Fractal

Διήγημα fractal: “Η μαγεία του χρυσού”

Από την Ελένη Χωρεάνθη //

 

 

Για την ημέρα των δικαιωμάτων του παιδιού

 

Στα «παιδιά του δρόμου»

Ήταν δεν ήταν εφτά ετών η Μαρία που συνάντησα στο μεγάλο δρόμο τις προάλλες. Μικροσκοπική, λίγο παραπάνω από μισό μέτρο μπόι, ένα κορμάκι τόσο δα, μια σπιθαμή θαρρείς, αλλά σβέλτο και λιγνό.

Στριφογύριζε το στρογγυλόμορφο κεφαλάκι ανήσυχα, κοίταζε περίεργα ολόγυρα και δυο ατίθασσα κοτσιδάκια, άγρια, αναμαλλιασμένα, ποιος ξέρει από πότε άλουστα και αχτένιστα, ανέμιζαν ακολουθώντας τη φορά του κεφαλιού.

Είχε ένα χρώμα στο δέρμα στιλπνό και μελαψό, κάτι ανάμεσα σε μπρούντζο και κατράμι.

Δυο μάτια πανέμορφα, με κόρες σκούρες σα δυο παιγνιδιάρες βούλες από καθαρό αιματίτη, έπλεαν σ’ ένα γυαλιστερό ασπράδι λες κι ήταν καμωμένο από σμάλτο κάτασπρο.

Το βλέμμα της αστραφτερό, κοφτερό σαν λεπίδι, εξασκημένο στην επισήμανση του ουσιώδους και του αναγκαίου, έψαχνε κάποιο φιλεύσπλαχνο χέρι που θα άνοιγε το πορτοφόλι. Έτσι τουλάχιστο έδειχνε. ‘Εργαζόταν’ από τόσο μικρή για το αναγκαίο της κάθε μέρας, για τη δραχμούλα του αναγκαίου μας οίκτου. Του απολύτως για κείνη αναγκαίου καθημερινού. Και το ένα λερό χεράκι πάντα απλωμένο, για τη “δουλειά”.

Αυτή τη δουλειά έχει διδαχτεί, αυτήν ξέρει να κάνει κι αμολιέται κάθε μέρα στους κεντρικούς, πολυσύχναστους δρόμους της μεγάλης πολιτείας η Μαρία. Το άλλο χεράκι το έχει πάντα χωμένο στην κρυμμένη τσέπη του παντελονιού, κάτω από τη μακριά λουλουδόσπαρτη φούστα. Φυλάει το μίζερο “μεροκάματο του δρόμου”, το μεροκάματο του “τρόμου”.

Η Μαρία, σαν όλα τα “παιδιά του δρόμου” δεν φοβάται διόλου τα τροχοφόρα. Δεν λογαριάζει τους κινδύνους. Δεν ξέρει, δεν της έμαθαν πως κινδυνεύει κάθε στιγμή η τρυφερή ζωούλα της να κοπεί από το μίσχο του μεγάλου δέντρου της ζωής. Τους αγνοεί, κι ας είναι τόσο πολύ εκτεθειμένη κάθε μέρα στους κινδύνους… Σαν τη μελισσούλα που τρέχει στα λιβάδια από λουλούδι σε λουλούδι να μαζέψει τη γύρη και το μέλι, το καθημερινό της κι εκείνη, χωρίς να μπορεί να σκέφτεται αν θα βρει το δρόμο ή αν θα προφτάσει να ξαναγυρίσει ζωντανή στην κυψέλη.

Η Μαρία δεν γνωρίζει άλλη τέχνη. Άλλο μάθημα δεν έχει πάρει. Δεν έχει πάει σε κανένα σχολείο. Από τότε που άνοιξε τα ματάκια της αυτό βλέπει ότι γίνεται. Και το συνηθίζει Αυτό έχει διδαχτεί, αυτό έχει μάθει από γεννησιμιού της στο καθημερινό, στο απάνθρωπο σχολείο της βιοπάλης η φτωχούλα, η πανέμορφη Μαρία, ένα τόσο δα τρυφερό πλασματάκι.

Με την αρμύρα του ιδρώτα να τρέχει πρόωρα στο μέτωπο, η Μαρία ζητιανεύει. Διεκδικεί, με τον τρόπο της κάθε μέρα ζητιανεύοντας στους ανελέητους δρόμους, το μερίδιό της από τ’ αγαθά που προβάλλει προκλητικά μέσα από τις εκδικητικές βιτρίνες της η καταναλωτική κοινωνία.

Στη γωνία Βουκουρεστίου και Πανεπιστημίου, στο φανάρι, το προσωρινό στέκι της εκείνη την ημέρα. Έψαχνε με το σπινθηροβόλο βλέμμα τον ψυχοπονιάρη, τον κατάλληλο που θα συγκινούσε η ανέχεια της. Έμοιαζε αλαφιασμένη, βιαστική. Εκεί είχαμε βρεθεί πλάι πλάι. Περιμέναμε κι οι δυο προφανώς να γίνει πράσινο για να περάσουμε απέναντι προς του Ζολώτα.

Αργούσε να γίνει πράσινο. Με κοίταζε από πάνω ίσαμε κάτω με κείνα τα πονηρά, σκοτεινά, αδυσώπητα, τα σχεδόν εχθρικά μάτια της. Προσποιούμουνα την αδιάφορη. Εκείνη επέμενε να με ψάχνει. “Με ψυχολογεί”, σκέφτηκα. Άνοιξα την τσάντα, έβγαλα κι έκαμα να της δώσω ένα νόμισμα.

Το βλέμμα της σκούρανε εχθρικά. Δεν το πήρε. Μάζεψε γροθιά τα δαχτυλάκια, έσμιξε τα γαϊτανόφρυδά της κι αποτραβήχτηκε λίγο. Μου έριξε ένα βλέμμα από κάποια απόσταση λοξά, ερευνητικά, ζυγιάζοντας μάλλον αν υπήρχαν πιθανότητες να κερδίσει ποντάροντας στο στόχο της.

Το χεράκι που ήτανε σφιγμένο γροθιά κινήθηκε κι ο δείχτης πρόβαλε τεντωμένος σαν αιχμηρό βέλος δείχνοντας επίμονα ένα συγκεκριμένο σημείο στην τραχηλιά μου.

Το στόμα το κρατούσε κλειστό. Με κάρφωνε με το ανελέητα διεκδικητικό βλέμμα χωρίς να βγάζει μιλιά.

Κατάλαβα ποια ήταν η ενδόμυχη επιθυμία της. Εκείνη τη στιγμή δεν διεκδικούσε το καθημερινό “μεροδούλι/ μεροφάι”, αλλά της φάνηκε άξαφνα πως θα μπορούσε να πραγματοποιήσει ένα όνειρο. Είχε βουλιάξει στη μαγεία της λάμψης, σ’ ένα όμορφο, ανεκπλήρωτο όνειρο. Είχε παγιδευτεί σε μια λαμπερή για κείνη πρόκληση.

Μπήκα στον πειρασμό της περιέργειας.

-Ποια σου αρέσει; Ποια θέλεις; Αυτή; ρώτησα και της πρότεινα την ασημένια αλυσίδα.

Η μικρή Μαρία έγνεψε αρνητικά πισωγέρνοντας το σγουρόμαλλο κεφαλάκι ενώ το δαχτυλάκι έδειχνε επίμονα, πεισματικά θα έλεγα, το ίδιο σημείο πάνω μου.

Είναι γνωστή η μεγάλη αδυναμία που έχουν οι τσιγγάνες σε ό, τι λάμπει χρυσό, εκτός απ’ την ικανότητα που έχουν να λένε τη μοίρα με τη χειρομαντεία των δρόμων και να μας πείθουν.

Η μικρούλα δεν ήξερε ακόμα να διαβάζει τη μοίρα. Φαίνεται πως δεν το είχε καλά εμπεδώσει αυτό, για να το εκμεταλλεύεται. Υποθέτω πως ονειρευόταν ν’ αποκτήσει ένα στολίδι λαμπερό. Να κρεμάσει στο λαιμό της μια χρυσή καδένα με αστραφτερή αλυσίδα κι εκείνη και να καμαρώνει.

Οι σκέψεις πέρασαν σαν αστραπή από το μυαλό μου. Και της έδειξα τη χρυσή αλυσίδα.

«Αυτό!» είπε μόνο ένα τόσο δα στοματάκι.

Το πασαλειμμένο με πρώιμο ιδρώτα, σκόνη, και ζάχαρη απ’ τη “μπόμπα” που είχε σαφώς καταβροχθίσει, το στρογγυλόμορφο προσωπάκι άστραψε μεμιάς ολόχαρο, μια ομορφιά.

“Του στιλπνού η γοητεία. Αυτή! Η μαγεία του χρυσού είναι πιο δυνατή από τη διεκδίκηση του καθημερινού, διώχνει τη μέριμνα για το αναγκαίο, ακόμα και για το απολύτως αναγκαίο!” σκέφτηκα.

Έδωσα με ενοχλημένη συγκατάβαση στη μικρή το ασήμαντο νόμισμα. Εκείνη τη στιγμή δεν έβρισκα ελαφρυντικά. Δεν ήθελα να παραδεχτώ ότι και μια ασήμαντη τσιγγανούλα μπορεί να ονειρεύεται, πως έχει δικαίωμα να διεκδικεί ό, τι λάμπει, κάτι πέρα από το “καθημερινό”.

Η Μαρία με φανερή δυσαρέσκεια πήρε το νόμισμα, ρίχνοντάς μου ένα υποταχτικό βλέμμα που έδειχνε πόσο δύσκολα αποδεχόταν την ήττα της, και με το άλλο χεράκι το έχωσε στην απομέσα της τσέπη, στον κρυμμένο “κορβανά” της.

Και τότε έγινε επιτέλους πράσινο. Εκεί αργεί πολύ να κλείσει η λεωφόρος για τα οχήματα και ν’ ανοίξει ο δρόμος για το πέρασμα των πεζών. Η τσιγγανούλα χώθηκε ανάμεσα στους βιαστικούς, και σαν βολίδα πέρασε πρώτη απέναντι και στήθηκε μπροστά στη βιτρίνα με τα πανάκριβα χρυσαφικά του Ζολώτα. Κοίταζε λαίμαργα αδιαφορώντας για τα περίεργα βλέμματα των περαστικών.

Χάζευε, απολάμβανε τη μαγεία του χρυσού, ονειρευόταν; Ποιος ξέρει…Η μαγεία, όχι η αξία του χρυσού, θάμπωνε σίγουρα τη μικρή τσιγγανούλα. Η μαγεία του δρόμου, της ανεξέλεγκτης ελευθερίας. Μιας ελευθερίας που δεν υπακούει σε νόμους κοινωνικούς, ούτε σε “πρέπει» και «δεν πρέπει” και σε παρόμοιες συμβάσεις.

«Η μαγεία του αστραφτερού, του φανταχτερού κινεί τα νήματα της φαντασίας και δίνει διέξοδο στις όποιες φαντασιώσεις, βάζει φτερούγες στα όνειρα. Η μαγεία του απροσπέλαστου και του άπιαστου χορταίνει το μάτι κι αδειάζει την ψυχή μας», σκεφτόμουν.

Και στεκόμουνα μπροστά στου Ζολώτα Περιεργαζόμουνα τα πανάκριβα χρυσαφικά σαν κάτι να διεκδικούσα κι εγώ από εκείνο τον απλησίαστο πειρασμό.

Περιεργαζόμουνα και τη μικρή που γυρόφερνε κι έγλειφε μύξες με ζάχαρη μπροστά στη βιτρίνα.

Τα περιδέραια, οι αλυσίδες άστραφταν, τα σκουλαρίκια, τα βραχιόλια κι οι πόρπες λαμποκοπούσαν…

Η μικρή άξαφνα πήρε φόρα, τεντώθηκε, στηρίχτηκε στων ξιπόλητων ποδιών της τα νύχια και με μια παράτολμη άνεση έβγαλε τη γλώσσα μπροστά στη βιτρίνα, μπροστά στη μαγεία του χρυσού που δεν έφτανε ν’ αγγίξει όσα χεράκια κι αν άπλωνε…

Άξαφνα μια διαπεραστική γυναικεία, στριγκιά φωνή: “Μαρία!” την ανάγκασε να υπακούσει στην ακαθόριστη προσταγή.

Χωρίς όμως να χάσει διόλου καιρό ξανάβγαλε τη γλώσσα μπροστά στη βιτρίνα κι αποχαιρέτησε τα χρυσαφικά και την απαγορευμένη λάμψη τους με μια πινελιά μύξας που έσυρε με το ζαχαρωμένο δααχτυλάκι της πάνω στο τζάμι. Κι αμέσως σαν την αστραπή εξαφανίστηκε, χάθηκε μέσα στο πλήθος των πεζών… Την κατάπιαν οι άσωστοι δρόμοι της τυφλής πολιτείας.

Πίσω απ’ το τζάμι της πανάκριβης βιτρίνας έμεινε κλεισμένη, προστατευμένη, σίγουρη η μαγεία χρυσού. Έμεινε ανέγγιχτη, αδιάφορη, η απροσπέλαστη, η άπιαστη γοητεία, η λάμψη του ακριβού.

Η Μαρία παγιδεύτηκε για άλλη μια φορά από την ανάγκη, δέσμια στο κυνήγι του απολύτως αναγκαίου. Έμεινε στο ρόλο του ανειδίκευτου αρπακτικού…

Εξακολούθησα το δρόμο μου σαν να μην συνέβη απολύτως τίποτα. Σαν τον Πιλάτο που ένιπτε τας χείρας του, απαλλάσσοντας τον εαυτό του από την ευθύνη για τη θανατική καταδίκη του Ιησού. Αλλά η Μαρία δεν έφευγε από τα μάτια μου. Με κυνηγούσε θαρρείς. Όσο κι αν προσπαθούσα να βρω ελαφρυντικά, ένιωθα ένοχη για λογαριασμό ολόκληρης της κοινωνίας με τις απαράδεκτες προκλήσεις…

Και θαρρείς μου έμεινε συνήθεια η τύψη αυτή.

 

 

Παλαιό Φάληρο, 2008

* (Από ανέκδοτη συλλογή διηγημάτων για παιδιά, με ήρωες παιδιά)

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top