της κι αποκαλύπτει το τατουάζ της -ένα φίδι κουλουριασμένο γύρω από τον καλοσχηματισμένο αφαλό της. Ο Αλέξανδρος κατεβάζει το ουίσκι μονοκοπανιά. Όταν η Έλλη τον χαιρετάει, το φίδι γλιστράει από το σώμα στο πόδι της, σέρνεται στο πάτωμα, τυλίγεται πάνω του και τον δαγκώνει ηδονικά στην αριστερή θηλή»

 

Χρυσούλα Κουμανίδου

 

Στη μαύρη κλωστή τα λυρικά στοιχεία αφθονούν, άλλοτε είναι άυλα, άλλοτε σωματοποιημένα. Η γραφή της Χρυσούλας Κουμανίδου έχει την ίδια απαλότητα με τις μαύρες μεταξωτές κλωστές που κεντούσε τα τριαντάφυλλά της η Ισιδώρα, δεν γρατζουνάει, είναι λιτή και διακριτική, θα έλεγα πως κύριο χαρακτηριστικό των λέξεων, το στίγμα γραφής της, είναι η κομψότητα, η ευγένεια και η καλαισθησία. Εύκολα ανιχνεύονται οι ποιητικές καταβολές της συγγραφέως, κυρίως από τη δεύτερη ποιητική της συλλογή “Μυθωδίες” όχι μόνο στη γλώσσα, μα και σε θεματικές “εμμονές”, όπως ο έρωτας και η απώλεια. Οι ήρωες θρηνούν βουβά, η απώλεια αντιμετωπίζεται με αξιοπρέπεια, δε γλιστράει στο δράμα, δεν επιτρέπεται στη θλίψη να γίνει ορατή διά γυμνού οφθαλμού, υπάρχει μια διάχυτη μελαγχολία κρυμμένη ανάμεσα σε λουλούδια, μυρωδιές, χρώματα. Στις “Μυθωδίες” γράφει:  «Αθόρυβα γλίστρησα στη μελαγχολία/ δίχως μια πασχαλιά στο χέρι…», ή «… νύχτα που σβήνει/ με άρωμα γαζίας..»  στη “μαύρη κλωστή” διαβάζουμε: «Φρόντισε τον τάφο, πότισε τις διατσέντες, άλλαξε τα μαραμένα τριαντάφυλλα με φρέσκιες φρέζες κι επέστρεψε» και λίγο παρακάτω «Σε λευκές πήλινες ζαρντινιέρες φύτεψε τριαντάφυλλα, τουλίπες, φρέζες κι ένα γιασεμί που έπλεξε σε μια λευκή πέργκολα. Του είχε ζητήσει να μην υπάρχει λουλούδι σε άλλο χρώμα πλην του λευκού -το αγαπημένο χρώμα της νεκρής γιαγιάς της».

Για το τέλος παραθέτω μια χαρακτηριστική παράγραφο, όπου το όνειρο συνυπάρχει με την πραγματικότητα και ο θάνατος, σαν μία άλλη εκδοχή, συμπορεύεται αισιόδοξα με τη ζωή.

«Ξαφνικά, νιώθει πως δε βγαίνει φωνή από τα χείλη της. Όσο κι αν προσπαθεί ν’ ανοίξει το στόμα της, αυτό παραμένει σφαλιστό. Περνώντας μπροστά απ’ τη βιτρίνα ενός μαγαζιού, βλέπει πως είναι ραμμένο σταυροβελονιά με μαύρη κλωστή. Βαδίζει ανάμεσα σε νεραντζιές που μοσχοβολούν. Από μακριά έρχεται η γιαγιά της φορώντας ψάθινο καπέλο και μακρύ, λευκό φόρεμα κρατώντας από το μπράτσο τον Ιάσονα. Την πλησιάζουν χαμογελαστοί. Η γιαγιά της τραβάει απαλά την άκρη της μαύρης κλωστής που κρέμεται από τη γωνία των χειλιών της και ξηλώνει τη σταυροβελονιά απελευθερώνοντας ανώδυνα τα χείλη της»

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top