Fractal

Διήγημα: “Η Μάγισσα και ο Άγγελος”

Του Κώστα Πατίνιου // *

 

 

f19

 

 

«Μ΄ έλεγαν μάγισσα που καρδιές ράγισα˙ χόρευα κι άργησα, κάθε αρχή κατάργησα…», λένε οι στίχοι της Λίνας Νικολακοπούλου σε ένα αγαπημένο τραγούδι της Χαρούλας Αλεξίου.

Τρίτη και Πέμπτη αφού σχολνούσε η Μαρία από τη δουλειά της, πήγαινε σε μια σχολή και χόρευε˙ αγαπούσε το χορό και λάτρευε να χορεύει Latin. Με το χορό της μάγευε όσους την έβλεπαν, με το χαμόγελό της σκορπούσε υποσχέσεις, με τη μυρωδιά της μεθούσε όλους τους άντρες και με το άγγιγμά της τους τρέλαινε. Αυτά όλα τα… μαγικά γίνονταν μεταφορικά, γιατί είχε και ένα άλλο κρυφό ταλέντο. Μελετούσε και ήξερε πολλά για τη μαγεία. Έκανε μάλιστα και διάφορα ξόρκια˙ η ειδικότητά της ήταν τα ερωτικά ξόρκια.

 

Ήταν πολύ αγαπητή στο περιβάλλον της και αυτήν της την ιδιότητα φρόντιζε να κρατά μυστική˙ άλλωστε η σιωπή και η λήθη είναι από τους βασικούς κανόνες που πρέπει να τηρεί μια μάγισσα. Ήταν, όμως, μια μάγισσα που έκανε τα μαγικά της σε προσωπικά της θέματα και δεν ενοχλούσε τους άλλους. Βέβαια, αυτό ήταν κάπως σχετικό… Τα ξόρκια της στόχευαν άντρες, άντρες που ποθούσε και δεν της έδιναν σημασία. Το φίλτρο που χρησιμοποιούσε περισσότερο και με μεγάλη επιτυχία ήταν το φίλτρο Αθηνά -πίστευε πως ήταν το καλύτερο φίλτρο για ερωτικά ξόρκια. Όταν ήθελε κάτι παραπάνω στο κρεβάτι από το σύντροφό της έφτιαχνε ένα αφροδισιακό ποτό από μανδραγόρα και όταν ήθελε να δέσει έναν άντρα δίπλα της, για να μην ξενοκοιτάξει, έκανε το λεγόμενο ξόρκι «δέσιμο του γουρουνιού».

 

Στο σπίτι της είχε μια ντουλάπα διπλοκλειδωμένη με όλα τα αναγκαία σύνεργα, το «ευαγγέλιο» της μαγείας, βότανα, «πέτρα της αγάπης» -πρόκειται για έναν ημιπολύτιμο λίθο που ανοίγει την καρδιά σε όλες τις μορφές της αγάπης-, ροζ κορδέλα, Μαγνητόλαδο του Κρόνου, Μαγνητόλαδο της Αφροδίτης -απαραίτητο για το ξόρκι «δέσιμο του Γουρουνιού»-, καρφίτσες, λάδι της Αφροδίτης και Τριαντάφυλλο της Αφροδίτης, φύλλα και ρίζες μανδραγόρα, μαγνήτες κουκλάκια, κεριά, το αγαπημένο της φίλτρο Αθηνά, διάφορες πέτρες και πολλά άλλά. Τις Παρασκευές και τις μέρες που είχε πανσέληνο χανόταν, γιατί αυτές είναι οι ήμερες που συνήθως γίνονται τα ερωτικά ξόρκια.

 

Σε ένα αποκριάτικο χορό ντύθηκε, όπως κάθε χρόνο, τον πραγματικό της εαυτό. Ενώ χόρευε έπεσε πάνω σε έναν άγγελο, όνομα και πράγμα, αφού ονομαζόταν Άγγελος και ήταν και ντυμένος σαν άγγελος, ξανθός, γαλανομάτης με άσπρο δέρμα˙ ήταν σαν να έπεσε από τον ουρανό. Γνωρίστηκαν και γρήγορα ήρθε ο ένας κοντά στον άλλο. Η μάγισσα επιθυμούσε να τον κάνει δικό της κι έτσι αποφάσισε να κάνει ένα ξόρκι για να πετύχει το σκοπό της. Περίμενε πέντε μέρες πριν την πανσέληνο για να αρχίσει το ξόρκι. Το συγκεκριμένο ξόρκι επέβαλλε αυτή την χρονοβόρα διαδικασία. Κάθε μέρα έκανε και ένα βήμα, μέχρι να γεμίσει το φεγγάρι για να ολοκληρωθεί το ξόρκι με μια ιεροτελεστία που γινόταν στο φώς του γεμάτου φεγγαριού. Είχε την επιθυμία, είχε το συναίσθημα, την πίστη και τη γνώση. Τώρα έπρεπε να συγκεντρωθεί στο στόχο της.

Τη μέρα που είχε πανσέληνο δεν μίλησε καθόλου στον Άγγελό της. Έμεινε κλεισμένη στο σπίτι όλο το απόγευμα και τον σκεφτόταν. Άφησε το συναίσθημά της να ξεχειλίσει, για να κλάψει επάνω σε ένα κόκκινο μαντίλι που θα το χρησιμοποιούσε το βράδυ στο ξόρκι που θα έκανε. Δεν απάντησε ούτε στα τηλεφωνήματά του˙ δεν ήθελε να χαλάσει η συγκέντρωσή της.

 

Ο Άγγελός της ανησύχησε και πήρε το αυτοκίνητο να πάει να δει τι γίνεται. Στάθμευσε κάτω από την πολυκατοικία όπου έμενε. Τα φώτα ήταν αναμμένα. Ανέβηκε με τα πόδια μέχρι τον τρίτο όροφο όπου έμενε η μάγισσά του, κτύπησε την πόρτα, αλλά κανείς δεν απάντησε. Ο Άγγελος παρατήρησε στον ανελκυστήρα ότι η ένδειξη της κατεύθυνσης ήταν προς την ταράτσα, ενώ άκουσε και μια χαμηλή φωνή από το κλιμακοστάσιο.

 

Ανέβηκε με τα πόδια σιγά σιγά. Όλο έκπληξη την αντίκρισε τρία τέσσερα μέτρα μπροστά του ολόγυμνη με ένα μπουρνούζι να κείτεται στα πόδια της και ένα μαντίλι να σκεπάζει το κεφάλι της. Την άκουσε κάτι να ψιθυρίζει για τη γυμνή αλήθεια της, τη μαγική σελήνη, τη θεά Αθηνά και τη θεά Αφροδίτη, ενώ και το όνομά του ήταν μέρος του λόγου της… Η μάγισσα ένιωσε πως κάποιος την παρακολουθούσε. Σταμάτησε την τελετή, έσκυψε, πήρε το μπουρνούζι και το έριξε βιαστικά επάνω της.

 

– Άγγελε, εσύ! είπε έκπληκτη.

– Τι στην ευχή κάνεις τέτοια ώρα εδώ πάνω; τη ρώτησε.

Η μάγισσα πήγε να δικαιολογηθεί πως όλα ήταν ένα αστείο και πως το έκανε για πλάκα, αλλά ο Άγγελος που ήταν θρησκευόμενος και καλός γνώστης του λόγου της εκκλησιάς θύμωσε.

 

– Η Εκκλησία μας καταδικάζει τη μαγεία, διότι σημαίνει υποδούλωση στο διάβολο και τα ξόρκια είναι ένα επικίνδυνο είδος μαγείας, της είπε. – Σε θέλω πολύ Άγγελέ μου, γι’ αυτό το έκανα, του δικαιολογήθηκε.

-Αν με θέλεις να σταματήσεις να κάνεις τέτοια πράγματα, της είπε αυστηρά.

Ακλούθησαν υποσχέσεις ότι δεν θα ασχολείτο ξανά με μαγεία και ξόρκια. Για να γίνει πιο πειστική δέχτηκε να πάει στον πνευματικό του Άγγελου για να εξομολογηθεί.

Για λίγο καιρό τα πράγματα μεταξύ τους πήγαιναν καλά, μα μόλις πλησίασε η επόμενη πανσέληνος η μάγισσα δεν κρατιόταν. Λίγες μέρες νωρίτερα άρχισε να παρατηρεί με ερωτική διάθεση τον καινούριο ένοικο του διπλανού διαμερίσματος της πολυκατοικίας όπου κατοικούσε. Τώρα δεν την ένοιαζε αν την έκανε τσακωτή ο Άγγελος˙ θα γλίτωνε μια ώρα νωρίτερα και θα της άφηνε χώρο και χρόνο για τον καινούριο στόχο της. Ανέσυρε τα σύνεργά της και ξεκίνησε τις προετοιμασίες της.

 

Ήξερε πως θα περνούσε ο Άγγελος, αλλά δεν την ενόχλησε καθόλου. Δείλιασε μόνο μια στιγμή, όταν άκουσε το κτύπημα της πόρτας. Σηκώθηκε, του άνοιξε κοιτάζοντάς τον ανέκφραστα. Ο Άγγελος έριξε μια ματιά σε όλα τα σύνεργα της μάγισσας που ήταν στρωμένα στο σαλόνι του σπιτιού της. Θύμωσε, στεναχωρήθηκε, του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Το μόνο που κατάφερε ήταν να ψελλίσει ένα γιατί.

– Άκουσες ποτέ την ιστορία του σκορπιού και του βάτραχου; τον ρώτησε.

Ο Άγγελος κούνησε αρνητικά το κεφάλι. Και τότε αυτή του τη διηγήθηκε:

– Στις δυο πλευρές ενός ποταμού βρισκόταν από τη μια ο βάτραχος και από την άλλη ο σκορπιός. Ο σκορπιός ήθελε να πάει απέναντι και παρακάλεσε το βάτραχο να τον βοηθήσει να περάσει. Ο βάτραχος του αρνήθηκε, γιατί φοβόταν το θανατηφόρο του κεντρί. Ο σκορπιός του υποσχέθηκε ότι δεν θα τον τσιμπούσε, γιατί τον είχε ανάγκη. Τότε ο κάλος βάτραχος πείστηκε και προσέγγισε το σκορπιό για να τον βοηθήσει. Ανέβηκε ο σκορπιός στη ράχη του βάτραχου, ο οποίος ξεκίνησε να τον μεταφέρει στην άλλη όχθη. Στη μέση της διαδρομής ο σκορπιός τέντωσε την ουρά που βρίσκεται επάνω το κεντρί του και τσίμπησε το βάτραχο. Ο βάτραχος του θύμισε την υπόσχεση που του είχε δώσει λέγοντάς του πως τώρα θα βούλιαζε κι αυτός μαζί του. Ο σκορπιός καθώς βούλιαζε στο ποτάμι τού είπε πως δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά, γιατί έτσι είναι η φύση του. Έτσι και εγώ, Άγγελέ μου, δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Είμαι μάγισσα και είναι στη φύση μου να κάνω ξόρκια.

Ο Άγγελος έσκυψε, πήρε τα τσακισμένα του φτερά από τη γωνιά και, αφού δεν μπορούσε να πετάξει ξανά, έφυγε τρέχοντας.

 

Από το βιβλίο «είναι μέρες που αναπνέω τη σιωπή τους» εκδόσεις Αρμίδα 2011

 

 

 

* Ο Κώστας Πατίνιος γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1971 κυκλοφορούν τρία βιβλία του με διηγήματα και ποίηση από τις εκδόσεις Αρμίδα.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top